ΘΟΥΚΥΔIΔΗΣ -Αίτια και αφορμαί του πολέμου
ΘΟΥΚΥΔIΔΗΣ -Αίτια και αφορμαί του πολέμου
ΘΟΥΚΥΔIΔΗΣ -Αίτια και αφορμαί του πολέμου
Προοίμιον (1-23)
Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου
1. Θουκυδίδης, ο Αθηναίος, έγραψε την ιστορίαν του πολέμου
μεταξύ των Πελοποννησίων και των Αθηναίων. Την συγγραφήν
αυτού ήρχισεν ευθύς εξ αρχής της εκρήξεώς του, διότι προείδεν ότι
θ' απέβαινε μεγάλος και περισσότερον αξιομνημόνευτος από κάθε
προηγούμενον πόλεμον, και εσυμπέραινε τούτο από το γεγονός ότι
αμφότερα τα Κράτη κατήρχοντο εις αυτόν, ενώ ευρίσκοντο εις την
ακμήν της παντός είδους στρατιωτικής δυνάμεώς των, και ότι
έβλεπε τους λοιπούς Έλληνας είτε τασσόμενους αμέσως, είτε
διανοουμένους τουλάχιστον να ταχθούν προς το εν ή το άλλο
μέρος. Η κίνησις αυτή ετάραξε τωόντι βαθύτατα την Ελλάδα, και
μέρος υπό τους βαρβάρους και σχεδόν τον κόσμον όλον. Τα
προγενέστερα γεγονότα και τα έτι παλαιότερα δεν δύνανται να
εξακριβωθούν σαφώς, ένεκα της παρόδου πολλού χρόνου. Αλλά από
τεκμήρια, τα οποία, ωθών την έρευνάν μου μέχρι του απωτάτου
παρελθόντος, κρίνω αξιόπιστα, άγομαι να πιστεύσω ότι δεν
υπήρξαν μεγάλα, ούτε υπό πολεμικήν, ούτε υπό άλλην έποψιν.
2. Αι μεταναστεύσεις
Διότι είναι προφανές ότι η χώρα που καλείται σήμερον Ελλάς δεν
ήτο μονίμως κατοικημένη εξ αρχής, αλλ' εγίνοντο εις το παρελθόν
συχναί μεταναστεύσεις και οι κάτοικοι χωρίς πολλάς δυσκολίας
εγκατέλειπαν τας εστίας των, εξαναγκαζόμενοι εις τούτο από
νέους πολυαριθμοτέρους εκάστοτε εποίκους. Καθόσον ούτε το
εμπόριον, όπως σήμερον διεξάγεται, υπήρχε τότε, ούτε ασφαλής
διά ξηράς ή διά θαλάσσης συγκοινωνία, και καθένας
εξεμεταλλεύετο το έδαφος, το οποιον είχε υπό την κατοχήν του,
τόσον μόνον όσον ήρκει διά την συντήρησίν του. Ούτε πλούτον
έσώρευαν, ούτε την γην εφύτευαν, τόσον μάλλον καθόσον αι
εγκαταστάσεις των δεν ήσαν ωχυρωμέναι και ως εκ τούτου
εφοβούντο μήπως από στιγμής εις στιγμήν άλλοι επιδρομείς
επέλθουν και τους αφαιρέσουν κάθε τι που έχουν. Επειδή, εξ άλλου,
επίστευαν ότι οπουδήποτε ημπορούν να εξασφαλίσουν την
αναγκαίαν καθημερινήν τροφήν, εμετανάστευαν όχι απροθύμως και
δι' αυτό δεν ήσαν ισχυροί ούτε κατά το μέγεθος των πόλεων, ούτε
κατά την πολεμικήν γενικώς παρασκευήν. Αλλά τα ευφορώτερα προ
πάντων διαμερίσματα υπέκειντο εις διηνεκείς μεταβολάς των
κατοίκων - όπως, λόγου χάριν, αι επαρχίαι, αι οποίαι σήμερον
ονομάζονται Θεσσαλία και Βοιωτία, και το μεγαλύτερον μέρος της
Πελοποννήσου, εκτός της Αρκαδίας, και από την άλλην Ελλάδα τα
καλύτερα μέρη. Διότι η ευφορία της γης έφερεν αύξησιν της
δυνάμεως ωρισμένων προσώπων, η οποία επροκάλει εμφυλίους
σπαραγμούς, από τους οποίους τα διαμερίσματα αυτά εφθείροντο
τόσον μάλλον, καθόσον ήσαν περισσότερον εκτεθειμένα εις
εξωτερικάς επιδρομάς. Η Αττική, εν πάση περιπτώσει,λόγω του ότι
το έδαφός της είναι ισχνόν και πτωχόν, υπήρξεν ανέκαθεν
απηλλαγμένη από στάσεις και διά τον λόγον αυτόν διετήρησε
πάντοτε τους ιδίους κατοίκους. Και έχομεν εδώ απόδειξιν του
ισχυρισμού μου ότι, λόγω της μεταναστεύσεως, τα άλλα μέρη της
Ελλάδος δεν ηυξήθησαν εις πληθυσμόν όπως η Αττική. Διότι οι
δυνατώτεροι από εκείνους, όσοι, ένεκα εξωτερικών πολέμων ή
εσωτερικών στάσεων εξεδιώκοντο από την άλλην Ελλάδα,
κατέφευγαν εις τας Αθήνας ως εις τόπον ασφαλή, και,
πολιτογραφούμενοι, κατέστησαν την πόλιν, ευθύς από τους
παλαιότατους χρόνους, ακόμη πλέον πολυάνθρωπον, εις τρόπον
ώστε επειδή η Αττική απέβη ανεπαρκής διά τον πληθυσμόν της
πόλεως οι Αθηναίοι απέστειλαν αποικίας εις την Ιωνίαν.
3. Το όνομα Ελλάς
Την αδυναμίαν, άλλωστε, των παλαιών καιρών μου φαίνεται ότι
αποδεικνύει και το γεγονός προ πάντων ότι πριν από τα Τρωικά
τίποτε δεν επεχείρησεν από κοινού η Ελλάς. Νομίζω μάλιστα ότι το
όνομα αυτό ούτε είχε δοθή ακόμη εις όλην την χώραν, ούτε καν
υπήρχε προ του Έλληνος, υιού του Δευκαλίωνος, αλλά τα διάφορα
φύλα, και εις μεγαλυτέραν έκτασιν το Πελασγικόν, έδιδαν το όνομά
των εις τα υπ' αυτών κατοικούμενα διαμερίσματα. Αλλ' από την
εποχήν που ο Έλλην και οι υιοί του απέβησαν ισχυροί εις την
Φθιώτιδα, και την βοήθειάν των επεκαλούντο οι κάτοικοι των
άλλων πόλεων, τα διάφορα φύλα, συνεπεία της επικοινωνίας αυτής,
ωνομάζοντο ήδη επί μάλλον και μάλλον Έλληνες, μολονότι πολύς
επέρασε καιρός πριν το όνομα τούτο ημπορέση να επικράτηση
γενικώς. Την καλυτέραν απόδειξιν παρέχει ο Όμηρος. Διότι,
μολονότι έζησε πολύ ύστερον και από τα Τρωικά, πουθενά δεν
ωνόμασε με το όνομα αυτό όλους, ούτε άλλους εκτός εκείνων που
ηκολούθησαν τον Αχιλλέα από την Φθιώτιδα, οι οποίοι ήσαν και οι
πρώτοι Έλληνες, αλλ' αποκαλεί αυτούς εις τα ποιήματά του
γενικώς Δαναούς και Αργείους και Αχαιούς. Ούτε βαρβάρους,
άλλωστε, μνημονεύει διά τον λόγον, ως νομίζω, ότι ούτε οι Έλληνες
είχαν ακόμη διακριθή διά κοινού αντιθέτου ονόματος. Οπωσδήποτε
τα διάφορα ελληνικά φύλα, επί των οποίων το όνομα των Ελλήνων,
λόγω κοινότητος της γλώσσης, εξηπλώνετο διαδοχικώς από μίαν
περιφέρειαν εις άλλην, έως ότου επεξετάθη ακολούθως επί του
συνόλου των, δεν έκαμαν καμμίαν κοινήν επιχείρησιν πριν από τα
Τρωικά, ένεκα αδυναμίας και ελλείψεως αμοιβαίας επικοινωνίας.
Άλλωστε, και την εκστρατείαν ακόμη κατά της Τροίας τότε μόνον
επεχείρησαν από κοινού, όταν είχαν ήδη αποκτήσει αξιόλογον
εμπειρίαν της θαλάσσης.
5. Διότι εις την παλαιάν εποχήν οι Έλληνες, και όσοι από τους
βαρβάρους εκατοικούσαν είτε τα ηπειρωτικά παράλια, είτε νήσους,
όταν ήρχισαν να επικοινωνούν μεταξύ των συχνότερον δια
θαλάσσης, επεδόθησαν εις την πειρατείαν υπό την αρχηγίαν
ανδρών εκ των δυνατωτάτων, οι οποίοι ωθούντο εις τούτο και από
τον πόθον του προσωπικού κέρδους και από την ανάγκην όπως
επαρκούν εις την συντήρησιν των απορωτέρων οπαδών των. Και
επιτιθέμενοι κατά πόλεων ατειχίστων και αποτελουμένων από
άθροισμα κωμών, τας διήρπαζαν και εντεύθεν επορίζοντο κυρίως
τα προς το ζην, διότι το έργον τούτο δεν έφερεν εντροπήν, αλλ'
επέσυρε τουναντίον και κάποιαν δόξαν. Τον ισχυρισμόν μου τούτον
αποδεικνύει όχι μόνον η μέχρι σήμερον συνεχιζομένη δράσις των
κατοίκων της Στερεάς, οι οποίοι σεμνύνονται δια τα πειρατικά των
κατορθώματα, αλλά και οι παλαιοί ποιηταί, εις τους στίχους των
οποίων απευθύνεται πάντοτε στερεότυπος προς τους καταπλέοντας
η ερώτησις εάν είναι πειραταί, καθόσον ούτε οι ερωτώμενοι
εθεώρουν το έργον τούτο ανάξιον δια τους εαυτούς των, ούτε οι
τυχόν απευθύνοντες την ερώτησιν αυτήν υβριστικήν. Και επί της
Στερεάς, άλλωστε, ελήστευαν οι μεν τους δε. Και μέχρι σήμερον
διατηρείται η συνήθεια αυτή της κατά κώμας οικήσεως και της
διαρπαγής εις πολλά μέρη της Ελλάδος, όπως εις την χώραν των
Οζολών Λοκρών, την Αιτωλίαν, την Ακαρνανίαν και τας
παρακειμένας λοιπάς ηπειρωτικάς περιφερείας. Και η συνήθεια
προς τούτοις της οπλοφορίας έχει διατηρηθή μεταξύ των
πληθυσμών αυτών από την εποχήν της παλαιάς ληστείας.
9. Ο Τρωϊκός πόλεμος
Και ο Αγαμέμνων, ως φρονώ, κατώρθωσε να συγκεντρώση την
ναυτικήν εκστρατείαν εναντίον της Τροίας, διά τον λόγον ότι
υπερείχε κατά την δύναμιν από τους άλλους ηγεμόνας, και όχι
τόσον διότι οι μνηστήρες της Ελένης, των οποίων υπήρξεν
αρχιστράτηγος, είχαν δεσμευθή με τους όρκους που τους επέβαλεν
ο Τυνδάρεως. Και όσοι, άλλωστε, από τους Πελοποννησίους
παρέλαβαν από τους προγενεστέρους τας ασφαλεστέρας
παραδόσεις διηγούνται ότι ο Πέλοψ απέκτησεν αρχικώς δύναμιν
λόγω του μεγάλου πλούτου, με τον οποίον ήλθεν από την Ασίαν εις
χώραν, της οποίας ο πληθυσμός ήτο πτωχός, και διά τούτο
κατώρθωσε, μολονότι ξένος, να δώση εις αυτήν το όνομά του, και
ότι ακόμη καλυτέρα τύχη επερίμενε τους απογόνους του μετά τον
θάνατον του εγγονού του Ευρυσθέως, βασιλέως των Μυκηνών, ο
οποίος εφονεύθη από τους Ηρακλείδας εις την Αττικήν. Καθόσον,
όταν ούτος εξεστράτευσεν εκεί, ενεπιστεύθη την αντιβασιλείαν
των Μυκηνών, λόγω συγγενείας, εις τον αδελφόν της μητρός του
Ατρέα (ο οποίος κατά την εποχήν εκείνην ήτο εξωρισμένος από τον
πατέρα του Πέλοπα διά τον φόνον του Χρυσίππου). Και επειδή ο
Ευρυσθεύς δεν επέστρεψε πλέον, ο Ατρεύς, ο οποίος άλλωστε
εθεωρείτο ανήρ πλουσιώτατος και είχε κολακεύσει το πλήθος,
ανέλαβε την βασιλείαν των Μυκηνών και γενικώς των μερών, επί
των οποίων εξετείνετο η αρχή του Ευρυσθέως, συμφώνως άλλωστε
με την επιθυμίαν αυτών των Μυκηναίων, οι οποίοι επί πλέον
εφοβούντο τους Ηρακλείδας. Και έτσι ο οίκος του Πέλοπος έγινεν
ισχυρότερος από τον οίκον του Περσέως. Τα δύο αυτά σκήπτρα
αφού ήνωσεν εις χείρας του ο Αγαμέμνων, υιός του Ατρέως, και
έγινε συγχρόνως ισχυρότερος από τους άλλους κατά την ναυτικήν
δύναμιν, κατώρθωσεν, όπως εγώ νομίζω, να συγκέντρωση την
εκστρατείαν, διότι οι ηγεμόνες τον ηκολούθησαν, όχι κατά χάριν,
αλλ' από φόβον. Διότι εις την εκστρατείαν προσήλθεν έχων ο ίδιος
τα περισσότερα πλοία και συγχρόνως εφωδίασε με τοιαύτα τους
Αρκάδας, εάν η περί τούτου μαρτυρία του Ομήρου πρέπη να ληφθή
υπ' όψιν. Και εις τους στίχους, άλλωστε, όπου ομιλεί περί της
διαδοχής του σκήπτρου, αναφέρει περί αυτού ο Όμηρος ότι
εβασίλευσεν εις πολλάς νήσους καί ολόκληρον το Άργος. Εν
τούτοις, εάν δεν είχεν αξιόλογον ναυτικήν δύναμιν, δεν θα
ημπορούσε με τον στρατόν της ξηράς να βασιλεύη εις νήσους,
εκτός των εγγύς της παραλίας κειμένων, αι οποίαι όμως δεν
ημπορούσαν να είναι πολλαί. Και από την εστρατείαν άλλωστε
αυτήν πρέπει να εικάζωμεν περί της σημασίας των προγενεστέρων.
10. Το ότι αι Μυκήναι ήσαν μικραί, η κάθε άλλη πόλις του τότε
καιρού φαίνεται σήμερον ασήμαντος, δεν είναι αποχρών λόγος
όπως αρνηθή κανείς να πιστεύση ότι η κατά της Τροίας εκστρατεία
υπήρξεν όσον μεγάλη λέγεται από τους ποιητάς και παριστάνεται
από την παράδοσιν. Διότι, εάν η πόλις των Λακεδαιμονίων ήθελεν
ερημωθή και δεν απέμεναν παρά οι ναοί και τα θεμέλια των άλλων
οικοδομημάτων, οι μεταγενέστεροι, μετά πάροδον πολλού χρόνου,
νομίζω, δεν θα επίστευαν ότι η δύναμίς της υπήρξεν ανάλογος προς
την φήμην της. Και, εν τούτοις, οι Λακεδαιμόνιοι όχι μόνον
εξουσιάζουν αμέσως τα δύο πέμπτα της Πελοποννήσου, αλλά και
έχουν την αρχηγίαν του υπολοίπου αυτής και πολλών συμμάχων
εκτός αυτής. Εφόσον, εν τούτοις, η πόλις της Σπάρτης ούτε ένα
συνοικισμόν απετέλεσε ποτέ, ούτε πολυτελείς ναούς και οικοδομάς
έκτισεν, αλλά κατοικείται κατά κώμας, σύμφωνα με την παλαιάν
συνήθειαν της Ελλάδος, η δύναμίς της θα εφαίνετο υποδεεστέρα
της πραγματικής. Ενώ, εάν η πόλις των Αθηνών επάθαινεν ομοίαν
συμφοράν, η δύναμίς της, κρινομένη από την απλήν εξωτερικήν
εμφάνισιν, θα εφαίνετο, νομίζω, διπλασία της πραγματικής. Δεν
είναι λοιπόν ορθόν να είμεθα δύσπιστοι, ούτε ν' αποβλέπωμεν εις
την εξωτερικήν εμφάνισιν των πόλεων μάλλον παρά εις την δύναμίν
των, αλλά πρέπει να θεωρούμεν ότι η κατά της Τροίας εκστρατεία
υπήρξε μεν μεγαλύτερα από τας προηγουμένας, υπολείπεται όμως
των σημερινών, εάν πρέπη να πιστεύσωμεν και εδώ τα ποιήματα
του Ομήρου. Διότι, μολονότι είναι φυσικόν να υποθέσωμεν ότι
ούτος ως ποιητής μεγαλοποιεί δια της φαντασίας του την
εκστρατείαν όμως και πάλιν φαίνεται αυτή υποδεεστέρα. Καθόσον,
από τα χίλια διακόσια πλοία, που έλαβαν μέρος εις την
εκστρατείαν, περιγράφει τα μεν των Βοιωτών ως έχοντα εκατόν
είκοσι άνδρας έκαστον, τα δε του Φιλοκτήτου πενήντα, μνημονεύων
ούτως, ως πιστεύω, τα μεγαλύτερα και τα μικρότερα πλοία. Εν
πάση περιπτώσει, δεν μνημονεύει άλλου μεγέθους πλοία εις τον
κατάλογόν του. Ότι, εξ άλλου, όλοι οι άνδρες του πληρώματος
ήσαν κωπηλάται συγχρόνως και μάχιμοι, αναφέρει εν σχέσει προς
τα πλοία του Φιλοκτήτου, όταν παριστάνη όλους τους κωπηλάτας
ως τοξότας. Επιβάται, εξ άλλου, εκτός των βασιλέων και των
κυριωτάτων εκ των εν τέλει, δεν είναι πιθανόν να επέβαιναν εις τα
πλοία πολλοί, λόγω ιδίως ότι έμελλαν να διαπλεύσουν το πέλαγος
μετά του πολεμικού υλικού εντός πλοίων τα οποία δεν είχαν καν
κατάστρωμα, αλλά ήσαν κατεσκευασμένα κατά τον παλαιόν
τρόπον, προσομοιάζοντα μάλλον προς τα πειρατικά. Εάν λοιπόν
λάβωμεν τον μέσον όρον μεταξύ των μεγαλυτέρων και μικροτέρων
πλοίων, οι εκστρατεύοντες δεν φαίνεται να ήσαν πολλοί,
λαμβανομένου υπ' όψιν ότι ούτοι προήρχοντο από όλα συγχρόνως
τα μέρη της Ελλάδος.
18. Επί τέλους, οι τύραννοι των Αθηνών και της άλλης Ελλάδος, το
πλείστον της οποίας είχε διατελέσει υπό τυράννους και πριν ακόμη
από την πόλιν των Αθηνών, οι περισσότεροι τουλάχιστον από
αυτούς, πράγματι δε και οι τελευταίοι, εάν εξαιρέσωμεν τους της
Σικελίας, κατελύθησαν υπό των Λακεδαιμονίων. Διότι η
Λακεδαίμων, μολονότι, αφού εκτίσθη από τους ήδη κατοικούντας
αυτήν Δωριείς, διετέλεσε σπαρασσόμενη από στάσεις περισσότερον
καιρόν από κάθε άλλην πόλιν από όσας γνωρίζομεν, όμως επέτυχε
να ευνομηθή από παλαιοτάτην εποχήν και διετέλεσεν αείποτε
απηλλαγμένη από τυράννους. Διότι επί τετρακόσια ήδη έτη προ του
τέλους του παρόντος πολέμου, ίσως και ολίγον περισσότερον
χρόνον, οι Λακεδαιμόνιοι διατηρούν το ίδιον πολίτευμα, και αυτός
είναι ο λόγος, ένεκα του οποίου έγιναν ισχυροί και ημπόρεσαν να
ρυθμίζουν και τα των άλλων πόλεων. Ολίγον χρόνον από την
κατάλυσιν των τυράννων εις την Ελλάδα, έγινε και η μάχη του
Μαραθώνας μεταξύ Περσών και Αθηναίων. Δέκα άλλωστε έτη μετά
την μάχην αυτήν ο βάρβαρος ήλθε πάλιν με τον μεγάλον στρατόν
και στόλον του εναντίον της Ελλάδος, διά να την υποδούλωση. Και
ενώπιον του επικρεμασθέντος μεγάλου κινδύνου, οι Λακεδαιμόνιοι,
λόγω του ότι ήσαν το ισχυρότερον ελληνικόν κράτος, ανέλαβαν την
αρχηγίαν των συμπολεμησάντων Ελλήνων, και οι Αθηναίοι,
αποφασίσαντες καθ' ον χρόνον επήρχοντο οι Πέρσαι να
εγκαταλείψουν την πόλιν και παραλαβόντες τα κινητά των,
επεβιβάσθησαν επί των πολεμικών πλοίων και έγιναν ναυτικοί. Και
αφού, διά του κοινού αγώνος, απέκρουσαν τους Πέρσας, ολίγον
χρόνον ύστερον οι Έλληνες, και όσοι είχαν αποσείσει τον ζυγόν του
βασιλέως, και όσοι είχαν λάβει μέρος εις τον κοινόν κατ' αυτού
αγώνα, διηρέθησαν, και άλλοι μεν ετάχθησαν με τους Αθηναίους,
άλλοι δε με τους Λακεδαιμονίους. Διότι τα δύο αυτά κράτη είχαν
αναδειχθή ως τα ισχυρότερα, των μεν Αθηναίων επικρατούντων
κατά θάλασσαν, των δε Λακεδαιμονίων κατά ξηράν. Ο εθνικός
σύνδεσμος των Ελλήνων διετηρήθη ολίγον μόνον καιρόν, έπειτα
όμως περιελθόντες εις διενέξεις οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι
επολέμησαν με τους συμμάχους των εναντίον αλλήλων, και από
τους άλλους Έλληνας, όσοι τυχόν περιήρχοντο μεταξύ των εις
έριδας, ετάσσοντο του λοιπού με τον ένα ή τον άλλον εξ αυτών. Εις
τρόπον ώστε, από την εποχήν των Μηδικών συνεχώς, μέχρι του
παρόντος πολέμου, άλλοτε μεν συνομολογούντες ειρήνην, άλλοτε
δε πολεμούντες, είτε προς αλλήλους είτε προς τους
επαναστατούντας από τους συμμάχους των, παρεσκευάσθησαν
καλώς διά τα πολεμικά πράγματα και έγιναν εμπειρότεροι εις αυτά,
λόγω του ότι εμαθήτευσαν εις την σχολήν των κινδύνων.
19. Και οι μεν Λακεδαιμόνιοι ήσκουν την αρχηγίαν αυτών επί των
συμμάχων των, όχι καθιστώντες αυτούς φόρου υποτελείς, αλλά
μεριμνώντες μόνον όπως κυβερνώνται κατά πολίτευμα
ολιγαρχικόν, προς το αποκλειστικόν της Σπάρτης συμφέρον. Οι
Αθηναίοι όμως υπεχρέωσαν με τον καιρόν τας συμμάχους πόλεις,
εκτός της Χίου και της Λέσβου, να τους παραδώσουν τα πολεμικά
των πλοία, και επέβαλαν την πληρωμήν φόρου και εις όσας δεν
επλήρωναν τούτον αρχικώς. Και έτσι τα ιδιαίτερα πολεμικά μέσα
των Αθηνών έφθασαν να είναι ανώτερα από την δύναμιν, την
οποίαν διέθετεν η ομοσπονδία των κατά την εποχήν της ακμής,
όταν διετηρείτο ανόθευτος.
Τα Κερκυραϊκά (24-55)
24. Άρνησις των Κερκυραίων να συνδιαλλάξουν τους ερίζοντας
μεταξύ των Επιδαμνίους
Εις τα δεξιά του εισπλέοντος την Αδριατικήν θάλασσαν, ευρίσκεται
η πόλις Επίδαμνος, με την οποίαν γειτονεύουν οι Ταυλάντιοι
βάρβαροι, έθνος Ιλλυρικόν. Την πόλιν απώκισαν μεν οι Κερκυραίοι,
αλλ' ιδρυτής υπήρξεν ο Κορίνθιος Φάλιος, υιός του Ερατοκλείδου,
απόγονος του Ηρακλέους, μετακληθείς από την μητρόπολιν, κατά
το γνωστόν παλαιόν έθιμον. Εις τον εποικισμόν έλαβαν μέρος και
Κορίνθιοι και άλλοι Δωριείς. Με την πάροδον του χρόνου η
Επίδαμνος έγινε σημαντική και πολυάνθρωπος. Αλλ' επισυνέβησαν
εμφύλιοι σπαραγμοί, διαρκέσαντες, ως λέγεται, πολλά έτη, και
συνεπεία πολέμου με τους γείτονας βαρβάρους, οι Επιδάμνιοι
εξέπεσαν και εστερήθησαν το μεγαλύτερον μέρος της δυνάμεώς
των. Ολίγον τέλος προ του παρόντος πολέμου, ο λαός εξεδίωξε
τους ολιγαρχικούς, οι οποίοι, ενωθέντες με τους βαρβάρους,
ελήστευαν τους κατοίκους της Επιδάμνου και κατά γην και κατά
θάλασσαν. Οι τελευταίοι, εξ άλλου, ευρισκόμενοι εις στενόχωρον
θέσιν, απέστειλαν πρέσβεις εις την Κέρκυραν, ως την μητρόπολίν
των, παρακαλούντες να μη προσβλέπουν με αδιαφορίαν την
καταστροφήν των, αλλά να τους συνδιαλλάξουν με τους εξορίστους
και να θέσουν τέρμα εις τον πόλεμον των βαρβάρων. Την
παράκλησιν αυτήν υπέβαλαν οι πρέσβεις των, αφού εκάθισαν ως
ικέται εις τον ναόν της Ήρας. Οι Κερκυραίοι, εν τούτοις, δεν
εισήκουσαν την ικεσίαν, και οι πρέσβεις ανεχώρησαν άπρακτοι.
33. Η αποδοχή της αιτήσεώς μας κατά την στιγμήν αυτήν είναι δι'
εσάς ευκαιρία, όπως πολλαπλήν πορισθήτε ωφέλειαν. Πρώτον, διότι
θα παράσχετε την συνδρομήν σας εις αδικούμενους και όχι εις
αδικούντας, έπειτα δε, διότι παρέχοντες την συμμαχίαν σας προς
ανθρώπους, των οποίων τα ζωτικά συμφέροντα ευρίσκονται εις
κίνδυνον, θ' αποταμιεύσετε εις τας καρδίας μας, με όλην τη
δυνατήν ασφάλειαν, θησαυρόν αιωνίας ευγνωμοσύνης, και τέλος,
διότι έχομεν στόλον μεγαλύτερον από κάθε άλλον, εκτός του ιδικού
σας. Και σκεφθήτε πόσον σπανία είναι η ευτυχία αυτή, η οποία προς
μεγάλην λύπην των εχθρών σας ασφαλίζει εις σας τούτο, ότι η
δύναμις εκείνη, την συμμαχίαν της οποίας θα εκρίνατε αξίαν
πολλών χρημάτων και μεγάλης ευγνωμοσύνης, προσέρχεται
σήμερον απρόσκλητος, προσφερομένη χωρίς κινδύνους και δαπάνας
ιδικάς σας, ασφαλίζουσα συγχρόνως την εκτίμησιν των πολλών διά
την γενναιοφροσύνην σας, την ευγνωμοσύνην εκείνων, τους
οποίους θα βοηθήσετε, και την αύξησιν της ιδικής σας δυνάμεως.
Εις πολύ ολίγους, τωόντι, ανθρώπους έτυχε να προσφερθούν καθ'
όλον το παρελθόν τόσα πολλά πλεονεκτήματα συγχρόνως. Ολίγοι,
εξ άλλου, έχοντες ανάγκην συμμαχίας, προσέρχονται προσφέροντες
εις εκείνους, από τους οποίους την ζητούν, ασφάλειαν και τιμήν
ίσην προς εκείνην, την οποίαν πρόκειται να λάβουν από αυτούς οι
ίδιοι. Αλλ' εάν κανείς από σας νομίζη ότι ο πόλεμος, που θα μας
δώση την ευκαιρίαν να φανώμεν χρήσιμοι, δεν θα γίνη, πλανάται,
και δεν αντιλαμβάνεται ότι οι Λακεδαιμόνιοι επιθυμούν τον
πόλεμον, διότι φοβούνται την αύξησιν της δυνάμεώς σας, και ότι οι
Κορίνθιοι, οι οποίοι είναι εχθροί σας, όχι μόνον ασκούν μεγάλην
επιρροήν επ' αυτών, αλλά και προπαρασκευάζουν την εναντίον σας
επίθεσιν, ζητούντες να καταβάλουν ημάς προηγουμένως. Διότι δεν
θέλουν, ωθούμενοι από το κοινόν ημών μίσος εναντίον των, να τους
αντιμετωπίσωμεν ηνωμένοι, μήτε να τρέξουν τον κίνδυνον, πριν
ημείς ενωθώμεν, να αποτύχουν εις τον διπλούν αυτών σκοπόν, να
βλάψουν δηλαδή ημάς, να ενισχυθούν δε οι ίδιοι. Καθήκον
αντιθέτως έχομεν να λάβωμεν την πρωτοβουλίαν, ημείς μεν
προσφέροντες, σεις δε δεχόμενοι την συμμαχίαν, και να τους
προλάβωμεν μάλλον εις τα σχέδια των παρά να ματαιώσωμεν αυτά
εκ των υστέρων.
34. "Αλλ' εάν ισχυρίζωνται ότι δεν είναι δίκαιον να δέχεσθε σεις
τους ιδικούς των αποίκους, οφείλουν να μάθουν ότι κάθε αποικία
τιμά την μητρόπολιν, εάν αυτή την μεταχειρίζεται καλώς,
αδικουμένη όμως, αποξενούται από αυτήν. Διότι οι άποικοι
απομακρύνονται από το πάτριον έδαφος, όχι διά να είναι δούλοι
εκείνων που μένουν οπίσω, αλλά διά να είναι ίσοι με αυτούς. Ότι,
άλλωστε, είχαν άδικον είναι προφανές. Διότι, ενώ επροτείναμεν εις
αυτούς διαιτησίαν διά το ζήτημα της Επιδάμνου, ηθέλησαν να
επιδιώξουν την ικανοποίησιν των αιτιάσεών των διά πολέμου
μάλλον παρά δι' αμερόληπτου διαδικασίας. Και η συμπεριφορά των
προς ημάς, οι οποίοι συνδεόμεθα με αυτούς διά της κοινής
καταγωγής, ας χρησιμεύση διά σας ως κάποια προειδοποίησις,
ώστε, εάν μεν επιδιώξουν να σας παραπλανήσουν, να μη
παρασυρθήτε από αυτούς, εάν δε ζητήσουν φανερά την συνδρομήν
σας, να τους την αρνηθήτε. Καθόσον εκείνος εξασφαλίσει
αποτελεσματικώτερον την ησυχίαν του, ο οποίος σπανιώτατα
λαμβάνει αφορμήν να μεταβληθή, διότι εχαρίσθη προς τους
αντιπάλους του.
36. "Αλλ' εάν κανείς αναγνωρίζη μεν ότι όσα υποστηρίζομεν είναι
συμφέροντα, φοβείται όμως μήπως η αποδοχή της προτάσεώς μας
γίνη αφορμή πολέμου, οφείλει να μάθη ότι εκείνο που προκαλεί τον
φόβον του, ενισχυόμενον από δύναμιν, θα εμπνεύση μεγαλύτερον
φόβον εις τους αντιπάλους του, ενώ το θάρρος του (Σ.Μ.: ήτοι η
πίστις του εις το ασφαλές της ειρήνης), εάν τον εξωθεί εις
απόκρουσιν της συμμαχίας μας, επειδη θα ήτο ανίσχυρον, θα
επροκάλει ολιγώτερον φόβον εις τους εχθρούς σας, οι οποίοι είναι
ισχυροί. Και συγχρόνως πρέπει να μη λησμονή ότι την στιγμήν
αυτήν σκέπτεται περί του συμφέροντος των ιδίων των Αθηνών
περισσότερον παρά της Κερκύρας, και ότι δεν προνοεί περί του
συμφέροντός των κατά τον καλύτερον τρόπον, όταν, από
υπερβολικήν προσήλωσιν προς το άμεσον παρόν, ενδοιάζη να
ασφάλιση υπέρ αυτών, δια τον επικείμενον και σχεδόν παρόντα
πόλεμον, χώραν, της οποίας η φιλία ή η έχθρα συνεπάγεται
σπουδαιοτάτας συνεπείας. Διότι η Κέρκυρα κείται προσφορώτατα
διά την ακτοπλοϊκήν μετάβασιν εις Ιταλίαν και Σικελίαν, διά να
είναι εις θέσιν και να παρεμπόδιση την εκείθεν αποστολήν ναυτικής
επικουρίας προς τους Πελοποννησίους και να συνοδεύση διά
προπομπής την εντεύθεν αποστολήν στόλου προς τα εκεί, και πολλά
άλλα παρέχει πλεονεκτήματα, Συγκεφαλαιώνοντες το σύνολον και
τα καθέκαστα των επιχειρημάτων, ένεκα των οποίων δεν πρέπει να
μας εγκαταλείψετε, λέγομεν ότι τρεις υπάρχουν στόλοι άξιοι λόγου
εις την Ελλάδα, ο ιδικός σας, ο ιδικός μας και ο των Κορινθίων.
Αλλ' εάν επιτρέψετε να μας υποτάξουν προηγουμένως οι Κορίνθιοι
και να ενωθούν τοιουτοτρόπως οι δυο εκ τούτων, θα έχετε ν'
αγωνισθήτε κατά θάλασσαν εναντίον των Κερκυραίων συγχρόνως
και των Πελοποννησίων, ενώ, εάν μας δεχθήτε ως συμμάχους, θα
δυνηθήτε ν' αγωνισθήτε εναντίον των με τον στόλον σας
ενισχυμένον διά του ιδικού μας". Και οι μεν Κερκυραίοι ωμίλησαν
ούτω, οι δε Κορίνθιοι ως εξής:
38. Αλλ' ούτε προς τους άλλους, ούτε προς ημάς δεικνύονται
τοιούτοι, αλλ' ενώ είναι άποικοί μας, απέκοψαν ανέκαθεν κάθε προς
ημάς δεσμόν και ήδη διεξάγουν εναντίον μας πόλεμον, λέγοντες ότι
δεν εστάλησαν ως άποικοι, διά να τους μεταχειριζώμεθα κακώς.
Αλλά και ημείς ισχυριζόμενα ότι δεν τους εστείλαμεν, διά να
περιφρονούμεθα από αυτούς, αλλά διά να είμεθα ηγέται των και
απολαμβάνωμεν τον νενομισμένον σεβασμόν. Αι άλλαι τουλάχιστον
αποικίαι μας τιμούν και μας δεικνύουν εξαιρετικήν στοργήν. Και
είναι φανερόν ότι, εάν αρέσκωμεν εις τους περισσοτέρους, δεν
υπάρχει εύλογος αιτία, διά την οποίαν ν' απαρέσκωμεν εις αυτούς
μόνους, ούτε θα διεξήγαμεν τον ασυνήθη τούτον πόλεμον
μητροπόλεως εναντίον αποικίας, εάν και ο τρόπος, κατά τον οποίον
ηδικήθημεν, δεν ήτο απαραδειγμάτιστος. Επεβάλλετο, άλλωστε, εις
αυτούς, και εάν ακόμη ημείς είχαμεν άδικον, να δειχθούν ενδοτικοί
απέναντι της οργής μας, οπότε θα ήτο αισχρόν δι' ημάς να
μεταχειρισθώμεν βίαν απέναντι της μετριοπαθείας των. Αντί
τούτου, ωθούμενοι από την αλαζονείαν και την δύναμιν του
πλούτου των, και κατά πολλούς άλλους τρόπους μας έχουν αδικήσει
και την Επίδαμνον, η οποία είναι ιδική μας, εφόσον μεν υπέφερε, δεν
επρόβαλλαν καμμιάν επ' αυτής αξίωσιν, ευθύς όμως ως ημείς
απήλθαμεν εις βοήθειάν της, την κατέλαβαν διά της βίας και
εξακολουθούν να την κατέχουν.
39. "Ισχυρίζονται, αληθώς, ότι επρότειναν προηγουμένως να λυθή η
διαφορά διά της δικαστικής οδού. Αλλά τοιαύτη πρότασις έχει
αξίαν όταν γίνεται όχι εκ του ασφαλούς από εκείνον που κατέχει
ήδη θέσιν πλεονεκτικήν, αλλ' από εκείνον, ο όποιος πριν προσφύγη
εις τα όπλα, θέτει τον εαυτόν του εις ίσην θέσιν με τον αντίπαλόν
του, συνδυάζων τους λόγους προς τα έργα. Αυτοί όμως την
εύσχημον πρότασιν της διαιτησίας διετύπωσαν, όχι πριν αρχίσουν
την πολιορκίαν της Επιδάμνου, αλλ' αφού ενόησαν ότι δεν θ'
ανεχθώμεν ημείς τούτο. Και μη αρκούμενοι εις το κακόν, το οποίον
οι ίδιοι διέπραξαν εκεί, έρχονται εδώ αξιούντες από σας να γίνετε
όχι κυρίως σύμμαχοι, αλλά συνεργοί των αδικημάτων των, και να
τους δεχθήτε, ενώ είναι ήδη εχθροί μας. Καθήκον, εν τούτοις, είχαν
να προσχωρήσουν εις την συμμαχίαν σας τότε που ήσαν εις πλήρη
ασφάλειαν, και όχι τώρα πού ημείς μεν είμεθα θύματα της αδικίας
των, αυτοί δε κινδυνεύουν, και που σεις, χωρίς να πορισθήτε
πρωτύτερα καμμιάν ωφέλειαν από την δύναμιν των, θα παράσχετε
εις αυτούς τώρα την βοήθειάν σας, και ενώ δεν ελάβατε μέρος εις
τα εγκλήματα των, θα θεωρηθήτε από ημάς εξ ίσου υπεύθυνοι δι'
αυτά. Μόνο εάν εξ αρχής σας καθιστών κοινωνούς της δυνάμεώς
των θα ημπορούσαν να σας έχουν κοινωνούς και των συνεπειών
των πράξεων των.
