πειραματικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from the πειραματ- stem of πείραμα (peírama) + -ικός (-ikós), a calque of English experimental.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]πειραματικός • (peiramatikós) m (feminine πειραματική, neuter πειραματικό)
Declension
[edit]Declension of πειραματικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πειραματικός • | πειραματική • | πειραματικό • | πειραματικοί • | πειραματικές • | πειραματικά • |
genitive | πειραματικού • | πειραματικής • | πειραματικού • | πειραματικών • | πειραματικών • | πειραματικών • |
accusative | πειραματικό • | πειραματική • | πειραματικό • | πειραματικούς • | πειραματικές • | πειραματικά • |
vocative | πειραματικέ • | πειραματική • | πειραματικό • | πειραματικοί • | πειραματικές • | πειραματικά • |
Derived terms
[edit]- πειραματικά (peiramatiká, adverb)
- (learned) πειραματικώς (peiramatikós, adverb)
Related terms
[edit]- πείραμα n (peírama)
- πειραματίζομαι (peiramatízomai)
- πειραματισμός m (peiramatismós)
- πειραματιστής m (peiramatistís), πειραματίστρια f (peiramatístria)
- πειραματόζωο n (peiramatózoo)
References
[edit]- ^ πειραματικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language