προαιρετικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Ancient Greek προαιρετικός (proairetikós, “freely choosing”) with semantic loan from French facultatif.[1]
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]προαιρετικός • (proairetikós) m (feminine προαιρετική, neuter προαιρετικό)
- optional
- Antonym: υποχρεωτικός (ypochreotikós)
Declension
[edit]Declension of προαιρετικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προαιρετικός • | προαιρετική • | προαιρετικό • | προαιρετικοί • | προαιρετικές • | προαιρετικά • |
genitive | προαιρετικού • | προαιρετικής • | προαιρετικού • | προαιρετικών • | προαιρετικών • | προαιρετικών • |
accusative | προαιρετικό • | προαιρετική • | προαιρετικό • | προαιρετικούς • | προαιρετικές • | προαιρετικά • |
vocative | προαιρετικέ • | προαιρετική • | προαιρετικό • | προαιρετικοί • | προαιρετικές • | προαιρετικά • |
Derived terms
[edit]- προαιρετικά (proairetiká, “optionally”, adverb)
References
[edit]- ^ προαιρετικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Categories:
- Greek terms borrowed from Ancient Greek
- Greek learned borrowings from Ancient Greek
- Greek terms derived from Ancient Greek
- Greek semantic loans from French
- Greek terms derived from French
- Greek terms with IPA pronunciation
- Rhymes:Greek/os
- Rhymes:Greek/os/5 syllables
- Greek lemmas
- Greek adjectives
- Greek adjectives in declension ός-ή-ό