49. Όταν υψώθη από τα δυο μέρη το σήμα της μάχης, συμπλακέντες
ήρχισαν την ναυμαχίαν, έχοντες αμφότεροι επί των
καταστρωμάτων, κατά τον πάλαιαν αδέξιον τρόπον της τακτικής,
πολλούς οπλίτας και πολλούς τοξότας και ακοντιστάς. Η ναυμαχία
υπήρξε πεισματώδης, όχι λόγω επιδειχθείσης ναυτικής τέχνης,
όσον διότι προσέλαβε την μορφήν πεζομαχίας μάλλον. Καθ' όσον,
οσάκις δύο πλοία ήθελαν συμπλακή, δεν απεσπάτο πλέον το εν από
το άλλο, εν μέρει μεν ένεκα του πλήθους και του συνωστισμού των
πλοίων, εν μέρει δε διότι την νίκην εβάσιζαν πολύ περισσότερον εις
τους επί των καταστρωμάτων οπλίτας, οι οπλίτας, οι οποίοι
εμάχοντο σταθερώς, ενώ τα πλοία έμεναν εν τω μεταξύ ακίνητα.
Καμμία απόπειρα διασπάσεως της εχθρικής παρατάξεως δεν
εγίνετο, αλλά το θάρρος και η σωματική δύναμις αντικαθίστων την
ελλείπουσαν πολεμικήν τέχνην. Ως εκ τούτου, παντού επεκράτει
μεγάλος θόρυβος και σύγχυσις κατά την ναυμαχίαν. Τα Αθηναϊκά
πλοία προσέτρεχαν όπου έβλεπαν τους Κερκυραίους πιεζομένους,
και συνεκράτουν τους εναντίους, δεν ήρχιζαν όμως εχθροπραξίας,
διότι οι στρατηγοί εφοβούντο να παραβούν τας διαταγάς των
Αθηναίων. Προ πάντων, το δεξιόν κέρας των Κορινθίων υπέφερε.
Διότι οι Κερκυραίοι με είκοσι πλοία τους έτρεψαν εις φυγήν, τους
κατεδίωξαν μέχρι της ακτής και τους διεσκόρπισαν, και
πλεύσαντες κατ' ευθείαν προς το στρατόπεδόν των και
αποβιβασθέντες διήρπασαν όσα πράγματα ευρήκαν εκεί και
έκαυσαν τας ερήμους σκηνάς. Έτσι εις το μέρος τούτο της μάχης
οι Κορίνθιοι και οι σύμμαχοι των περιήρχοντο εις υποδεεστέρας
θέσεις και οι Κερκυραίοι επεκράτουν. Εις το αριστερόν όμως, όπου
ήσαν oι Κορίνθιοι μόνοι, η υπεροχή των ήτο κατάδηλος. Διότι οι
Κερκυραίοι, οι οποίοι και εξ αρχής εμειονέκτουν κατά τον αριθμόν
των πλοίων, εμειονέκτουν ήδη ακόμη περισσότερον λόγω της
απομακρύνσεως των είκοσι πλοίων, τα οποία απεσπάσθησαν διά την
καταδίωξιν. Οι Αθηναίοι, εξ άλλου, βλέποντες τους Κερκυραίους
πιεζομένους, ήρχιζαν να βοηθούν πλέον αυτούς περισσότερον
ανεπιφυλάκτως, και απέφευγαν μεν κατ' αρχάς την διά του εμβόλου
επίθεσιν, όταν όμως οι Κερκυραίοι ήρχισαν οριστικώς τρεπόμενοι
εις φυγήν και οι Κορίνθιοι τους κατεδίωκαν εκ του πλησίον, τότε
πλέον καθένας επελαμβάνετο του έργου και κάθε διάκρισις ετέθη
του λοιπού κατά μέρος, και τα πράγματα περιήλθαν εις τοιούτο
σημείον, ώστε οι Κορίνθιοι και οι Αθηναίοι ηναγκάσθησαν να
επιτεθούν οι μεν κατά των δε.
67. Αλλά μετά την έναρξιν της πολιορκίας της Ποτειδαίας δεν
ημπορούσαν να ησυχάσουν, διότι Κορινθιακός στρατός είχεν
αποκλεισθή εντός αυτής, και συγχρόνως εφοβούντο περί της τύχης
της πόλεως. Ως εκ τούτου, εκάλεσαν άνευ αναβολής τα μέλη της
Πελοποννησιακής ομοσπονδίας εις την Λακεδαίμονα, και ελθόντες
εκεί κατεκραύγαζαν εναντίον των Αθηναίων, ότι είχαν παραβιάσει
την Τριακονταετή ειρήνην και αδικούν τους Πελοποννήσους. Οι
Αιγινήται, εξ άλλου, οι οποίοι έστειλαν κρυφά πρέσβεις, διότι
εφοβούντο τους Αθηναίους, έλαβαν μαζί με τους Κορινθίους
σπουδαιότατον μέρος εις την υποδαύλισιν του πολέμου, λέγοντες
ότι εστερήθησαν την αυτονομίαν των κατά παράβασιν των
συνθηκών. Οι Λακεδαιμόνιοι προσεκάλεσαν και αυτοί τότε και
όσους άλλους από τους συμμάχους ισχυρίζοντο ότι είχαν αδικηθή
από τους Αθηναίους, και συγκαλέσαντες την συνήθη συνέλευσιν του
λαού, εζήτησαν από αυτούς να εκθέσουν ενώπιόν της τας αιτιάσεις
των. Πολλοί ως εκ τούτου επροχώρησαν εις το βήμα και εξέθεσαν
έκαστος τα παράπονα του. Οι Μεγαρείς παρεπονέθησαν και διά
πολλά άλλα, ιδίως όμως ότι αποκλείονται, παρά την συνθήκην, και
από τους λιμένας της Αθηναϊκής επικρατείας και από την Αττικήν
αγοράν. Οι Κορίνθιοι επροχώρησαν τελευταίοι εις το βήμα, αφού
άφησαν πρώτον τους άλλους να εξερεθίσουν τους Λακεδαιμονίους,
και ωμίλησαν ως εξής περίπου:
68. Κατηγορίαι των Κορινθίων κατά των Αθηναίων
Η ευθύτης, η οποία διέπει όλας τας πράξεις του δημοσίου και του
ιδιωτικού σας βίου, ω Λακεδαιμόνιοι, σας καθιστά δυσπιστοτέρους
προς ημάς τους άλλους, οσάκις διατυπώνομεν αιτιάσεις εναντίον
τρίτων. Η δυσπιστία αυτή, μολονότι σας καθιστά νηφαλίους, σας
αφίνει όμως ως επί το πλείστον εις μεγάλην άγνοιαν των
συμβαινόντων έξω της χώρας σας. Διότι, ενώ επανειλημμένως σας
προείπαμεν τας αδικίας, τας οποίας οι Αθηναίοι εμελέτων εναντίον
μας, δεν ηθέλατε να βεβαιωθήτε περί της αληθείας των
καταγγελιών μας, αλλ' εστρέφατε τας υπόνοιας σας εναντίον των
καταγγελλόντων μάλλον, ως αγομένων τάχα από ιδιοτέλειαν. Και
δι' αυτό, όχι πριν αρχίσουν τα παθήματά μας, αλλ' ενώ επάσχαμεν
ήδη, συνεκαλέσατε τους συμμάχους αυτούς εδώ, εκ των οποίων εις
ημάς προ πάντων αρμόζει να λάβωμεν τον λόγον, διότι και
μεγίστας έχομεν αιτιάσεις, καθόσον υποφέρομεν προσβαλλόμενοι
μεν από τους Αθηναίους, παραμελούμενοι δε από σας. Και αν μεν τα
κατά της Ελλάδος αδικήματά των εγίνοντο εν κρύπτω και
παραβύστω, θα είχατε ανάγκην περαιτέρω αποδείξεων, λόγω της
αγνοίας, εις την οποίαν ευρίσκεσθε. Τώρα όμως ποία ανάγκη να
μακρηγορώμεν, αφού βλέπετε ότι άλλοι μεν από τους Έλληνας
έχουν ήδη υποδουλωθή, άλλων δε, και προ πάντων των συμμάχων
σας, την ελευθερίαν επιβουλεύονται οι Αθηναίοι, και από πολλού
έχουν παρασκευασθή, αποβλέποντες εις τον μέλλοντα πόλεμον;
Διότι άλλως ούτε την Κέρκυραν ήθελαν καταλάβει αιφνιδιαστικώς
και κρατεί παρά την θέλησίν μας, ούτε την Ποτείδαιαν θα
επολιόρκουν εκ των οποίων η μεν τελευταία έχει εξαιρετικήν
στρατηγικήν σημασίαν διά την Χαλκιδικήν, εκείνη δε ημπορούσε να
παράσχη μεγάλην ναυτικήν δύναμιν εις τους Πελοποννησίους.
69. Και την ευθύνην όλων αυτών φέρετε σεις οι οποίοι και τους
επετρέψατε να οχυρώσουν πρώτον την πόλιν των μετά τους
Περσικούς πολέμους και να εγείρουν ακολούθως τα Μακρά Τείχη,
και επί πλέον αποστερείτε διαρκώς μέχρι σήμερον από την
ελευθερίαν των, όχι μόνον τους συμμάχους των Αθηναίων, όσους
αυτοί έχουν υποδουλώσει, αλλά και, τους ιδικούς σας ακόμη
συμμάχους. Διότι ο καθαυτό ένοχος της υποδουλώσεως άλλου λαού
δεν είναι εκείνος που τον υποβάλλει αμέσως υπό τον ζυγόν του,
αλλ' εκείνος, ο οποίος, ενώ ημπορεί να εμποδίση την υποδούλωσίν
του, αδιαφορεί δι' αυτήν, και αν ακόμη αυτός απολαμβάνη γενικής
αναγνωρίσεως της γενναιοφροσύνης του ως ελευθερωτού της
Ελλάδος. Και ήδη κατωρθώσαμεν, ύστερα από τόσας δυσκολίας, να
συνέλθωμεν, αλλά χωρίς ακόμη σαφώς καθωρισμένον σκοπόν. Διότι
δεν έπρεπε να διασκεπτώμεθα πλέον περί του αν αδικούμενα, αλλά
περί του πως θα τιμωρήσωμεν τους αδικούντας. Οι γνωρίζοντες
τωόντι να ενεργούν βαδίζουν αποφασιστικώς και άνευ ενδοιασμού
εναντίον εχθρού αναποφασίστου ακόμη. Γνωρίζομεν άλλωστε πολύ
καλά την οδόν που ακολουθούν οι Αθηναίοι, καταπατούντες ολίγον
κατ' ολίγον τα συμφέροντα των άλλων. Εφόσον πιστεύουν ότι
τυφλώττετε και δεν τους αντιλαμβάνεστε, είναι ολιγώτερον
θρασείς. Όταν όμως εννοήσουν ότι εν γνώσει τους ανέχεσθε, θα
σας πιέζουν ισχυρότερον. Διότι, ακολουθούντες πολιτικήν
αδρανείας, μόνοι σεις, ω Λακεδαιμόνιοι, εξ όλων των Ελλήνων
αμύνεσθε εναντίον εκείνων που σας επιτίθενται, όχι διά της
χρήσεως της δυνάμεώς σας, αλλά διά της αναβλητικότητάς σας,
και μόνοι σεις κινείσθε διά να συντρίψετε την ισχύν των εχθρών
σας, όχι εις την αρχήν της, αλλ' όταν έχη ήδη διπλασιασθή. Είναι
αληθές ότι επεκράτει η φήμη ότι ημπορεί κανείς να στηριχθή εις
σας με απόλυτον πεποίθησιν. Αλλ' η φήμη αυτή, όπως απέδειξαν τα
πράγματα, είναι ανωτέρα της πραγματικότητος. Οι Πέρσαι, λόγου
χάριν, όπως οι ίδιοι γνωρίζομεν, εκστρατεύσαντες από τα πέρατα
της Γης, έφθασαν μέχρι των ορίων της Πελοποννήσου πριν η
προλάβετε να τους αντιμετωπίσετε κατά τρόπον άξιον της
δυνάμεώς σας. Και τώρα βλέπετε με αδιαφορίαν τους Αθηναίους,
ενώ δεν είναι μακράν, όπως οι Πέρσαι, αλλά πολύ πλησίον. Και αντί
να επιτεθήτε σεις πρώτοι εναντίον του εχθρού, προτιμάτε ν'
αφίσετε εις αυτόν την πρωτοβουλίαν της επιθέσεως και τότε ν'
αμυνθήτε, και εκτεθήτε εις τας παλιντροπίας του πολέμου προς
αντιπάλους, οι οποίοι έγιναν, εν τω μεταξύ, πολύ δυνατότεροι. Και,
εν τούτοις, καλώς γνωρίζετε ότι ο βάρβαρος απέτυχεν ένεκα των
ιδικών του σφαλμάτων μάλλον, και ότι εις τας προς τους Αθηναίους
αντιθέσεις μας τας μέχρι τούδε επιτυχίας μας οφείλομεν, ημείς οι
σύμμαχοι σας, εις τα σφάλματά των μάλλον παρά εις την ιδικήν
σας βοήθειαν. Διότι, ως γνωστόν, αι ελπίδες που εστήριξαν επάνω
σας έγιναν ήδη αιτία της καταστροφής περισσοτέρων του ενός, οι
οποίοι ευρέθησαν απαράσκευοι, ένεκα της προς σας εμπιστοσύνης.
Και εάν μεταχειριζώμεθα τοιαύτην γλώσσαν, κανείς από σας ας μην
υποθέση ότι απευθύνομεν εναντίον σας κατηγορίαν, ωθούμενοι από
πνεύμα εχθρότητας, ενώ σκοπός μας είναι να διατυπώσωμεν απλώς
παράπονα. Διότι παράπονα διατυπώνει κανείς κατά φίλων
πλανωμένων, ενώ κατηγορίας απευθύνει κατ' εχθρών, οι οποίοι τον
ηδίκησαν.
81. Ίσως μερικοί ενθαρρύνονται από την υπεροχήν μας εις οπλισμόν
και αριθμόν ανδρών, η οποία θα επιτρέπη να ερημώνωμεν την γην
των δι' επανειλημμένων επιδρομών. Αλλ' η κυριαρχία των Αθηναίων
εκτείνεται και επί άλλης πολλής γης και θα είναι εις θέσιν να
εισάγουν διά θαλάσσης κάθε τι που τους χρειάζεται. Εάν, εξ άλλου,
αποπειραθώμεν να παρασύρωμεν εις επανάστασιν τους συμμάχους
των, θα γίνη ανάγκη να βοηθήσωμεν και αυτούς διά στόλου, αφού
είναι νησιώται κατά το πλείστον. Ποίου είδους πόλεμον θα
διεξαγάγωμεν λοιπόν ενάντιοι των; Διότι, εάν ούτε κατά θάλασσαν
επικρατήσωμεν, ούτε αφαιρέσωμεν από αυτούς τας προσόδους, με
τας οποίας συντηρούν τον στόλον των, ημείς θα βλαφθώμεν
περισσότερον. Και εις τοιαύτην περίστασιν, ούτε έντιμον ειρήνην
θα ημπορούμεν του λοιπού να συνομολογήσωμεν, εάν ιδίως
θεωρηθώμεν ημείς μάλλον παρά εκείνοι ως αίτιοι του πολέμου.
Διότι δεν πρέπει να παρασυρώμεθα από την κοινώς διαδεδομένην
ελπίδα ότι εάν δενδροτομήσωμεν την γην των, ο πόλεμος θα
τερματισθή ταχέως. Φοβούμαι δε μάλλον μήπως κληροδοτήσωμεν
αυτόν και εις τα τέκνα μας. Διότι το αίσθημα της
αυτοπεποιθήσεως, το οποίον εμπνέει τους Αθηναίους, δεν είναι
πιθανόν ν' αφίση αυτούς ούτε την ελευθερίαν των να θυσιάσουν
χάριν της γης των, ούτε ως πρωτόπειροι να καταληφθούν από
πανικόν ένεκα του πολέμου.
95. Ανάκλησις του Παυσανίου και ανάληψις της αρχηγίας υπό των
Αθηναίων
Αλλ' επειδή ο Παυσανίας, κατά την διάρκειαν της αρχηγίας του
αυτής, ήρχισε να συμπεριφέρεται με βιαιότητα, οι Έλληνες
εδυσανασχέτουν και προ πάντων οι Ίωνες και όσοι άλλοι είχαν
προσφάτως απελευθερωθή από την κυριαρχίαν του Βασιλέως. Οι
δυσηρεστημένοι, ερχόμενοι προς τους Αθηναίους, απήτουν απ'
αυτούς ν' αναλάβουν την αρχηγίαν των, λόγω της κοινής
καταγωγής, και να μην επιτρέπουν ενδεχομένας εναντίον αυτών
πιέσεις του Παυσανίου. Οι Αθηναίοι εδέχθησαν τας προτάσεις
αυτάς και ελάμβαναν τα μέτρα των, αποφασισμένοι να μην
επιτρέψουν τοιαύτας πιέσεις, και να ρυθμίσουν γενικώς τα
πράγματα κατά τον καλύτερον διά τα συμφέροντά των τρόπον.
Αλλ' εν τω μεταξύ, οι Λακεδαιμόνιοι ανεκάλεσαν τον Παυσανίαν,
διά να τον ανακρίνουν δι' όσα έφθαναν εις τας ακοάς των. Διότι οι
Έλληνες που επέστρεφαν από τον Ελλήσποντον τον κατηγόρουν διά
πολλά εγκλήματα, και εφαίνετο ότι η αρχηγία του προσελάμβανε
την μορφήν τυραννίδος μάλλον παρά στρατηγίας. Και έτσι η
ανάκλησίς του συνέπεσεν εις τον ίδιον ακριβώς καιρόν που οι
σύμμαχοι, πλην των Πελοποννησιακών στρατευμάτων, από μίσος
προς αυτόν, ετάχθησαν υπό την αρχηγίαν των Αθηναίων. Μετά τον
εργομόν του εις την Λακεδαίμονα, ο Παυσανίας ετιμωρήθη διά τα
αδικήματα που είγε διαπράξει εναντίον ιδιωτών, ηθωώθη όμως από
την σοβαρωτέραν και κυριωτέραν κατηγορίαν, διά προδοτικάς του
σχέσεις με τους Πέρσας, η οποία γενικώς εθεωρείτο
αναμφισβήτητος. Εν τούτοις, δεν εστάλη πλέον προς ανάληψιν της
αργηγίας, αλλ' αντ' αυτού εστάλη ο Δόρκις, με μερικούς άλλους, επί
κεφαλής μικράς στρατιωτικής δυνάμεως. Αλλ' οι σύμμαχοι δεν τους
επέτρεψαν πλέον ν' αναλάβουν την αρχηγίαν. Αυτoi, εξ άλλου,
αντιληφθέντες την κατάστασιν, ανεχώρησαν. Ούτε τους
αντικατέστησαν πλέον οι Λακεδαιμόνιοι με άλλους, διότι εφοβούντο
μήπως οι εξερχόμενοι εκ των ορίων της Λακεδαίμονος
διαφθείρονται, προς ζημίαν της Σπάρτης, όπως είδαν ότι συνέβη με
τον Παυσανίαν. Ήθελαν, εξ άλλου, ν' απαλλαγούν από τον Περσικόν
πόλεμον, και εθεώρουν τους Αθηναίους ικανούς διά την αρχηγίαν
και φίλους των κατά την εποχήν εκείνην.
96. Εισφοραί των πόλεων δια τον πόλεμον κατά των Περσών
Αφού οι Αθηναίοι ανέλαβαν κατ' αυτόν τον τρόπον την αρχηγίαν με
την συγκατάθεσιν των συμμάχων, ένεκα του μίσους των
τελευταίων εναντίον του Παυσανίου, προσδιώρισαν την εις
χρήματα ή πολεμικά πλοία εισφοράν εκάστης πόλεως διά τον
πόλεμον εναντίον των Περσών, του οποίου σκοπός διεκηρύττετο
ότι είναι η ερήμωσις της χώρας του Βασιλέως εις αντεκδίκησιν των
όσων έπαθαν από αυτόν. Και τότε διά πρώτην φοράν εγκατεστάθη
εις τας Αθήνας η αρχή των Ελληνοταμιών, οι οποίοι εισέπρατταν
τον φόρον, όπως ωνομάσθη η εις χρήματα εισφορά. Ο φόρος, όπως
προσδιωρίσθη κατ' αρχάς, ανήρχετο εις τετρακόσια εξήντα
τάλαντα, και ταμείον ήτο η Δήλος, εις τον ναόν της οποίας
συνήρχοντο αι σύνοδοι των αντιπροσώπων των συμμάχων.
100. Μετά ταύτα έγινε και η παρά τον Ευρυμέδοντα ποταμόν, εις
την Παμφυλίαν, πεζομαχία και ναυμαχία των Αθηναίων και των
συμμάχων των προς τους Πέρσας, κατά την οποίαν οι Αθηναίοι, υπό
την αρχηγίαν του Κίμωνος, υιού του Μιλτιάδου, ανεδείχθησαν
νικηταί εις μίαν και την αυτήν ημέραν κατά γην και κατά
θάλασσαν, και εκυρίευσαν και κατέστρεψαν διακοσίας το όλον
Φοινικικάς τριήρεις. Βραδύτερον ακόμη συνέβη να επαναστατήσουν
εναντίον των οι Θάσιοι, ένεκα διαφοράς εγερθείσης διά τους επί
της απέναντι Θρακικής ακτής εμπορικούς λιμένας και τα
μεταλλεία, τα οποία ενέμοντο οι Θάσιοι. Πλεύσαντες με τον στόλον
των εναντίον της Θάσου, ενίκησαν οι Αθηναίοι κατά την
συγκροτηθείσαν ναυμαχίαν, και ενήργησαν απόβασιν. Κατά τον
ίδιον, άλλωστε, καιρόν απέστειλαν εις τον Στρυμόνα δέκα χιλιάδας
Αθηναίους και συμμάχους αποίκους, διά να εποικίσουν την
σημερινήν Αμφίπολιν, η οποία τότε ωνομάζετο Εννέα Οδοί. Οι
άποικοι αυτοί κατώρθωσαν να καταλάβουν τας Εννέα Οδούς, τας
οποίας κατείχαν έως τότε οι Ηδωνοί, αλλ' όταν επροχώρησαν εις το
εσωτερικόν της Θράκης, κατεστράφησαν εις Δραβησκόν της
Ηδωνικής από τας ηνωμένος δυνάμεις των Θρακών εκείνων, διά
τους οποίους η εγκατάστασις της αποικίας αυτής απετέλει απειλήν.
104. Εκστρατεία των Αθηναίων κατά των Περσών εις την Αίγυπτον
Εν τω μεταξύ, ο υιός του Ψαμμητίχου Ινάρως, βασιλεύς των
Λιβύων, που κατοικούν πλησίον της Αιγύπτου, ορμώμενος από την
Μάρειαν, πόλιν κειμένην προς νότον της νήσου Φάρου, παρέσυρε το
μεγαλύτερον μέρος της Αιγύπτου εις επανάστασιν εναντίον του
βασιλέως Αρταξέρξου, και αφού ανέλαβεν ο ίδιος την αρχήν,
επροσκάλεσε τους Αθηναίους εις βοήθειαν. Και επειδή οι τελευταίοι
έτυχε να ευρίσκωνται εις Κύπρον, όπου είχαν εκστρατεύσει, με
διακόσια πλοία ιδικά των και των συμμάχων των, απέπλευσαν απ'
εκεί και ήλθαν εις την Αίγυπτον. Αφού ανέπλευσαν τον Νείλον, και
έγιναν κύριοι του ποταμού και των δύο τρίτων της Μέμφιδος,
ήρχισαν την επίθεσιν εναντίον του τρίτον μέρους, το οποίον
καλείται Λευκόν Τείχος, εντός του οποίου ευρίσκοντο όσοι από τους
Πέρσας και Μήδους είχαν καταφύγει εκεί και όσοι από τους
Αιγυπτίους δεν είχαν λάβει μέρος εις την επανάστασιν.
108. Κατά την μάχην, η οποία συνεκροτήθη εις την Τανάγραν της
Βοιωτίας, και της οποίας αι απώλειαι υπήρξαν μεγάλαι και από τα
δύο μέρη, ενίκησαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί των, και αφού
επέδραμαν εις την Μεγαρίδα και την εδενδροτόμησαν, επέστρεψαν
πάλιν εις τα ίδια διά της Γερανείας και του Ισθμού. Οι Αθηναίοι, εξ
άλλου, εξεστράτευσαν την εξηκοστήν δευτέραν ημέραν μετά την
μάχην, υπό την αρχηγίαν του στρατηγού Μυρωνίδου, εναντίον των
Βοιωτών. Και νικήσαντες αυτούς εις μάχην παρά τα Οινόφυτα,
έγιναν κύριοι της Βοιωτίας και της Φωκίδος, κατηδάφισαν τα τείχη
της Τανάγρας και έλαβαν ομήρους από τους Οπουντίους Λοκρούς
εκατόν ανδρας. τους πλουσιωτάτους. Συνεπλήρωσαν επίσης την
οικοδομήν των Μακρών Τειχών. Και οι Αιγινήται, εξ άλλου,
υπετάχθησαν εις τους Αθηναίους διά συνθήκης, κατά τους όρους
της οποίας κατηδάφισαν τα τείχη των, παρέδωσαν τον στόλον των,
και ανέλαβαν την καταβολήν φόρου εις το μέλλον. Επί πλέον, οι
Αθηναίοι, υπό την αρχηγίαν του Τολμίδου, υιού του Τολμαίου,
περιπλεύσαντες την Πελοπόννησον, έκαυσαν τον ναύσταθμον των
Λακεδαιμονίων (Γύθειον), κατέλαβαν την Χαλκίδα, πόλιν των
Κορινθίων, και ενεργήσαντες απόβασιν εις το εδαφος των
Σικυωνίων, ενίκησαν αυτούς κατά την συγκροτηθείσαν μάχην.
122. "Αλλ' έχομεν και άλλα μέσα προς διεξαγωγήν του πολέμου
εναντίον των Αθηναίων, όπως την απόσπασιν των συμμάχων των, η
οποία ουσιαστικώς θα εσήμαινεν αφαίρεσιν των προσόδων, αι
οποίαι τους καθιστούν ισχυρούς, και την κατασκευήν οχυρωμάτων
επί του εδάφους των, και τόσα άλλα όσα δεν ημπορεί κανείς από
τούδε να προΐδη. Διότι ο πόλεμος δεν προβαίνει καθόλου επί τη
βάσει προδιαγεγραμμένου σχεδίου, αλλ' αυτός υφ' εαυτού ως επί το
πλείστον επινοεί τα σχέδιά του, αναλόγως προς τας εκάστοτε
περιστάσεις. Και διά τούτο εκείνος που διατηρεί κατά τον πόλεμον
την νηφαλιότητά του είναι ασφαλέστερος, ενώ ο παρασυρόμενος
από το πάθος περιπίπτει εις μεγαλύτερα σφάλματα. "Πρέπει όμως
να σκεφθώμεν και τούτο, ότι αν έκαστος από ημάς χωριστά είχε
περιπλεχθή εις συνοριακάς έριδας προς εχθρόν ισόπαλον, τα
πράγμα θα ήτο ανεκτόν. Αλλ' οι Αθηναίοι, εις την παρούσαν
περίστασιν, και προς όλους μας μαζί είναι ισόπαλοι, και ακόμη
δυνατώτεροι απέναντι μιας εκάστης πόλεως. Ώστε εάν δεν
αποκρούσωμεν αυτούς ηνωμένοι, έκαστος λαός και εκάστη πόλις
και ομοφώνως, ευρίσκοντές μας διηρημένους, θα μας υποτάξουν
ευκόλως. Και μολονότι είναι τρομερόν να το ακούη κανείς, πρέπει
να γνωρίζετε ότι η ήττα μας τίποτε άλλο δεν σημαίνει παρά
καθαράν υποδούλωσιν. Είναι όμως αισχρόν διά την Πελοπόννησον
και να διατυπώση κανείς απλώς την υπόθεσιν ότι ημπορεί τοιούτον
τι να συμβή, και τόσαι πόλεις να κακοπάθουν από μέρος μιάς. Εάν
ήθελε συμβή τούτο, ο κόσμος θα έλεγεν ή ότι είμεθα άξιοι της
τύχης μας, η ότι ένεκα δειλίας φαινόμεθα ανεκτικοί και
αποδεικνυόμεθα κατώτεροι από τους πατέρας μας. Διότι, ενώ
εκείνοι ηλευθέρωσαν την Ελλάδα, ημείς αντιθέτως είμεθα ανίκανοι
να εξασφαλίσωμεν την ιδικήν μας ελευθερίαν. Και ενώ θεωρούμεν
καθήκον μας να καταλύωμεν τους τυράννους της μιας ή της άλλης
πόλεως, επιτρέπομεν εις μίαν πόλιν να εγκατασταθή ως κυρίαρχος
εις το μέσον μας. Ημείς τουλάχιστον δεν γνωρίζομεν πώς τοιαύτη
πολιτική ημπορεί να θεωρηθή απηλλαγμένη από τα τρία
ουσιωδέστερα σφάλματα: την ασυνεσίαν, την δειλίαν και την
αμέλειαν. Διότι δεν ημπορούμεν να υποθέσωμεν ότι αποφεύγοντες
τα σφάλματα αυτά, περιεπέσατε εις την ολεθριωτέραν διά τους
πολλούς καταφρόνησιν του εχθρού, η οποία, λόγω του ότι
κατέστρεψε τόσους ανθρώπους, μετωνομάσθη διά του αντιθέτου
ονόματος της αφροσύνης.
137. Αφού τον ήκουσεν, ο Άδμητος όχι μόνον τον εσήκωσε μαζί με
τον υιόν του, τον οποίον ο Θεμιστοκλής εκρατούσεν αφότου είχε
καθίσει, πράγμα που αποτελεί τον επιβλητικώτερον τύπον ικεσίας,
αλλά και όταν μετ' ολίγον έφθασαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι
και τον εζητούσαν επιμόνως, ηρνήθη να τον εκδώση. Επειδή όμως ο
Θεμιστοκλής επεθύμει να μεταβή προς τον Βασιλέα, τον απέστειλε
διά ξηράς εις την άλλην θάλασσαν, εις την Πύδναν, την πόλιν του
Αλεξάνδρου. Εκεί επέτυχεν εμπορικόν πλοίον, το οποίον ητοιμάζετο
ν' αποπλεύση διά την Ιωνίαν, και επιβιβασθείς επ' αυτού, παρεσύρθη
από την κακοκαιρίαν εις το ορμητήριον του Αθηναϊκού στόλου, ο
οποίος επολιορκούσε την Νάξον. Φοβηθείς, ως εκ τούτου,
φανερώνει προς τον κυβερνήτην (καθόσον ήτο άγνωστος εις τους
εντός του πλοίου) ποίος είναι και διά ποίαν αιτίαν καταδιώκεται,
και ότι αν δεν τον σώση, θα είπη ότι τον εδέχθη επί του πλοίου
δωροδοκηθείς. Η μόνη ελπίς σωτηρίας κατ' αυτόν ήτο να μην
επιτραπή εις κανένα να εξέλθη από το πλοίον, έως ότου διορθωθή ο
καιρός και συνεχισθή ο πλους. Και τέλος υπεσχέθη ότι αν
συμμορφωθή με την αίτησίν του, η χάρις δεν θα λησμονηθή ποτέ,
αλλά θ' ανταποδοθή επαξίως. Ο κυβερνήτης όχι μόνον
εσυμμορφώθη προς την απαίτησιν αυτήν, αλλά και απομακρύνας το
πλοίον του, το εκράτησεν επ' αγκύρας επί μίαν ημέραν και μίαν
νύκτα, εις την ανοικτήν θάλασσαν, απέναντι του ορμητηρίου και
ακολούθως κατέπλευσεν εις την Έφεσον. Εκεί ο Θεμιστοκλής
αντήμειψε τον κυβερνήτην διά γενναίου χρηματικού δώρου,
καθόσον έλαβεν, εν τω μεταξύ, από τους φίλους του των Αθηνών
και του Άργους τα χρήματα που τους είχε δώσει προς φύλαξιν.
Προχωρήσας ύστερον εις το εσωτερικόν, με κάποιον Πέρσην,
κάτοικον της παραλίας, απέστειλεν επιστολήν προς τον βασιλέα
Αρταξέρξην, υιόν του Ξέρξου, ο οποίος είχεν ανέλθει προσφάτως
εις τον θρόνον. Το περιεχόμενον της επιστολής είχεν ως εξής:
"Ήλθα προς εσέ, εγώ ο Θεμιστοκλής, ο οποίος περισσότερα από
κάθε άλλον Έλληνα κακά έχω προξενήσει εις τον οίκον σου, εφόσον
χρόνον ο πατήρ σου με ηνάγκαζε να αμύνωμαι εναντίον των
επιθέσεών του, αλλά και πολύ περισσότερα καλά, όταν η
υποχώρησίς του εγίνετο υπό περιστάσεις δι' εμέ ασφαλείς, δι'
εκείνον όμως επικινδύνους. Και μου οφείλεται χάρις διά
παρασχεθείσας υπηρεσίας (ενταύθα εμνημόνευε και την ειδοποίησιν
που του έστειλεν από την Σαλαμίνα περί της επικείμενης
αναχωρήσεως των Ελλήνων και την ματαίωσιν τότε της
καταστροφής των γεφυρών, την οποίαν ψευδώς οικειοποιήθη ως
οφειλομένην εις ενεργείας του) και τώρα, επειδή ημπορώ να σου
προσφέρω και άλλας μεγάλας υπηρεσίας, ήλθα καταδιωκόμενος
από τους Έλληνας διά την προς σε φιλίαν μου. Επιθυμώ δε να
περιμείνω ένα έτος και τότε να σου εξηγήσω προσωπικώς τον
σκοπόν του ερχομού μου".
Βιβλίον Β'
Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου
Έτος 1ον : 431 - 430 π.X.
1. Έναρξις του πολέμου
Από το σημείον όμως τούτο και εξής αρχίζει η πραγματική
εξιστόρησις του πολέμου των Αθηναίων και των Πελοποννησίων και
των συμμάχων αμφοτέρων. Διαρκούσης της περιόδου αυτής, όχι
μόνον κάθε μεταξύ των επικοινωνία έπαυσε, πλην της δια κηρύκων
γινομένης, αλλά και ο αγών, αφού άπαξ ήρχισε, συνεχίσθη άνευ
διακοπής. Τα γεγονότα διηγούμαι κατά σειράν, όπως ελάμβαναν
χώραν καθ' έκαστον θέρος και χειμώνα.
6.Μετά τούτο, και εις τας Αθήνας απέστειλαν αγγελιαφόρον και εις
τους Θηβαίους επέτρεψαν να παραλάβουν τους νεκρούς των,
χορηγήσαντες σύντομον προς τούτο ανακωχήν, και προέβησαν εις
την ρύθμισιν των πραγμάτων της πόλεως, όπως ενόμιζαν
συμφερώτερον δια την περίστασιν. Αλλ' η αναγγελία των
γενομένων εις τας Πλαταιάς είχεν ευθύς γνωσθή εις τους
Αθηναίους, και ως εκ τούτου όχι μόνον προέβησαν ούτοι αμέσως
εις σύλληψιν των Βοιωτών, όσοι ήσαν εις την Αττικήν, αλλά και εις
τας Πλαταιάς έστειλαν κήρυκα με την παραγγελίαν να μη προβούν
εις κακοποίησιν των αιχμαλωτισθέντων Θηβαίων, πριν ακουσθή και
η ιδική των περί αυτών γνώμη. Διότι δεν είχεν εισέτι αναγγελθή
προς αυτούς ότι είχαν φονευθή. Καθόσον μόλις εισήρχοντο οι
Θηβαίοι εις τας Πλαταιάς, ανεχώρησεν ο πρώτος αγγελιαφόρος, ο
δε δεύτερος, μόλις είχαν ηττηθή και συλληφθή, επομένως από όσα
συνέβησαν ακολούθως τίποτε δεν εγνώριζαν οι Αθηναίοι. Ως εκ
τούτου, τας οδηγίας των έστειλαν οι Αθηναίοι εν αγνοία του φόνου
των αιχμαλώτων, και όταν έφθασεν ο κήρυξ των τους ευρήκε
σκοτωμένους. Μετά ταύτα, οι Αθηναίοι έστειλαν εις Πλαταιάς
στρατιωτικήν δύναμιν, η οποία, αφού εισήγαγε τρόφιμα εις την
πόλιν και αφήκεν εκεί φρουράν, παρέλαβεν επιστρέφουσα τους
ανικάνους δι' οιανδήποτε υπηρεσίαν άνδρας, καθώς και τα
γυναικόπαιδα.
16. Ένεκα λοιπόν του αυτονόμου βίου, τον οποίον έζησαν επί
μακρόν διάστημα χρόνου οι Αθηναίοι εις όλην την ύπαιθρον χώραν,
οι περισσότεροι, όχι μόνον από τους παλαιούς, αλλά και από τους
απογόνους των, και όταν ακόμη ωργανώθησαν εις εν κράτος,
εξηκολούθουν μόλα ταύτα, λόγω της συνήθειας που απέκτησαν, να
κατοικούν οικογενειακώς μέχρι του παρόντος πολέμου εις τους
αγρούς, όπου και εγεννώντο. Και ως εκ τούτου εδυσφόρουν δια την
αναγκαστικήν μετοικεσίαν, τόσον μάλλον, καθόσον εσχάτως μόνον
είχαν επανορθώσει τας ζημίας, τας οποίας αι εγκαταστάσεις των
είχαν πάθει κατά τον Περσικόν πόλεμον. Εθλίβοντο, τωόντι, και
βαρέως έφεραν ότι εγκατέλειπαν όχι μόνον τας κατοικίας των,
αλλά και τους ναούς, οι οποίοι ανέκαθεν τους ανήκαν, σύμφωνα με
το αρχαίον πολίτευμα, ως πατροπαράδοτος κληρονομιά, και επί
πλέον, διότι έμελλαν να μεταβάλουν τρόπον ζωής και διότι η
μετοικεσία των απετέλει δια καθένα απ' αυτούς αληθή
εγκατάλειψιν της γενεθλίου του πόλεως.
17. Όταν, εξ άλλου, έφθασαν εις την πόλιν, ολίγοι μόνον είχαν
διαθεσίμους κατοικίας ή ημπορούσαν να εύρουν κατάλυμα πλησίον
φίλων ή οικείων, ενώ οι πολλοί εγκατεστάθησαν εις τ' ακατοίκητα
μέρη της πόλεως, τους Ιερούς περιβόλους και τους εις ήρωας
αφιερωμένους χώρους, εκτός της Ακροπόλεως και του Ελευσινίου,
καθώς και εις κάθε άλλον περίβολον που ημπορούσε να κλεισθή
ασφαλώς. Και αυτό ακόμη το καλούμενον Πελαργικόν, το κείμενον
εις τους πρόποδας της Ακροπόλεως, του οποίου την χρησιμοποίησιν
προς κατοικίαν απηγόρευεν όχι μόνον παλαιά κατάρα, αλλά και
χρησμός του Πυθικού Μαντείου, του οποίου ο τελευταίος στίχος
ώριζε: "Το Πελαργικόν είναι καλύτερα να μείνη αχρησιμοποίητον",
υπό την πίεσιν όμως της αμέσου ανάγκης εγέμισεν από κατοικίας.
