ξεχασμένος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Perfect participle of ξεχνιέμαι (xechniémai), passive voice of ξεχνάω, ξεχνώ (“forget”).
Pronunciation
[edit]Participle
[edit]ξεχασμένος • (xechasménos) m (feminine ξεχασμένη, neuter ξεχασμένο)
Declension
[edit]Declension of ξεχασμένος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ξεχασμένος • | ξεχασμένη • | ξεχασμένο • | ξεχασμένοι • | ξεχασμένες • | ξεχασμένα • |
genitive | ξεχασμένου • | ξεχασμένης • | ξεχασμένου • | ξεχασμένων • | ξεχασμένων • | ξεχασμένων • |
accusative | ξεχασμένο • | ξεχασμένη • | ξεχασμένο • | ξεχασμένους • | ξεχασμένες • | ξεχασμένα • |
vocative | ξεχασμένε • | ξεχασμένη • | ξεχασμένο • | ξεχασμένοι • | ξεχασμένες • | ξεχασμένα • |
Antonyms
[edit]- αξέχαστος (axéchastos, “unforgettable”)
Derived terms
[edit]- περασμένα ξεχασμένα (perasména xechasména, “literally: passed, forgotten; let bygones be bygones”)