υποπτεύομαι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly, from Ancient Greek ὑποπτεύω (hupopteúō) + -ομαι (-omai, suffix for passive verbs)
Pronunciation
[edit]Verb
[edit]υποπτεύομαι • (ypoptévomai) deponent (past υποπτεύτηκα/υποπτεύθηκα)
- to suspect, be suspicious of
Conjugation
[edit]υποπτεύομαι (deponent: passive forms only)
Passive voice ➤ | ||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ |
1 sg | υποπτεύομαι | υποπτευτώ, υποπτευθώ |
2 sg | υποπτεύεσαι | υποπτευτείς, υποπτευθείς |
3 sg | υποπτεύεται | υποπτευτεί, υποπτευθεί |
1 pl | υποπτευόμαστε | υποπτευτούμε, υποπτευθούμε |
2 pl | υποπτεύεστε, υποπτευόσαστε | υποπτευτείτε, υποπτευθείτε |
3 pl | υποπτεύονται | υποπτευτούν(ε), υποπτευθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ |
1 sg | υποπτευόμουν(α) | υποπτεύτηκα, υποπτεύθηκα |
2 sg | υποπτευόσουν(α) | υποπτεύτηκες, υποπτεύθηκες |
3 sg | υποπτευόταν(ε) | υποπτεύτηκε, υποπτεύθηκε |
1 pl | υποπτευόμασταν, (‑όμαστε) | υποπτευτήκαμε, υποπτευθήκαμε |
2 pl | υποπτευόσασταν, (‑όσαστε) | υποπτευτήκατε, υποπτευθήκατε |
3 pl | υποπτεύονταν, (υποπτευόντουσαν) | υποπτεύτηκαν, υποπτευτήκαν(ε), υποπτεύθηκαν, υποπτευθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ |
1 sg | θα υποπτεύομαι ➤ | θα υποπτευτώ / υποπτευθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα υποπτεύεσαι, … | θα υποπτευτείς / υποπτευθείς, … |
Perfect aspect ➤ | ||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … υποπτευτεί / υποπτευθεί | |
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … υποπτευτεί / υποπτευθεί | |
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … υποπτευτεί / υποπτευθεί | |
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | — | — |
2 pl | υποπτεύεστε | υποπτευτείτε, υποπτευθείτε |
Other forms | Passive voice | |
Present participle ➤ | — | |
Perfect participle ➤ | — | |
Nonfinite form ➤ | υποπτευτεί, υποπτευθεί | |
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |
Synonyms
[edit]- υποψιάζομαι (ypopsiázomai)
Related terms
[edit]- υποψία f (ypopsía, “suspicion”)
- and see: ύποπτος (ýpoptos, “suspect”)