Και ο χρησμός, όπως εγώ νομίζω, επραγματοποιήθη, αντιθέτως
όμως προς την κοινήν προσδοκίαν. Διότι αι συμφοραί της πόλεως
δεν επήλθαν ένεκα της αθεμίτου προς κατοικίαν χρησιμοποιήσεώς
του, αλλά την ανάγκην της χρησιμοποιήσεως αυτής επροκάλεσεν ο
πόλεμος, και ο χρησμός, χωρίς να τον μνημονεύση, έλεγεν ότι το
Πελαργικόν δεν έμελλε να κατοικηθή ποτέ εις ημέρας ευτυχίας.
Αλλά και εις τους πύργους των τειχών κατώρθωσαν πολλοί να
εγκατασταθούν, και όπου αλλού έκαστος ημπόρεσε. Διότι όταν
συνεκεντρώθησαν όλοι, δεν υπήρχε χώρος αρκετός δι' αυτούς
εντός της πόλεως, αλλά βραδύτερον διένειμαν εις μερίδια, όχι
μόνον τα Μακρά Τείχη, αλλά και το μεγαλύτερον μέρος του
Πειραιώς.
Κατά τον ίδιον, εν τούτοις, καιρόν, οι Αθηναίοι κατεγίνοντο
δραστηρίως δια τον πόλεμον, συγκεντρώνοντες τας συμμαχικάς
των δυνάμεις, και εξοπλίζοντες στόλον εκατόν πλοίων δια ναυτικήν
εκστρατείαν εναντίον της Πελοποννήσου.
36. Την ομιλίαν μου θ' αρχίσω από τους προγόνους μας πρώτον.
Διότι είναι όχι μόνον δίκαιον, αλλά και πρέπον συγχρόνως εις
τοιαύτην ευκαιρίαν, όπως η παρούσα, ν' αποτίσωμεν εις την μνήμην
των τον φόρον αυτόν της τιμής. Καθόσον, κατοικούντες οι ίδιοι
πάντοτε μέχρι σήμερον την χώραν αυτήν κατά την διαδοχήν των
αλλεπαλλήλων γενεών μας την παρέδωσαν ελευθέραν δια της
ανδρείας των. Αλλ' εάν εκείνοι είναι άξιοι των επαίνων μας, έτι
μάλλον άξιοι είναι οι πατέρες μας. Διότι εκτός εκείνων, τα οποία
εκληρονόμησαν, απέκτησαν δια πολλών μόχθων και την σημερινήν
μας ηγεμονίαν, και εκληροδότησαν και αυτήν και εκείνα εις ημάς
τους σήμερον ζώντας. Και ημείς εδώ, άλλωστε, όσοι είμεθα ακόμη
εις ώριμον ηλικίαν περίπου, ενισχύσαμεν οι ίδιοι την ηγεμονίαν
αυτήν πολυειδώς, και την πόλιν παρεσκευάσαμεν καθ' όλα
αυταρκεστάτην και δια τον πόλεμον και δια την ειρήνην. Εν
τούτοις, ούτε περί των πολεμικών κατορθωμάτων, με τα οποία αι
διάφοροι κτήσεις μας απεκτήθησαν, ούτε περί της δραστηριότητος,
με την οποίαν ημείς οι ίδιοι ή οι πατέρες μας απεκρούσαμεν τας
επιθέσεις Ελλήνων ή βαρβάρων εχθρών, θα ομιλήσω, διότι δεν
επιθυμώ να μακρηγορήσω μεταξύ ανθρώπων, οι οποίοι όλα αυτά τα
γνωρίζουν. Αλλ' αφού πρώτον εξηγήσω από ποίας αρχάς
εμπνεόμενοι εφθάσαμεν εις την σημερινήν περιωπήν και υπό ποίους
δεσμούς και με ποίον τρόπον ζωής η ακμή μας έγινε τόσον μεγάλη,
έπειτα θα έλθω εις τον έπαινον των προκειμένων νεκρών, διότι
θεωρώ ότι και αρμόζοντα εις την παρούσαν περίστασιν είναι να
λεχθούν αυτά και συμφέρον ν' ακουσθούν με προσοχήν από την
πολυάριθμον αυτήν συνάθροισιν πολιτών και ξένων.
39. "Διαφέρομεν δ' επίσης από τους αντιπάλους και ως προς την
άσκησιν εις τα πολεμικά πράγματα κατά τούτο, ότι δηλαδή πρώτον
μεν έχομεν τας πύλας της πόλεώς μας ανοικτάς εις όλους, και
ουδέποτε δια ξενηλασίας εμποδίζομεν κανένα να μάθη ή ίδη κάτι τι,
εκ φόβου μήπως, εάν δεν το κρύψωμεν, το ίδη κανείς από τους
εχθρούς μας και ωφεληθή. Διότι την εμπιστοσύνην μας στηρίζομεν
όχι εις τας προετοιμασίας ή εις τα πολεμικά τεχνάσματα, αλλ' εις
την προσωπικήν μας κατά την ώραν της δράσεως ευψυχίαν. Έπειτα
δε, προκειμένου περί της ανατροφής, εκείνοι μεν από της παιδικής
ηλικίας δι' επιπόνου ασκήσεως επιδώκουν να γίνουν ανδρείοι, ενώ
ημείς μολονότι ακολουθούμεν τρόπον ζωής αβίαστον, είμεθα εξ
ίσου ικανοί να προκινδυνεύωμεν, αγωνιζόμενοι προς ισοπάλους
εχθρούς. Απόδειξις τούτου είναι ότι ενώ οι Λακεδαιμόνιοι
εκστρατεύουν εναντίον του εδάφους μας, όχι μόνοι, αλλά με όλους
τους συμμάχους των, ημείς εκστρατεύομεν εναντίον των άλλων
μόνοι, και μολονότι πολεμούμεν εις ξένην χώραν εναντίον
ανθρώπων προασπιζόντων το ίδιον έδαφος τους νικώμεν κατά
κανόνα χωρίς δυσκολίαν. Προσθέσατε εις τούτο ότι κανείς από
τους εχθρούς μας δεν αντιμετώπισεν ηνωμένην την δύναμίν μας,
διότι κατά τον ίδιον καιρόν όχι μόνον δια το ναυτικόν μας
φροντίζομεν, αλλά και κατά ξηράν εκπέμπομεν εις παλλάς
επιχειρήσεις στρατιώτας από τους ιδικούς μας πολίτας. Όταν, εν
τούτοις, οι εχθροί μας συγκρουσθούν οπουδήποτε προς τμήμα της
δυνάμεώς μας, εάν μεν νικήσουν, καυχώνται ότι μας ενίκησαν
όλους, εάν δε ηττηθούν, ότι ενικήθησαν από όλους. Τωόντι, εφόσον
προτιμώμεν ν' αντιμετωπίζωμεν τους κινδύνους με άνεσιν μάλλον
παρά κατόπιν επιπόνου ασκήσεως, και με ανδρείαν που απεκτήθη
όχι από νομικόν καταναγκασμόν, αλλ' από τον τρόπον της ζωής
μας, έχομεν το πλεονέκτημα ότι χωρίς να παραπονούμεθα προώρως
χάριν μελλόντων κινδύνων, άμα ως περιέλθωμεν εις αυτούς,
αναδεικνυόμεθα εξ ίσου γενναίοι όσον και οι αντίπαλοί μας, οι
οποίοι υποβάλλονται εις διαρκείς μόχθους. Ούτω δε η πόλις μας
είναι αξία θαυμασμού, όχι μόνον ως προς τούτο, αλλά και υπό
άλλας ακόμη επόψεις.
40. "Διότι είμεθα ερασταί του ωραίου, αλλά και φίλοι συγχρόνως
της απλότητος, και καλλιεργούμεν το πνεύμα μας χωρίς θυσίαν του
ανδρισμού μας. Ο πλούτος, εξ άλλου, μας χρησιμεύει ως ευκαιρία
μάλλον προς εκτέλεσιν έργων, παρά ως ελατήριον
κομπορρημοσύνης. Ούτε θεωρούμεν εντροπήν την ομολογίαν της
πενίας, αλλά μεγαλυτέραν εντροπήν το να μη καταβάλλη κανείς
κάθε προσπάθειαν δια να την διαφύγη. Εις την πόλιν μας, άλλωστε,
εκείνοι που επιμελούνται τας προσωπικάς των υποθέσεις δεν
αμελούν δια τούτο τας δημοσίας, και μολονότι άλλοι μεν είναι
απησχολημένοι εις τούτο, άλλοι δε εις εκείνο το επιτήδευμα, όλοι
εννοούν επαρκώς τα πολιτικά πράγματα. Διότι μόνοι ημείς εκείνον
που δεν μετέχει εις αυτά θεωρουμεν όχι φιλήσυχον, αλλ' άχρηστον
πολίτην, και εφόσον δεν λαμβάνομεν οι ίδιοι την πρωτοβουλίαν των
ληπτέων αποφάσεων, κρίνομεν τουλάχιστον ορθώς περί των
μέτρων, τα οποία άλλοι εισηγούνται, πιστεύοντες ότι τα έργα
ζημιώνει όχι η συζήτησις, αλλά το να μη διαφωτισθή κανείς
προηγουμένως δια της συζητήσεως, πριν έλθη η ώρα της δράσεως.
Διότι και κατά τούτο διαφέρομεν τωόντι πολύ από τους άλλους, ότι
είμεθα εξαιρετικώς τολμηροί εις την δράσιν και σύγχρονως
μελετώμεν οι ίδιοι κατά βάθος όσα πρόκειται να επιχειρήσωμεν,
ενώ εις τους άλλους, αντιθέτως, η μεν αμάθεια γεννά θράσος, η δε
σκέψις ενδοιασμόν. Εκείνοι, άλλωστε, θα εθεωρούντο δικαίως ως
έχοντες μεγίστην ευψυχίαν όσοι, μολονότι έχων καθαρωτάτην
αντίληψιν και των δεινών του πολέμου και των τερπνών της
ειρήνης, δεν υποχωρούν, εν τούτοις, απέναντι των κινδύνων. Και
ως προς την ευγένειαν ακόμη των αισθημάτων μας απέναντι των
άλλων, ευρισκόμεθα εις αντίθεσιν προς τους πολλούς. Διότι τους
φίλους μας επιδιώκομεν ν' αποκτήσωμεν όχι ευεργετούμενοι από
αυτούς, αλλ' ευεργετούντες αυτούς. Καθόσον ο ευεργετήσας είναι
φίλος ασφαλέστερος από τον ευεργετούμενον, διότι επιδιώκει δια
της συνεχίσεως της προς αυτόν ευμενείας να διατηρήση την
ευγνωμοσύνην του. Ενώ ο ευεργετηθείς είναι μάλλον αδιάφορος
φίλος, καθόσον γνωρίζει ότι θ' ανταποδώση την προς αυτόν χάριν
όχι ως εύνοιαν, αλλ' ως εξόφλησιν χρέους. Και μόνοι αφόβως
ωφελούμεν άλλους όχι από υπολογισμόν δια το ιδικόν μας υλικόν
συμφέρον, αλλ' από εμπιστοσύνην προς το ελευθέριον πνεύμα, από
το οποίον εμπνεόμεθα.
44. "Δια τούτο και τους γονείς των σήμερον θαπτομένων - όσοι
παρίστασθε εδώ- δεν οικτείρω, αλλά θα προσπαθήσω μάλλον μόνον
να παραμυθήσω. Γνωρίζετε τωόντι ότι η ζωή σας διήλθεν εν μέσω
ποικίλων μεταβολών της τύχης, ενώ ευτυχείς πρέπει να θεωρούνται
εκείνοι, εις τους οποίους η μοίρα ήθελεν επικλώσει τόσον τιμητικόν
θάνατον, όπως των προκειμένων νεκρών, ή τόσον τιμητικόν
πένθος, όπως το ιδικόν σας, και εκείνοι, των οποίων η ζωή
προσεμετρήθη ούτως, ώστε το όριον της ευδαιμονίας να συμπέση
προς την στιγμήν του θανάτου. Γνωρίζω αληθώς ότι είναι δύσκολον
να σας πείσω, αφού την απώλειάν σας θα υπενθυμίζουν πολλάκις αι
ευτυχίαι των άλλων, τας οποίας και σεις προηγουμένως
απελαύσατε. Και λυπείται κανείς όχι δια την τυχόν έλλειψιν
αγαθών, τα οποία δεν εδοκίμασεν, αλλά δια την αφαίρεσιν εκείνων,
εις τα οποία είχε συνηθίσει. Αλλ' όσοι είσθε ακόμη εις ηλικίαν προς
παιδοποιίαν, πρέπει να υπομένετε την συμφοράν με μεγαλυτέραν
καρτερίαν, με την ελπίδα αποκτήσεως και άλλων τέκνων. Διότι η
νέα τεκνοποιία όχι μόνον ατομικώς θα κάμη πολλούς να
λησμονήσουν τους νεκρούς των, αλλά και εις την πόλιν θα παράσχη
διττήν ωφέλειαν, και λόγω μη ελαττώσεως του πληθυσμού και
λόγω ασφαλείας. Διότι δεν είναι δυνατόν να έχουν την ιδίαν αξίαν ή
να είναι επίσης δίκαιαι αι περί των δημοσίων πραγμάτων γνώμαι
εκείνων, όσοι δεν έχουν, όπως οι άλλοι, τέκνα δια να μετάσχουν
των ιδίων κινδύνων. Όσοι, εξ άλλου, είσθε γέροντες, πρέπει να
νομίζετε ότι ο μεν ήδη διανυθείς μακρότερος βίος, κατά τον οποίον
υπήρξατε ευτυχείς, είναι κέρδος, ο δε παρών θα είναι σύντομος, και
ν' ανακουφίζεσθε με την δόξαν των νεκρών αυτών εδώ. Διότι μόνον
η αγάπη των τιμών δεν γηράσκει ποτέ, και όταν κανείς φθάση εις
την άκαρπον περίοδον της ζωής, όχι τόσον το κέρδος, όπως μερικοί
ισχυρίζονται όσον αι τιμαί παρέχουν την μεγαλυτέραν τέρψιν.
45. "Δι' όσους δε από τους παρόντας είσθε τέκνα ή αδελφοί των
πεσόντων, βλέπω τον αγώνα της προς αυτούς αμίλλης του να
φανήτε αντάξιοι των δυσχερή (διότι τους νεκρούς συνηθίζουν οι
πάντες να εγωμιάζουν), και οσονδήποτε υπέροχον ανδρείαν και αν
επιδείξετε, μόλις θα θεωρηθήτε δεν λέγω βέβαια όμοιοι, αλλ'
ολίγον κατώτεροι απ' αυτούς. Διότι, μεταξύ των ζώντων επικρατεί
φθόνος προς τους αντιπάλους, ενώ εκείνοι που δεν αποτελούν
πλέον εμπόδιον δια τους άλλους τιμώνται πάντοτε δι' ευνοίας, κατά
της οποίας κανείς δεν αντιτάσσεται. Αλλ' εάν πρέπη να μνημονεύσω
οπωσδήποτε και την αρετήν των γυναικών εκείνων, όσαι του λοιπού
θα ζήσουν ως χήραι, θα συγκεφαλαιώσω την προς αυτάς παραίνεσίν
μου εις τας ολίγας αυτάς λέξεις. Μεγάλη αληθώς θα είναι η δόξα
δια σας, εάν δεν δειχθήτε κατώτεραι της γυναικείας φύσεως, και
επίσης μεγάλη δι' εκείνας από σας, περί των αρετών ή
ελαττωμάτων των οποίων όσον το δυνατόν ολιγώτερος γίνεται
λόγος μεταξύ των ανδρών.
49. Το έτος τωόντι εκείνο, κατά κοινήν ομολογίαν, έτυχε μέχρι της
στιγμής της εισβολής της νόσου να είναι κατ' εξοχήν απηλλαγμένον
από άλλας ασθενείας. Εάν όμως κανείς υπέφερε τυχόν
προηγουμένως από καμμίαν άλλην ασθένειαν, όλαι κατέληγαν εις
αυτήν. Όσοι, εξ άλλου, ήσαν ως τότε υγιείς, χωρίς καμμίαν φανεράν
αιτίαν προσεβάλλοντο αιφνιδίως από πονοκέφαλον με ισχυρόν
πυρετόν και ερυθήματα και φλόγωσιν των οφθαλμών, και το
εσωτερικόν του στόματος, ο φάρυγξ και η γλώσσα εγένοντο ευθύς
αιματώδη, και η εκπνοή ήτο αφύσικος και δυσώδης. Κατόπιν των
φαινομένων αυτών, επηκολούθουν πτερνισμοί και βραχνάδα, και
μετ' ολίγον το κακόν κατέβαινεν εις το στήθος, συνοδευόμενον από
ισχυρόν βήχα. Και όταν προσέβαλλε τον στόμαχον, επροκάλει
ναυτίαν και ταύτην επηκολούθουν, με μεγάλην μάλιστα
ταλαιπωρίαν, εμετοί χολής, όσοι περιγράφονται υπό των ιατρών.
Και εις άλλους μεν αμέσως, εις άλλους δε πολύ βραδύτερον,
παρουσιάζετο τάσις προς εμετόν ατελεσφόρητος, προκαλούσα
ισχυρόν σπασμόν, ο οποίος εις άλλους μεν κατέπαυεν, εις άλλους δε
εξηκολούθει επί πολύ. Το σώμα εξωτερικώς δεν παρουσιάζετο πολύ
θερμόν εις την αφήν, ούτε ήτο ωχρόν, αλλ' υπέρυθρον, πελιδνόν,
έχον εξανθήματα μικρών φλυκταινών και ελκών. Εσωτερικώς όμως
εθερμαίνετο τόσον πολύ ώστε οι ασθενείς δεν ηνείχοντο ούτε
ελαφρότατα ενδύματα ή σινδόνια, και επέμεναν να είναι γυμνοί, και
μεγίστην ησθάνοντο ευχαρίστησιν, αν ημπορούσαν να ριφθούν
εντός ψυχρού ύδατος. Πολλοί δε πράγματι, οι οποίοι είχαν μείνει
ανεπιτήρητοι, ερρίφθησαν εις δεξαμενάς, διότι κατετρύχοντο από
δίψαν άσβεστον, αφού και το πολύ και το ολίγον ποτόν εις ουδέν
ωφέλει. Και η αδυναμία του ν' αναπαυθούν, καθώς και η αϋπνία,
τους εβασάνιζαν διαρκώς. Και το σώμα, εφόσον η νόσος ήτο εις την
ακμήν της, δεν κατεβάλλετο, αλλ' αντείχε καταπληκτικώς εις την
ταλαιπωρίαν, ώστε ή απέθνησκαν οι πλείστοι την εβδόμην ή ενάτην
ημέραν εκ του εσωτερικού πυρετού, πριν εξαντληθούν εντελώς αι
δυνάμεις των, ή, εάν διέφευγαν την κρίσιν, η νόσος κατήρχετο
περαιτέρω εις την κοιλίαν και επροκάλει ισχυράν έλκωσιν, και
συγχρόνως επήρχετο ισχυρά διάρροια, ούτως ώστε κατά το
μεταγενέστερον τούτο στάδιον οι πολλοί απέθνησκαν από
εξάντλησιν. Διότι το νόσημα, αφού ήρχιζεν από την κεφαλήν, όπου
το πρώτον εγκαθίστατο, εξετείνετο βαθμηδόν εφ' όλου του
σώματος, και αν κανείς ήθελε διαφύγει τον θάνατον, προσέβαλλε
τα άκρα, όπου άφινε τα ίχνη του. Καθόσον το νόσημα προσέβαλλε
και τα αιδοία και τα άκρα των χειρών και ποδών, και πολλοί
χάνοντες αυτά εσώζοντο, μερικοί μάλιστα έχαναν και τους
οφθαλμούς. Άλλοι πάλιν, ευθύς μετά την θεραπείαν, επάθαιναν
γενικήν αμνησίαν και δεν ανεγνώριζαν ούτε εαυτούς, ούτε τους
οικείους των.
50. Ο χαρακτήρ τωόντι της νόσου ήτο τοιούτος, ώστε δεν ημπορεί
να περιγραφή επαρκώς δια λόγων, και όχι μόνον η σφοδρότης της
προσβολής εκάστου κρούσματος υπερέβαινε γενικώς την
ανθρωπίνην αντοχήν, αλλά και κατά τούτο απεδείχθη σαφέστατα
ότι δεν επρόκειτο δια καμμίαν από τας συνήθεις ανθρωπίνας
ασθενείας, καθόσον τα όρνεα και τα τετράποδα, όσα τρώγουν τα
ανθρώπινα πτώματα, μολονότι πολλοί νεκροί έμεναν άταφοι, ή δεν
επλησίαζαν αυτούς, ή αν έτρωγαν από τα πτώματα, εψοφούσαν.
Απόδειξις τούτου είναι η αναμφισβήτητος εξαφάνισις των ορνέων
τούτων, τα οποία δεν έβλεπε κανείς ούτε πέριξ των πτωμάτων,
ούτε αλλού πουθενά. Ενώ προκειμένου περί των σκύλων, το
αποτέλεσμα ήτο ακόμη περισσότερον καταφανές, ως εκ του ότι
συμβιούν με τους ανθρώπους.
62. "Ως προς τας ταλαιπωρίας του πολέμου και την ανησυχίαν σας
μήπως αποδειχθούν μεγάλαι και επομένως δεν επικρατήσωμεν
τελικώς, ας είναι αρκετά τα επιχειρήματα εκείνα, με τα οποία,
όπως γνωρίζετε, πολλάκις άλλοτε απέδειξα ότι αι ανησυχίαι σας
δεν είναι βάσιμοι, θα περιοριστώ δε σήμερον να εξάρω το επόμενον
πλεονέκτημα, το οποίον έχετε εν σχέσει προς την ηγεμονίαν σας και
το μεγαλείόν αυτής, και το οποίον ούτε σεις νομίζω εσυλλογίσθητε
ποτέ έως τώρα, ούτε εγώ εμνημόνευσα εις τους προηγουμένους
λόγους μου. Ούτε τώρα, άλλωστε, θα το εμνημόνευα, διότι περιέχει
αξίωσιν, η οποία ημπορεί να φανή κομπαστική μάλλον, εάν δεν σας
έβλεπα παραλόγως αποτεθαρρημένους. Νομίζετε, δηλαδή, ότι η
ηγεμονία σας εκτείνεται μόνον επί των συμμάχων, ενώ εγώ
υποστηρίζω ότι εκ των δυο διαιρέσεων της γης, των προσιτών εις
τον άνθρωπον, της ξηράς δηλαδή και της θαλάσσης, της
τελευταίας αυτής είσθε κυρίαρχοι, όχι μόνον ως προς το μέρος
αυτής, το οποίον ήδη πραγματικώς νέμεσθε, αλλά και ως προς
εκείνο, το οποίον θα ηθέλατε να εκμεταλλευθήτε προσθέτως, και με
την ναυτικήν δύναμιν, την οποίαν διαθέτετε, κανείς, ούτε βασιλεύς,
ουέ οιονδήποτε κράτος εκ των συγχρόνων, θα σας εμποδίση να
πλεύσετε όπου θέλετε. Δι' εκείνον επομένως που κρίνει ορθώς, η
ναυτική σας δύναμις δεν ισοφαρίζει απλώς την ωφέλειαν των
οικιών και αγρών, των οποίων η στέρησις σας φαίνεται μεγάλη,
αλλ' είναι πολύ ανωτέρα. Ούτε πρέπει να δυσανασχετήτε δι' αυτά,
αλλά μάλλον ν' αδιαφορήτε, κρίνοντες αυτά εν συγκρίσει προς την
δύναμιν εκείνην ως απλούν ανθοκήπιον και στόλισμα πλούτου, και
να είσθε βέβαιοι ότι η ελευθερία, εάν την προασπίσωμεν και την
σώσωμεν, ευκόλως θ' ανακτήση αυτά, ενώ εάν κανείς υποβληθή εις
ξένην κυριαρχίαν, και τα προηγουμένως αποκτηθέντα συνήθως
ελαττούνται. Ούτε πρέπει να φανώμεν διττώς κατώτεροι των
πατέρων μας, οι οποίοι δεν εκληρονόμησαν από άλλους, αλλά δια
των ιδίων κόπων απέκτησαν την ηγεμονίαν, και αφού την διετή-
ρησαν, την παρέδωσαν εις ημάς. (Είναι δε αισχρότερον ν' αφήση
κανείς να του αφαιρέσουν ό,τι έχει, παρά ν' αποτύχη, ενώ επιδιώκει
ν' αποκτήση κάτι τι). Και καθήκον σας είναι ν' αντιμετωπίσετε τους
εχθρούς όχι μόνον με αυτοπεποίθησιν, αλλά και με καταφρόνησιν
αυτών. Διότι και δειλός ακόμη και τυχηρός ανόητος ημπορούν να
έχουν αλαζονικήν πεποίθησιν εις εαυτούς, καταφρόνησιν όμως
εκείνος μόνος, του οποίου η πεποίθησις περί της απέναντι των
άλλων υπεροχής στηρίζεται επί γνώσεως θετικής, όπως συμβαίνει
με σας. Αποτέλεσμα άλλωστε της οξυτέρας αντιλήψεως, η οποία
πηγάζει από την συναίσθησιν της υπεροχής, είναι ότι επί ίσης τύχης
καθιστά την τόλμην αποτελεσματικωτέραν, καθόσον εμπιστεύεται
ολιγώτερον εις την τυφλήν ελπίδα, η οποία αποτελεί το έρεισμα
των μη εχόντων που να στηριχθούν, και περισσότερον εις την
γνώσιν της πραγματικής καταστάσεως, η οποία παρέχει
ασφαλεστέραν πρόβλεψιν του μέλλοντος.
86. Εν τω μεταξύ, ενώ οι Αθηναίοι έχαναν τον καιρόν των εις την
Κρήτην, οι Πελοποννήσιοι, που είχαν συγκεντρωθή εις την
Κυλλήνην, έτοιμοι δια νέαν ναυμαχίαν, ήλθαν, παραπλέοντες την
ακτήν, εις το Πάνορμον της Αχαΐας, όπου ο κατά ξηράν στρατός
των είχεν έλθει προς υποστήριξίν των. Και ο Φορμίων, εξ άλλου,
παραπλέων την ακτήν, ήλθεν εις το Ρίον το Μολυκρικόν και
ηγκυροβόλησεν έξωθεν αυτού με τα είκοσι πλοία, με τα οποία είχε
ναυμαχήσει προηγουμένως. Το εν λόγω Ρίον ήτο φιλικόν προς τους
Αθηναίους, απέναντι δε αυτού το άλλο Ρίον, και η μεταξύ των δύο
απόστασις, η οποία αποτελεί το στόμιον του Κορινθιακού κόλπου,
είναι επτά περίπου θαλάσσια στάδια. Όταν οι Πελοποννήσιοι είδαν
τους Αθηναίους προσορμισθέντας εις το Μολυκρικόν Ρίον,
προσωρμίσθησαν και αυτοί με εβδομήντα πλοία πλησίον του άλλου
Ρίου, του Αχαϊκού, το οποίον δεν απέχει πολύ του Πανόρμου, όπου
ευρίσκετο ο πεζός στρατός των. Και επί εξ μεν ή επτά ημέρας
έμειναν ηγκυροβολημένοι, οι μεν απέναντι των δε, ασκούμενοι και
παρασκευαζόμενοι δια την ναυμαχίαν, αποφασισμένοι, οι μεν
Πελοποννήσιοι να μην εξέλθουν έξω των Ρίων εις την ανοικτήν
θάλασσαν, διότι εφοβούντο επανάληψιν της προηγουμένης
συμφοράς, οι δε Αθηναίοι να μη πλεύσουν εντός των στενών,
φρονούντες ότι η εις στενόν χώρον ναυμαχία ήτο προς το συμφέρον
του εχθρού. Τέλος ο Κνήμος, ο Βρασίδας και οι άλλοι Πελοποννήσιοι
στρατηγοί, θέλοντες να επισπεύσουν την ναυμαχίαν πριν έλθουν και
προς τους Αθηναίους ενισχύσεις, συνεκάλεσαν πρώτον τους
στρατιώτας, και βλέποντες ότι οι περισσότεροι ήσαν φοβισμένοι,
ένεκα της προηγουμένης ήττης, και απρόθυμοι δια νέαν μάχην,
τους ενεθάρρυναν με τους επομένους περίπου λόγους :
Βιβλίον Γ'
Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου
10. Και πρώτον μεν θα ομιλήσωμεν περί του δικαίου του αγώνος
μας και της ευθύτητός μας, όπως επιβάλλεται εις εκείνους που
ζητούν την συμμαχίαν άλλων. Διότι γνωρίζομεν ότι ούτε φιλία
μεταξύ ιδιωτών, ούτε συμμαχία μεταξύ πόλεων ημπορεί να είναι
στερεά, εάν οι συνάπτοντες τας σχέσεις αυτάς δεν στηρίζονται επί
της αναγνωρίσεως της αμοιβαίας ευθύτητας και δεν εμπνέωνται
γενικώς από κοινότητα αντιλήψεων. Διότι από την διαφοράν των
αντιλήψεων προέρχεται και η διαφορετική δράσις των. Η συμμαχία
μας λοιπόν προς τους Αθηναίους συνωμολογήθη δια πρώτην φοράν,
όταν σεις απεσύρθητε από τον Περσικόν πόλεμον και εκείνοι
έμειναν εις την θέσιν των, προς συμπλήρωσιν του αγώνος.
Σύμμαχοι όμως εγίναμεν όχι των Αθηναίων, χάριν υποδουλώσεως
των Ελλήνων, αλλά των Ελλήνων, χάριν απελευθερώσεώς των από
τους Πέρσας. Και εφόσον την αρχηγίαν ήσκουν υπό όρους ισότητος
τους ηκολουθούμεν προθύμως, όταν όμως τους είδαμεν να
χαλαρώνουν την κατά των Περσών έχθραν και να επιδιώκουν την
υποδούλωσιν των συμμάχων, ηρχίσαμεν ν' ανησυχούμεν. Επειδή
όμως δια το πολυκέφαλον ήτο αδύνατος η σύμπραξις προς κοινήν
άμυναν, οι λοιποί σύμμαχοι, εκτός από ημάς και τους Χίους, έχασαν
την ανεξαρτησίαν των. Ημείς, ανεξάρτητοι βέβαια και ελεύθεροι
κατ' όνομα, ηγωνίσθημεν παρά το πλευρόν των. Αλλά
παραδειγματιζόμενοι από όσα προηγουμένως έλαβαν χώραν, δεν
εθεωρούμεν πλέον τους Αθηναίους ως αρχηγούς, εις τους οποίους
ημπορούμεν να έχωμεν εμπιστοσύνην. Διότι δεν ήτο πιθανόν, ότι
αυτοί ενώ υπεδούλωσαν εκείνους, προς τους οποίους είχαν συνδεθή
διά συνθήκης συγχρόνως με ημάς, δεν θα έκαμναν το ίδιον και
απέναντι των λοιπών, εάν τυχόν ήθελε τους παρουσιασθή
κατάλληλος προς τούτο ευκαιρία.
18. Αποκλεισμός της Μυτιλήνης υπό των Αθηναίων και από ξηράς
Εις την ιδίαν εποχήν που οι Λακεδαιμόνιοι ευρίσκοντο εις τον
Ισθμόν, οι Μυτιληναίοι εξεστράτευσαν δια ξηράς, οι ίδιοι μαζί με
την μισθοφορικήν των δύναμιν, εναντίον της Μηθύμνης με την
ελπίδα ότι θα παρεδίδετο δια προδοσίας, Επειδή όμως η κατά της
πόλεως επίθεσίς των δεν ευωδώνετο, όπως είχαν ελπίσει, απήλθαν
εις την Άντισσαν, την Πύρραν και την Έρεσον, και αφού ερρύθμισαν
τα πράγματα των πόλεων αυτών, κατά τρόπον ασφαλίζοντα
καλλίτερα τα συμφέροντά των, και ενίσχυσαν τα τείχη των,
επέστρεψαν ταχέως εις τα ίδια. Μετά την αναχώρησίν των
εξεστράτευσαν και οι Μηθυμναίοι εναντίον της Αντίσσης. Αλλά
ηττηθέντες σοβαρώς από τους εξορμήσαντας Αντισσαίους και τους
μισθοφόρους αυτών, εφονεύθησαν πολλοί και οι περισωθέντες
υπεχώρησαν εσπευσμένως. Οι Αθηναίοι, μαθόντες ταύτα, ότι
δηλαδή όχι μόνον οι Μυτιληναίοι ήσαν κύριοι της υπαίθρου χώρας,
αλλά και ο ιδικός των στρατός δεν ήτο εις θέσιν να τους κρατή
αποκλεισμένους εντός των τειχών των, απέστειλαν κατά τας αρχάς
του φθινοπώρου χίλιους ιδικούς των οπλίτας, υπό τον στρατηγόν
Πάχητα, υιόν του Επικούρου. Οι στρατιώται αυτοί, εκτελέσαντες οι
ίδιοι χρέη κωπηλατών, έφθασαν εις Μυτιλήνην, την οποίαν
περιεκύκλωσαν με απλούν τείχος, ενώ εις τα εκ φύσεως οχυρώτερα
σημεία ανηγέρθησαν συγχρόνως προσιτά οχυρώματα, αποτελούντα
μέρος του τείχους. Κατ' αυτόν τον τρόπον, η Μυτιλήνη ευρίσκετο
πλέον στενώς αποκλεισμένη και από τα δύο μέρη, από ξηράς
δηλαδή και από θαλάσσης, και εν τω μεταξύ ήρχιζεν ήδη ο χειμών.
23. Εν τω μεταξύ, αφού οι πρώτοι από τους λαβόντας μέρος εις την
έξοδον Πλαταιείς είχαν αναβή εις το τείχος και γίνει κύριοι των
δύο πύργων, φονεύσαντες τους φρουρούς των, όχι μόνον
ετοποθετήθησαν οι ίδιοι του λοιπού ως φρουροί εις τας υπό τους
πύργους διόδους, δια να μην ημπορέση κανείς να διέλθη από εκεί
και τους επιτεθή, αλλά και εστήριξαν από το μεταπύργιον κλίμακας
επί των πύργων και ανέβασαν εις την στέγην των αρκετούς άνδρας.
Και άλλοι μεν απέκρουαν τους επιτιθεμένους, τοξεύοντες αυτούς
και από την στέγην και από τας διόδους των πύργων, άλλοι δε, και
αυτοί ήσαν οι περισσότεροι, στηρίξαντες πολλάς κλίμακας επί του
τείχους και κρημνίσαντες συγχρόνως τας επάλξεις, ήρχισαν να
περνούν από το μεταξύ των δύο πύργων διάστημα. Καθείς δε που
επερνούσεν εκάστοτε το τείχος, ετοποθετείτο είς το χείλος της
εξωτερικής τάφρου, και απ' εκεί ετόξευαν και ηκόντιζαν καθένα
που προσεπάθει τυχόν να πλησίαση το τείχος και εμποδίση την
διάβασιν. Όταν δε όλοι οι άλλοι είχαν περάσει το τείχος, οι
ευρισκόμενοι εις τους δύο πύργους, εκ των οποίων οι τελευταίοι
κατέβησαν με μεγάλην δυσκολίαν, επροχώρουν προς την τάφρον,
και κατά την στιγμήν αυτήν οι τριακόσιοι, κρατούντες πυρσούς,
επετέθησαν κατ' αυτών. Ως εκ τούτου, οι Πλαταιείς, από το σκότος,
εις το οποίον ευρίσκοντο, ιστάμενοι εις το χείλος της τάφρου,
ημπορούσαν να βλέπουν καλλίτερα και τους ετόξευαν και ηκόντιζαν
εις τα απροστάτευτα μέρη του σώματος ενώ οι ίδιοι, ευρισκόμενοι
εις το σκότος, διεκρίνοντο ολιγώτερον υπό των πολιορκητών,
ένεκα των πυρσών που εκράτουν οι τελευταίοι, ούτως ώστε και οι
τελευταίοι Πλαταιείς κατώρθωσαν να διαβούν αισίως την τάφρον,
μολονότι με μεγάλην δυσκολίαν και κατόπιν τραχέος αγώνος. Διότι
ο πάγος που είχε σχηματισθή εις την τάφρον δεν ήτο αρκετά
στερεός δια να βαδίζη κανείς επ' αυτού, αλλά μάλλον υδαρής, όπως
συμβαίνει, όταν πνέη ανατολικός άνεμος αντί βορείου, Ενώ, εξ
άλλου, επειδή με τον άνεμον αυτόν έπιπτεν ελαφρά χιών καθ' όλην
την νύκτα, το νερό υψώθη πολύ εντός της τάφρου, ώστε οι
Πλαταιείς την επέρασαν, μόλις έχοντες την κεφαλήν εκτός του
ύδατος. Την επιτυχίαν, άλλωστε, της διαφυγής των ώφειλαν κυρίως
εις την μεγάλην κακοκαιρίαν.
24. Ορμήσαντες από το χείλος της τάφρου, οι Πλαταιείς
επροχώρουν αθρόοι δια της οδού, η οποία φέρει εις τας Θήβας,
έχοντες δεξιά το Ηρώον του Ανδροκράτους, καθόσον ενόμιζαν ότι
κανείς δεν ημπορούσε να τους υποπτευθή ότι ηκολούθησαν την
οδόν αυτήν, η οποία φέρει προς τους εχθρούς. Συγχρόνως έβλεπαν
ότι οι Πελοποννήσιοι, κρατούντες δάδας, τους κατεδίωκαν επί της
οδού, η οποία δια του Κιθαιρώνος και των Δρυός Κεφαλών φέρει εις
τας Αθήνας. Και μέχρι μεν αποστάσεως εξ έως επτά σταδίων, οι
Πλαταιείς επροχώρησαν επί της οδού των Θηβών, αλλ' έπειτα
εστράφησαν και ηκολούθησαν την ορεινήν οδόν η οποία φέρει προς
τας Ερυθράς και τας Υσιάς, και φθάσαντες εις τα όρη, διεσώθησαν
εις τας Αθήνας, διακόσιοι δώδεκα τον αριθμόν. Οι λαβόντες μέρος
εις την έξοδον ήσαν ολίγον περισσότεροι, αλλά μερικοί επέστρεψαν
εις την πόλιν πρίν υπερβούν το τείχος εις δε τοξότης ηχμαλωτίσθη
εντός της εξωτερικής τάφρου. Οι Πελοποννήσιοι παρήτησαν τότε
την καταδίωξιν και επέστρεψαν εις τας θέσεις των. Οι εντός της
πόλεως Πλαταιείς ηγνόουν εντελώς την έκβασιν της επιχειρήσεως,
όταν όμως οι ολίγοι επιστρέφοντες ανήγγειλαν εις αυτούς ότι
κανείς δεν εσώθη, έστειλαν κήρυκα άμα εξημέρωσε, δια να ζήτηση
την παραλαβήν των νεκρών, αλλά μαθόντες την αλήθειαν,
παρήτησαν την αίτησίν των. Κατ' αυτόν λοιπόν τον τρόπον
εσώθησαν οι ενεργήσαντες την έξοδον Πλαταιείς, υπερβάντες το
εχθρικόν τείχος.
