Back-formation from κυκλοφορ(ία) ( kyklofor(ía) , “ circulation ” ) + -ώ ( -ó ) . The sense of the ancient mediopassive κυκλοφορέομαι ( kuklophoréomai ) was revolve .[ 1] By surface analysis , κυκλο- ( kyklo- , “ circle (κύκλος ) ” ) + -φορώ ( -foró , “ grade of verb φέρω ” )
IPA (key ) : /ci.klo.foˈɾo/
Hyphenation: κυ‧κλο‧φο‧ρώ
κυκλοφορώ • (kykloforó ) (past κυκλοφόρησα , passive κυκλοφορούμαι , p‑past κυκλοφορήθηκα , ppp κυκλοφορημένος ) ( passive is rare )
( transitive , intransitive )
( media ) to publish , issue , circulate , release ( book, newspaper, etc )
to circulate , go around
to be around , be available
δεν κυκλοφορεί κανείς ― den kykloforeí kaneís ― there’s no one around
to drive around ( in a car, etc )
The passive forms[ 2] are rare.
κυκλοφορώ , κυκλοφορούμαι (passive forms, rare)
Active voice ➤
Passive voice ➤
Indicative mood ➤
Imperfective aspect ➤
Perfective aspect ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Non-past tenses ➤
Present ➤
Dependent ➤
Present
Dependent
1 sg
κυκλοφορώ , (κυκλοφοράω 1 )
κυκλοφορήσω
κυκλοφορούμαι
κυκλοφορηθώ
2 sg
κυκλοφορείς , (κυκλοφοράς )
κυκλοφορήσεις
κυκλοφορείσαι
κυκλοφορηθείς
3 sg
κυκλοφορεί , (κυκλοφοράει )
κυκλοφορήσει
κυκλοφορείται
κυκλοφορηθεί
1 pl
κυκλοφορούμε
κυκλοφορήσουμε , [-ομε ]
κυκλοφορούμαστε , {κυκλοφορούμεθα }
κυκλοφορηθούμε
2 pl
κυκλοφορείτε
κυκλοφορήσετε
κυκλοφορείστε , {κυκλοφορείσθε }
κυκλοφορηθείτε
3 pl
κυκλοφορούν (ε ), (κυκλοφοράν (ε ))
κυκλοφορήσουν (ε )
κυκλοφορούνται
κυκλοφορηθούν (ε )
Past tenses ➤
Imperfect ➤
Simple past ➤
Imperfect
Simple past
1 sg
κυκλοφορούσα
κυκλοφόρησα
[κυκλοφορούμουν ]1
κυκλοφορήθηκα
2 sg
κυκλοφορούσες
κυκλοφόρησες
[κυκλοφορούσουν ]1
κυκλοφορήθηκες
3 sg
κυκλοφορούσε
κυκλοφόρησε
κυκλοφορούνταν , {(ε) κυκλοφορείτο }
κυκλοφορήθηκε
1 pl
κυκλοφορούσαμε
κυκλοφορήσαμε
κυκλοφορούμασταν , (‑ούμαστε )
κυκλοφορηθήκαμε
2 pl
κυκλοφορούσατε
κυκλοφορήσατε
[κυκλοφορούσασταν , (‑ούσαστε )]
κυκλοφορηθήκατε
3 pl
κυκλοφορούσαν (ε )
κυκλοφόρησαν , κυκλοφορήσαν (ε )
κυκλοφορούνταν , {(ε) κυκλοφορούντο }
κυκλοφορήθηκαν , κυκλοφορηθήκαν (ε )
Future tenses ➤
Continuous ➤
Simple ➤
Continuous
Simple
1 sg
θα κυκλοφορώ ➤
θα κυκλοφορήσω ➤
θα κυκλοφορούμαι ➤
θα κυκλοφορηθώ ➤
2,3 sg , 1,2,3 pl
θα κυκλοφορείς , …
θα κυκλοφορήσεις , …
θα κυκλοφορείσαι , …
θα κυκλοφορηθείς , …
Perfect aspect ➤
Perfect aspect
Present perfect ➤
έχω , έχεις , … κυκλοφορήσει έχω, έχεις, … κυκλοφορημένο , ‑η, ‑ο ➤
έχω, έχεις, … κυκλοφορηθεί είμαι , είσαι , … κυκλοφορημένος , ‑η, ‑ο ➤
Past perfect ➤
είχα , είχες , … κυκλοφορήσει είχα, είχες, … κυκλοφορημένο , ‑η, ‑ο
είχα, είχες, … κυκλοφορηθεί ήμουν , ήσουν , … κυκλοφορημένος , ‑η, ‑ο
Future perfect ➤
θα έχω, θα έχεις, … κυκλοφορήσει θα έχω, θα έχεις, … κυκλοφορημένο , ‑η, ‑ο
θα έχω, θα έχεις, … κυκλοφορηθεί θα είμαι, θα είσαι, … κυκλοφορημένος , ‑η, ‑ο
Subjunctive mood ➤
Formed using present , dependent (for simple past ) or present perfect from above with a particle (να , ας ).
Imperative mood ➤
Imperfective aspect
Perfective aspect
Imperfective aspect
Perfective aspect
2 sg
—
κυκλοφόρησε
—
κυκλοφορήσου
2 pl
κυκλοφορείτε
κυκλοφορήστε
κυκλοφορείστε , {κυκλοφορείσθε }
κυκλοφορηθείτε
Other forms
Active voice
Passive voice
Present participle➤
κυκλοφορώντας ➤
κυκλοφορούμενος , ‑η, ‑ο ➤
Perfect participle➤
έχοντας κυκλοφορήσει ➤
κυκλοφορημένος , ‑η, ‑ο ➤
Nonfinite form➤
κυκλοφορήσει
κυκλοφορηθεί
Notes Appendix:Greek verbs
1. The -άω second forms with -α- are colloquial and rare for this verb. • (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.