38. Και εγώ μεν την ιδίαν έχω πάντοτε γνώμην, και εκπλήττομαι με
εκείνους που επέτρεψαν την νέαν αυτήν περί των Μυτιληναίων
συζήτησιν και επροκάλεσαν χρονοτριβήν, η οποία είναι προς όφελος
των αδικησάντων και όχι των αδικηθέντων, διότι κατόπιν τοιαύτης
χρονοτριβής η οργή του παθόντος εναντίον του αδικήσαντος
αμβλύνεται, ενώ η εκδίκησις που επακολουθεί από πολύ πλησίον την
προσβολήν επιβάλλει όσον το δυνατόν ανάλογον τιμωρίαν. Είμαι
συγχρόνως περίεργος να ιδώ ποίος θα παρουσιασθή ν' απαντήση εις
τον λόγον μου και θ' αναλάβη ν' αποδείξη ότι το έγκλημα των
Μυτιληναίων είναι ωφέλιμον εις ημάς, ενώ αι ατυχίαι μας βλάπτουν
τους συμμάχους μας. Είναι φανερόν ότι ο τοιούτος, ή
εμπιστευμένος εις την ευγλωττίαν του, θα προσεπάθει ν' αποδείξη
ότι εκείνο που θεωρείται γενικώς ως ορθόν, δεν είναι αποτέλεσμα
ορθής κρίσεως, ή παρασυρόμενος από το χρηματικόν κέρδος, θα
προσπαθήση δια της εκφωνήσεως ευπροσώπου κατ' επίφασιν λόγου
να σας παραπλανήση. Αλλ' εις αγώνας τοιούτου είδους, η πόλις τα
μεν άθλα δίδει εις άλλους, αυτή όμως αποκομίζει τους κινδύνους.
Του κακού τούτου αίτιοι είσθε σεις, οι οποίοι κακώς διευθύνετε
τους αγώνας αυτούς. Διότι συνηθίζετε να είσθε θεαταί των λόγων
και ακροαταί των έργων, κρίνοντες το δυνατόν των μελλόντων
γεγονότων από τους ωραίους λόγους των ρητόρων, ενώ προς τα
ήδη τετελεσμένα, παρέχετε ολιγωτέραν πίστιν εις το ό,τι είδατε
τελούμενον υπό τας όψεις σας παρά εις το ό,τι ακούσετε λεγόμενον
από ευφραδείς επικριτάς. Διακρίνεστε κυρίως εις το να
παρασύρεσθε εις πλάνας από νεωτεριστικούς λόγους και εις το να
μη θέλετε ν ακολουθήτε τον ρήτορα όταν προβάλλη δεδοκιμασμένα
επιχειρήματα, διότι είσθε δούλοι κάθε νέας παραδοξολογίας και
περιφρονηταί παντός ό,τι είναι σύνηθες. Καθείς από σας επιθυμεί
προ πάντων να είναι ο ίδιος ρήτωρ, ειδεμή αμιλλάσθε προς
αλλήλους, ώστε να μη φανήτε ότι καθυστερείτε ως προς την
οξύτητα της αντιλήψεως, και χειροκροτείτε κάθε πνευματώδη
παρατήρησιν, πριν ακόμη εξέλθη εντελώς από τα χείλη του
ρήτορος, δεικνύεσθε δ' εξ ίσου ταχείς εις το να προμαντεύετε τα
λεγόμενα, όσον βραδείς εις το να προΐδετε τας συνεπείας των.
Τρέχετε, ημπορεί κανείς να είπη, εις ανεύρεσιν κόσμου άλλου παρά
εκείνου, εις τον οποίον ζώμεν, χωρίς να είσθε εις θέσιν να κρίνετε
ορθώς περί των παρόντων. Εις δύο λέξεις, παρασυρόμενοι από την
τέρψιν της ακοής, ομοιάζετε μάλλον ανθρώπους, οι οποίοι κάθηνται
ως θεαταί επιδείξεως σοφιστών, παρά ανθρώπους, οι οποίοι
διασκέπτονται περί του συμφέροντος της πόλεως.
40. "Ας μη εμπνεύσωμεν λοιπόν εις αυτούς την ελπίδα ότι δια της
ευγλωττίας ή της δωροδοκίας ημπορούν να συγχωρηθούν, λόγω
του ότι έσφαλαν ως άνθρωποι. Διότι δεν σας έβλαψαν ακουσίως,
αλλά σας επεβουλεύθησαν εσκεμμένως, ενώ το ακούσιον μόνον
είναι άξιον συγγνώμης. Την γνώμην αυτήν υπεστήριξα θερμώς και
χθες κατά την πρώτην συζήτησιν, και σήμερον επιμένω ότι δεν
πρέπει ν' ανακαλέσετε την προηγουμένην απόφασίν σας, εάν θέλετε
ν' αποφύγετε τους τρεις βλαβερωτάτους δια την ηγεμονίαν σας
σκοπέλους, τον οίκτον, την γοητείαν της ευγλωττίας και την
επιείκειαν. Διότι και ο οίκτος δίκαιον είναι να επιδεικνύεται προς
τους έχοντας όμοια αισθήματα, όχι προς εκείνους, οι oποίοι ούτε
αίσθημα οίκτου θα δείξουν ποτέ προς ημάς και εξ ανάγκης είναι
διαρκείς εχθροί μας. Και οι ρήτορες, οι οποίοι τέρπουν με την
ευγλωττίαν των, θα λάβουν την ευκαιρίαν να επιδείξουν αυτήν και
εις άλλας περιστάσεις μικροτέρας σπουδαιότητος, και δεν πρέπει
να επιμείνουν εις την παρούσαν, κατά την οποίαν αυτοί μεν θ'
αμειφθούν δια τον ωραίον λόγον των, ενώ η πόλις θα πληρώση
τόσον ακριβά την εξ αυτού βραχείαν ευχαρίστησιν. Και η επιείκεια
πρέπει να επιδεικνύεται προς εκείνους μάλλον, οι οποίοι, άπαξ
συμφιλιωθέντες, θα είναι του λοιπού πιστοί σύμμαχοι, παρά προς
εκείνους, οι οποίοι θα μείνουν πάντοτε οι ίδιοι και των οποίων η
εχθρότης καθόλου δεν θα ελαττωθή. Συγκεφαλαιώνων λοιπόν λέγω
ότι εάν μεν πεισθήτε εις τους λόγους μου, θα ενεργήσετε κατά
τρόπον όχι μόνον δίκαιον προς τους Μυτιληναίους, αλλά και
συμπεριφορά δια σας, ενώ εάν αποφασίσετε αντιθέτως, την μεν
ευγνωμοσύνην εκείνων δεν θα κερδίσετε, θα καταδικάσετε όμως
τους ιδίους τους εαυτούς σας. Διότι εάν εκείνοι δικαίως
απεστάτησαν, η άσκησις της ηγεμονίας σας θα ήτο
αδικαιολόγητος. Εάν, εν τούτοις, επιμένετε τωόντι εις την άσκησιν
αυτής, έστω και αδικαιολογήτου, το συμφέρον σας ακριβώς
επιβάλλει όπως και παρά το δίκαιον ακόμη τους τιμωρήσετε,
ειδεμή, παραιτήσατε την ηγεμονίαν, δια να ημπορήτε να
επιδεικνύετε ακινδύνως την γενναιοφροσύνην σας. Αποφασίσατε να
τιμωρήσετε τους Μυτιληναίους με την τιμωρίαν που συνιστώ και να
μη δειχθήτε σεις,οι οποίοι διεφύγατε τον κίνδυνον, πλέον ανάλγητοι
από εκείνους,οι οποίοι τον εσχεδίασαν δολίως. Συλλογισθήτε πως
είναι πιθανόν ότι θα σας μετεχειρίζοντο, εάν σας ενίκων, αφού
μάλιστα αυτοί πρώτοι μας επετέθησαν. Κατά κανόνα τωόντι,
εκείνοι που αδικούν άλλον χωρίς αιτίαν, τον καταδιώκουν μέχρις
ολοσχερούς μάλιστα εξοντώσεως, διότι φοβούνται τον κίνδυνον
που θα τους ηπείλει, εάν ο εχθρός των δεν κατεστρέφετο εντελώς.
Και τούτο διότι εκείνος που υποστή επίθεσιν, εις την οποίαν ο
επιτεθείς προέβη άνευ ανάγκης, εάν απ' αυτήν αποβαίνη εχθρός
αμειλικτότερος από εκείνον, ο οποίος υπήρξεν ανέκαθεν και
απευθείας εχθρός. Μη προδώσετε λοιπόν οι ίδιοι τους εαυτούς σας,
αλλά μεταφερθήτε δια της διανοίας όσον το δυνατόν πλησιέστερον
προς την στιγμήν της εναντίον σας επιθέσεως, και συλλογιζόμενοι
ότι θα εδίδατε τότε κάθε τι δια να τους συντρίψετε, ανταποδώσατε
τώρα εις αυτούς τα ίσα χωρίς να δείξετε υπερευαισθησίαν,
επηρεαζόμενοι από την παρούσαν δυστυχίαν των, και χωρίς να
λησμονήσετε τον κίνδυνον, ο οποίος όχι προ πολλού επεκρεμάσθη
επάνω σας. Οφείλετε όχι μόνον να τους τιμωρήσετε όπως το
αξίζουν, αλλά και να καταστήσετε δια του παραδείγματός των
φανερόν εις τους άλλους συμμάχους ότι πάσης αποστασίας η
τιμωρία θα είναι θάνατος. Διότι, εάν αντιληφθούν τούτο,
σπανιώτερον θα ευρίσκεσθε εις την ανάγκην ν' αμελήτε τους
εχθρούς σας και να καταπολεμήτε τους ιδίους σας συμμάχους".
42. "Ούτε εκείνους που επέτρεψαν την νέαν κατά των Μυτι ληναίων
διάσκεψιν κατηγορώ, ούτε εκείνους που επικρίνουν την
επανειλημμένην σύσκεψιν περί σπουδαιοτάτων ζητημάτων
επαινώ.Νομίζω, τουναντίον, ότι δύο πράγματα είναι εναντιώτατα
εις την λήψιν ορθής αποφάσεως, η σπουδή και η οργή, από τας
οποίας η μεν πρώτη συνοδεύεται συνήθως από ανοησίαν, η δε
δευτέρα από αγροικίαν και στενότητα αντιλήψεως. Όστις επιμένει
ότι οι λόγοι δεν πρέπει να είναι οδηγοί των πράξεών μας, είναι ή
ασύνετος, ή ιδιοτελής. Ασύνετος, εάν νομίζη, ότι ημπορεί με άλλο
μέσον να διασαφηνίση το σκοτεινόν μέλλον, ιδιοτελής, εάν, θέλων
να επιτύχη την παραδοχήν αισχράς προτάσεως, αντιλαμβάνεται ότι
δεν δύναται μεν να ομιλήση καλώς περί υποθέσεως κακής, δύναται
όμως, διαβάλλων επιτηδείως, να εκφοβίση και τους
αντιφρονούντας και τους ακροατάς του. Κινδυνωδέστατοι,
άλλωστε, είναι εκείνοι ιδίως, οι οποίοι κατηγορούν εκ των
προτέρων τους αντιφρονούντας ως μετερχομένους είδος ρητορικής
επιδείξεως, χάριν χρηματικού κέρδους. Διότι, εάν τους κατηγορούν
απλώς ως ασυνέτους, τότε αυτοί, εις περίστασιν που θα ηττώντο
κατά την συζήτησιν, θ' απεσύροντο απ' αυτήν, θεωρούμενοι
ασύνετοι μάλλον παρά μη έντιμοι. Αλλ' ενώπιον κατηγορίας δι'
ιδιοτέλειαν, ο ρήτωρ, και εάν κατορθώση να πείση, γίνεται
ύποπτος, και αν αποτύχη χάνη όχι μόνον την περί της συνέσεώς
του, αλλά και την περί της εντιμότητάς του εκτίμησιν του πλήθους.
Η πόλις, εξ άλλου, ουδαμώς ωφελείται εκ τούτου, διότι στερείται
των συμβουλών των πολιτικών της ανδρών, οι οποίοι φοβούνται
μήπως παρεξηγηθούν, ενώ αι υποθέσεις της θα ευωδούντο πολύ
περισσότερον, εάν οι τοιούτου είδους πολίται εστερούντο του
χαρίσματος του λόγου, καθόσον θα την παρέσυραν εις ολιγώτερα
σφάλματα. Ο χρηστός τωόντι πολίτης οφείλει να δεικνύη τον
εαυτόν του καλλίτερον ρήτορα, όχι δι' εκφοβισμού των
αντιφρονούντων, αλλά δι' επιχειρημάτων καλής πίστεως. Η σώφρων
εξ άλλου πόλις, χωρίς ν' απονέμη νέας τιμάς εις εκείνον, του οποίου
αι συμβουλαί αποδεικνύονται ως επί το πλείστον ορθαί, οφείλει να
μην τον αποστερή τουλάχιστον από τας ήδη απονεμηθείσας, ενώ
ως προς εκείνον, του οποίου αι γνώμαι απέτυχαν, μακράν του να
τον τιμωρή, δεν πρέπει ούτε να τον καταφρονή. Κατ' αυτόν τον
τρόπον, ούτε ο επιτυγχάνων εις τας γνώμας του θα ομιλή παρά την
πεποίθησίν του, προς κολακείαν του πλήθους, δια να κριθή άξιος
μεγαλυτέρων τιμών, ούτε ο αποτυχών θα καταφεύγη εις τα ίδια
μέσα, χαριζόμενος και αυτός εις το πλήθος, δια να το
προσεταιρισθή.
43. Αλλ' ημείς πράττομεν αντιθέτως, και επί πλέον, και εάν κανείς
συμβουλεύση τα άριστα, υποπτευόμεθα όμως αυτόν ότι ομιλεί χάριν
ιδιοτελείας, επειδή δε τον φθονούμεν δια την αμφίβολον υποψίαν
του κέρδους, στερούμεν την πόλιν προδήλου ωφελείας. Διότι
κατήντησαν αι καλαί συμβουλαί, διδόμεναι μ' ευθύτητα, να μην
είναι ολιγώτερον ύποπτοι από τας κακάς, ώστε είναι ανάγκη, οχι
μόνον ο θέλων να παρασύρη το πλήθος εις αποδοχήν ολεθριωτάτης
γνώμης να προσεταιρίζεται αυτό δια της απάτης, αλλά και ο
προτείνων τ' άριστα να καταφεύγη εις το ψεύδος, δια να γίνη
πιστευτός. Και ούτως αι Αθήναι, ένεκα της υπερβολικής των
ευφυΐας, είναι η μόνη πόλις που δεν ημπορεί κανείς να υπηρέτηση
δια της ευθείας οδού, χωρίς να την απατήση. Διότι, οσάκις κανείς
σας προσφέρει φανερά κάποιαν ωφέλειαν, τον ανταμείβετε δια της
υπονοίας ότι με κάποιον κρύφιον τρόπον επιζητεί ατομικόν κέρδος.
Αλλ' οσάκις πρόκειται περί ζωτικών συμφερόντων, και εις
περιστάσεις οποία η παρούσα, έπρεπε ν' απαιτήτε από ημάς, οι
οποίοι σας συμβουλεύομεν, να βλέπωμεν μακρύτερα οπωσδήποτε
από σας, οι οποίοι ολίγην ωραν αφιερώνετε εις την μελέτην αυτών,
αφού μάλιστα ημείς μεν δίδομεν τας συμβουλάς μας υπευθύνως,
ενώ σεις τας ακούετε και τας ακολουθείτε ανευθύνως. Διότι, εάν
και ο δίδων συμβουλήν και ο ακολουθήσας αυτήν εζημιώνοντο εξ
ίσου, θα είσθε πολύ νηφαλιώτεροι εις την λήψιν των αποφάσεών
σας. Ενώ τώρα συμβαίνει πολλάκις, παρασυρόμενοι από την πρώτην
ορμήν του πάθους εις σφάλματα, να τιμωρήτε την μίαν γνώμην
εκείνου, ο οποίος σας έπεισε, και όχι τας πολλάς ιδικάς σας αι
οποίαι υπέπεσαν εις το ίδιον με εκείνον σφάλμα.
44. "Αλλ' εγώ παρουσιάζομαι εις το βήμα, όχι δια ν' ανασκευάσω
άλλους, ομιλών υπέρ των Μυτιληναίων, ούτε ως κατήγορος αυτών.
Διότι το ζήτημα που μας απασχολεί, εάν σωφρονούμεν, είναι όχι
ποίον είναι το έγκλημα εκείνων, αλλά ποία η συμφερωτέρα δι' ημάς
απόφασις. Διότι, οσονδήποτε ενόχους και αν τους απεδείκνυα, δεν
θα συνίστων να τους θανατώσωμεν δια τούτο, εάν δεν συμφέρη και
αν απεδείκνυα, ότι υπάρχουν οπωσδήποτε ελαφρυντικαί
περιστάσεις, δεν θα συνίστων να τους συγχωρήσωμεν, εάν τούτο
αντιτίθεται εις το συμφέρον της πόλεως. Νομίζω, άλλωστε, ότι
πρέπει να σκεφθώμεν περί του μέλλοντος μάλλον παρά περί του
παρόντος. Το κύριον επιχείρημα του Κλέωνος είναι ότι έχετε
συμφέρον να επιβάλετε την ποινήν του θανάτου, δια να
καταστήσετε τας αποστασίας εις το μέλλον ολιγώτερον συχνάς.
Αλλα το συμφέρον ακριβώς του μέλλοντος υποστηρίζων και εγώ,
έχω αντίθετον γνώμην από την γνώμην αυτήν του Κλέωνος. Και
ζήτω από σας να μη παρασυρθήτε από την κατ' επίφασιν ορθότητα
των επιχειρημάτων του, όπως απορρίψετε την πρακτικήν ωφέλειαν
των ιδικών μου. Διότι, ωργισμένοι καθώς είσθε την στιγμήν αυτήν
κατά των Μυτιληναίων, είναι ενδεχόμενον να παρασυρθήτε από τα
επιχειρήματά του, τα οποία στηρίζονται μάλλον επί της απόψεως
του δικαίου. Αλλ' ημείς δεν δικαζόμεθα προς αυτούς, ώστε να
έχωμεν ανάγκην να εξετάσωμεν την άποψιν του δικαίου, αλλά
συσκεπτόμεθα περί αυτών δια ν' αποφασίσωμεν σύμφωνα με το
συμφέρον μας.
45. "Αι διάφοροι πόλεις, ως γνωστόν, καθιέρωσαν την ποινήν του
θανάτου δια πολλά εγκλήματα, μερικά από τα οποία δεν εξισούνται
καν με την βαρύτητα του ιδικού των, αλλ' είναι ελαφρότερα. Οι
άνθρωποι όμως, παρασυρόμενοι από την ελπίδα, αψηφούν τους
κινδύνους, και κανείς δεν εξετέθη εις τον κίνδυνον εγκληματικής
επιχειρήσεως, ενώ επίστευεν, ότι θ' αποτύχη. Ομοίως, προκειμένου
περί πόλεων, ποία ποτέ εξετέθη εις τον κίνδυνον της αποστασίας,
χωρίς να πιστεύη, ότι τα μέσα, τα οποία διέθετεν, είτε ιδικά της
είτε υπό συμμάχων παρεχόμενα, ήσαν επαρκή; Διότι όλοι φύσει
ρέπουν εις παρανομίαν, εις τε τον ιδιωτικόν και τον δημόσιον βίον,
και δεν υπάρχει νόμος δυνάμενος να εμποδίση τούτο, αφού μέχρι
τούδε οι άνθρωποι διεξήλθαν όλην την κλίμακα των ποινών, με την
ελπίδα, ότι εξακολουθούντες να τας επιτείνουν, θα επιτύχουν
μετριασμόν της εγκληματικότητος. Είναι μάλιστα πιθανόν, ότι εις
την παλαιάν εποχήν, αι ποιναί των βαρυτέρων εγκλημάτων ήσαν
ελαφρότεροι παρά σήμερον, αλλ' επειδή εξακολουθεί η διάπραξις
αυτών, αι ποιναί επετάθησαν, έως ότου με τον καιρόν έφθασαν αι
περισσότεραι από αυτάς μέχρι του θανάτου. Μολαταύτα και με την
τοιαύτην επίτασιν των ποινών, εξηκολούθησεν η διάπραξις των
αδικημάτων. Οφείλομεν λοιπόν ή να εξεύρωμεν άλλο φόβητρον
τρομερώτερον της θανατικής ποινής, ή ν' αναγνωρίσωμεν
τουλάχιστον, ότι αυτή δεν προλαμβάνει τα εγκλήματα. Καθόσον οι
άνθρωποι παρασύρονται εις κινδυνώδεις επιχειρήσεις, άλλοι μεν
από την τόλμην, την οποίαν εμπνέει εις τον πτωχόν η ανάγκη, άλλοι
από την πλεονεξίαν, εις την οποίαν ωθούν τον πλούσιον η
αλαζονεία και η αυτοπεποίθησις, και άλλοι από τα πάθη, τα οποία
εκάστοτε τους εξουσιάζουν εις τας διαφόρους βιοτικάς
περιστάσεις δια της ακαθέκτου ορμής των. Εις όλας, άλλωστε, τας
περιπτώσεις αυτάς, ο πόθος και η ελπίς, εκείνος προηγούμενος,
εκείνη ακολουθούσα, ο πρώτος σχεδιάζων την επιβουλήν, η δευτέρα
υποβάλλουσα την ιδέαν της προθύμου συνδρομής της τύχης,
προξενούν το μεγαλύτερον κακόν, και επειδή είναι αόριστοι,
βλάπτουν περισσότερον από τους κινδύνους που βλέπει κανείς
εμπρός στα μάτια του. Και η τύχη, προς τούτοις, συντελεί όχι
ολιγώτερον εις την παραπλάνησιν των ανθρώπων. Διότι,
παρουσιαζομένη ενίοτε απροσδοκήτως, εξωθεί τον άνθρωπον ν'
αναλάβη κινδύνους και με ανεπαρκή ακόμη μέσα, και ακόμη
περισσότερον τας πόλεις, καθόσον όχι μόνον ο αγών των αποβλέπει
εις τα ζωτικώτατα συμφέροντα (την ιδικήν των ελευθερίαν, ή
αντιθέτως, την ηγεμονίαν των άλλων), αλλά και έκαστος,
συμπράττων με όλους τους άλλους συμπολίτας του, υπερτιμά
αλογίστως τας ατομικάς του δυνάμεις. Με ολίγα λόγια, οσάκις η
ανθρωπίνη φύσις ωθείται εις το να πράξη κάτι, το οποίον ζωηρώς
επιθυμεί, ούτε η αυστηρότης των νόμων, ούτε άλλος κανείς φόβος
ημπορεί να την αποτρέψη, και είναι πολύ ανόητος εκείνος που
πιστεύει το εναντίον.
57. "Σκεφθήτε, προς τούτοις, ότι τώρα μεν θεωρείσθε από τους
περισσοτέρους Έλληνας υπόδειγμα ευθύτητος. Εάν όμως η περί
ημών απόφασίς σας είναι άδικος (επειδή η παρούσα δίκη δεν θα
μείνη μυστική, διότι όχι μόνον οι δικάζοντες είσθε ονομαστοί, αλλά
και η εκτίμησις δι' ημάς τους αδικουμένους είναι αγαθή),
προσέξατε μήπως ο κόσμος αποδοκιμάση το ότι εναντίον ανδρών
αμέμπτων, σεις, οι οποίοι είσθε ακόμη καλλίτεροι, εξεδώσατε
απόφασιν αδικαιολόγητον, και ότι εις τους κοινούς ναούς
ανεθέσατε ως αφιέρωμα τα σκύλα, τα οποία ελάβατε από ημάς,
τους ευεργέτας της Ελλάδος, θα θεωρήται τωόντι τερατώδες, ότι
σεις οι Λακεδαιμόνιοι εξολοθρεύσατε τας Πλαταιάς, και ότι ενώ οι
πατέρες σας ανέγραψαν εις τον τρίποδα των Δελφών το όνομα της
πόλεώς μας, εις διαιώνισιν της ανδρείας της, σεις την εξηφανίσατε
εκ θεμελίων από τον Ελληνικόν κόσμον, δια να ευχαριστήσετε τους
Θηβαίους. Διότι εις τοιούτο σημείον δυστυχίας έχομεν καταντήσει,
ώστε και όταν οι Πέρσαι εκυρίευσαν την χώραν μας
κατεστράφημεν, και τώρα τιθέμεθα από σας, τους άλλοτε αρίστους
φίλους μας, εις υποδεεστέραν των Θηβαίων θέσιν, και
αντιμετωπίσαμεν δύο κινδύνους, τους φοβερωτάτους, προ ολίγων
μεν ημερών ν' αποθάνωμεν από την πείναν, εάν δεν παρεδίδαμεν
την πόλιν, τώρα δε να δικαζώμεθα περί ζωής ή θανάτου. Και ημείς
οι Πλαταιείς,οι οποίοι επεδείξαμεν υπέρ της ελευθερίας των
Ελλήνων ζήλον υπέρ τας δυνάμεις μας, ευρισκόμεθα
απολακτισμένοι από όλους, εγκαταλελειμμένοι και αβοήθητοι, και
όχι μόνον κανείς από τους τότε συμμάχους δεν μας βοηθεί, αλλά
φοβούμεθα, ότι ούτε εις σας, την μόνην ελπίδα μας, ημπορούμεν να
στηριχθώμεν.
61. "Δεν θα εζητούμεν τον λόγον, εάν και οι Πλαταιείς απήντων δι'
ολίγων εις την τεθείσαν ερώτησιν και δεν εστρέφοντο εναντίον
μας, διατυπώνοντες κατηγορητήριον, και εάν συγχρόνως δεν
κατέφευγαν εις μακράν υπέρ εαυτών απολογίαν, έξω του
προκειμένου και μάλιστα δια κατηγορίας τας οποίας κανείς δεν
τους απηύθυνε, και εις πολύν έπαινον, εκεί όπου κανείς δεν τους
κατηγόρησε. Τώρα όμως αναγκαζόμεθα και εις τας κατηγορίας των
ν' απαντήσωμεν και την απολογίαν και τον έπαινόν των ν'
αποσκευάσωμεν, εις τρόπον ώστε ούτε η δική μας κακία, ούτε η
αγαθή περί αυτών εκτίμησις να τους ωφελήση, αλλά να
αποφασίσετε, αφού ακούσετε την αλήθειαν και δια τους δύο. Η
μεταξύ Θηβών και Πλαταιών έρις ήρχισε το πρώτον εκ του ότι όταν
ημείς βραδύτερον από την λοιπήν Βοιωτίαν ιδρύσαμεν τας
Πλαταιάς και μερικά άλλα συγχρόνως μέρη, τα οποία κατελάβαμεν,
αφού εξεδιώξαμεν τον πληθυσμόν των, αποτελούμενον από
ανθρώπους πάσης προελεύσεως οι Πλαταιείς, αυτοί εδώ,
απηξίωσαν παρά την αρχικήν συμφωνίαν να δεχθούν την αρχηγίαν
μας, και μόνοι από όλους τους Βοιωτούς, παραβαίνοντες τα
πατροπαράδοτα έθιμα, προσεχώρησαν προς τους Αθηναίους, ευθύς
ως επεχειρήσαμεν να τους σωφρονίσωμεν, και από κοινού με
αυτούς μας επροξένουν πολλάς βλάβας, δια τας οποίας τους
ανταπεδίδαμεν τα ίσα.
62. "Και μετά την εισβολήν του βαρβάρου εις την Ελλάδα,
ισχυρίζονται, ότι μόνοι εξ όλων των Βοιωτών δεν ετάχθησαν με
τους Πέρσας, και ένεκα τούτου προ πάντων και αυτοί μεγαλαυχούν
και ημάς ονειδίζουν. Ημείς, εν τούτοις, ισχυριζόμεθα,ότι δεν
ετάχθησαν με τους Πέρσας μόνον και μόνον διότι ούτε οι Αθηναίοι
δεν έπραξαν τούτο, αλλ' ότι ακολουθούντες την ιδίαν μέθοδον,
όταν βραδύτερον οι Αθηναίοι ανέλαβαν τον πόλεμον εναντίον των
Ελλήνων, αυτοί πάλιν μόνοι εξ όλων των Βοιωτών ετάχθησαν με
αυτούς. Σκεφθήτε όμως υπό ποίας περιστάσεις ενηργήσαμεν όπως
ενηργήσαμεν, αφ' ενός ημείς, αφ' ετέρου εκείνοι. Το πολίτευμα,
τωόντι, της πόλεώς μας ούτε συνταγματική ολιγαρχία ήτο τότε,
ούτε δημοκρατία, αλλά τα πράγματα διείπεν όμιλος ολίγων
δεσποτών, πράγμα, το οποίον είναι εναντιώτατον και προς τους
νόμους και προς την ορθήν σύνταξιν της πολιτείας και
πλησιέστατον προς την τυραννίδα. Και οι ολίγοι αυτοί,
πιστεύσαντες ότι θέλουν ενισχύσει την εξουσίαν των έτι μάλλον,
εάν επεκράτουν οι Πέρσαι, τους προσεκάλεσαν, σιυγκρατήσαντες
τον λαόν δια της σκαιάς βίας. Η πόλις ως σύνολον, πράττουσα
τούτο, δεν ήτο δέσποινα εις τον ίδιον αυτής οίκον, ούτε είναι
δίκαιον να την ονειδίζη κανείς δια σφάλματα, εις τα οποία υπέπεσεν
όταν δεν εκυβερνατο συμφώνως προς τους νόμους της. Μετά την
αναχώρησιν όμως των Περσών και την αποκατάστασιν του νομίμου
πολιτεύματος, όταν οι Αθηναίοι έγιναν επιθετικοί και επεχείρησαν
να υποβάλουν υπό την ηγεμονίαν των και την άλλην Ελλάδα και την
ιδικήν μας χώραν, και συνεπεία εμφυλίων σπαραγμών είχαν ήδη
καταλάβει το μεγαλύτερον μέρος της, συλλογισθήτε ότι
πολεμήσαντες ενανίον των εις την Κορώνειαν [7] και νικήσαντες,
ηλευθερώσαμεν την Βοιωτίαν, και συναγωνιζόμενα τώρα προθύμως
με σας δια την απελευθέρωσιν των άλλων Ελλήνων, παρέχοντες
ιππικόν και πολεμικά εφόδια περισσότερα από κάθε άλλον
σύμμαχον. Και ως προς μεν την κατηγορίαν ότι ελάβαμεν το μέρος
των Περσών, τα ολίγα αυτά θεωρούμεν αρκετήν απολογίαν μας.
64 "Απεδείξατε λοιπόν, ότι και τότε μόνοι από τους Βοιωτούς δεν
ετάχθησαν με το μέρος των Περσών, όχι χάριν των Ελλήνων, αλλά
διότι ούτε οι Αθηναίοι ετάχθησαν με το μέρος των, ενώ ημείς
ετάχθημεν ως ετάχθημεν, επειδή ηθέλατε να συνεργασθήτε με
εκείνους και ν αντιπράξετε εναντίον μας. Και τώρα έχετε την
αξίωσιν να ωφεληθήτε δια καλήν συμπεριφοράν, η οποία οφείλεται
εις άλλους. Τούτο όμως δεν είναι ορθόν. Αλλ' όπως επροτιμήσατε
τους Αθηναίους, συνεχίσατε μέχρι τέλους τον αγώνα εις το πλευρόν
των, και μην επικαλήσθε την συμμαχίαν,εις την οποίαν ωρκίσθητε
τότε, ζητούντες να σωθήτε τώρα ένεκα αυτής. Διότι την συμμαχίαν
αυτήν εγκαταλείψατε, και κατά παράβασιν των διατάξεών της
συνεπράττατε προς υποδούλωσιν των Αιγινητών και μερικών άλλων
από τους συμμάχους, αντί να εμποδίζετε αυτήν, και μάλιστα όχι
άκοντες, αλλ' ενώ είχατε το ίδιον πολίτευμα, το οποίον και μέχρι
σήμερον, και χωρίς κανείς να σας εξαναγκάση, όπως ημάς.
Απεκρούσατε ακόμη και την τελευταίαν προ του περιτειχισμού της
πόλεώς σας πρότασιν, όπως μείνετε ήσυχοι και ουδέτεροι. Ποίοι
λοιπόν ημπορούν να μισούνται από όλους τους Έλληνας δικαιότερον
παρά σεις, οι οποίοι επεδείξατε ανδραγαθίαν δια να τους βλάψετε;
Δια της σημερινής διαγωγής σας, εδείξατε εκ των υστέρων, ότι η
άλλοτε καλή συμπεριφορά, την οποίαν επικαλείστε, δεν ωφείλετο
εις σας και ήλθεν εις φως ο διαρκής και πραγματικός χαρακτήρ
σας, αφού ηκολουθήσατε τους Αθηναίους εις την οδόν της αδικίας.
Αυτά έχομεν να δηλώσωμεν ως προς τον ακούσιον μηδισμόν μας
και τον εκούσιον αττικισμόν σας.
69. Εμφύλιος αγών των Κερκυραίων και ανάμιξις των Αθηναίων και
Λακεδαιμονίων εις αυτόν
Τα σαράντα Πελοποννησιακά πλοία, τα οποία είχαν σταλή προς
βοήθειαν των Λεσβίων, καθώς διέσχιζαν, ως ελέχθη ήδη, το
ανοικτόν πέλαγος με μεγάλην σπουδήν, αφού πρώτον
κατεδιώχθησαν από τους Αθηναίους και κατελήφθησαν έξω της
Κρήτης από τρικυμίαν, παρεσύρθησαν από εκεί προς την
Πελοπόννησον διασκορπισμένα, όπου εύρον εις την Κυλλήνην δέκα
τρία πλοία των Λευκαδίων και Αμπρακιωτών και τον Βρασίδαν, υιόν
του Τέλλιδος, ο οποίος είχε φθάσει εκεί ως σύμβουλος του Αλκίδου.
Διότι οι Λακεδαιμόνιοι, μετά την αποτυχίαν της Λέσβου, ήθελαν,
αφού ενισχύσουν τον στόλον των, να πλεύσουν εις την Κέρκυραν, η
οποία ευρίσκετο εις εμφυλίους σπαραγμούς, καθόσον η Αθηναϊκή
μοίρα της Ναυπάκτου συνέκειτο από δώδεκα μόνον πλοία και οι
Λακεδαιμόνιοι ήθελαν να προλάβουν, πριν έλθη ενίσχυσις άλλων
πλοίων από τας Αθήνας. Ο Βρασίδας, επομένως, και ο Αλκίδας
ήρχισαν παρασκευαζόμενοι δια την επιχείρησιν αυτήν.
70. Ο εμφύλιος σπαραγμός των Κερκυραίων ήρχισε τωόντι, αφ'
ότου οι αιχμάλωτοι, οι οποίοι είχαν συλληφθή εις τας ναυμαχίας
που έλαβαν χώραν εξ αφορμής της Επιδάμνου, απελύθησαν από
τους Κορινθίους και επέστρεψαν εις την Κέρκυραν. Η απόλυσίς των
έγινε κατ' επίφασιν επί τη βάσει εγγυήσεως οκτακοσίων ταλάντων,
η οποία είχε δοθή από τους προξένους των, πράγματι όμως διότι
είχαν αναλάβει να μεταστρέψουν την πολιτικήν της Κερκύρας υπέρ
των Κορινθιακών συμφερόντων. Και ήρχισαν πραγματικώς
ραδιουργούντες και προσπαθούντες να κατηχήσουν ένα έκαστον
από τους οπλίτας, όπως παρασύρουν την πόλιν ν' αποσπασθή από
την Αθηναϊκήν συμμαχίαν. Μετά την άφιξιν, τωόντι, ενός Αθηναϊκού
και ενός Κορινθιακού πλοίου, τα οποία έφεραν πρέσβεις, και την
διεξαχθείσαν συζήτησιν, οι Κερκυραίοι εψήφισαν όπως
εξακολουθήσουν να είναι σύμμαχοι των Αθηναίων, κατά τους όρους
της συμφωνίας που είχαν κάμει, ανανεώσουν όμως συγχρόνως και
την προηγουμένην φιλίαν των με τους Πελοποννησίους. Αλλά
συγχρόνως οι αιχμάλωτοι, που είχαν επιστρέψει από την Κόρινθον,
ενήγαγαν εις δίκην τον Πειθίαν, εθελοπρόξενον των Αθηναίων, και
αρχηγόν της δημοκρατικής φατρίας, κατηγορούντες αυτόν ότι
επιδιώκει να υποδουλώση την Κέρκυραν εις τους Αθηναίους.
Εκείνος, εξ άλλου, απαλλαγείς της κατηγορίας, αντενάγει εις δίκην
τους πέντε πλουσιωτέρους απ' αυτούς, ισχυριζόμενος ότι κόπτουν
στηρίγματα αμπέλων από τα ιερά άλση του Διός και του Αλκινόου,
αδίκημα, το οποίον ετιμωρείτο με χρηματικήν ποινήν ενός
στατήρος [10] δι' έκαστον στήριγμα. Επειδή δ' οι εναχθέντες
κατεδικάσθησαν, εκάθισαν ικέται εις τους ναούς, ζητούντες, ένεκα
του μεγέθους της χρηματικής ποινής, να καταβάλουν αυτήν εις
δόσεις. Ο Πειθίας έπεισε την Βουλήν, της οποίας επίσης ήτο τότε
μέλος, να προβούν εις αναγκαστικήν εκτέλεσιν, σύμφωνα με τον
νόμον. Οι πέντε καταδικασθέντες, επειδή όχι μόνον ο νόμος
απέκλειε την αποδοχήν της αιτήσεώς των, αλλά και έμαθαν
συγχρόνως ότι εφόσον ο Πειθίας ήτο μέλος της Βουλής θα επέμενε
να πείση την πλειοψηφίαν, όπως συνάψουν επιθετικήν και αμυντικήν
συμμαχίαν με τους Αθηναίους, συνώμοσαν με τους φίλους των, και
οπλισθέντες με εγχειρίδια, εισώρμησαν εις την Βουλήν και
εφόνευσαν τον Πειθίαν και άλλους εκ των βουλευτών και ιδιωτών,
εξήντα τον αριθμόν. Ολίγοι από τους ομόφρονας του Πειθίου
κατέφυγαν εις την Αθηναϊκήν τριήρη, η οποία δεν είχεν ακόμη
αποπλεύσει.
71. Μετά τους φόνους αυτούς, συνεκάλεσαν τον λαόν και είπαν
προς αυτόν ότι η ενέργειά των ήτο προς το κοινόν συμφέρον και
ότι τώρα πλέον δεν εφοβούντο ότι θα υποδουλωθούν από τους
Αθηναίους, και επρότειναν να μένουν του λοιπού ήσυχοι και να μη
δέχωνται κανένα από τους εμπολέμους, εκτός αν' καταπλέουν με εν
μόνον πλοίον, εάν όμως καταπλέουν με περισσότερα του ενός, να
τους θεωρούν εχθρούς. Τας προτάσεις αυτάς ηνάγκασαν τον λαόν
να επικυρώση. Αλλά συγχρόνως έστειλαν ευθύς πρέσβεις εις τας
Αθήνας, και δια να παραστήσουν τα πρόσφατα γεγονότα όπως τους
συνέφερε, και δια να πείσουν εκείνους που είχαν καταφύγει εκεί να
μη προβούν εις εχθρικάς ενεργείας, ώστε να μη ληφθή κανέν
μέτρον κατά της Κερκύρας.
72. Αλλ' οι Αθηναίοι, μετά την άφιξιν των πρέσβεων, συνέλαβαν και
αυτούς ως στασιαστάς και όσους από τους φυγάδας είχαν
παραπείσει, και τους ετοποθέτησαν προς φύλαξιν εις Αίγιναν. Εν τω
μεταξύ, μετά την άφιξιν Κορινθιακής τριήρους και Λακεδαιμονίων
πρέσβεων, οι επί κεφαλής των πραγμάτων Κερκυραίοι επετέθησαν
υπούλως κατά των δημοκρατικών και τους ενίκησαν. Επελθούσης
της νυκτός, οι μεν δημοκρατικοί κατέφυγαν εις την Ακρόπολιν και
τα υψηλότερα σημεία της πόλεως, όπου συγκεντρωθέντες
εγκατεστάθησαν και κατέλαβαν τον Υλλαϊκόν λιμένα. Οι αντίθετοι
δε κατέλαβαν την Αγοράν, πέριξ της οποίας οι περισσότεροι απ'
αυτούς κατώκουν, και τον απέναντι λιμένα, ο οποίος βλέπει προς
την απέναντι στερεάν.
74. Την μεθεπομένην, έλαβε χώραν νέα μάχη, κατά την οποίαν
ενίκησαν οι δημοκρατικοί και ένεκα της οχυρότητος των θέσεων
που κατείχαν και ένεκα της αριθμητικής των υπεροχής. Και αι
γυναίκες, εξ άλλου, τους συνέτρεξαν με τόλμην, με το να ρίπτουν
από τα σπίτια κεράμους, και να υπομένουν την ταραχήν της μάχης
με θάρρος ανώτερον της γυναικείας φύσεως. Η κατατρόπωσις των
ολιγαρχικών επήλθε περί την δύσιν του ηλίου, και επειδή ήρχισαν
να φοβούνται μήπως οι δημοκρατικοί, εάν προελάσουν, καταλάβουν
με τον πρώτον αλαλαγμόν της επιθέσεως το νεώριον και τους
περάσουν εν στόματι μαχαίρας, έβαλαν φωτιά εις τας πέριξ της
Αγοράς ιδιωτικάς οικίας και τας πολυκατοικίας δια να προληφθή
τοιουτοτρόπως η επίθεσις, χωρίς να φεισθούν ούτε τας ιδικάς των,
ούτε τας ξένας οικοδομάς, εις τρόπον ώστε και εμπορεύματα πολλά
εμπόρων κατεκάησαν και εάν κατά την διάρκειαν της πυρκαϊάς
εσηκώνετο άνεμος προς την διεύθυνσιν της πόλεως, θα διέτρεχε
κίνδυνον να καταστροφή ολόκληρος. Μετά το τέλος της μάχης, και
αι δύο μερίδες ανεπαύθησαν, διατηρούσαι φρουράς, διαρκούσης
της νυκτός. Η Κορινθιακή, εξ άλλου, τριήρης, μετά την επικράτησιν
των δημοκρατικών, απέπλευσε λάθρα και οι περισσότεροι από τους
μισθοφόρους επέρασαν κρυφίως εις την στερεάν.
75. Την ακόλουθον ημέραν, ήλθεν εις βοήθειαν από την Ναύπακτον
με δώδεκα πλοία και πεντακοσίους Μεσσηνίους οπλίτας ο
Νικόστρατος, υιός του Διειτρέφους, στρατηγός των Αθηναίων, ο
οποίος ειργάσθη δραστηρίως, όπως επιτύχη συμφιλίωσιν των
φατριών, και έπεισεν αυτούς να συμβιβασθούν, υπό τον όρον, όπως
δέκα μεν, τους πρωταιτίους, εισαγάγουν εις δίκην (αυτοί άλλωστε
μετά την συνομολόγησιν της συμφωνίας δεν παρέμειναν εις την
πόλιν, αλλ' έφυγαν αμέσως), οι δε λοιποί συμφιλιωθούν,
παραμένοντες ανενόχλητοι εις τας εστίας των και
συνομολογούντες προς τους Αθηναίους επιθετικήν και αμυντικήν
συμμαχίαν. Ο Νικόστρατος, αφού επέτυχε τούτο, ητοιμάζετο ν'
αποπλεύση. Αλλ' οι αρχηγοί των δημοκρατικών τον έπεισαν να τους
αφίση πέντε από τα πλοία του, δια να συγκρατούνται οι αντίθετοι
αποτελεσματικώτερον από νέα κινήματα, και να του δώσουν ίσον
αριθμόν πλοίων με ιδικά των πληρώματα. Και ο μεν Νικόστρατος
απεδέχθη τούτο, εκείνοι δε εζήτησαν να στρατολογήσουν τους
εχθρούς των προς συγκρότησιν των πληρωμάτων. Επειδή όμως
αυτοί εφοβήθησαν μήπως αποσταλούν εις τας Αθήνας, εκάθισαν
ικέται εις τον ναόν των Διοσκούρων. Ο Νικόστρατος τους παρεκίνει
να σηκωθούν και προσεπάθει να τους εγκαρδιώση. Αλλ' επειδή δεν
επείθοντο,οι δημοκρατικοί ωπλίσθησαν, δικαιολογούμενοι ότι η
δυσπιστία των, αρνουμένων να λάβουν μέρος εις τον έκπλουν του
στόλου, απεδείκνυε κακάς εκ μέρους των διαθέσεις, αφήρεσαν τα
όπλα από τα σπίτια των εχθρών των και θα εφόνευαν μερικούς απ'
αυτούς, τους οποίους συνήντησαν κατά τύχην, εάν δεν ημποδίζοντο
από τον Νικόστρατον. Οι άλλοι, των οποίων ο αριθμός ανήλθεν εις
τετρακοσίους, βλέποντες τα γινόμενα, εκάθισαν ικέται εις τον ναόν
της Ήρας. Οι δημοκρατικοί, φοβηθέντες μήπως οι τελευταίοι
επιχειρήσουν βιαίαν μεταβολήν της καταστάσεως, τους έπεισαν να
σηκωθούν από εκεί, και τους μετέφεραν εις την απέναντι του ναού
νήσον, όπου έστελλαν εις αυτούς τακτικά τρόφιμα.
Βιβλίον Δ'
Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου
13. Ύστερον από τας επιθέσεις που ενήργησαν την ημέραν εκείνην
και μέρος της επομένης, οι Πελοποννήσιοι έμεναν ήσυχοι. Την
τρίτην ημέραν έστειλαν κατά μήκος της ακτής μερικά από τα πλοία
των εις την Ασίνην, δια να φέρουν ξύλα προς κατασκευήν μηχανών,
με την ελπίδα ότι δια της χρήσεως αυτών θα κατώρθωναν να
καταλάβουν το προς τον λιμένα μέρος του τείχους, όπου ήτο μεν
τούτο αρκετά υψηλόν, αλλ' η απόβασις ήτο πολύ εύκολος. Εις το
σημείον τούτο ευρίσκοντο τα πράγματα, όταν έφθασεν εκ Ζακύνθου
η μοίρα του Αθηναϊκού στόλου, αποτελούμενη από πενήντα πλοία,
καθόσον είχεν ενισχυθή με μερικά από τα πλοία που εφρούρουν την
Ναύπακτον και τέσσαρα Χιακά πλοία. Αλλά καθώς είδαν ότι η
στερεά και η νήσος ήσαν γεμάται από οπλίτας και ότι η
Πελοποννησιακή μοίρα ήτο εντός του λυμένος, χωρίς διάθεσιν να
εξέλθη, ηπόρουν που να προσορμισθούν. Επί τέλους έπλευσαν εις
την νήσον Πρώτην, η οποία ήτο ακατοίκητος και δεν απείχε πολύ,
και διενυκτέρευσαν εκεί. Την επομένην όμως εξέπλευσαν, αφού
ητοιμάσθησαν, δια να δώσουν μάχην, είτε εις την ανοικτήν
θάλασσαν, εις περίστασιν που ο εχθρός θα ήτο διατεθειμένος να
εκπλεύση εναντίον των, είτε εις εναντίαν περίστασιν εισερχόμενοι
οι ίδιοι εις τον λιμένα δια να του επιτεθούν. Οι Πελοποννήσιοι, εν
τούτοις, δεν εξέπλευσαν εναντίον των, και εξ άλλου είχαν
παραμελήσει να φράξουν τα στόμια του λιμένος, όπως εσχεδίαζαν.
Κατεγίνοντο με την ησυχίαν των εις την ξηράν να επιβιβάζουν τα
πληρώματά των και να ετοιμάζωνται, εάν ο εχθρός εισπλεύση, να
ναυμαχήσουν εντός του λυμένος, ο οποίος είχε μεγάλην
ευρυχωρίαν.
14. Οι Αθηναίοι, εξ άλλου, άμα αντελήφθησαν την κατάστασιν,
ώρμησαν εναντίον των και από τα δύο στόμια του λιμένος. Τα
περισσότερα Πελοποννησιακά πλοία είχαν ήδη απομακρυνθή από
την παραλίαν, έτοιμα προς μάχην. Εναντίον των πλοίων αυτών
επέπεσαν και τα έτρεψαν εις φυγήν, και επειδή τα κατεδίωκαν εκ
του συστάδην, επροξένησαν ζημίας εις πολλά, συνέλαβαν πέντε, το
εν μάλιστα με ολόκληρον το πλήρωμα, και εξηκολούθησαν να
επιτίθενται δια του εμβόλου εναντίον των λοιπών, και όταν ακόμη
είχαν καταφύγει εις την ξηράν. Και εις άλλα πάλιν πλοία
κατώρθωσαν να προξενήσουν σοβαράς βλάβας, και πριν
εκκινήσουν, την ώραν που επεβιβάζοντο ακόμη τα πληρώματά των.
Μερικά μάλιστα που είχαν εγκαταλειφθή από τα πληρώματά των,
τα έδεσαν και ήρχισαν να τα ρυμουλκούν κενά. Τούθ' όπερ
βλέποντες οι Λακεδαιμόνιοι και περίλυποι δια την συμφοράν, διότι
οι επί της νήσου συναγωνισταί των απεκόπτοντο πραγματικώς,
έσπευδαν εις βοήθειαν, και αφού εισώρμων ωπλισμένοι εις την
θάλασσαν, ήρπαζαν με τα χέρια των τα ρυμουλκούμενα ήδη πλοία
και προσεπάθουν να τα τραβήξουν αντιθέτως προς την ξηράν. Και
κανείς επίστευεν ότι όπου εκείνος δεν ανεμιγνύετο προσωπικώς,
εκεί τίποτε δεν ημπορούσε να γίνη. Η επελθούσα άλλωστε σύγχυσις
και ο θόρυβος ήσαν τρομερά, και εις τον αγώνα αυτόν περί των
πλοίων, οι δύο μαχηταί συνήλλαξαν τον συνήθη εις καθένα απ'
αυτούς τρόπον του μάχεσθαι. Διότι και οι Λακεδαιμόνιοι, εις την
έξαψιν και απελπισίαν που ευρίσκοντο, άλλο δεν έκαμναν
ουσιαστικώς παρά να ναυμαχούν από την ξηράν, και οι Αθηναίοι, οι
οποίοι ενίκων και ήθελαν να εκμεταλλευθούν όσον ημπορούσαν
περισσότερον την σημερινήν καλήν των τύχην, επεζομάχουν από τα
καταστρώματα των πλοίων. Τέλος, αφού απεχωρίσθησαν φέροντες
πολλά τραύματα και οι Λακεδαιμόνιοι κατώρθωσαν να διασώσουν
τα κενά των πλοία, εκτός εκείνων που είχαν συλληφθή κατ' αρχάς,
και τα δύο μέρη επέστρεψαν εις τα στρατόπεδά των. Οι Αθηναίοι,
αφ' ενός, έστησαν τρόπαιον, επέτρεψαν εις τον εχθρόν να
παραλάβη τους νεκρούς του, εσύναξαν τα ναυάγια και ήρχισαν
ευθύς να περιπλέουν και επιτηρούν την νήσον, θεωρούντες τους επ'
αυτής εχθρούς ως αποκλεισμένους. Οι επί της ξηράς
Πελοποννήσιοι, εξ άλλου, με τας ενισχύσεις που είχαν φθάσει εν τω
μεταξύ από όλα τα μέρη, έμεναν εις τας θέσεις των, απειλούντες
την Πύλον.
15. Όταν η είδησις περί των γεγονότων της Πύλου έφθασεν εις την
Σπάρτην, απεφάσισαν, επειδή επρόκειτο περί μεγάλης συμφοράς, να
κατέλθουν οι άρχοντες εις το στρατόπεδον δια να ιδούν τα
πράγματα αυτοπροσώπως, και λάβουν επί τόπου οίας δήποτε
αποφάσεις εγκρίνουν. Όταν είδαν ότι ήτο αδύνατον να βοηθήσουν
τους επί της νήσου στρατιώτας των, και δεν ήθελαν εξ άλλου να
τους αφίσουν ή ν' αποθάνουν από την πείναν ή να υποκύψουν εις την
αριθμητικήν υπεροχήν του εχθρού, και συλληφθούν αιχμάλωτοι,
απεφάσισαν να προτείνουν προς τους στρατηγούς των Αθηναίων
την συνομολόγησιν ανακωχής περί της Πύλου, εάν συνήνουν εις
τούτο, και ν' αποστείλουν πρέσβεις εις Αθήνας δια την ειρήνην και
επιδιώξουν την ταχίστην απόδοσιν των στρατιωτών των.
20. "Τώρα περισσότερον από κάθε άλλην στιγμήν, είναι καιρός και
δια τους δύο να συμβιβασθώμεν, πριν κανείς μας πάθη εν τω
μεταξύ καμμίαν ανεπανόρθωτον συμφοράν, η οποία, κοντά εις την
επίσημον εναντίον αλλήλων έχθραν, θα προσθέση και άσβεστον
προσωπικόν μίσος, και θα σας στερήση τα πλεονεκτήματα που
προσφέρομεν τώρα. Ας συμφιλιωθώμεν, επομένως εφόσον ο αγών
είναι αναποφάσιστος, εφόσον ημπορείτε ν' αποκτήσετε προσθέτως
και δόξαν και την ιδικήν μας φιλίαν, και εφόσον η ατυχία μας,
προτού γίνη ατιμωτική, ημπορεί να επανορθωθή υπό όρους
επιεικείς. Ας προτιμήσωμεν την ειρήνην αντί του πολέμου δι'
εαυτούς και ας δώσωμεν ανάπαυλαν από τα τόσα παθήματα εις
τους άλλους Έλληνας οι οποίοι εις σας προ πάντων θα θεωρήσουν
ότι οφείλουν και το καλόν τούτο. Διότι, ενώ υφίστανται τας
ταλαιπωρίας του πολέμου, χωρίς να γνωρίζουν ασφαλώς ποίος είναι
ο αίτιος, εάν γίνη σήμερον ειρήνη, η οποία από σας κυρίως
εξαρτάται, εις σας θα οφείλουν την χάριν. Εάν, άλλωστε, δεχθήτε
τας προτάσεις μας, ημπορείτε, με το μέσον μάλλον της
γενναιοφροσύνης παρά της βίας, να εξασφαλίσετε την διαρκή
φιλίαν των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι αυτοί, πρώτοι σας την
προσφέρουν. Σκεφθήτε τα μεγάλα πλεονεκτήματα που είναι φυσικόν
να φέρη μία τοιαύτη πολιτική. Διότι πρέπει να γνωρίζετε ότι εάν
σεις και ημείς είμεθα σύμφωνοι, ο λοιπός Ελληνικός κόσμος,
υποδεέστερος ημών κατά την δύναμιν, θα τρέφη τον μεγαλύτερον
σεβασμόν και προς τους δύο μας
21. Οι Αθηναίοι πείθονται υπό του Κλέωνος να μη δεχθούν
ειρήνευσιν με τους Σπαρτιάτας
Αυτά είπαν οι Λακεδαιμόνιοι, οι οποίοι επίστευαν ότι οι Αθηναίοι θα
εδέχοντο προθύμως την προσφερομένην ειρήνην και θ' απέδιδαν
τους στρατιώτας, αφού και πριν επεθύμουν τον συμβιβασμόν, αλλά
δεν τον επέτυχαν, ένεκα της ιδικής των εναντιώσεως. Οι Αθηναίοι
όμως ενόμιζαν ότι εφόσον κρατούν τους στρατιώτας εις την νήσον
η ειρήνη ήτο του λοιπού εις την διάθεσίν των, και όταν θα ήθελαν
να την συνομολογήσουν, και η πλεονεξία των ηύξανε. Εις τούτο
τους έσπρωχνε κυρίως ο Κλέων, ο υιός του Κλεαινέτου, αρχηγός
του δήμου κατά την εποχήν εκείνην, ο οποίος είχε πολύ μεγάλην
επιρροήν επί του πλήθους, και ως εκ τούτου τους έπεισε ν'
απαντήσουν ότι έπρεπε πρώτον να παραδοθούν οι στρατιώται της
Σφακτηρίας μαζί με τα όπλα των και μεταφερθούν εις τας Αθήνας,
και αφού γίνη τούτο ν' αποδώσουν οι Λακεδαιμόνιοι την Νίσαιαν,
τας Πηγάς, την Τροιζήνα και την Αχαΐαν, μέρη τα οποία δεν
κατέκτησαν δια του πολέμου, αλλά τα οποία παρεχώρησαν οι
Αθηναίοι δια προηγουμένης συνθήκης, συνεπεία ατυχιών και εις
εποχήν που είχαν πολύ περισσοτέραν ανάγκην ειρήνης παρά
σήμερον. Υπό τοιούτους όρους, ημπορούσαν να τους αποδοθούν οι
στρατιώται των και να συνομολογηθή η ειρήνη δι' όσην διάρκειαν
ήθελαν μείνει σύμφωνα τα δύο μέρη.
22. Εις την απάντησιν αυτήν καμμίαν αντίρρησιν δεν έφεραν οι,
Λακεδαιμόνιοι, εζήτησαν μόνον να διορισθούν πληρεξούσιοι οι
οποίοι να συναντηθούν με αυτούς και αφού συζητήσουν
καταρτίσουν με την ησυχίαν των τους διαφόρους όρους, εις τους
οποίους να μείνουν σύμφωνοι. Αλλά την πρότασιν αυτήν επολέμησε
με πολλήν βιαιότητα ο Κλέων, λέγων ότι εγνώριζε μεν και
προηγουμένως, τώρα όμως το πράγμα είναι φως φανερόν, ότι οι
σκοποί των δεν ήσαν ευθείς αφού αρνούνται να εξηγηθούν ενώπιον
του λαού, και θέλουν να συνεννοηθούν ιδιαιτέρως με ολίγους μόνον
πληρεξουσίους. Ενώ, εάν αι διαθέσεις των είναι καλαί, οφείλουν,
είπε, να ομιλήσουν ενώπιον όλων. Οι Λακεδαιμόνιοι, εν τούτοις,
μολονότι ήσαν διατεθειμένοι, ένεκα της ατυχίας των εις
παραχωρήσεις, έβλεπαν ότι ούτε οι ίδιοι ημπορούν να ομιλήσουν
περί αυτών δημοσία, δια να μην εκτεθούν απέναντι των συμμάχων
των, εις περίστασιν που αι προτάσεις των απορριφθούν, ούτε οι
Αθηναίοι να δεχθούν τας προτάσεις των με όρους επιεικείς,
ανεχώρησαν από τας Αθήνας άπρακτοι.
26. Συνεχίζεται ο αγών εις την Πύλον υπό την αρχηγίαν του
Κλέωνος
Εις την Πύλον, εν τω μεταξύ, οι Αθηναίοι εξηκολούθουν την
πολιορκίαν των επί της νήσου Λακεδαιμονίων, ενώ ο
Πελοποννησιακός στρατός διετήρει τας θέσεις του επί της
στερεάς. Αλλ' ο αποκλεισμός ήτο επίπονος δια τους Αθηναίους,
ένεκα της ανεπαρκείας τροφίμων και νερού. Διότι δεν υπήρχε παρά
μία μόνον κρήνη εις το οχύρωμα της Πύλου, μικρά και αυτή, και οι
περισσότεροι στρατιώται ήνοιγαν τρύπας ανάμεσα εις τα χαλίκια
της παραλίας και έπιναν ό,τι νερόν ημπορεί να υποθέση τις ότι θα
εύρισκαν εκεί. Ένεκα, άλλωστε, του ότι ήσαν στρατοπεδευμένοι
εντός μικράς εκτάσεως, εδοκίμασαν πολλήν στενοχωρίαν, και
επειδή ο στόλος δεν είχε πλησίον της ξηράς μέρος δια ν'
αγκυροβολήση, τα πληρώματα, δια, να γευματίσουν, απεβιβάζοντο
εκ περιτροπής από τα διάφορα πλοία, ενώ τα επίλοιπα έμεναν
ηγκυροβολημένα εις το ανοικτόν πέλαγος. Πολλήν επίσης
αδημονίαν επροξένει η απροσδόκητος παράτασις της πολιορκίας,
καθόσον επίστευαν ότι θα ηνάγκαζαν τους εχθρούς να παραδοθούν
εντός ολίγων ημερών, αφού επολιορκούντο εις έρημον νήσον και
είχαν δια να πίνουν μόνον υφάλμυρον νερόν. Η παράτασις αυτή
ωφείλετο εις την προκήρυξιν των Λακεδαιμονίων, η οποία είχε
προσδιορίσει μεγάλας χρηματικάς διατιμήσεις δια καθένα που
ήθελε εισαγάγει εις την νήσον άλευρα, οίνον, τυρόν και ό,τι δήποτε
άλλο τρόφιμον χρήσιμον εις τους πολιορκουμένους, και υπέσχετο
επί πλέον την ελευθερίαν εις κάθε Είλωτα που ήθελεν εισαγάγει,
τοιαύτα τρόφιμα. Πολλοί, τωόντι, προ πάντων Είλωτες, εξετίθεντο
εις τον κίνδυνον και κατώρθωναν να εισαγάγουν τρόφιμα,
εκπλέοντες από διάφορα σημεία της Πελοποννησιακής ακτής, όπου
ευρίσκοντο, και καταπλέοντες πριν ακόμη εξημερώση εις το μέρος
της νήσου που βλέπει προς το πέλαγος. Προ πάντων όμως
επερίμεναν δια να καταπλεύσουν να πνέη δυνατός άνεμος από το
πέλαγος, διότι τότε διέφευγαν ευκολώτερα την επιτήρησιν των
τριήρεων, καθόσον η διεξαγωγή του αποκλεισμού εγίνετο
δυσκολωτάτη, ενώ εκείνοι δεν εφείδοντο τίποτε δια να επιτύχουν
να καταπλεύσουν, αφού δια τα πλοία που έρριχναν έξω θα
επληρώνοντο την αξίαν που ήσαν διατιμημένα, και οι οπλίται τους
επερίμεναν εις τα μέρη της νήσου όπου ήτο δυνατή η απόβασις.
Ενώ, αντιθέτως, όσοι διεκινδύνευαν εν καιρώ γαλήνης
εσυλλαμβάνοντο. Προς το μέρος του λιμένος,εξ άλλου, δύται
εκολύμβων υπό την επιφάνειαν της θαλάσσης μέχρι της νήσου,
σύροντες όπισθέν των με σχοινί ασκούς γεμάτους από
κοπανισμένον λινόσπορον και από κεφαλάς μήκωνος
ανακατεμμένας με μέλι. Οι δύται αυτοί επερνούσαν κατ' αρχάς
απαρατήρητοι, ύστερον όμως ελήφθησαν τα κατάλληλα προς
επιτήρησίν των μέτρα. Και τα δύο, άλλωστε, μέρη επενόουν
διαρκώς νέα μέσα, το μεν δια να εισαγάγει λαθραίως τροφάς, το
άλλο δια ν' αποκαλύπτη και ματαιώνη τας αποπείρας εισαγωγής.
27. Όταν εν τοσούτω έμαθαν εις τας Αθήνας ότι ο στρατός των
ταλαιπωρείται και ότι εισάγονται τρόφιμα εις την νήσον, περιήλθαν
εις αμηχανίαν, διότι εφοβούντο μήπως τους εύρη ο χειμών
απησχολημένους ακόμη με τον αποκλεισμόν. Έβλεπαν αφ' ενός ότι
θ' απέβαινε τότε αδύνατον να στέλλουν γύρω από την
Πελοπόννησον τα αναγκαία εφόδια, αφού μάλιστα ούτε κατά την
διάρκειαν του θέρους ημπορούσαν να στέλλουν δια θαλάσσης
αρκετά εις μέρος όπου έλειπε κάθε τι, και ότι αφού η παραλία εξ
άλλου ήτο αλίμενος, δεν ημπορούσε να διατηρηθή ο αποκλεισμός.
Εάν η επιτήρησις είχε χαλαρωθή, οι πολιορκούμενοι θα ημπορούσαν
είτε να συντηρηθούν επάνω εις την Σφακτηρίαν, είτε
επωφελούμενοι κάποιας κακοκαιρίας, και χρησιμοποιούντες τα
πλοία που τους μετέφεραν τα τρόφιμα, να διαφύγουν. Προ πάντων
εφοβούντο, διότι επίστευαν ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν πεποίθησιν
ότι θα σώσουν τους στρατιώτας των και δια τούτο δεν τους
έκαμναν πλέον λόγον περί συνεννοήσεως, και μετενόουν διότι είχαν
απορρίψει τας περί ειρήνης προτάσεις. Αλλ' ο Κλέων, ο οποίος
εννόησεν ότι ήτο αντικείμενον γενικής δυσπιστίας, διότι ημπόδισε
την συνεννόησιν, υπεστήριζεν ότι εκείνοι που έφεραν τας ειδήσεις
αυτάς από την Πύλον δεν έλεγαν την αλήθειαν. Και επειδή εκείνοι
συνίστων, εάν δεν τους πιστεύουν, να στείλουν επί τόπου
απεσταλμένους προς έλεγχον των πληροφοριών των, εξελέχθη ως
επίτροπος υπό των Αθηναίων ο ίδιος ο Κλέων και μαζί με αυτόν ο
Θεαγένης. Επειδή όμως εννόησεν ότι ή θα ηναγκάζετο να
επιβεβαιώση τους λόγους εκείνων, τους οποίους εσυκοφάντει, ή εάν
έλεγε τα αντίθετα, θα απεδεικνύετο ψεύτης, έβλεπε δε συγχρόνως
ότι οι Αθηναίοι ήσαν πολύ περισσότερον διατεθειμένοι τώρα να
στείλουν νέας ενισχύσεις, τους συνέστησε να μη στείλουν
εξεταστικήν επιτροπήν, και να μην αφίσουν να περάση με αναβολάς
ο κατάλληλος καιρός. Αλλ' εάν πιστεύουν ότι αι ειδήσεις είναι
αληθιναί, να πλεύσουν με τον στόλον των, δια να επιτεθούν
εναντίον των πολιορκουμένων. Και υπαινισσόμενος τον εχθρόν του
Νικίαν, υιόν του Νικηράτου, που ήτο τότε στρατηγός, επέκρινε τους
στρατηγούς, λέγων ότι αν ήσαν άνδρες, εύκολον ήτο να πλεύσουν
με τας αναγκαίας δυνάμεις εις την νήσον και συλλάβουν τους
πολιορκουμένους, και ότι αυτός, εάν ήτο στρατηγός, αυτό θα
έκαμνε.
29. Αφού επέτυχεν ό,τι εζήτει από την συνέλευσιν του λαού, και
έλαβε την ψήφον της υπέρ της εκστρατείας του, ο Κλέων εξέλεξε
συνεργάτην του τον Δημοσθένη, ένα από τους στρατηγούς που
ήσαν εις την Πύλον, και ητοιμάζετο ν' αποπλεύση το ταχύτερον.
Τον Δημοσθένη προσέλαβεν ως συνεργάτην, μαθών ότι εσχεδίαζε
και εκείνος την επί της νήσου απόβασιν. Διότι οι στρατιώται, οι
οποίοι υπέφεραν από τας ελλείψεις του μέρους και ωμοίαζαν με
πολιορκουμένους μάλλον παρά πολιορκητάς, ήσαν πρόθυμοι να
εκτεθούν εις κάθε κίνδυνον. Τον ίδιον, άλλωστε, τον Δημοσθένη
ενίσχυσε εις πραγματοποίησιν του σχεδίου του και ο εμπρησμός της
νήσου. Διότι προηγουμένως εφοβείτο την απόβασιν, λόγω του ότι η
νήσος ως επί το πλείστον δασώδης και καθό ακατοίκητος δεν είχε
δρόμους, και εθεώρει ότι τούτο απετέλει πλεονέκτημα υπέρ του
εχθρού. Πράγματι, εκείνοι, επιτιθέμενοι από μέρη όπου δεν
εφαίνοντο, ημπορούσαν να προξενούν μεγάλας βλάβας εις τον
πολυάριθμον στρατόν, με τον οποίον θ' απεβιβάζετο, καθόσον η
διάταξις των δυνάμεών των και τα σφάλματά των θα εκαλύπτοντο
από το δάσος, ενώ όλα τα σφάλματα του ιδικού του στρατού θα
ήσαν καταφανή, ώστε να ημπορή ο εχθρός να επιτεθή
απροσδοκήτως όπου ήθελε, αφού αυτός θα είχε την πρωτοβουλίαν
των κινήσεων. Εξ άλλου, εάν ευρίσκετο εις την ανάγκην να επιτεθεί
εναντίον του εχθρού εντός του δάσους, ενόμιζεν ότι μικροτέρα
δύναμις, η οποία όμως εγνώριζε καλά το έδαφος, θα ήτο
ισχυροτέρα από μεγαλυτέραν, η οποία ηγνόει αυτό, και ότι ο
στρατός του, όσον πολυάριθμος και αν ήτο, θα κατεστρέφετο
προτού το αντιληφθή καλά-καλά, καθόσον τα διάφορα τμήματά του
δεν θα ημπορούσαν να βλέπουν που υπήρχεν ανάγκη να σπεύδουν
εις αμοιβαίαν βοήθειαν.
30. Η συμφορά που είχε πάθει εις την Αιτωλίαν, και η οποία
ωφείλετο κατά πολύ εις το εκεί δάσος, έφερε κυρίως τας σκέψεις
αυτάς εις τον νουν του Δημοσθένους. Τα Αθηναϊκά εν τούτοις
πληρώματα, πιεζόμενα από την στενοχωρίαν, απεβιβάζοντο εις την
ακρογιαλιάν της Σφακτηρίας, και τοποθετούντα φρουράς
εγευμάτιζαν εκεί, και κάποιος απ' αυτά χωρίς να το θέλη έβαλε
φωτιά εις μέρος του δάσους, και επειδή εσηκώθη άνεμος, εκάη
εντελώς το μεγαλύτερον μέρος αυτού, πριν καλά καλά να το
αντιληφθούν. Κατόπιν τούτου, ο Δημοσθένης, ο οποίος υπώπτευε
προηγουμένως ότι ο αριθμός των πολιορκουμένων, δια τους
οποίους εστέλλοντο τα τρόφιμα εις την νήσον, ήτο εξωγκωμένος,
ημπόρεσε πλέον να διακρίνη καλλίτερα ότι οι Λακεδαιμόνιοι ήσαν
αρκετοί. Εξ άλλου επείσθη ότι η επί της νήσου απόβασις ήτο
ευκολωτέρα, και δια τούτο ήρχισε να ετοιμάζη την επιχείρησιν,
διότι εθεώρησε τότε ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός ήτο άξιος
σοβαρωτέρας προσπάθειας εκ μέρους των Αθηναίων. Εζήτησεν ως
εκ τούτου επικουρίας από τους συμμάχους των πλησίον μερών και
ητοίμαζε το κάθε τι.
Ο Κλέων, εν τω μεταξύ, ο οποίος είχε προηγουμένως αναγγείλει εις
τον Δημοσθένη την επικειμένην άφιξίν του, έφθασεν εις την Πύλον
επί κεφαλής του στρατού που είχε ζητήσει. Αφού δε συνηντήθησαν
η πρώτη των ενέργεια ήτο να στείλουν κήρυκα εις τον επί της
ξηράς Πελοποννησιακόν στρατόν και να τους προτείνουν, προς
αποφυγήν αιματοχυσίας, να διατάξουν, εάν ήθελαν, τους
πολιορκουμένους της Σφακτηρίας να παραδοθούν με τα όπλα των,
υπό τον όρον ότι θα τους κρατήσουν υπό απλήν επιτήρησιν, έως
ότου φθάσουν εις γενικωτέραν συνεννόησιν.
39. Η πολιορκία, από την ημέραν της ναυμαχίας έως την ημέραν
της μάχης που έγινεν εις την νήσον, διήρκεσεν εβδομήντα δύο το
όλον ημέρας. Κατά την διάρκειαν των είκοσι περίπου ήμερων που οι
πρέσβεις απουσίασαν, προς διαπραγμάτευσιν συνεννοήσεως, οι
πολιορκούμενοι επεσιτίζοντο κανονικώς, αλλά κατά το επίλοιπον
διάστημα διετρέφοντο από τα λαθραίως εισαγόμενα τρόφιμα. Και
ποσότης μάλιστα σίτου ευρέθη εις την νήσον μετά την παράδοσιν
και άλλα τρόφιμα που είχαν περισσεύσει, διότι ο αρχηγός Επιτάδας
έδιδεν εις τους στρατιώτας μικροτέρας μερίδας από ό,τι του
επέτρεπαν τα μέσα του.
Οι Αθηναίοι και οι Πελοποννήσιοι απέσυραν τώρα πλέον τον
στρατόν των από την Πύλον και επέστρεψαν εις τα ίδια, και η
υπόσχεσις του Κλέωνος, μολονότι τρελλή, επραγματοποιήθη, διότι
εντός είκοσι ημερών, όπως είχεν υποσχεθή, έφερε τους
πολιορκουμένους εις τας Αθήνας.
43. Ο Βάττος, εις από τους δύο παρόντας εις την μάχην Κορινθίους
στρατηγούς, επήρεν απόσπασμα του στρατού και ήλθεν εις την
Σολύγειαν, η οποία ήτο ατείχιστος, δια να την προστατεύση. Ο
άλλος στρατηγός, ο Λυκόφρων, επί κεφαλής του επίλοιπου στρατού,
ήρχισε την μάχην. Οι Κορίνθιοι προσέβαλαν πρώτον το δεξιόν
κέρας, το οποίον είχεν αποβιβασθή ευθύς και ακριβώς εμπρός από
την Χερσόνησον, και έπειτα και τον άλλον στρατόν των Αθηναίων.
Η μάχη ήτο πεισματώδης και διεξήγετο καθ' όλον το μέτωπον σώμα
με σώμα. Το δεξιόν κέρας των Αθηναίων και οι Καρύστιοι, οι οποίοι
ήσαν παρατεταγμένοι εις το άκρον δεξιόν, εδέχθησαν την επίθεσιν
των Κορινθίων, χωρίς να κλονισθούν, και τους απώθησαν μάλιστα,
μολονότι με δυσκολίαν. Οι Κορίνθιοι υπεχώρησαν προς ένα
ξηρότοιχον και επειδή το μέρος ήτο κατωφερικόν, ήρχισαν να
λιθοβολούν τους Αθηναίους, οι οποίοι ευρίσκοντο προς τα κάτω,
έψαλαν τον παιάνα και τους επετέθησαν εκ νέου. Εκείνοι εδέχθησαν
την επίθεσιν, χωρίς να κλονισθούν, και η μάχη διεξήγετο πάλιν
σώμα με σώμα. Απόσπασμα Κορινθίων, το οποίον έσπευσεν εις
ενίχυσιν του αριστερού των κέρατος, ηνάγκασε το δεξιόν των
Αθηναίων να υποχωρήση και τους κατεδίωξε δραστηρίως μέχρι της
θαλάσσης. Αλλά μόλις έφθασαν εις τα πλοία, έστρεψαν πάλιν οι
Αθηναίοι και οι Καρύστιοι εναντίον του εχθρού. Ο επίλοιπος
στρατός των δύο μερών εξηκολούθει να μάχεται χωρίς διακοπήν,
το δεξιόν ιδίως κέρας των Κορινθίων, υπό την αρχηγίαν του
Λυκόφρονος, προσεπάθει ν' αποκρούση το αριστερόν των Αθηναίων,
διότι εφοβείτο ότι οι Αθηναίοι θα επιτεθούν εναντίον της
Σολυγείας.
44. Επί πολλήν ώραν αντείχαν και οι δύο, χωρίς να υποχωρή ο ένας
απέναντι του άλλου. Επί τέλους, οι Αθηναίοι, οι οποίοι είχαν το
πλεονέκτημα της συμπράξεως ιππικού, που εστερούντο οι αντίπαλοί
των, απώθησαν το δεξιόν των Κορινθίων και τους ηνάγκασαν να
υποχωρήσουν προς τον Σολύγειον λόφον, όπου εστάθμευσαν, και
δεν κατέβαιναν εκείθεν, ησυχάζοντες. Τας μεγαλυτέρας απωλείας
έπαθαν οι Κορίνθιοι, κατά την ήτταν αυτήν του δεξιού των. Μεταξύ
δε των φονευθέντων ήτο και ο στρατηγός Λυκόφρων. Ο επίλοιπος
στρατός, χωρίς να καταδιωχθή πολύ και χωρίς να λάβη η
υποχώρησίς του τον χαρακτήρα εσπευσμένης φυγής, αφού
ηναγκάσθη να υποχωρήση, επέστρεψεν εις τα υψώματα, όπου και
εγκατεστάθη. Οι Αθηναίοι, βλέποντες ότι ο εχθρός δεν επανήρχετο
προς επανάληψιν της μάχης, έστησαν αμέσως τρόπαιον, και
ήρχισαν να σκυλεύουν τους νεκρούς των εχθρών και συλλέγουν
τους ιδικούς των. Εν τω μεταξύ, το ήμισυ του Κορινθιακού
στρατού, που είχε μείνει στρατοπεδευμένον εις τας Κεγχρεάς, δια
ν' αποκρούση ενδεχομένη ν απόβασιν των Αθηναίων εναντίον του
Κρομμυώνος, ημποδίζετο από το όρος Όνειον να ίδουν την μάχην.
Αλλ' άμα ως είδαν τον κονιορτόν που εσηκώνετο, και εννόησαν τι
συμβαίνει έτρεξαν ευθύς εις βοήθειαν. Το ίδιον άλλωστε έκαμαν,
άμα είδαν τα γενόμενα, και οι πρεσβύτεροι των Κορινθίων, οι οποίοι
είχαν μείνει εις την πόλιν. Οι Αθηναίοι, βλέποντες τους
επερχόμενους αθρόους και νομίσαντες ότι ήρχετο προς τους
Κορινθίους επικουρία από τους Πελοποννησίους των πλησιεστέρων
μερών, επέστρεψαν εσπευσμένως εις τον στόλον των, μαζύ με τα
σκύλα και τους νεκρούς των, εκτός δύο, τους οποίους
εγκατέλειψαν, διότι δεν ημπόρεσαν να τους εύρουν. Αφού δ'
επεβιβάσθησαν εις τα πλοία, διεπεραιώθησαν εις παρακείμενα
νησιά, και στείλαντες από εκεί κήρυκα, εζήτησαν την άδειαν και
παρέλαβαν τους εγκαταλειφθέντας νεκρούς των. Κατά την μάχην
εφονεύθησαν διακόσιοι δώδεκα Κορίνθιοι και από τους Αθηναίους
όχι ολιγότεροι από πενήντα.
45. Οι Αθηναίοι απέπλευσαν από τας νήσους και την ιδίαν ημέραν
ηγκυροβόλησαν εις τον Κρομμυώνα, ο οποίος ανήκει εις την
περιφέρειαν της Κορίνθου και απέχει, από την πόλιν αυτήν εκατόν
είκοσι στάδια. Αφού δε ηρήμωσαν την χώραν, διανυκτέρευσαν εκεί.
Την επομένην, έπλευσαν κατά μήκος της ακτής, και αφού πρώτον
ενήργησαν απόβασιν μικράς διαρκείας εις την περιφέρειαν της
Επιδαύρου, ήλθαν ύστερον εις τα Μέθανα, τα οποία κείνται μεταξύ
Επιδαύρου και Τροιζήνος, και αφού κατέλαβαν τον Ισθμόν της
χερσονήσου, όπου κείται, τον απεχώρισαν από την στερεάν δια
τείχους. Και εγκαταστήσαντες φρουράν, ενήργουν του λοιπού
ληστρικάς επιδρομάς εις τας περιφερείας της Τροιζήνος, της
Αλιάδος και της Επιδαύρου. Αφού δε συνεπληρώθη το τείχος του
ισθμού, επέστρεψαν με τον στόλον των εις τα ίδια.
63. "Δια τούτο και τώρα, έχοντες διπλήν αιτίαν φόβου, και την
αόριστον δηλαδή ανησυχίαν του αδήλου μέλλοντος και την από
τούδε επικίνδυνον παρουσίαν των Αθηναίων επί του εδάφους μας,
και κρίνοντες ότι τα δύο αυτά κωλύματα υπήρξαν επαρκείς λόγοι
δια να εμποδίσουν την επιτυχίαν των σχεδίων, τα οποία ο καθείς
από ημάς ήλπισε να πραγματοποιήση, ας αποπέμψωμεν από την
χώραν μας τους εχθρούς που την απειλούν. Ας συνομολογήσωμεν,
ει δυνατόν, αιωνίαν μεταξύ μας ειρήνην, ειδεμή, ας συνάψωμεν
ανακωχήν δι' όσον το δυνατόν μακρότερον χρόνον, και ας
αναβάλωμεν δι' άλλοτε τας ιδιαιτέρας μας διαφοράς. Με ολίγας
λέξεις, πρέπει πραγματικώς να γνωρίζωμεν ότι αν πεισθήτε εις
τους λόγους μου, θα εξασφαλίση έκαστος εξ ημών την ελευθερίαν
της πόλεώς του, και στηριζόμενοι εις αυτάς και κύριοι των τυχών
μας, θα ημπορούμεν, ως αρμόζει εις αληθείς άνδρας, ν'
ανταποδίδωμεν εξ ίσου το προσγινόμενον εις ημάς καλόν ή κακόν.
Αλλ' εάν η γνώμη μου αποκρουσθή και ακολουθήσωμεν τας
συμβουλάς άλλων, μακράν του να είμεθα εις θέσιν ν'
ανταποδίδωμεν το καλόν ή το κακόν, το πολύ πολύ που ημπορούμεν
να επιτύχωμεν θα είναι να γίνωμεν κατ' ανάγκην φίλοι των
χειροτέρων εχθρών μας και εχθροί των αληθινών φίλων μας.
64. "Εγώ, τουλάχιστον, όπως είπα και εις την αρχήν του λόγου μου,
αν και αντιπροσωπεύω πόλιν ισχυροτάτην, η οποία φυσικώτερον
είναι να επιτεθή ή να αμύνεται, κρίνω καθήκον μου, έχων προ
οφθαλμών τους κινδύνους αυτούς, να δειχθώ υποχωρητικός και όχι
να βλάψω τους εχθρούς μου κατά τρόπον, ο οποίος θα προξενήση
πολύ μεγαλυτέραν εις εμέ βλάβην. Ούτε έχω την ανοησίαν ν' αγαπώ
τόσον τας φιλονεικίας, ώστε να πιστεύω ότι ημπορώ να διευθύνω
την τύχην, της οποίας δεν είμαι κύριος, όπως διευθύνω τας ιδικάς
μου αποφάσεις. Αλλά θεωρώ καθήκον μου να προβώ εις ευλόγους
παραχωρήσεις, και έχω την δικαίαν αξίωσιν να μιμηθήτε και σεις το
παράδειγμά μου εξ ιδίας πρωτοβουλίας, και όχι να περιμένετε να
εξαναγκασθήτε εις τούτο από τον εχθρόν. Διότι δεν είναι εντροπή
να προβαίνωμεν εις παραχωρήσεις, συγγενείς προς συγγενείς, ή
Δωριείς προς Δωριείς, ή Χαλκιδείς προς ομογενείς των, και γενικώς
άνθρωποι, οι οποίοι, ως ημείς, είμεθα γείτονες, κατοικούμεν την
ιδίαν χώραν η οποία αποτελεί μίαν νήσον, και ονομαζόμεθα, με εν
κοινόν όνομα, Σικελιώται. Ημείς, είναι φυσικόν, εάν παρουσιασθή
περίστασις, να πολεμήσωμεν οι μεν εναντίον των δε, αλλά και πάλιν
να προέλθωμεν εις απ' ευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ μας, θα
τους αποκρούσωμεν ηνωμένοι πάντοτε, εάν σωφρονούμεν, αφού και
η βλάβη, την οποίαν υφίσταται καθείς από ημάς, αποτελεί κοινόν δι'
όλους κίνδυνον. Δεν θα επικαλεσθώμεν όμως ποτέ πλέον την
παρέμβασίν των ούτε ως συμμάχων, ούτε ως συμφιλιωτών. Διότι,
τοιαύτην ακολουθούντες πολιτικήν, όχι μόνον θα εξασφαλί-σωμεν
αμέσως εις την Σικελίαν δύο αγαθά, απαλλάσσοντες αυτήν και από
τους Αθηναίους και από τον εμφύλιον πόλεμον, αλλά και εις το
μέλλον θα διατηρήσωμεν την νήσον ελευθέραν δι' εαυτούς και
ολιγώτερον εκτεθειμένην εις ξένας επιβουλάς".
82. Όταν λοιπόν έμαθαν οι Αθηναίοι ότι ο Βρασίδας έφθασεν εις την
Χαλκιδικήν, όπως ανέφερα ήδη, και επίστευσαν ότι ο Περδίκκας
είχεν υποκινήσει την εκστρατείαν αυτήν, εκήρυξαν τον πόλεμον
κατά του τελευταίου και υπέβαλαν τους εκεί συμμάχους των εις
αυστηροτάτην επιτήρησιν.
83. Ο Περδίκκας τεθείς επί κεφαλής του στρατού του Βρασίδα και
των ιδικών του στρατιωτικών δυνάμεων, εξεστράτευσεν ευθύς
εναντίον του Αρραβαίου, υιού του Βρομερού, βασιλέως των
Λυγκηστών Μακεδόνων, ομόρων της επικρατείας του, διότι, ένεκα
των μεταξύ των διενέξεων, ήθελε να τον υποτάξη. Αλλ' όταν
έφθασαν εις την είσοδον της Λύγκου, ο Βρασίδας είπεν ότι πριν
αρχίσουν αι εχθροπραξίαι ήθελε να συναντήση προηγουμένως τον
Αρράβαιον και δοκιμάση να τον πείση, ει δυνατόν, να γίνη σύμμαχος
των Λακεδαιμονίων. Άλλωστε, και ο Αρράβαιος επεζήτει
συνεννόησιν και εδήλου ότι ήτο έτοιμος να υποβληθή εις την
διαιτησίαν του Βρασίδα. Και οι πρέσβεις των Χαλκιδέων, οι οποίοι,
ηκολούθουν την εκστρατείαν, τον συνεβούλευαν επιμόνως να μην
απαλλάξη τον Περδίκκαν από τας δυσκολίας του, δια να τον έχουν
πλέον πρόθυμον και εις τα ζητήματα που αμέσως τους ενδιέφεραν.
Εκτός τούτου, οι πρέσβεις, που είχε στείλει ο Περδίκκας εις την
Λακεδαίμονα, είχαν είπει κάτι τοιούτον, ότι δηλαδή θα έκαμνε
συμμάχους των Λακεδαιμονίων πολλάς από τας γειτονικάς του
πόλεις, και βασιζόμενος εις τούτο, ο Βρασίδας εθεώρει ότι ήτο
ορθότερον να ρυθμίση το ζήτημα του Αρραβαίου από κοινού με τον
Περδίκκαν. Αλλ' ο Περδίκκας απήντησεν ότι δεν έφερε τον
Βρασίδαν ως διαιτητήν των διαφορών του, αλλά μάλλον ως
καθαιρέτην των εχθρών του, τους οποίους αυτός θα προσδιώριζε,
και ότι επί πλέον, εφόσον αυτός διέτρεφε το ήμισυ του
Πελοποννησιακού στρατού, ο Βρασίδας δεν είχε δικαίωμα να
συναντηθή με τον Αρράβαιοιν, δια να έλθη εις διαπραγματεύσεις με
αυτόν. Αλλ' ο Βρασίδας, παρά την θέλησιν του Περδίκκα, και
κατόπιν φιλονεικίας με αυτόν, συνηντήθη με τον Αρράβαιον, και
πεισθείς εις τους λόγους του, απέσυρε τον στρατόν του, χωρίς να
εισβάλη εις το έδαφός του. Ο Περδίκκας, επειδή εθεώρησεν εαυτόν
θύμα αδικίας, παρείχε του λοιπού, αντί του ημίσεος της διατροφής
του στρατού, το τρίτον μόνον.
84. Ευθύς κατόπιν, κατά την διάρκειαν του ιδίου θέρους και ολίγον
πριν από την εποχήν του τρυγητού, ο Βρασίδας, έχων υπό τας
διαταγάς του και απόσπασμα Χαλκιδέων, εξεστράτευσεν εναντίον
της Ακάνθου, αποικίας των Ανδρίων. Επί του ζητήματος, αν έπρεπε
να του ανοίξουν τας πύλας της πόλεως, οι Ακάνθιοι διηρέθησαν
μεταξύ των, καθόσον εκείνοι οι οποίοι εκ συμφώνου με τους
Χαλκιδείς, είχαν προκαλέσει την εκστρατείαν, ευρέθησαν εις
αντίθεσιν με την δημοκρατικήν μερίδα. Όταν όμως ο Βρασίδας
εζήτησε να γίνη δεκτός μόνος, και να μην αποφασίσουν πριν τον
ακούσουν, το πλήθος συνήνεσεν, εκ φόβου μήπως καταστραφή η
εσοδεία των σταφυλιών, τα οποία δεν είχαν ακόμη τρυγηθή.
Παρουσιάσθη, ως εκ τούτου, ενώπιον του λαού (σημειωτέον ότι, αν
και Λακεδαιμόνιος, δεν εστερείτο ευγλωττίας) και ωμίλησεν ως
εξής:
89. Ευθύς εις την αρχήν του επομένου χειμώνος επρόκειτο να γίνη
παράδοσις των Βοιωτικών πόλεων εις τους στρατηγούς των
Αθηναίων Ιπποκράτη και Δημοσθένη. Καθώς είχε συμφωνηθή, ο
δεύτερος έπρεπε να ευρεθή εμπρός από τας Σίφας με τον στόλον
του, και ο πρώτος να βαδίση εναντίον του Δηλίου. Έγινεν όμως
λάθος ως προς την ημέραν που έπρεπε καθείς από τους δύο να
εκκινήση. Πρώτος ο Δημοσθένης με τον στόλον του, εις τον οποίον
επέβαιναν Ακαρνάνες και πολλοί από τους άλλους συμμάχους των
μερών εκείνων, έπλευσεν εις τας Σίφας. Αλλ' η απόπειρα απέτυχε,
διότι το σχέδιον επροδόθη από τον Νικόμαχον, Φωκέα από την
Φανοτέα, ο οποίος ανήγγειλε το πράγμα εις τους Λακεδαιμονίους,
και εκείνοι εις τους Βοιωτούς. Και επειδή ο Ιπποκράτης δεν είχεν
εισβάλει ακόμη εις το έδαφός των, και επομένως δεν ημπορούσε να
φέρη αντιπερισπασμόν, οι Βοιωτοί έσπευσαν εις βοήθειαν από όλα
τα μέρη και επρόλαβαν να καταλάβουν τας Σίφας και την
Χερώνειαν. Όταν δε οι συνωμόται είδαν την αποτυχίαν, δεν
απεπειράθησαν να κάμουν τίποτε εντός των πόλεων.
114. Όταν είχεν εξημερώσει πλέον, και η πόλις ήτο ήδη ασφαλώς
εις χείρας του, ο Βρασίδας εγνωστοποίησε προς τους Τορωναίους,
που είχαν καταφύγει μαζί με τους Αθηναίους εις την Λήκυθον, ότι
ημπορούσαν να επιστρέψουν εις τας ιδιοκτησίας των και να
εξακολουθήσουν κατοικούντες αφόβως εις την πόλιν, ενώ δια
κήρυκος διέτασσε τους Αθηναίους να εγκαταλείψουν το φρούριον,
υποσχόμενος εις αυτούς διαβατήριον ασφαλείας και άδειαν
παραλαβής των πραγμάτων των, διότι η Λήκυθος ανήκεν εις τους
Χαλκιδείς. Οι Αθηναίοι ηρνήθησαν ν' απέλθουν, εζήτησαν όμως να
τους δοθή μιας ημέρας ανακωχή, δια να παραλάβουν τους νεκρούς
των.Ο Βρασίδας τους έδωκε δύο ημερών ανακωχήν. Κατά το
διάστημα τούτο, και εκείνος ωχύρωσε τας πλησίον της Ληκύθου
οικοδομάς και οι Αθηναίοι ενίσχυσαν την άμυνάν των. Ακολούθως
συνεκάλεσε συνέλευσιν του λαού των Τορωναίων και τους
ωμίλησεν, όπως περίπου είχεν ομιλήσει προς τους Ακανθίους. Τους
είπεν ότι δεν ήτο δίκαιον να μην εκτιμώνται ή να θεωρούνται
προδόται όσοι είχαν συνεννοηθή μαζί του, δια την κατάληψιν της
πόλεως, αφού άλλωστε έπραξαν τούτο, όχι διότι εδωροδοκήθησαν,
ή δια να υποδουλώσουν την πόλιν, αλλά δια την ελευθερίαν και
ευημερίαν της. Ότι, εξ άλλου, όσοι δεν έλαβαν μέρος εις την
σινεννόησιν, δεν έπρεπε να νομίζουν ότι θα τεθούν εις θέσιν
υποδεεστέραν, καθόσον δεν είχεν έλθει δια να καταστρέψη ούτε
καμμίαν πόλιν, ούτε κανένα πολίτην. Ότι, άλλωστε, δι' αυτό έκαμε
την προκήρυξιν προς τους Τορωναίους, οι οποίοι είχαν καταφύγει
εις την Λήκυθον με τους Αθηναίους, διότι δεν τους εθεώρει
χειροτέρους πολίτας, ένεκα της προς αυτούς φιλίας των. Και ότι
όταν και αυτοί γνωρίσουν εκ πείρας τους Λακεδαιμονίους, πιστεύει
ότι δεν θα τους αγαπήσουν ολιγώτερον από τους Αθηναίους, αλλά
πολύ περισσότερον, διότι θα ιδούν ότι η συμπεριφορά των είναι
δικαιοτέρα, ενώ τώρα τους εφοβούντο, απλώς διότι δεν τους
εγνώριζαν. Ώφειλαν, επομένως, όλοι, είπε, να έχουν υπ' όψιν των,
ότι θα είναι πιστοί σύμμαχοι, και ότι θα θεωρηθούν υπεύθυνοι δια
τα σφάλματα, τα οποία θα διαπράξουν από τούδε και εις το εξής.
Και ότι όσον αφορά το παρελθόν οι Λακεδαιμόνιοι δεν ηδικήθησαν
από αυτούς, αλλά μάλλον αυτοί ηδικήθησαν από άλλους
ισχυροτέρους, και ήσαν άξιοι συγγνώμης, εάν επεχείρησαν
οπωσδήποτε ν' αντισταθούν εναντίον του.
118. (1) "Όσον αφορά τον ναόν και το Μαντείον του Πυθίου
Απόλλωνος συμφωνούμεν ότι καθείς ημπορεί να προσέρχεται
αδόλως και αφόβως δια να συμβουλεύεται τον θεόν, σύμφωνα με τα
πατροπαράδοτα έθιμα. Οι Λακεδαιμόνιοι και οι λοιποί ομόσπονδοι,
όσοι είναι παρόντες, συμφωνούν εις τούτο, και αναλαμβάνουν να
στείλουν απεσταλμένους εις τους Βοιωτούς και Φωκείς και κάμουν
ό,τι ημπορούν δια να τους πείσουν να συμφωνήσουν και εκείνοι.
(2) "Όσον αφορά τον θησαυρόν του θεού, συμφωνούμεν και οι δυο
και όσοι άλλοι ήθελαν προσχωρήσει εις την συμφωνίαν να
φροντίσωμεν δια την ανακάλυψιν των σφετεριστών, σύμφωνα με το
ορθόν, το δίκαιον και τα πατροπαράδοτα έθιμα. Ως προς τα δύο
λοιπόν αυτά σημεία, οι Λακεδαιμόνιοι και οι λοιποί ομόσπονδοι είναι
σύμφωνοι κατά τα ανωτέρω.
(3) "Οι Λακεδαιμόνιοι και οι λοιποί ομόσπονδοι συμφωνούν ακόμη
και εις τα εξής: Εάν οι Αθηναίοι δέχωνται την συνομολόγησιν
ανακωχής, καθέν από τα δύο μέρη θα μείνη εντός του εδάφους του,
διατηρουμένου του σημερινού εδαφικού καθεστώτος. Οι Αθηναίοι
εις την Πύλον δεν θα υπερβαίνουν την Βουφράδα και τον Τομέα.
Μεταξύ των Αθηναιίων που είναι εις τα Κύθηρα και του εδάφους
της Πελοποννησιακής ομοσπονδίας δεν θα υπάρχη επικοινωνία ούτε
από το εν μέρος ούτε από το άλλο. Εις την Νίσαιαν και την Μινώαν,
οι Αθηναίοι δεν θα υπερβαίνουν την οδόν η οποία οδηγεί από την
πύλην, που είναι πλησίον του ηρώου του Νίσου, προς τον ναόν του
Ποσειδώνος και από τον ναόν του Ποσειδώνος κατ' ευθείαν προς
την γέφυραν, την άγουσαν εις Μινώαν. Ούτε, εξ άλλου οι Μεγαρείς
και οι σύμμαχοί των θα υπερβαίνουν την οδόν αυτήν. Θα κρατήσουν
ωσαύτως οι Αθηναίοι την νήσον, την οποίαν κατέλαβαν, υπό τον
όρον να μην υπάρχει επικοινωνία ούτε από το εν μέρος ούτε από το
άλλο, καθώς και ό,τι σήμερον κατέχουν εις την Τροιζήνα, σύμφωνα
με την συνεννόησίν των προς τους Τροιζηνίους.
(4) "Όσον αφορά την θαλασσοπλοΐαν, οι Λακεδαιμόνιοι και οι
σύμμαχοί των θα δικαιούνται να πλέουν εις τα παράλια της
Λακεδαίμονος και των λοιπών ομοσπόνδων, όχι όμως με πολεμικά
πλοία, αλλά μόνον με κωπήλατα εμπορικά σκάφη, χωρητικότητος
πεντακοσίων ταλάντων κατ' ανώτατον όριον (12 μισό περίπου
τόννων).
(5) "Εις τους κήρυκας, τους πρέσβεις και τους ακολούθους των,
όσοι δήποτε κρίνονται αναγκαίοι, παρέχεται πλήρης ασφάλεια, δια
να μεταβαίνουν δια ξηράς ή δια θαλάσσης εις την Πελοπόννησον
και τας Αθήνας, χάριν του τερματισμού του πολέμου ή της
διαιτητικής λύσεως των διαφορών, ή δια να επιστρέφουν οπίσω.
(6) "Κατά την διάρκειαν της ανακωχής δεν θα γίνωνται δεκτοί ούτε
από το εν μέρος ούτε από το άλλο οι αυτόμολοι, είτε ελεύθεροι,
είτε δούλοι.
(7) "Και τα δύο μέρη αναλαμβάνουν να δίδουν αμοιβαίως λόγον των
πράξεών των, κατά την πατραπαράδοτον συνήθειαν λύοντες τας
διαφοράς των δια της δικαστικής οδού, και όχι δια της προσφυγής
εις τα όπλα.
(8) "Υπό τους όρους αυτούς, οι Λακεδαιμόνιοι και οι σύμμαχοί των
είναι έτοιμοι να υπογράψουν την ανακωχήν. Αλλ' εάν έχετε να
προτείνετε τίποτε καλύτερον ή δικαιότερον, έλθετε εις την
Λακεδαίμονα δια να εκθέσετε τας ιδέας σας. Διότι καμμίαν δικαίαν
πρότασίν σας δεν θ' αποκρούσουν ούτε οι Λακεδαιμόνιοι ούτε οι
σύμμαχοί των. Οι πρέσβεις, εν τούτοις, που θα στείλετε, πρέπει να
έχουν πληρεξουσιότητα να υπογράψουν όπως εζητήσατε και σεις
από ημάς. Και η ανακωχή συνομολογείται δι' εν έτος".
ΟΥΤΩΣ ΕΨΗΦΙΣΕΝ Ο ΔΗΜΟΣ
Η φυλή Ακαμαντίς επρυτάνευεν, ο Φαί-νιππος ήτο γραμματεύς, ο
Νικιάδης προήδρευε. Ο Λάχης αφού επεκαλέσθη την καλήν τύχην
του Αθηναϊκού λαού, επρότεινε την συνομολόγησιν ανακωχής, επί
τη βάσει των όρων, τους οποίους δέχονται οι Λακεδαιμόνιοι και οι
σύμμαχοί των. Η συνέλευσις του λαού απεφάσισε να δεχθή την
ανακωχήν δι' εν έτος, αρχόμενον σήμερον, δεκάτην τετάρτην
ημέραν του μηνός Ελαφηβολιώνος. Κατά το χρονικόν τούτο
διάστημα, πρέσβεις και κήρυκες να σταλούν αμοιβαίως, δια να
διαπραγματευθούν περί των όρων του τερματισμού του πολέμου. Οι
στρατηγοί και οι πρυτάνεις θα συνεκάλουν συνέλευσιν του λαού, εις
την οποίαν να συζητηθή κατά πρώτον λόγον το ζήτημα της
ειρήνης, επί τη βάσει των προτάσεων, τας οποίας θα έφερεν η
πρεσβεία των Λακεδαιμονίων προς τερματισμόν του πολέμου. Και οι
παρόντες πρέσβεις ν' αναλάβουν ευθύς αμέσως ενώπιον της
συνελεύσεως την υποχρέωσιν να διατηρήσουν πιστώς καθ' όλον το
έτος την ανακωχήν.
122. Αλλ' ενώ ήτο έτοιμος να προβή εις την εκτέλεσιν του σχεδίου
του, έφθασε τριήρης, με την οποίαν ήλθαν εις το στρατόπεδόν του
οι απεσταλμένοι δια την κοινοποίησιν της ανακωχής, εκ μέρους μεν
των Αθηναίων, ο Αρυστώνυμος, εκ μέρους δε των Λακεδαιμονίων, ο
Αθήναιος. Ο στρατός μετεφέρθη πάλιν εις Τορώνην και ανεκοινώθη
δημοσία η ανακωχή, τους όρους της οποίας ενέκριναν όλοι οι εκ
της Χαλκιδικής σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων. Ο Αριστώνυμος, ως
προς τους άλλους συμμάχους, δεν έφερεν αντιρρήσεις, αλλ' επειδή
από την σύγκρισιν των χρονολογιών εξηκρίβωσεν ότι οι Σκιωναίοι
είχαν αποστατήσει μεταγενεστέρως ηρνήθη ν' αναγνωρίση ότι οι
τελευταίοι προστατεύονται από την ανακωχήν. Ο Βρασίδας όμως
επέμενεν ότι είχαν αποστατήτει προηγουμένως, και δεν ήθελε να
εγκαταλείψη την πόλιν. Ευθύς ως ο Αριστώνυμος ανεκοίνωσε το
πράγμα: εις τας Αθήνας, οι Αθηναίοι ήθελαν αμέσως να
εκστρατεύσουν εναντίον της Σκιώνης. Αλλ' οι Λακεδαιμόνιοι
πιστεύοντες τον Βρασίδαν διεξεδίκουν την πόλιν ως σύμμαχόν των,
και έστειλαν πρέσβεις δια να παραστήσουν εις τους Αθηναίους ότι
παραβιάζουν την ανακωχήν, και δηλώσουν ότι ήσαν έτοιμοι να
υποβάλουν το ζήτημα εις διαιτησίαν. Οι Αθηναίοι όμως, αντί να
εκτεθούν εις τους κίνδυνους δίκης επέμεναν να εκστρατεύσουν
άνευ αναβολής διότι ηγανάκτουν ότι και οι νησιώται ακόμη
ετόλμων ήδη να αποσπώνται από αυτούς, εμπιστευόμενοι εις την
χερσαίαν δύναμιν των Λακεδαιμονίων, η οποία εν τούτοις ήτο
ανωφελής δια νησιώτας. Η αλήθεια, άλλωστε, περί της αποστασίας
συνεφώνει πραγματικώς με την απαίτηοιν των Αθηναίων, διότι οι
Σκιωναίοι είχαν αποστατήσει δύο ημέρας ύστερον από την
ανακωχήν. Οι Αθηναίοι τότε, κατά πρότασιν του Κλέωνος,
εξέδωσαν αμέσως ψήφισμα, δια του οποίου απεφάσιισαν να
κυριεύσουν εξ εφόδου την Σκιώνην και θανατώσουν τους κατοίκους
της. Και ενώ κατά τα λοιπά έπαυσαν τας εχθροπραξίας,
παρεσκευάζοντο δια την εκστρατείαν αυτήν.
125. Αλλ' ενώ συνεζήτουν τας αντιθέτους γνώμας των, ήλθε και η
είδησης ότι οι Ιλλυριοί εγκατέλειψαν προδοτικώς τον Περδίκκαν και
ηνώθησαν με τον Αρράβαιον, εις τρόπον ώστε και οι δύο πλέον
ήσαν της γνώμης να αποσυρθούν, διότι εφοβούντο τους Ιλλυριούς,
οι οποίοι είναι έθνος πολεμικόν. Αλλ' ένεκα της διαφωνίας των δύο
δεν είχε ληφθή ωρισμένη απόφασις δια την ώραν της
αναχωρήσεως. Και όταν ενύκτωσε, εις από τους ανεξηγήτους
εκείνους πανικούς, εις τους οποίους υπόκεινται μεγάλοι στρατοί,
κατέλαβεν αμέσως τους Μακεδόνας και το πλήθος των βαρβάρων,
και επειδή ενόμισαν ότι οι επερχόμενοι εχθροι ήσαν πολλαπλάσιοι,
από ό,τι πραγματικώς ήσαν και ότι φθάνουν από στιγμής εις
στιγμήν, ετράπησαν αιφνιδίως εις φυγήν, κατευθυνόμενοι εις τα
ίδια. Και επειδή τα δύο συμμαχικά στρατόπεδα ήσαν εις μεγάλην
απόστασιν το εν από το άλλο, ηνάγκασαν τον Περδίκκαν, όταν
εννόησε τι τρέχει (διότι κατ' αρχάς δεν είχεν αντιληφθή τίποτε), ν'
απέλθη χωρίς να ίδη τον Βρασίδαν. Όταν κατά τα εξημερώματα
έμαθεν ο Βρασίδας την εσπευσμένην αναχώρησιν των Μακεδόνων
και την επικειμένην άφιξιν των προελαυνόντων Ιλλυριών και του
Αρραβαίου, απεφάσισε και αυτός ν' απέλθη αμέσως, και εσχημάτισε
τους οπλίτας του εις τετράγωνον, τοποθετήσας τους ψιλούς
στρατιώτας εις το μέσον. Τους νεωτέρους στρατιώτας έταξεν εις
τρόπον ώστε να εξέρχονται από το τετράγωνον προς απόκρουσιν
του εχθρού, οπουδήποτε ήθελεν επιτεθή, και ο ίδιος ετάχθη κατά
την υποχώρησιν εις την οπισθοφυλακήν επί κεφαλής τριακοσίων
επιλέκτων ανδρών, με τον σκοπόν ν' αμύνεται, αποκρούων την
εχθρικήν εμπροσθοφυλακήν. Και πριν οι εχθροί πλησιάσουν,
απηύθυνε βιαστικά εις τους στρατιώτας του τους επομένους
προτρεπτικούς λόγους:
5. Κατά τον πλουν εις την Σικελίαν, καθώς και την επιστροφήν απ'
εκεί, ήλθεν εις συνεννοήσεις και με μερικάς πόλεις της Ιταλίας δια
την συνομολόγησιν συνθήκης φιλίας με τους Αθηναίους.
Συνήντησεν επίσης μερικούς Λοκρούς, οι οποίοι, όταν μετά την
συνομολόγησιν της ειρήνης μεταξύ των Ελληνικών πόλεων της
Σικελίας, περιέπεσεν η Μεσσήνη εις εμφυλίους σπαραγμούς, και μία
από τας διαπληκτιζομένας μερίδας επεκαλέσθη την επέμβασιν της
Λοκρικής κυβερνήσεως, εστάλησαν εκεί ως άποικοι και
εξησφάλισαν υπέρ της πατρίδος των την κυβέρνησιν της Μεσσήνης
επί τινα χρόνον, αλλ' ηναγκάσθησαν τώρα να φύγουν. Τους Λοκρούς
λοιπόν αυτούς συνήντησεν ο Φαίαξ, ενώ επέστρεφαν, και δεν τους
επείραξε, διότι είχαν ήδη συμφωνηθή μεταξύ αυτού και της
Λοκρικής κυβερνήσεως οι προκαταρκτικοί όροι ειρήνης προς τους
Αθηναίους. Κατά την συνομολόγησιν τωόντι της ειρήνης μεταξύ
των Σικελιωτικών πόλεων, μόνον οι Λοκροί, κατ' εξαίρεσιν από
τους άλλους συμμάχους των, δεν είχαν συνομολογήσει τοιαύτην
προς τους Αθηναίους, και ούτε τότε άλλωστε θα μετέβαλλαν
πολιτικήν, εάν δεν τους επίεζεν ο πόλεμος προς τους Ιπωνιέας και
τους Μεδμαίους, οι οποίοι ήσαν όμοροι και άποικοί των. Ολίγον
καιρόν ύστερον ο Φαίαξ έφθασεν εις τας Αθήνας.
11. Μετά τούτο, ετάφη ο Βρασίδας εντός της πόλεως, απέναντι της
σημερινής Αγοράς. Εις τον νεκρόν αυτού απεδόθησαν δημοτελείς
τιμαί και όλος ο συμμαχικός στρατός ηκολούθησεν ένοπλος την
ταφήν. Οι Αμφιπολίται περιέβαλαν το μνήμα του δια κιγκλιδώματος
και μέχρι σήμερον προσφέρουν θυσίας εις αυτόν ως εις ήρωα, και
εγκατέστησαν προς τιμήν του αγώνας και ιεράς κατ' έτος τελετάς.
Ανέθεσαν επίσης εις αυτόν την πόλιν των, ανακηρύξαντες αυτόν
ιδρυτήν αυτής, κατεδαφίσαντες τα οικοδομήματα του Άγνωνος και
εξαφανίσαντες κάθε τι που ημπορούσε να υπενθυμίζη εις το μέλλον
την υπό τούτου ίδρυσιν της αποικίας. Διότι ενόμισαν ότι ο
Βρασίδας υπήρξε σωτήρ των, και ακόμη διότι υπό τας παρούσας
περιστάσεις, εκ φόβου προς τους Αθηναίους, επεδίωκαν την
διατήρησιν της συμμαχίας προς τους Λακεδαιμονίους, ενώ ένεκα
της προς τους Αθηναίους εχθρότητός των η απονομή των τιμών
τούτων εις τον Άγνωνα ούτε συμφέρουσα ήτο εις αυτούς, ούτε
ευχάριστος εις εκείνον. Απέδωκαν εις τους Αθηναίους τους νεκρούς
των, ανελθόντας εις εξακοσίους, ενώ εκ μέρους των έπεσαν μόνον
επτά. Διότι δεν έλαβε χώραν μάχη εκ παρατάξεως, αλλ' η συμπλοκή
υπήρξεν αποτέλεσμα απροβλέπτου περιστάσεως, και οι Αθηναίοι
είχαν καταληφθή υπό πανικού, πριν ακόμη αρχίση αυτή. Μετά την
ανακομιδήν των νεκρών, οι Αθηναίοι απέπλευσαν εις τα ίδια, ενώ ο
Κλεαρίδας και οι μετ' αυτόν έμειναν, όπως ρυθμίσουν τα πράγματα
της Αμφιπόλεως.
12. Κατά τον αυτόν περίπου χρόνον, και περί το τέλος του θέρους,
οι Λακεδαιμόνιοι Ραμφίας, Αυτοχαρίδας και Επικυλίδας ήσαν καθ'
οδόν, φέροντες εις τας πόλεις της Χαλκιδικής επικουρίας
εννεακοσίων οπλιτών. Φθάσαντες δε εις Ηράκλειαν της Τραχίνος,
ενησχολήθησαν όπως διευθετήσουν τα μη καλώς έχοντα εκεί. Και
ενώ ακόμη διέτριβαν εκεί, συνέβη η μάχη της Αμφιπόλεως. Και το
θέρος ετελείωσε.
16. Αλλά μετά την νέαν ήτταν, την οποίαν οι Αθηναίοι έπαθαν εις
την Αμφίπολιν, και τον θάνατον του Κλέωνος και του Βρασίδα, οι
οποίοι προ πάντων αντέπρατταν κατά της ειρήνης από τα δύο μέρη
(ούτος ένεκα των επιτυχιών και της γενικής εκτιμήσεως που του
προσεπόριζεν ο πόλεμος, εκείνος διότι ενόμιζεν ότι
αποκαθισταμένης της ησυχίας, η μοχθηρία του θα ήτο
καταφανεστέρα και αι διαβολαί του ολιγώτερον πιστευταί), οι δύο
κυριώτατοι υποστηρικταί της πολιτικής της ειρήνης εις τας δύο
πόλεις, ο Πλειστοάναξ, υιός του Παυσανίου, βασιλεύς των
Λακεδαιμονίων, και ο Νικίας, υιός του Νικηράτου, ο οποίος ήτο ο
ευτυχέστερος στρατηγός της εποχής του, τότε πλέον με
μεγαλύτερον παρά ποτέ ζήλον, υπεστήριζαν την πολιτικήν ταύτην.
Ο μεν Νικίας, διότι ήθελεν, εφόσον ακόμη δεν είχεν υποστή ατυχίαν
τινά, και εξηκολούθει απολαυών της κοινής εκτιμήσεως, να
εξασφαλίση οριστικώς την καλήν του τύχην, ν' αναπαυθή ο ίδιος
του λοιπού από τας ταλαιπωρίας του πολέμου και εξασφαλίση εις
τους συμπολίτας του ομοίαν ανάπαυσιν, και ν' αφίση εις τους
μεταγενεστέρους το όνομα ανδρός, ο οποίος ουδέποτε καθ' όλην
του την ζωήν έγινεν αιτία βλάβης εις την πόλιν. Διότι ενόμιζεν ότι
η καλλιτέρα οδός, δια της οποίας ημπορεί κανείς να επιτύχη τούτο,
ήτο να εμπιστεύεται όσον το δυνατόν ολιγώτερον εις την τύχην και
αποφεύγη τους κινδύνους, και ότι η ειρήνη μόνη εξασφαλίζει από
τους κινδύνους. Ο Πλειστοάναξ, εξ άλλου, διότι οι εχθροί του
διέβαλλαν αυτόν, εξ αφορμής της επανόδου του εκ της εξορίας, και
δεν έπαυαν, οσάκις επήρχετο ατυχία τις, να διεγείρουν τας
ανησυχίας της συνειδήσεως των Λακεδαιμονίων, αποδίδοντες
αυτήν εις την παράνομον επιστροφήν του. Διότι κατηγόρουν αυτόν
και τον αδελφόν του Αριστοκλή ότι παρέπεισαν την Πυθίαν, οσάκις
Λακεδαιμόνιοι αντιπρόσωποι ήρχοντο να συμβουλευθούν το
μαντείον, να δίδη πάντοτε την εξής απάντησιν: "Ανακαλέσατε εκ
της ξένης γης εις την χώραν σας το σπέρμα του ημιθέου υιού του
Διός, ειδεμή θ' αροτριώσετε την γην με αργυράν υνίδα" μέχρις ου
επί τέλους η Πυθία, μετά εξορίαν δέκα εννέα ετών, έπεισε τους
Λακεδαιμονίους να τον επαναφέρουν με τους ιδίους χορούς και
θρησκευτικάς τελετάς, με τας οποίας, αφού έκτισαν την
Λακεδαίμονα, ενεθρόνισαν τους πρώτους βασιλείς των. Καθόσον
είχεν εξορισθή τότε, λόγω της από την Αττικήν υποχωρήσεώς του,
η οποία απεδόθη εις δωροδοκίαν, και κατά την διάρκειαν της
εξορίας του εις το όρος Λύκαιον, όπου είχε καταφύγει, διέμενεν, εκ
φόβου των Λακεδαιμονίων, εντός οικίας, της οποίας το ήμισυ
εκείτο εντός του περιβόλου του ναού του Διός.
17. Δυσφορών λοιπόν δια την διαβολήν ταύτην και νομίζων ότι εν
καιρώ ειρήνης, ότε δεν θα συνέβαιναν ατυχήματα, και ότε επί πλέον
οι Λακεδαιμόνιοι θ' ανέκτων τους αιχμαλωτισθέντας συμπολίτας
των, δεν θα εξετίθετο ο ίδιος εις επιθέσεις των εχθρών του, ενώ
εφόσον υφίσταται πόλεμος, κάθε αποτυχία παρέχει κατ' ανάγκην
αφορμήν διαβολών κατά των πολιτικών ηγετών, επεθύμει διακαώς
την συνεννόησιν.
Κατά την διάρκειαν του χειμώνος, διεξήγοντο διαπραγματεύσεις,
και προσεγγίζοντος ήδη του έαρος, οι Λακεδαιμόνιοι επέσεισαν την
απειλήν πολεμικών παρασκευών δώσαντες οδηγίας εις τας
συμμαχικάς πόλεις, όπως ετοιμασθούν δια την ανέγερσιν φρουρίου
επί του εδάφους της Αττικής, πιστεύοντες, ότι οι Αθηναίοι θα ήσαν
περισσότερον διατεθειμένοι ν' ακούσουν τας προτάσεις των. Μετά
πολλάς, άλλωστε, συνδιασκέψεις και πολλάς απαιτήσεις,
προβληθείσας εκατέρωθεν, κατέληξαν εις συμφωνίαν, όπως
συνομολογήθη ειρήνη, υπό τον όρον ν' αποδώση έκαστος των
εμπολέμων ό,τι κατέλαβε δια των όπλων. (Οι Αθηναίοι, εν τούτοις,
θα εκράτουν την Νίσαιαν, διότι ότε ανταπήτησαν την απόδοσιν των
Πλαταιών, οι Θηβαίοι αντέταξαν ότι κατέλαβαν αυτάς, όχι δια
βίας, ούτε δια προδοσίας, αλλά κατόπιν συμφωνίας με τους
κατοίκους της πόλεως, και οι Αθηναίοι ανταπήντησαν ότι κατά τον
αυτόν τρόπον κατέλαβαν και αυτοί την Νίσαιαν). Οι Λακεδαιμόνιοι
τότε συνεκάλεσαν τους συμμάχους των, και πάντες οι λοιποί, πλην
των Βοιωτών, των Κορινθίων, των Ηλείων και των Μεγαρέων, οι
οποίοι δεν ενέκριναν τας μεταξύ Λακεδαιμονίων και Αθηναίων
συνεννοήσεις, εψήφισαν υπέρ του τερματισμού του πολέμου. Και
ούτω συνωμολογήθη τελικώς η επομένη πρώτη ειρήνη και
επεκυρώθη δι' όρκων και σπονδών, των Λακεδαιμονίων
δεσμευθέντων προς τους Αθηναίους και τούτων προς τους
Λακεδαιμονίους.
19. "Η ισχύς της συνθήκης αρχίζει την εικοστήν εβδόμην ημέραν
του μηνός Αρτεμισίου, εφόρου όντος εις την Λακεδαίμονα του
Πλειστόλα, και την εικοστήν πέμπτην ημέραν του μηνός
Ελαφηβολιώνος, άρχοντος όντος εις τας Αθήνας του Αλκαίου. Οι
επόμενοι ωρκίσθησαν και επεκύρωσαν την συνθήκην:
Εκ μέρους των Λακεδαιμονίων, οι Πλειστοάναξ, Άγις, Πλειστόλας,
Δαμάγητος, Χίονις, Μεταγένης, Άκανθος, Δάϊθος, Ισχαγόρας,
Φιλοχαρίδας, Ζευξίδας, Άντιππος, Τέλλις, Αλκινάδας,
Εμπεδίας, Μηνάς και Λάφιλος. Εκ μέρους δε των Αθηναίων, οι εξής:
οι Λάμπων, Ισθμιόνικος, Νικίας, Λάχης, Ευθύδημος, Προκλής,
Πυθόδωρος, Άγνων, Μυρτίλος, Θρασυκλής, Θεαγένης,
Αριστοκράτης, Ιώλκιος, Τιμοκράτης, Λέων, Λάμαχος και
Δημοσθένης".
31. Συμμαχία μεταξύ των Ηλείων, των Αργείων και των Κορινθίων
Ολίγον ύστερον, ήλθαν και πρέσβεις των Ηλείων, οι οποίοι, αφού
πρότερον συνομολόγησαν συμμαχίαν προς τους Κορινθίους,
ανεχώρησαν κατόπιν εκείθεν εις το Άργος και συνομολόγησαν και
με τους Αργείους συμμαχίαν, κατά τον προδιαγεγραμμένον υπό
τούτων τρόπον. Διότι μεταξύ Ηλείων και Λακεδαιμονίων υπήρχε
διαφορά εξ αφορμής του Λεπρέου, διότι, όταν ποτέ Αρκαδικαί τίνες
φυλαί ευρίσκοντο εις πόλεμον προς τους Λεπρεάτας, οι τελευταίοι
εζήτησαν την συμμαχίαν και βοήθειαν των Ηλείων, υποσχεθέντες
να εκχωρήσουν προς αυτούς ως αντάλλαγμα το ήμισυ του εδάφους
των. Μετά το πέρας δε του πολέμου, οι Ηλείοι, επιτρέψαντες εις
τους Λεπρεάτας να κρατήσουν το εν λόγω έδαφος, επέβαλαν εις
αυτούς, αντί τούτου, την καταβολήν ετησίας εισφοράς ενός
ταλάντου εις τον εν Ολυμπία ναόν του Διός. Η εισφορά αυτή
κατεβάλλετο μέχρι του κατά των Αθηνών πολέμου, αλλά
προφασιζόμενοι τον πόλεμον, οι Λεπρεάται έπαυσαν την περαιτέρω
καταβολήν αυτής και επειδή οι Ηλείοι ήρχισαν λαμβάνοντες
καταναγκαστικά κατ' αυτών μέτρα, κατέφυγαν προς τους
Λακεδαιμονίους. Η λύσις της διαφοράς ανετέθη από κοινού εις
τούτους ως διαιτητάς, αλλ' οι Ηλείοι, υποπτευθέντες ότι δεν θα
τύχουν αμερολήπτου κρίσεως εκ μέρους των Λακεδαιμονίων,
παρητήθησαν της διαιτησίας και ήρχισαν ερημώνοντες την γην των
Λεπρεατών. Οι Λακεδαιμόνιοι, ουχ ήττον, εδίκασαν την υπόθεσιν
και απεφάσισαν, ότι οι Λεπρεαται ήσαν ανεξάρτητοι και ότι οι
Ηλείοι ήσαν εν τω αδίκω. Και επειδή οι τελευταίοι είχαν παραιτηθή
μονομερώς της διαιτησίας, έστειλαν εις τον Λέπρεον φρουράν
οπλιτών. Οι Ηλείοι, εν τούτοις, κρίνοντες ότι οι Λακεδαιμόνιοι
παρείχαν την προστασίαν των εις πόλιν, η οποία είχεν αποστατήσει
από αυτούς, επεκαλούντο την διάταξιν της συνθήκης, η οποία
ώριζεν ότι όσα έκαστος των ομοσπόνδων είχε προ του πολέμου
εναντίον των Αθηναίων, θα διετήρει και μετά το πέρας αυτού, και
θεωρούντες εαυτούς αδικουμένους, μετέστησαν προς τους
Αργείους, και συνομολόγησαν και αυτοί συμμαχίαν μετ' αυτών,
κατά τον προδιαγεγραμμένον υπό τούτων τρόπον. Ευθύς μετ'
αυτούς, έγιναν σύμμαχοι των Αργείων και οι Κορίνθιοι και αι πόλεις
της Χαλκιδικής. Αλλ' οι Βοιωτοί και οι Μεγαρείς, αν και
συμμεριζόμενοι τας απόψεις των, ηρνήθησαν εκ συμφώνου να τους
ακολουθήσουν, διότι οι Λακεδαιμόνιοι τους επεριποιούντο
ιδιαιτέρως, και διότι εθεώρουν ότι το δημοκρατικόν πολίτευμα του
Άργους ήτο ολιγώτερον ευνοϊκόν δι' αυτούς, οι οποίοι
ωλιγαρχούντο, από το πολίτευμα της Λακεδαίμονος.
45. Όταν εξέθεσαν ενώπιον της Βουλής τον σκοπόν της αποστολής
των, και προσέθεσαν ότι έρχονται με πλήρη εξουσιοδότησιν, όπως
ρυθμίσουν όλας τας διαφοράς, ο Αλκιβιάδης εφοβήθη μήπως, εάν
επαναλάβουν τα αυτά και ενώπιον της συνελεύσεως του λαού,
παρασύρουν την πλειοψηφίαν και αποκρουσθή η προς τους Αργείους
συμμαχία. Ο Αλκιβιάδης, ως εκ τούτου, κατέφυγεν εις το εξής
απέναντί των τέχνασμα: Παρέπεισε τους Λακεδαιμονίους,
βεβαιώσας αυτούς ενόρκως ότι, αν δεν ανακοινώσουν εις τον
δήμον, ότι έρχονται με πλήρη πληρεξουσιότητα, και την Πύλον θα
τους αποδώση, μεταχειριζόμενος υπέρ αυτών την επί των Αθηναίων
επιρροήν του, αντί κατ' αυτών, όπως τώρα, και θα επιτύχη γενικήν
συνεννόησιν επί όλων των άλλων ζητημάτων. Δια της ενεργείας
ταύτης επεδίωκε ν' αποσπάση αυτούς από τον Νικίαν, και
συγχρόνως τους διαβάλη προς τον λαόν, ότι αι προθέσεις των δεν
είναι ειλικρινείς και ότι διαρκώς αντιφάσκουν, και επιτύχη ούτω
την συνομολόγησιν της συμμαχίας προς τους Αργείους, Ηλείους,
και Μαντινείς. Τωόντι, όταν οι πρέσβεις παρουσιάσθησαν εις την
εκκλησίαν του λαού, και ερωτώμενοι, εάν έρχωνται με πλήρη
πληρεξουσιότητα, απήντησαν αποφατικώς, αντιθέτως προς ό,τι
είχαν ανακοινώσει εις την Βουλήν, οι Αθηναίοι δεν εθεώρησαν
πλέον το πράγμα ανεκτόν, και παρασυρόμενοι από τον Αλκιβιάδην,
ο οποίος κατεφέρετο δριμύτερον παρά πριν κατά των
Λακεδαιμονίων, ήσαν έτοιμοι να εισαγάγουν αμέσως τους Αργείους
και τους συμμάχους των και συνάψουν μετ' αυτών συμμαχίαν. Αλλά
πριν ληφθή οριστική απόφασις, συνέβη σεισμός, ένεκα του οποίου η
συνεδρίασις της συνελεύσεως του λαού ανεβλήθη.
47. (1) "Οι Αθηναίοι, αφ' ενός, και οι Αργείοι, Μαντινείς, και Ηλείοι,
εξ άλλου, συνωμολόγησαν δι' εαυτούς και εξ ονόματος των
συμμάχων, επί των οποίων άρχει έκαστος, ειρήνην εκατόν ετών
προς αλλήλους κατά γήν και θάλασσαν, άδολον και απαραβίαστον.
(2) "Δεν επιτρέπεται με κανένα τρόπον και υπό ουδεμίαν πρόφασιν
εχθροπραξία, ούτε εκ μέρους των Αργείων, των Ηλείων και των
Μαντινέων, ως και των συμμάχων αυτών, εναντίον των Αθηναίων
και των συμμάχων, επί των οποίων άρχουν οι Αθηναίοι, ούτε εκ
μέρους των Αθηναίων και των συμμάχων, επί των οποίων άρχουν
ούτοι, εναντίον των Αργείων, των Ηλείων, των Μαντινέων και των
συμμάχων αυτών.
(3) "Οι Αθηναίοι, οι Αργείοι, οι Ηλείοι και οι Μαντινείς
συνομολογούν συμμαχίαν διαρκείας εκατόν ετών, υπό τους
επομένους όρους: Εάν εχθρός εισβάλη εις το έδαφος των Αθηναίων,
οι Αργείοι, οι Ηλείοι και οι Μαντινείς οφείλουν να σπεύσουν εις
Αθήνας και παράσχουν εις τους Αθηναίους οιανδήποτε βοήθεαν
ζητήσουν ούτοι, με όλας των τας δυνάμεις και με τον
αποτελεσματικώτερον δυνατόν τρόπον. Αλλ' εάν ο εχθρός,
ερημώσας την χώραν, απέλθη, οι Αργείοι, οι Μαντινείς, οι Ηλείοι
και οι Αθηναίοι θα θεωρούν αυτόν κοινόν εχθρόν και θα διεξάγουν
κατ' αυτού τον πόλεμον από κοινού, και καμμία εκ των πόλεων
τούτων δεν θα επιτρέπεται να συνομολογήση μετ' αυτού ειρήνην,
εάν δεν συμφωνήσουν περί τούτου όλαι ομού.
(4) "Εξ άλλου, εάν εχθρός εισβάλη εις το έδαφος των Ηλείων ή των
Μαντινέων ή των Αργείων, οι Αθηναίοι οφείλουν να σπεύσουν εις το
Άργος, την Μαντίνειαν ή την Ήλιδα και παράσχουν εις τας πόλεις
αυτάς οιανδήποτε βοήθειαν ζητήσουν, με όλας των τας δυνάμεις
και με τον αποτελεσματικώτερον δυνατόν τρόπον. Αλλ' εάν ο
εχθρός, ερημώσας την χώραν αυτών, απέλθη, οι Αθηναίοι, οι
Αργείοι, οι Μαντινείς και οι Ηλείοι θα θεωρούν αυτόν κοινόν εχθρόν
και θα διεξάγουν κατ' αυτού τον πόλεμον από κοινού, και καμμία εκ
των πόλεων τούτων δεν θα επιτρέπεται να συνομολογήση μετ'
αυτού ειρήνην, εάν δεν συμφωνήσουν περί τούτου όλαι ομού.
(5) "Οι σύμμαχοι δεν θα επιτρέπουν την διέλευσιν εμπολέμου
δυνάμεως δια του ιδίου αυτών εδάφους ή του εδάφους των
συμμάχων, επί των οποίων έκαστος αυτών άρχει, ή δια θαλάσσης,
εκτός αν επιτρέψουν την διέλευσιν δια ψηφίσματος όλαι αι πόλεις,
Αθήναι, Άργος, Μαντίνεια και Ήλις.
(6) "Η πόλις, η πέμπουσα στρατεύματα προς βοήθειαν, οφείλει να
εφοδιάζη αυτά με τρόφιμα τριάντα ημερών, υπολογιζομένων από
της ημέρας της αφίξεώς των εις την πόλιν που εζήτησε βοήθειαν,
και να εφοδιάζη ομοίως αυτά κατά την επιστροφήν των. Αλλ' εάν η
ζητήσασα την βοήθειαν πόλις θέλη να χρησιμοποιήση τον στρατόν
δια περισσότερον χρόνον, οφείλει να δίδη σιτηρέσιον εις έκαστον
οπλίτην, ψιλόν στρατιώτην και τοξότην, τρεις Αιγινητικούς
οβολούς καθ' ημέραν και εις έκαστον ιππέα μίαν Αιγινητικήν
δραχμήν.
(7) "Η πόλις, η ζητήσασα την βοήθειαν, θα έχη την γενικήν
αρχηγίαν της στρατιάς, εφόσον ο πόλεμος διεξάγεται επί του
εδάφους της. Αλλ' εάν πασαι αι πόλεις αποφασίσουν εκ συμφώνου
να εκστρατεύσουν εκτός του εδάφους των, πάσαι θα μετέχουν εξ
ίσου της αρχηγίας.
(8) "Τον όρκον της συνθήκης θα ορκισθούν οι Αθηναίοι δι' εαυτούς
και τους συμμάχους των. Οι Αργείοι, οι Μαντινείς, οι Ηλείοι και οι
σύμμαχοί των θα ορκισθούν έκαστος εις τας ιδίας αυτών πόλεις. Ο
όρκος θα δοθή επί θυμάτων τελείας σωματικής αναπτύξεως κατά
τον τύπον, ο οποίος θεωρείται επισημότατος εις εκάστην πόλιν. Ο
όρκος δε θα είναι ο εξής: "Υπόσχομαι να τηρήσω την συνθήκην της
ειρήνης και της συμμαχίας, συμφώνως προς τας διατάξεις αυτής,
μετά δικαιοσύνης και ευθύτητος και άνευ οπισθοβουλίας, και να μη
παραβώ αυτήν με κανένα τρόπον και υπό ουδεμίαν πρόφασιν".
(9) "Εις τας Αθήνας, ο όρκος θα δοθή υπό της Βουλής και των
εντοπίων αρχόντων, ενώπιον των πρυτάνεων. Εις το Άργος, υπό
της Βουλής, του συμβουλίου των ογδοήντα και των αρτύνων
ενώπιον του συμβουλίου των ογδοήντα. Εις την Μαντίνειαν, υπό
των δημιουργών, της Βουλής και των άλλων αρχόντων, ενώπιον
των θεωρών και των πολεμάρχων. Εις την Ήλιδα, υπό των
δημιουργών, των ανωτάτων αρχόντων και των εξακοσίων, ενώπιον
των δημιουργών και των δεσμοφυλάκων,
(10) "Οι όρκοι θ' ανανεούνται υπό των Αθηναίων, αποστελλόντων
προς τούτο αντιπροσώπους τριάντα ημέρας προ των Ολυμπιακών
αγώνων εις την Ήλιδα, την Μαντίνειαν και το Άργος υπό των
Αργείων, των Ηλείων και των Μαντινέων, αποστελλόντων προς
τούτο αντιπροσώπους εις Αθήνας, δέκα ημέρας προ των Μεγάλων
Παναθηναίων.
(11) "Η συνθήκη της ειρήνης και της συμμαχίας και οι όρκοι θ'
αναγραφούν υπό των Αθηναίων εις λιθίνην στήλην επί της
Ακροπόλεως, υπό των Αργείων εις τον ναόν του Απόλλωνος εις την
Αγοράν, υπό των Μαντινέων εις τον ναόν του Διός εις την Αγοράν.
Οι σύμμαχοι θα στήσουν από κοινού χαλκήν στήλην εις την
Ολυμπίαν, κατά την επικειμένην εορτήν των Ολυμπιακών αγώνων.
(12) "Εάν αι σύμμαχοι πόλεις θελήσουν να προσθέσουν τι εις τας
ανωτέρω διατάξεις, ό,τι δήποτε αποφασισθή υπ' αυτών εκ
συμφώνου και κατόπιν κοινής διασκέψεως, θα είναι υποχρεωτικόν".
55. Ενώ οι Αργείοι ήσαν εις το έδαφος της Επιδαύρου, συνήλθαν εις
την Μαντίνειαν, συνεπεία πρωτοβουλίας των Αθηναίων, πρέσβεις εκ
των διαφόρων πόλεων. Κατά την γενομένην συνδιάσκεψιν, ο
Κορίνθιος Ευφαμίδας παρετήρησεν ότι οι λόγοι των δεν συμφωνούν
με τα έργα, διότι, ενώ αυτοί συνδιεσκέπτοντο περί ειρήνης, οι
Επιδαύριοι με τους συμμάχους των και οι Αργείοι αντιμετώπιζαν
αλλήλους ένοπλοι. Ώφειλαν λοιπόν να μεταβούν πρώτον εις τα
στρατόπεδα αμφοτέρων και πείσουν αυτούς ν αποστρατευθούν, και
αφού επιτύχουν τούτο, επαναλάβουν τας περί ειρήνης
διαπραγματεύσεις. Η πρότασις αυτή έγινε δεκτή και μεταβάντες οι
πρέσβεις έπεισαν τους Αργείους ν' απέλθουν εκ της Επιδαυρίας.
Αλλ' ότε ακολούθως η συνδιάσκεψις επανελήφθη, δεν κατώρθωσαν
ουδέ τότε να φθάσουν εις οριστικήν συνεννόησιν, και οι Αργείοι
εισέβαλαν και πάλιν εις την Επιδαυρίαν και ηρήμωναν αυτήν. Αλλά
και οι Λακεδαιμόνιοι εξεστράτευσαν μέχρι των Καρυών. Επειδή
όμως ούτε εδώ υπήρξαν ευνοϊκαί αι θυσίαι δια την διάβασιν των
συνόρων, επέστρεψαν εις τα ίδια. Και οι Αργείοι, αφού ηρήμωσαν το
τρίτον περίπου της Επιδαυρίας, απήλθαν εις τα ίδια. Χίλιοι οπλίται
Αθηναίοι, υπό την αρχηγίαν του Αλκιβιάδου, είχαν έλθει προς
βοήθειάν των, όταν έμαθαν ότι οι Λακεδαιμόνιοι είχαν
εκστρατεύσει αλλ' επειδή δεν υπήρχε πλέον ανάγκη αυτών,
απήλθαν. Και ούτως έληξε το θέρος.
71. Αλλά πριν ακόμη, έλθουν εις χείρας, ιδού τί απεφάσισιεν ο Άγις.
Όλοι ανεξαιρέτως οι στρατοί, καθ' ην στιγμήν προελαύνουν, δια να
έλθουν εις χείρας, έχουν την τάσιν να προεκτείνουν το δεξιόν των.
Ως εκ τούτου, το δεξιόν αμφοτέρων των στρατών προεκτείνεται
πέραν του απέναντι εχθρικού αριστερού, λόγω τουότι έκαστος
στρατιώτης, φοβούμενος δια το ακάλυπτον πλευρόν του, ζητεί να
καλύψη αυτό όπισθεν της ασπίδος του προς τα δεξιά του
τεταγμένου στρατιώτου, και νομίζει ότι όσον πυκνοτέρα είναι η
παράταξις, τόσον ασφαλεστέρα είναι η προφύλαξις. Υπεύθυνος
κυρίως δια τούτο είναι ο πρωτοστάτης του δεξιού κέρατος, ο
οποίος επιζητεί διαρκώς ν' απομακρύνη το ακάλυπτον μέρος του
σώματός του από την εχθρικήν προσβολήν, ενώ οι λοιποί, ένεκα του
ιδίου φόβου, ακολουθούν το παράδειγμά του. Ούτω και εις την
παρούσαν περίστασιν, οι Μαντινείς, δια του δεξιού κέρατος όπου
ευρίσκοντο, υπερεφαλάγγιζαν κατά πολύ τους Σκιρίτας, και ακόμη
περισσότερον υπερεφαλάγγιζαν τους Αθηναίους οι Λακεδαιμόνιοι
και οι Τεγεάται, λόγω της αριθμητικής υπεροχής των. Φοβηθείς ο
Άγις μήπως κυκλωθή το αριστερόν του, και νομίσας ότι οι
Μαντινείς είχαν υπερφαλαγγίσει αυτό μέχρι σημείου ανησυχητικού,
διέταξε τους Σκιρίτας και τους στρατιώτας του Βρασίδα να
κινηθούν προς τα αριστερά, απομακρυνόμενοι του κυρίου σώματος
του στρατού, δια να εξισώσουν το μέτωπόν των προς το των
Μαντινέων, και συγχρόνως, όπως πληρωθή το ούτω σχηματισθέν
κενόν, παρήγγειλε τους πολεμάρχους Ιππονοϊδαν και Αριστοκλή να
μεταφέρουν δύο λόχους εκ του δεξιού και τους εντάξουν εις αυτό.
Δια της κινήσεως ταύτης ενόμιζεν ότι και εις το δεξιόν του θα έχη
ακόμη υπεροχήν, και το απέναντι των Μαντινέων τμήμα της
παρατάξεώς του θα εξησφαλίζετο.
73. Αλλ' ότε το μέρος τούτο του στρατεύματος των Αργείων και
των συμμάχων των είχεν ενδώσει, ήρχισε συγχρόνως να διασπάται
και το εκατέρωθεν μέρος της παρατάξεώς των, ενώ συγχρόνως η
δεξιά πτέρυξ των Λακεδαιμονίων και των Τεγεατών, η οποία
υπερεφαλάγγιζε τους Αθηναίους, ήρχισε περικυκλώνουσα αυτούς,
εις τρόπον ώστε ηπειλούντο από διπλούν κίνδυνον, περικυκλούμενοι
εις το εν μέρος και ηττηθέντες ήδη εις το άλλο. Και θα υπέφεραν
περισσότερον από όλον το άλλο στράτευμα, εάν το
συμπαριστάμενον ιππικόν των δεν τους είχε βοηθήσει. Αλλά κατά
σύμπτωσιν, ως αντελήφθη ο Άγις ότι το αριστερόν του, το
ευρισκόμενον απέναντι των Μαντινέων και των χιλίων επιλέκτων
Αργείων, έπασχε δεινώς, διέταξεν όλον τον στρατόν να βαδίση εις
βοήθειαν της ηττωμένης πτέρυγάς του, οπότε οι Αθηναίοι, καθ' ην
στιγμήν το εχθρικόν στράτευμα εστράφη και απεμακρύνετο απ'
αυτούς, διεσώθησαν ανενόχλητοι, και μετ' αυτών το ηττηθέν τμήμα
του στρατού των Αργείων. Οι Μαντινείς, εξ άλλου και οι Αρκάδες
σύμμαχοί των και οι επίλεκτοι Αργείοι καμμίαν πλέον δεν είχαν
διάθεσιν, όπως εκμεταλλευθούν περαιτέρω την επιτυχίαν των, αλλά
βλέποντες ότι ο λοιπός στρατός των είχεν ήδη νικηθή, και ότι οι
Λακεδαιμόνιοι επήρχοντο εναντίον των, ετράπησαν εις φυγήν. Και
εκ μεν των Μαντινέων εφονεύθησαν όχι ολίγοι, το πλείστον όμως
των επιλέκτων Αργείων εσώθη. Δεν κατεδιώχθησαν όμως
φεύγοντες ούτε μετά πολλής ζέσεως, ούτε επί μακρόν διάστημα.
Διότι οι Λακεδαιμόνιοι, έως ότου νικήσουν τον εχθρόν, μάχονται επί
μακρόν και εξασφαλίζουν την νίκην δια της επιμονής των, όταν
όμως τον τρέψουν εις φυγήν, ούτε επί πολύν χρόνον, ούτε επί
μακρόν διάστημα καταδιώκουν αυτόν.
94. Μήλιοι: "Ώστε δεν θα μας δεχθήτε να είμεθα φίλοι σας αντί
εχθρών, αλλά να διατηρήσωμεν την ειρήνην και την ουδετερότητά
μας;"
95. Αθηναίοι: "Όχι. Διότι η έχθρα σας μας βλάπτει πολύ ολιγώτερον
από την φιλίαν σας. Καθόσον εις τα όμματα των υπηκόων μας αυτή
μεν είναι τεκμήριον αδυναμίας, ενώ το μίσος σας είναι τεκμήριον
δυνάμεως".
105. Αθηναίοι: "Αλλά και ημείς νομίζομεν ότι δεν θα μας λείψη η
ευμένεια των θεών. Διότι εις ό,τι ζητούμεν και πράττομεν ουδαμώς
απομακρυνόμεθα από ό,τι οι άνθρωποι πιστεύουν εν σχέσει προς
τας θρησκευτικάς των πεποιθήσεις, ή από τας ανθρωπίνας αυτών
επιθυμίας και σκοπούς. Καθόσον ως προς μεν τους θεούς
πιστεύομεν, ως προς δε τους ανθρώπους καλώς γνωρίζομεν ότι
ωθούμενοι ανέκαθεν υπό ακαθέκτου φυσικής ορμής, άρχουν παντού,
όπου η δύναμίς των είναι επικρατεστέρα. Τον νόμον τούτον ούτε
εθέσαμεν, ούτε ισχύοντα ήδη πρώτοι ημείς εφηρμόσαμεν. Τον
ευρήκαμεν ισχύοντα και θα τον κληροδοτήσωμεν ισχύοντα αιωνίως,
γνωρίζοντες ότι και σεις επίσης και κάθε άλλος, εάν είχατε όσην
ημείς δύναμιν, θα επράττατε το αυτό. Και ως προς μεν την
ευμένειαν των θεών, έχομεν ούτω πάντα λόγον να μη φοβούμεθα
ότι θα ευρεθώμεν εις θέσιν μειονεκτικήν. Όσον αφορά όμως τας
προσδοκίας σας περί των Λακεδαιμονίων, επί τη βάσει των οποίων
πιστεύετε ότι ούτοι θα σας βοηθήσουν, ωθούμενοι από το αίσθημα
της ιδίας αυτών τιμής, εάν μακαρίζωμεν την απλότητά σας, δεν
ζηλεύομεν όμως την ανοησίαν σας. Διότι αναγνωρίζομεν αληθώς
ότι οι Λακεδαιμόνιοι, απέναντι εαυτών και των εγχωρίων θεσμών
των, δεικνύονται κατ' εξοχήν ευάρεστοι, ως προς την
συμπεριφοράν των όμως απέναντι των άλλων, μολονότι πολλά θα
είχε κανείς να είπη, δύναται κάλλιστα να τα συγκεφαλαιώση λέγων
ότι διακρίνονται περισσότερον από όλους τους ανθρώπους, τους
οποίους γνωρίζομεν, ως ταυτίζοντες το ευχάριστον με το έντιμον,
και το συμφέρον με το δίκαιον. Και τοιαύτη αντίληψις ήκιστα, μα
την αλήθειαν, ανταποκρίνεται προς τας παρούσας ανοήτους υμών
ελπίδας σωτηρίας."
108. Μήλιοι : "Αλλά και τους κινδύνους τούτους φρονουμεν ότι θ'
αναλάβουν οι Λακεδαιμόνιοι προθυμότερον χάριν ημών, και ότι θα
θεωρήσουν αυτούς ολιγώτερον επισφαλεις, παρά αν επρόκειτο ν'
αναληφθούν χάριν άλλων, καθόσον, εάν λάβωμεν ανάγκην της
συνδρομής των, ευρισκόμεθα πλησίον της Πελοποννήσου και ένεκα
της κοινότητος των πολιτικών φρονημάτων, είμεθα άξιοι
περισσοτέρας εμπιστοσύνης από άλλους."
115. Κατά την αυτήν εποχήν εισέβαλαν και οι Αργείοι εις την
Φλειασίαν, και εμπεσόντες εις ενέδραν, στηθείσαν υπό των
Φλειασίων και των φυγάδων της πόλεώς των, εφονεύθησαν περί
τους ογδοήντα. Και οι Αθηναίοι, ορμώμενοι εκ Πύλου, έλαβαν
πολλήν λείαν από τους Λακεδαιμονίους. Ούτοι, εν τούτοις, ούτε καν
κατόπιν διέρρηξαν την ειρήνην, ουδέ ήρχισαν εχθροπραξίας, δια
προκηρύξεως όμως επέτρεψαν εις όσους εκ των συμπολιτών των
ήθελαν να προβαίνουν εις αντίποινα κατά των Αθηναίων. Οι
Κορίνθιοι επανέλαβαν τον πόλεμον εναντίον των Αθηναίων, ένεκα
ιδιαιτέρων τινών διαφορών των προς αυτούς, οι άλλοι όμως
Πελοποννήσιοι δεν έλαβαν μέρος εις αυτόν. Και οι Μήλιοι, εξ άλλου,
κατέλαβαν δια νυκτερινής εφόδου το μέρος του περιτειχίσματος
των Αθηναίων, όπου ήτο η Αγορά των, εφόνευσαν μερικούς εξ
αυτών, και αφού εισήγαγαν εντός της πόλεώς των σίτον και όσα
άλλα χρήσιμα ημπόρεσαν, απεσύρθησαν και έμεναν αδρανούντες.
Κατόπιν τούτου, οι Αθηναίοι ήσκουν καλλιτέραν επιτήρησιν. Και εν
τω μεταξύ το θέρος ετελείωσε.
Βιβλίον ΣΤ'
Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου
9. Λόγος του Νικίου προς την εκκλησίαν του δήμου Αθηναίων κατά
της εκστρατείας
Η σημερινή συνέλευσις του λαού συνεκλήθη διά να εξετάση κατά
τινα τρόπον πρέπει να γίνουν αι παρασκευαί μας διά την
εκστρατείαν κατά της Σιικελίας. Αλλ' εγώ νομίζω ότι οφείλομεν να
διασκεφθώμεν ακόμη περί της ουσίας αυτού του ζητήματος, αν
δηλαδή συμφέρη να γίνη η θαλασσία αυτή εκστρατεία, και ότι δεν
πρέπει, προκειμένου περί σπουδαιοτάτης υποθέσεως, ν'
αναλάβωμεν, κατόπιν τόσον βραχείας σκέψεως, πόλεμον, ο οποίος
δεν μας αφορά, παρασυρόμενοι από ανθρώπους αλλοφύλους.
Μολονότι, δι' εμέ τουλάχιστον, η εκστρατεία αυτή φέρει τιμήν και
ολιγώτερον παντός άλλου φοβούμαι διά την ιδίαν μου ζωήν, το
οποίον δεν σημαίνει ότι θεωρώ ολιγώτερον καλόν πολίτην εκείνον,
ο οποίος προνοεί και περί του προσώπου του και περί της
περιουσίας του, αφού ο τοιούτος είναι φυσικόν να θέλη, χάριν του
ιδίου αυτού συμφέροντος, όπως και τα πράγματα της πόλεως
ευδοκιμούν. Άλλωστε, ούτε εις το παρελθόν ωμίλησα ποτέ, παρά
τας πεποιθήσεις μου, ένεκα των τιμών, αι οποίαι μου
επεδαψιλεύοντο, ούτε τώρα θα είπω άλλο τι παρ' ό,τι θεωρώ
καλύτερον. Ως εκ της ιδιοσυγκρασίας σας, γνωρίζω καλώς ότι οι
λόγοι μου δεν θα έφεραν κανέν αποτέλεσμα, εάν σας εσυμβούλευα
να φροντίζετε περί της διατηρήσεως των κεκτημένων, και να μη
διακινδυνεύσετε ό,τι έχετε ήδη εις χείρας χάριν των αδήλων και
μελλόντων. Θα προσπαθήσω, εν τούτοις, να σας αποδείξω, ότι η
σπουδή σας είναι άκαιρος και ότι δεν είναι εύκολον να επιτύχετε
ό,τι επιδιώκετε.
14. "Και συ, Πρύτανη, εάν νομίζης ότι καθήκον έχεις να κήδεσαι της
πόλεως, και θέλης να δειχθής αληθής καλός πολίτης, υπόβαλε
πάλιν το ζήτημα εις νέαν συζήτησιν και ψηφοφορίαν του Αθηναϊκού
λαού. Εάν διστάζης να επανέλθης εις τα άπαξ ψηφισθέντα, σκέψου
ότι επί παρουσία τόσων μαρτύρων δεν ημπορεί να γεννηθή ζήτημα
παραβιάσεως των νόμων, αλλ' ότι θα γίνης ιατρός της πόλεως, εν
σχέσει προς την ληφθείσαν υπ' αυτής απόφασιν, και ότι καλού
άρχοντος καθήκον είναι να ωφελήση όσον ημπορεί περισσότερον
την πατρίδα του, ή τουλάχιστον να μη την βλάψη εκουσίως".
22. Και νομίζω ότι πολλούς θα εχρειαζόμεθα και εκ των οπλιτών και
εκ των συμπολιτών μας και εκ των συμμάχων, είτε των υπηκόων
μας, είτε των Πελοποννησίων εκείνων, όσους τυχόν θα
ημπορούσαμεν να πείσωμεν ή να ελκύσωμεν διά μισθού, και προς
τούτοις πολλούς τοξότας και σφενδονιστάς, όπως συγκρατούν το
εχθρικόν ιππικόν. Η υπεροχή, άλλωστε, του στόλου μας πρέπει να
είναι αναμφισβήτητος, όπως, ανεξαρτήτως του άλλου έργου του,
εξασφαλίζη και την ανενόχλητον εισαγωγήν των αναγκαίων
εφοδίων. Τρόφιμα, άλλωστε, όπως σίτον και καβουρδισμένην
κριθήν, οφείλομεν και εντεύθεν να μεταφέρωμεν δι' εμπορικών
πλοίων, καθώς και εμμίσθους αρτοποιούς, επιτασσομένους κατ'
αναλογίαν από τους διαφόρους μύλους, ίνα, εάν ευρεθώμεν που
αποκλεισμένοι από κακοκαιρίαν, μη στερηθή ο στρατός τροφίμων
(διότι ολίγαι πόλεις θα είναι εις θέσιν να δεχθούν στρατόν τόσον
πολυάριθμον). Και κατά τα λοιπά πρέπει να ετοιμασθώμεν όσον το
δυνατόν καλλίτερον, διά να μη εξαρτώμεθα από άλλους, προ
πάντων δε να παραλάβωμεν εντεύθεν όσον το δυνατόν περισσότερα
χρήματα. Διότι όσον αφορά τα εφόδια των Εγεσταίων, τα πλοία
λέγεται ότι μας περιμένουν εκεί έτοιμα, θεωρήσατέ τα έτοιμα
μόνον εις λόγια.
24. Συζήτησις εις την εκκλησίαν του δήμου των Αθηναίων περί των
προπαρασκευών της εκστρατείας
Ταύτα είπεν ο Νικίας νομίζων, ότι δια του πλήθους των αναγκαίων
εφοδίων ή θα απέτρεπε τους Αθηναίους από την εκστρατείαν, ή,
εάν ηναγκάζετο να εκστρατεύση, θα εξέπλεε με την μεγαλυτέραν
δυνατήν ασφάλειαν. Αντί όμως ν' αποβάλουν ούτοι την υπέρ της
εκστρατείας επιθυμίαν των, ως εκ των ενοχλήσεων και δυσχερειών
της αναγκαίας παρασκευής, ηύξησε τουναντίον ο υπέρ αυτής
ενθουσιασμός των, και το αποτέλεσμα απέβη αντίθετον των
προσδοκιών του, διότι εθεωρήθη ότι αι συμβουλαί του ήσαν ορθαί
και ότι μετά την αποδοχήν αυτών υπήρχε βεβαίως επαρκής
ασφάλεια. Και πάντες ανεξαιρέτως κατελήφθησαν από ζωηροτάτην
επιθυμίαν να μετάσχουν της εκστρατείας, οι μεν πρεσβύτεροι διότι
ήσαν πεπεισμένοι ότι ή θα υποτάξουν την Σικελίαν, ή έν πάση
περιπτώσει τοιαύτη στρατιωτική δύναμις ήτο αδύνατον να υποστή
καταστροφήν, οι νεώτεροι δ' ως εκ της επιθυμίας να ιδούν και
θαυμάσουν μακρυνήν χώραν, ηνωμένης με την ελπίδα της αίσιας
επιστροφής, ενώ το πολύ πλήθος, δηλαδή οι στρατιώται απέβλεπαν,
όχι μόνον εις την μισθοδοσίαν του παρόντος, αλλά και εις την
επέκτασιν της Αθηναϊκής κυριαρχίας, ως εκ της οποίας ήλπιζαν να
εξασφαλίσουν μονίμως έμμισθον υπηρεσίαν εις το μέλλον. Ούτως
ώστε, ένεκα του γενικού ενθουσιασμού, οι τυχόν διαφωνούντες,
φοβούμενοι μήπως καταψηφίζοντες θεωρηθούν κακοί πατριώται
εσιώπων.
25. Επί τέλους, κάποιος εκ των Αθηναίων επροχώρησεν εις το βήμα
και στραφείς προς τον Νικίαν είπεν ότι καθήκον έχει να μη
προβάλλη προφάσεις και χρονοτριβή, αλλ' αμέσως τώρα να δηλώση
εις τον λαόν ποίαν στρατιωτικήν δύναμιν πρέπει να του ψηφίσουν.
Ο Νικίας εξηναγκάσθη ούτω να είπη ότι ήθελε μεν συζητήσει το
πράγμα με τους συναρχηγούς του, με περισσοτέραν ησυχίαν, αλλ'
ότι καθόσον ηδύνατο ήδη να κρίνη, δεν πρέπει να εκπλεύσουν με
ολιγωτέρας από εκατόν Αθηναϊκάς τριήρεις, εκ των οποίων θα
χρησιμοποιηθούν ως οπλιταγωγοί όσαι κριθούν αναγκαίαι, και ότι
πρέπει συγχρόνως να ζητήσουν και από τους συμμάχους των την
αποστολήν άλλων πλοίων. Ότι ο ολικός αριθμός των Αθηναίων και
συμμάχων οπλιτών δεν πρέπει να είναι κατώτερος των πέντε
χιλιάδων, αλλ' ει δυνατόν και ανώτερος. Ότι ο λοιπός στρατός
πρέπει να είναι ανάλογος προς τους οπλίτας και να περλαμβάνη
Αθηναίους και Κρήτας τοξότας και σφενδονιστάς και ό,τι άλλα θα
έκριναν αναγκαίον οι στρατηγοί να ετοιμάσουν και παραλάβουν.
33. "Ίσως σας φανή ότι οι λόγοι εμού καθώς και άλλων, περί της
αληθείας της επερχομένης εναντίον ημών εκστρατείας είναι
απίστευτοι, και γνωρίζω ότι όσοι υποστηρίζουν ή επαναλαμβάνουν
όσα θεωρούνται απίστευτα όχι μόνον δεν πείθουν άλλους, αλλά και
οι ίδιοι εκλαμβάνονται ως ανόητοι. Εν τούτοις, δεν θ' αποτραπώ να
ομιλήσω εκ φόβου, καθ' όν χρόνον η πόλις κινδυνεύει, καθόσον είμαι
πεπεισμένος ότι λέγω πράγματα, τα οποία γνωρίζω καλλίτερα από
άλλους. Διότι, όσον πολύ και αν εκπλήττεσθε διά τούτο, οι Αθηναίοι
έχουν ήδη εκκινήσει εναντίον μας με μεγάλον στόλον και στρατόν.
Και προφασίζονται μεν ότι έρχονται ένεκα της συμμαχικής
υποχρεώσεώς των προς τους Εγεσταίους και όπως
αποκαταστήσουν τους Λεοντίνους εις τας εστίας των, πράγματι
όμως διότι εποφθαλμιούν την Σικελίαν και προ πάντων την πόλιν
μας, νομίζοντες ότι εάν κατακτήσουν αυτήν, ευκόλως θα
κατακτήσουν και τα υπόλοιπα. Με την βεβαιότητα, λοιπόν, ότι μετ'
ολίγον θα ευρίσκωνται εδώ, οφείλετε να εξετάσετε κατά τίνα
τρόπον ημπορείτε αποτελεσματικώτερον να τους αποκρούσετε με
τα υπάρχοντα μέσα. Οφείλετε μήτε να προκαταληφθήτε
απαράσκευοι, διότι τους υπετιμήσατε, μήτε να παραμελήσετε την
όλην υπόθεσιν, διότι δεν ηθελήσατε να πιστεύσετε την είδησιν. Αλλ'
όποιος πιστεύει αυτήν, ας μη πτοηθή από την τόλμην και την
δύναμίν των. Διότι ούτε εις θέσιν θα είναι να μας προξενήσουν
μεγαλυτέρας βλάβας από όσας θα τους προξενήσωμεν και αυτό δε
το μέγεθος του στρατού των, με τον οποίον εκστρατεύουν, δεν
είναι ανωφελές δι' ημάς. Τουναντίον, και απέναντι των άλλων
Σικελιωτών είναι πολύ καλλίτερον, διότι, ως εκ του φόβου των,
προθυμότερον θα συναγωνισθούν με ημάς ως σύμμαχοι, και αν
τελικώς κατορθώσωμεν, είτε να τους συντρίψωμεν, είτε να τους
εκδιώξωμεν χωρίς να επιτύχουν τους σκοπούς των (διότι δεν
φοβούμαι, βέβαια, μήπως πραγματοποιηθούν αι προσδοκίαι των), θα
έχωμεν επιτύχει ενδοξότατον κατόρθωμα, όπως βασίμως
προσδοκώ. Σπανίως, τωόντι, μεγάλαι υπερπόντιοι εκστρατείαι, είτε
Ελλήνων, είτε βαρβάρων, διευθυνόμενοι εναντίον χώρας μακράν
της ιδικής των, επέτυχαν. Διότι ούτε οι εκστρατεύοντες είναι
πολυαριθμότεροι των αντιπάλων των και των γειτόνων αυτών,
τους οποίους ο φόβος ενώνει όλους εις κοινόν σύνδεσμον. Και εάν
δι' έλλειψιν των αναγκαίων εφοδίων αποτύχουν εις ξένην χώραν,
μολονότι η αποτυχία των οφείλεται εις ίδια αυτών κυρίως
σφάλματα, καταλείπουν ουδέν ήττον δόξαν εις εκείνους, των
οποίων επεδίωξαν την καταστροφήν.
Το οποίον, με την απροσδόκητον και τρομεράν καταστροφήν των
Περσών, συνέβη και εις τους ιδίους τους Αθηναίους, όταν η φήμη
των μεγάλως ηύξήθη, λόγω του ότι η εκστρατεία ελέγετο ότι
διευθύνεται κατα των Αθηνών. Τούτο δε υπάρχει ελπίς να συμβή και
με ημάς.
39. "Θα είπουν τινές ότι η δημοκρατία ούτε συνετόν, ούτε δίκαιον
πολίτευμα είναι, και ότι οι έχοντες τα χρήματα είναι ικανώτεροι
όπως κυβερνούν άριστα. Αλλ' εγώ ισχυρίζομαι, πρώτον μεν ότι το
όνομα δημοκρατία περιλαμβάνει το σύνολον του λαού, ενώ η
ολιγαρχία μέρος μόνον αυτού, και δεύτερον ότι οι μεν πλούσιοι
είναι άριστοι φύλακες του δημοσίου ταμείου, οι συνετοί άριστοι
σύμβουλοι, και οι πολλοί, αφού ακούσουν συζητούμενον ζήτημα τι,
άριστοι κριταί, και ότι έκάστη των τάξεων τούτων και όλαι ομού
απολαύουν ίσων δικαιωμάτων υπό δημοκρατικόν πολίτευμα. Ενώ η
ολιγαρχία διαμοιράζει μεν τους κινδύνους εις τους πολλούς, ως
προς τα ωφελήματα όμως δεν αρκείται καν εις την μερίδα του
λέοντος, αλλά σφετερίζεται και κρατεί δι' εαυτήν το όλον. Ιδού τί
επιδιώκουν οι ισχυροί και οι νέοι μεταξύ υμών, και τί είναι
αδύνατον να επιτύχουν εις μεγάλην πόλιν.
55. Ότι ο Ιππίας ήτο ο πρεσβύτερος των υιών του Πεισιστράτου, και
ως εκ τούτου ανήλθεν εις την ανωτάτην αρχήν, υποστηρίζω και
διότι το γνωρίζω ακριβέστερον από άλλους εξ ακοής, αλλά και
διότι το τοιούτο συνάγεται ασφαλώς και εκ των επομένων. Ότι
μόνος αυτός εκ των γνησίων αδελφών αποδεικνύεται ότι είχε
τέκνα, όπως μαρτυρεί και ο άρτι μνημονευθείς βωμός και η στήλη
που εστήθη εις την Ακρόπολιν των Αθηνών προς διαιώνισιν της
αδικίας των τυράννων, εις την οποίαν, ούτε του Θεσσαλού, ούτε
του Ιππάρχου, μνημονεύεται κανέν τέκνον, ενώ του Ιππίου πέντε, τα
οποία απέκτησεν εκ του γάμου του με την Μυρσίνην, θυγατέρα του
Καλλίου, υιού του Υπεροχείδου. Και ήτο βέβαια φυσικόν ο
πρεσβύτερος να νυμφευθή πρώτος. Επί πλέον, το όνομά του εις την
ιδίαν στηλην είναι γραμμένον αμέσως μετά το όνομα του πατρός
του, και τούτο πολύ φυσικά, λόγω του ότι ήτο πρεσβύτερος υιός και
διεδέχθη αυτόν εις την τυραννίδα. Νομίζω, άλλωστε, ότι ο Ιππίας
δεν ήθελε κατορθώσει τόσον ευκόλως να γίνη κύριος της αρχής
αμέσως μετά τον θάνατον του Ιππάρχου, εάν ούτος ήτο τύραννος,
και εκείνος διά πρώτην φοράν επεδίωκεν αυθημερόν να
εγκατασταθή εις αυτήν. Ενώ, λόγω του ότι ήσαν συνηθισμένοι από
προτήτερα, οι μεν πολίται να τον φοβούνται, οι δε σωματοφύλακές
του εις αυστηράν πειθαρχίαν, κατέβαλε την συνωμοσίαν μετά
περισσής ασφαλείας και εις ουδεμίαν ευρέθη αμηχανίαν, όπως θα
συνέβαινεν, αν ήτο νεώτερος αδελφός, οπότε δεν θα είχεν
αποκτήσει διά προηγουμένης ήδη ασκήσεως την συνήθειαν της
εξουσίας. Εις τον Ίππαρχον, εντούτοις, συνέβη, επειδή κατέστη
ονομαστός, ένεκα του τραγικού τέλους του, να διαφημισθή
ακολούθως και ως τύραννος.
57. Και ως έφθασεν η ημέρα της εορτής, ο μεν Ιππίας μετά των
σωματοφυλάκων του ευρίσκετο εκτός της πόλεως, εις τον
καλούμενον Κεραμεικόν, κανονίζων την σειράν κατά την οποίαν
έπρεπε να προχωρούν τα διάφορα τμήματα της πομπής. Ο Αρμόδιος
και ο Αριστογείτων, εξ άλλου, κρατούντες ήδη τα εγχειρίδια,
επροχώρουν, διά να εκτελέσουν το σχέδιόν των. Αλλ' όταν είδαν
ένα των συνωμοτών συνομιλούντα οικείως με τον Ιππίαν, ο οποίος
ήτο ευπρόσιτος εις όλους, εφοβήθησαν, νομίζοντες ότι
επροδόθησαν, και ότι από στιγμής εις στιγμήν θα συνελαμβάνοντο.
Ως εκ τούτου, ηθέλησαν, πριν συλληφθούν, να εκδικηθούν, εάν
ημπορούσαν, προηγουμένως εκείνον που έγινεν αιτία τοιαύτης δι'
αυτούς λύπης, και ένεκα του οποίου διεκινδύνευαν τα πάντα, και
όπως ήσαν, όρμησαν εντώς των πυλών της πόλεως και
συναντήσαντες τον Ίππαρχον παρά το Ιερόν, το καλούμενον
Λεωκόρειον, επέπεσαν κατ' αυτού αμέσως αποτυφλωμένοι από το
σφοδρόν πάθος, ο μεν της ερωτικής ζηλοτυπίας, ο δε της
τρωθείσης υπερηφανείας, τον κτυπούν και τον φονεύουν. Και ο μεν
Αριστογείτων διέφυγε την στιγμήν εκείνην τους σωματοφύλακας,
λόγω του προσδραμόντος πλήθους, αλλά τον συνέλαβαν ακολούθως
και δεν τον μετεχειρίσθησαν βέβαια με ηπιότητα. Ο Αρμόδιος όμως
εφονεύθη αμέσως επί τόπου.
60. Ταύτα έχων κατά νουν ο Αθηναϊκός λαός και ανακαλών εις την
μνήμην του όσα εγνώριζε περί αυτών εκ παραδόσεως, ήτο
αμείλικτος και πλήρης δυσπιστίας προς εκείνους, οι οποίοι
κατηγορούντο διά το ζήτημα των μυστηρίων, και η όλη υπόθεσις
εθεωρείτο υπ' αυτών ότι ωφείλετο εις συνωμοσίαν, αποβλέπουσαν
εις εγκαθίδρυσιν ολιγαρχίας ή τυραννίδος. Και επειδή, ως εκ του
ερεθισμού τούτου των πνευμάτων, πολλοί και αξιόλογοι ανθρώποι
ευρίσκοντο ήδη εις τας φύλακας, και το κακόν δεν εφαίνετο ότι
πλησιάζει να παύση, αλλά καθ' ημέραν εδεινώνετο περισσότερον
και προέβαιναν εις αθροωτέρας συλλήψεις, τότε πλέον εις των
προφυλακισμένων, ο οποίος εθεωρείτο περισσότερον των άλλων
ένοχος, κατεπείσθη υπό τινος εκ των κρατουμένων εις την ιδίαν
φυλακήν να προβή εις ομολογίαν ενοχής, αδιαφορόν αν αληθή ή όχι.
Διότι αι γνώμαι διχάζονται και κανείς, ούτε τότε, ούτε μέχρι
σήμερον, γνωρίζει να είπη ποίοι ήσαν οι αληθείς δράσται του
εγκλήματος. Ο μετ' αυτού κρατούμενος κατώρθωσε να τον πείση,
παριστάνων εις αυτόν ότι οφείλει να το πράξη, και αν ακόμη δεν
ήτο ένοχος, διά να σώση εαυτόν, εξασφαλίζων την ατυμωρησίαν
του, και απαλλάξη την πόλιν από την υποψίαν, η οποία την
συνετάρασσε. Διότι η σωτηρία αυτού ήτο ασφαλεστέρα, εάν,
ομολογήσας την ενοχήν του, εξασφαλίση την ατιμωρησίαν, παρά
εάν αρνηθείς την κατηγορίαν παραπεμφθή εις δίκην. Το αποτέλεσμα
υπήρξεν ότι ούτος κατεμήνυσεν εαυτόν και άλλους τινάς ως
ενόχους του ακρωτηριασμού των Ερμών. Και ο δήμος των
Αθηναίων, ο οποίος εθεώρει προηγουμένως αφόρητον το να μη
κατορθωθή η ανακάλυψις των συνωμοτούντων κατά του
δημοκρατικού πολιτεύματος, απεδέχθη μετά μεγάλης χαράς την
εξακρίβωσιν, ως πίστευε, της αληθείας, και τον μεν καταδότην και
όσους εκ των συγκατηγορουμένων του δεν είχεν ούτος καταγγείλει,
απέλυσαν ευθύς, τους δε λοιπούς κατηγορουμένους όσους είχαν
συλλάβει εδίκασαν και εθανάτωσαν, ενώ εκείνους που είχαν
διαφύγει κατεδίκασαν εις θάνατον, προκηρύξαντες χρηματικήν
αμοιβήν δι' εκείνον, ο οποίος θα εφόνευε τινα εξ αυτών. Αλλ' εις
την περίστασιν αυτήν κανείς δεν γνωρίζει μήπως οι παθόντες
ετιμωρήθησαν αδίκως. Αναμφισβήτητον όμως είναι ότι εκ τούτου
καταφανώς ωφελήθη η όλη πόλις.
70. Όταν οι δύο στρατοί ήλθαν εις χείρας, η μάχη εξηκολούθει επί
πολύ ισόπαλος και επήλθε καταιγίς μετά βροντών και αστραπών και
πολλής βροχής, εις τρόπον ώστε των μεν πρώτην φοράν
λαμβανόντων μέρος εις μάχην και απείρων του πολέμου και η
καταιγίς αυτή επηύξανε τον φόβον, οι εμπειρότεροι δ' εθεώρουν
αυτήν ως αποτέλεσμα απλώς της ώρας του έτους και εξεπλήττοντο
μάλλον από την παρατεινομένην αντίστασιν των αντιπάλων. Όταν
όμως οι Αργείοι πρώτοι απώθησαν το αριστερόν κέρας των
Συρακουσίων και μετ' αυτούς οι Αθηναίοι το απέναντί των
ευρισκόμενον κέντρον, ήρχισε πλέον να διασπάται και η λοιπή
εχθρική παράταξις και υπεχώρησεν εσπευσμένως. Οι Αθηναίοι δεν
κατεδίωξαν αυτούς επί μακρόν διάστημα, διότι το ιππικόν των
Συρακουσίων, το οποίον ήτο πολυάριθμον και δεν είχεν ηττηθή,
τους συνεκράτει, και επελαύνον κατά των οπλιτών, τους οποίους
τυχόν έβλεπε προχωρούντας εις την καταδίωξιν μακρότερον των
άλλων, τους απέκρουε. Διά τούτο, αφού τους κατεδίωξαν εν
σώματι, εφόσον ηδύναντο να το πράξουν ασφαλώς, επανήλθαν εις
την αρχικήν θέσιν των και επεδόθησαν εις την ανέγερσιν τροπαίου.
Οι Συρακούσιοι, εξ άλλου, συγκετρωθέντες εις την Ελωρίνην οδόν
και ανασυνταχθέντες, όπως καλλίτερον ημπορούσαν μετά
εσπευσμένην υποχώρησιν, έστειλαν μολαταύτα κατά μήκος της
οδού απόσπασμα προς φρούρησιν του Ολυμπιείου, φοβηθέντες
μήπως οι Αθηναίοι θέσουν χείρα επί του θησαυρού, του
φυλασσομένου εντός του ναού, και οι λοιποί απεσύρθησαν εντός
της πόλεως.
77. Αλλ' είναι πολύ εύκολον να κατηγορήση τις τους Αθηναίους. και
διά τούτο δεν ήλθαμεν σήμερον εδώ διά ν' αποδείξωμεν τα
εγκλήματά των προς ανθρώπους, οι οποίοι καλώς τα γνωρίζουν,
αλλά πολύ μάλλον διά να κατηγορήσωμεν ημάς αυτούς, διότι, ενώ
έχομεν υπ' όψιν το παράδειγμα των εκεί Ελλήνων, οι οποίοι
υπεδουλώθησαν ένεκα των αμοιβαίων διαιρέσεων, και ενώ ομοία
σοφίσματα χρησιμοποιούνται ήδη απέναντί μας (αποκαταστάσεις
τάχα των Λεοντίνων εις τας εστίας των, λόγω κοινής
καταταγωγής, και παροχαί βοηθείας εις τους Εγεσταίους, λόγω
συμμαχικών υποχρεώσεων), δεν αποφασίζομεν να συσσωματωθωμεν
όπως με περισσοτέραν αποφασιστικότητα τους δώσομεν να
εννοήσουν ότι δεν πρόκειται εδώ περί Ιώνων, ούτε περί
Ελλησποντίων και νησιωτών, οι οποίοι, όσον και αν αλλάσσουν
εκάστοτε δεσπότην είτε Πέρσης, είτε οιοσδήποτε άλλος είναι
ούτος, είναι πάντοτε δούλοι αλλά περί Δωριέων, πολιτών
ελευθέρων της Σικελίας, και ορμώμενων από το ανεξάρτητον
έδαφος της Πελοποννήσου. Ή μήπως περιμένομεν, έως ότου αι
πόλεις μας καταληφθούν η μία μετά την άλλην, ενώ γνωρίζομεν ότι
αυτή είναι η μόνη οδός, η οποία δύναται να οδήγηση εις την
κατάκτησίν μας, και ενώ βλέπομεν ότι ακολουθούν την μέθοδον
ταύτην, ώστε άλλους μεν εξ ημών να ωθούν εις διάστασιν δι'
επιτηδείων λόγων, άλλους δε να εξωθούν εις πόλεμον εναντίον
αλλήλων διά της ελπίδος ότι θα έχουν συναγωνιστάς, και άλλους
να κατορθώνουν να καταστρέφουν διά της χρήσεως διαφόρων
εκάστοτε ελκυστικών και απατηλών λόγων; Και φανταζόμεθα ότι,
όταν ο μακρυνός γείτων μας καταστραφή προηγουμένως, δεν θα
έλθη το κακόν και εις ένα έκαστον εξ ημών των ιδίων, αλλ' ότι
όποιος πάθει προτήτερα από ημάς θα υποστή το κακόν αυτός και
μόνος;
78. "Και εάν τυχόν φαντάζεται κανείς, ότι οι Αθηναίοι δεν είναι
ιδικοί του εχθροί, αλλά των Συρακουσίων, και θεωρή τερατώδες να
εκτίθεται εις κίνδυνον υπέρ της ιδικής μας χώρας, ας σκεφθή όντος
ότι δεν θα πολεμήση επί του ιδικού μας εδάφους χάριν της ιδικής
μας χώρας μάλλον, αλλά και υπέρ της ιδικής του εξ ίσου, και
τοσούτον ασφαλέστερον όσον δεν θα έχωμεν καταστραφή
προηγουμένως και επομένως τον αγώνα του θα διεξαγάγη όχι
απομονωμένος, αλλ' έχων ημάς συμμάχους παρά το πλευρόν του. Ας
σκεφθή, προς τούτοις, ότι ο Αθηναίος δεν επιδιώκει να τιμωρήση
την προς αυτόν έχθραν των Συρακουσίων, αλλά χρησιμοποιών ημάς
ως πρόφασιν, να εξασφαλίση κυρίως την προς αυτόν φιλίαν σας. Και
εάν κανείς φθονή ή φοβήται τας Συρακούσας (διότι οι ισχυροί
επισύρουν αμφότερα ταύτα τα πάθη), και ένεκα τούτου θέλει μεν να
υποβληθούν αυταί εις δοκιμασίας, διά να σωφρονισθώμεν, αλλά να
σωθούν τελικώς, χάριν της ιδίας αυτού ασφαλείας, ο τοιούτος
ελπίζει να επιτύχη πράγμα, το οποίον υπερβαίνει την ανθρωπίνην
δύναμιν. Διότι δεν ημπορεί κανείς να διευθύνη την τύχην εξ ίσου,
όπως διευθύνει τας επιθυμίας του. Και αν ούτος πλανηθή εις τους
υπολογισμούς του, είναι ενδεχόμενον ότι, θρηνών ημέραν τινά διά
τας συμφοράς του, θα ηύχετο να έχη λόγους όπως φθονήση πάλιν
την ιδικήν μας ευτυχίαν. Αλλά τούτο θα είναι αδύνατον, εάν
εγκαταλείψη ημάς και δεν θελήση ν' αναλάβη τους αυτούς με ημάς
κινδύνους, οι οποίοι δεν είναι ζήτημα λέξεων, αλλά ζήτημα
πραγμάτων. Διότι ημπορούν να λέγουν ότι υπερασπίζεσθε την
κυριαρχίαν μας, πραγματικώς όμως προστατεύετε την ιδίαν υμών
ύπαρξιν. Και ωφείλατε σεις κατ' εξοχήν, Καμαριναίοι, οι οποίοι
είσθε όμοροί μας και τους οποίους θ' απειλήση ο κίνδυνος αμέσως
μεθ' ημάς, να προβλέπετε τα πράγματα ταύτα και να μη δεικνύεσθε
άτονοι εις την προς ημάς συμμαχικήν σας βοήθειαν, όπως πράττετε
τώρα. Ωφείλατε, τουναντίον, να έλθετε εξ ιδίας υμών
πρωτοβουλίας προς ημάς και όπως, εάν οι Αθηναίοι είχαν έλθει
πρώτον εις την χώραν σας, θα επεκαλείσθε την βοήθειάν μας,
παρακαλούντες ημάς ουδ' επ' ελάχιστον να ενδώσωμεν, ούτω και
τώρα να μας ενθαρρύνετε διά της απροκαλύπτου υποστηρίξεώς
σας, όπως εντείνωμεν τας προσπαθείας μας μέχρι του ακροτάτου
σημείου. Αλλ' ούτε σεις, μέχρι τούδε τουλάχιστον, ούτε οι άλλοι,
εδείξατε καμμίαν προς τούτο προθυμίαν.
79. "Ίσως όμως ένεκα δειλίας θελήσετε ν' αριθμήσετε τας απέναντι
ημών και των επιδρομέων σχέσεις σας, αποβλέποντες εις τα επί του
δικαίου στηριζόμενα επιχειρήματα και τας εντεύθεν απορρέουσας
νομικάς υποχρεώσεις σας, και προβάλλοντες την προς τους
Αθηναίους συμμαχίαν σας. Αλλά την συμμαχίαν ταύτην
συνωμολογήσατε, βεβαίως, όχι εναντίον φίλων, αλλ' εναντίον
εχθρών οίτινες ήθελαν τυχόν σας επιτεθή, και όπως βοηθήτε τους
Αθηναίους εις περίστασιν τουλάχιστον μόνον που ήθελαν αδικηθή
από άλλους και όχι όταν αυτοί αδικούν άλλους, όπως συμβαίνει
τώρα, αφού ούτε οι Ρηγίνοι, οι οποίοι είναι Χαλκιδείς, δεν θέλουν να
βοηθήσουν εις την εγκατάστασιν των Λεοντίνων, οι οποίοι είναι
Χαλκιδείς. Θα ήτο τερατώδες εάν, ενώ εκείνοι, υποπτεύοντες την
πραγματικήν αιτίαν της ευσχήμου επικλήσεώς των επί του δικαίου
στηριζομένων επιχειρημάτων και των εντεύθεν απορρεουσών
νομικών υποχρεώσεων, ακολουθούν σώφρονα πολιτικήν διά την
οποίαν δεν δύνανται να δώσουν ικανοποιητικήν εξήγησιν, σεις,
προβάλλοντες πρόφασιν κατ' επίφασιν ικανοποιητικήν, θέλετε να
βοηθήτε εκείνους που είναι φυσικοί εχθροί σας, συμπράττοντες με
τους χειρίστους εχθρούς των, και να καταστρέψετε εκείνους, προς
τους οποίους συνδέεσθε διά στενωτέρων ακόμη δεσμών κοινής
καταγωγής. Τούτο όμως δεν είναι δίκαιον, αλλά δίκαιον είναι να
βοηθήσετε ημάς και να μη φοβήσθε την στρατιωτικήν αυτών
δύναμιν. Διότι αυτή δεν είναι επικίνδυνος, έαν ημείς είμεθα
ηνωμένοι, αλλά μόνον, εάν τουναντίον διασπασθωμεν, όπως αυτοί
επιδιώκουν. Απόδειξις τούτου, ότι και όταν επετέθησαν εναντίον
ημών μόνων και ενίκησαν, δεν κατώρθωσαν να πραγματοποιήσουν
τους σκοπούς των, αλλ' απεσύρθησαν εσπευσμένως.
83. "Ως εκ τούτου, την ηγεμονίαν έχομεν κατά πρώτον λόγον, διότι
είμεθα άξιοι αυτής. Και είμεθα άξιοι αυτής, διότι παρέσχομεν τον
μεγαλύτερον στόλον και επεδείξαμεν απροφάσιστον προθυμίαν υπέρ
του αγώνος των Ελλήνων, και διότι προς τούτοις εκείνοι,
προσενεγκόντες κατά το μέτρον των δυνάμεών των ομοίαν
συνδρομήν εις τους Πέρσας, έβλαψαν ημάς. Αλλά συγχρόνως
έχομεν αυτήν, διότι θέλομεν να είμεθα αρκετά ισχυροί απέναντι
των Πελοποννησίων. Ούτε καταφεύγομεν εις χρήσιν ωραίων
φράσεων, υποστηρίζοντες ότι την ηγεμονίαν έχομεν δικαίως, διότι
τάχα μόνοι ενικήσαμεν τον βάρβαρον και διότι επροκινδυνεύσαμεν
υπέρ της ελευθερίας εκείνων μάλλον και όχι της ελευθερίας όλων
των Ελλήνων, συμπεριλαμβανομένης και της ιδικής μας. και κανείς
δεν ημπορεί να μεμφθή εκείνον, ο οποίος φροντίζει να πορισθή τα
μέσα διά των οποίων δύναται, υπό δεδομένας περιστάσεις, ν'
ασφάλιση την σωτηρίαν του. Και τώρα παριστάμενοι εδώ, χάριν της
ιδίας ημών ασφαλείας, βλέπομεν ότι και σεις έχετε τα αυτά με ημάς
συμφέροντα. Τον ισχυρισμόν δε τούτον αποδεικνύομεν,
στηριζόμενοι εις αυτά ταύτα τα γεγονότα, διά τα οποία ούτοι μας
διαβάλλουν, και τα οποία κυρίως προκαλούν τας υποψίας και τους
φόβους σας. Καθόσον γνωρίζομεν ότι όσοι εξ υπερβολικού φόβου
υποπτεύονται κάτι ημπορούν να δοκιμάζουν προς στιγμήν τέρψιν,
ακούοντες δελεαστικούς λόγους, αλλ' όταν έλθη ακολούθως η
στιγμή της δράσεως, ενεργούν κατά τα ίδιά των συμφέροντα.
Καθώς, τωόντι, είπαμεν ήδη, και την εκεί ηγεμονίαν διατηρούμεν
ένεκα φόβου και ένεκα του αυτού λόγου ήλθαμεν διά να ρυθμίσωμεν
τα εδώ πράγματα, από κοινού μετά των φίλων μας. Σκοπός ημών
δεν είναι να σας υποδουλώσωμεν, αλλά τουναντίον να εμποδίσωμεν
άλλους να σας υποδουλώσουν.
85. "Δι' ένα τύραννον ή διά πόλιν ασκούσαν ηγεμονίαν, τίποτε δεν
είναι ανακόλουθον, εφόσον είναι συμφέρον, ούτε δύναται να
θεωρηθή τις ως όμαιμος, εφόσον δεν δύναται να εμπιστευθή τις
αυτόν. Ο καθείς πρέπει να είναι εχθρός ή φίλος αναλόγως των
περιστάσεων. Και το ιδικόν μας συμφέρον ενταύθα εξυπηρετείται,
όχι εάν εξασθενήσωμεν τους φίλους μας, αλλ' εάν οι εχθροί μας
καταστούν ανίσχυροι διά της δυνάμεως των φίλων μας. Ούτε
πρέπει να δεικνύεσθε δύσπιστοι. Διότι τους εκεί συμμάχους μας
μεταχειριζόμεθα όπως έκαστος ημπορεί να μας χρησιμεύση
καλύτερον.
Τους Χίους και Μηθυμναίους αφίνομεν ανεξαρτήτους, υπό τον όρον
της παροχής πλοίων. Από τους περισσοτέρους απαιτούμεν την
καταβολήν φόρου υποτέλειας. Προς άλλους πάλιν, μολονότι
νησιώτας και ευάλωτους, συνδεόμεθα δι' ελευθέρας συμμαχίας,
λόγω του ότι κατέχουν στρατηγικά επίκαιρα σημεία πέριξ της
Πελοποννήσου. Ούτως ώστε και διά τα εδώ πράγματα η πολιτική
μας φυσικόν είναι να ρυθμισθή από το συμφέρον μας και από τον
φόβον, τον οποίον, όπως είπαμεν, μας εμπνέουν οι Συρακούσιοι.
Διότι ούτοι επιδιώκουν να σας υποβάλουν υπό την ηγεμονίαν των
και θέλουν, εκμεταλλευόμενοι τας καθ' ημών υποψίας σας, να
συνενώσουν τους Σικελιώτας εις κοινόν σύνδεσμον, και αφού ούτως
αναγκασθώμεν ημείς να απέλθωμεν άπρακτοι, είτε διά της βίας,
είτε λόγω απομονώσεώς σας, να κυριαρχήσουν της Σικελίας. Και
αναγκαίως θα συμβή τούτο, εάν ενωθήτε με αυτούς, διότι την
ηνωμένην δύναμίν σας δεν θα είναι εύκολον να καταβάλωμεν, και
όταν ημείς απέλθωμεν, οι Συρακούσιοι θα είναι αρκετά ισχυροί
απέναντί σας.
Βιβλίον Ζ'
Μετάφραση Ελ. Βενιζέλου
14. «Δεν έχετε ανάγκην να σας είπω, διότι καλώς το γνωρίζετε, ότι
μικρόν μόνον μέρος των πληρωμάτων αποτελείται από ικανούς
ναύτας, και ότι ολίγοι εκ τούτων γνωρίζουν και να ξεκινήσουν
ταχέως εν πολεμικόν πλοίον και να συγκρατούν τον ρυθμόν της
κωπηλασίας. Αλλ' εκείνο, το οποίον περισσότερον από όλα αυτά με
φέρει εις μεγαλητέραν αμηχανίαν, είναι ότι, μολονότι αρχηγός, δεν
είμαι εις θέσιν να προλάβω όλα αυτά (διότι ιδιοσυγκρασίαι, όπως αι
δικαί σας, είναι δυσδιοίκητοι), και ότι δεν έχομεν ούτε τα μέσα να
εύρωμεν πληρώματα διά τον στόλον μας, όπως τα έχουν άφθονα οι
αντίπαλοι, αλλ' είμεθα ηναγκασμένοι με τους άνδρας, τους οποίους
είχαμεν όταν ήλθαμεν, και εις τας σημερινάς ανάγκας να
επαρκούμεν και τας καθημερινάς απωλείας ν' αναπληρώνωμεν.
Καθόσον η Νάξος και η Κατάνη, αι μόναι πόλεις, αι οποίαι είναι
σήμερον σύμμαχοι μας, δεν είναι εις θέσιν να μας βοηθήσουν κατά
τούτο. Και εάν εν και μόνον πλεονέκτημα προστεθή ακόμη εις τους
εχθρούς μας, εάν δηλαδή τα μέρη της Ιταλίας, από τα οποία
προμηθευόμεθα τας τροφάς μας, βλέποντα και την κατάστασιν εις
την οποίαν ευρισκόμεθα, και ότι δεν μας στέλλετε ενισχύσεις,
στραφούν προς το μέρος των, θα τερματίσουν ούτοι τον πόλεμον
αμαχητεί, διότι η πείνα θα μας αναγκάση εις παράδοσιν.
24. Αλλ' ενώ τοιαύτη υπήρξεν η έκβασις της ναυμαχίας διά τους
Συρακουσίους, ούτοι ήσαν ήδη κύριοι των οχυρωμάτων του
Πλημμυρίου και έστησαν τρία τρόπαια, ανά εν δι' έκαστον εξ
αυτών. Και το μεν εν εκ των δύο μικρότερων, των έπειτα
κυριευθέντων κατεδάφισαν, τα δύο άλλα όμως επεσκεύασαν και
ετοποθέτησαν εις αυτά φρουράν. Κατά την άλωσιν των
οχυρωμάτων, εφονεύθησαν και ηχμαλωτίσθησαν πολλοί και το
σύνολον των προμηθειών, το όποιον ήτο σημαντικόν, κατελήφθη.
Διότι, επειδή οι Αθηναίοι εχρησιμοποίουν τα οχυρώματα ταύτα ως
αποθήκας, πολλά εμπορεύματα και τρόφιμα, ανήκοντα εις
εμπόρους, ευρίσκοντο εντός αυτών, και πολλά πράγματα, ανήκοντα
εις τους τριηράρχους, αφού τα ιστία και η λοιπή εξάρτυσις
σαράντα πλοίων έπεσαν εις χείρας των εχθρών, μαζύ με τρεις
τριήρεις, αι οποίαι ήσαν ανειλκυσμέναι εις την ξηράν. Αλλά το
μεγαλήτερον και σοβαρώτερον πλήγμα, το οποίον υπέστησαν οι
Αθηναίοι, ήτο η απώλεια του Πλημμυρίου. Διότι η απώλεια αύτη και
τον εντός του λιμένος είσπλουν των πλοίων, των μεταφερόντων
εφόδια διά τον στρατόν, κατέστησε του λοιπού επικίνδυνον,
καθόσον μοίρα του στόλου των Συρακουσίων, σταθμεύουσα εκεί,
εμπόδιζε τον είσπλουν και ηναγκάζοντο ταύτα να εκβιάζουν την
είσοδόν των, μαχόμενα, και κατάπληξιν και αποθάρρυνσιν
εγέννησεν εις το στράτευμα.
26. Δράσις του Αθηναϊκού στόλου εις τας ακτάς της Πελοποννήσου
Ο Δημοσθένης, μετά την συγκέντρωσιν του στρατού, τον οποίον
έμελλε να οδηγήση εις Σικελίαν, εξέπλευσεν από την Αίγιναν,
διευθυνόμενος προς τας Πελοποννησιακάς ακτάς, και αφού
συνηνώθη με την υπό τον Χαρικλή μοίραν εκ τριάντα Αθηναϊκών
πλοίων και επιβίβασαν τους Αργείους οπλίτας, εξηκολούθησαν
πλέοντες κατά των ακτών της Λακωνικής και ερήμωσαν πρώτον
μέρος του εδάφους της Επιδαύρου Λιμηράς. Ακολούθως
προσήγγισαν εις την ακριβώς απέναντι των Κυθήρων Λακωνικήν
ακτήν, όπου ευρίσκεται ο ναός του Απόλλωνος. Εκεί ερήμωσαν
διάφορα μέρη της χώρας και ωχύρωσαν θέσιν τινά, συνδεομένην
προς την ξηράν δι' ισθμού, προδήλως προς τον σκοπόν όπως
αυτομολούν εκεί οι Είλωτες των Λακεδαιμονίων, και συγχρόνως
ενεργούνται εκείθεν, όπως από την Πύλον, ληστρικαί επιδρομαί. Ο
Δημοσθένης, αφού συνέπραξεν εις την κατάληψιν της θέσεως
ταύτης, ανεχώρησεν ευθύς, πλέων πλησίον της ακτής και
διευθυνόμενος εις Κέρκυραν, όπως παραλάβη στρατιωτικήν δύναμιν
και από τους εκεί συμμάχους και πλεύση με όλην την δυνατήν
ταχύτητα εις Σικελίαν. Ο Χαρικλής, εξ άλλου, παραμείνας, έως
ότου συντελεσθή η οχύρωσις της θέσεως, και αφίσας φρουράν προς
φύλαξιν αυτής, απέπλευσε και αυτός με την μοίραν των τριάντα
πλοίων εις τα ίδια. Το αυτό έπραξαν συγχρόνως και οι Αργείοι.
27. Άφιξις Θρακών πελταστών εις Αθήνας και επιστροφή εις την
πατρίδα των. Καταστροφή της Μυκαλησσού
Κατά το ίδιον θέρος, ήλθαν εις τας Αθήνας χίλιοι τετρακόσιοι
πελτασταί εκ των μαχαιροφόρων Θρακών της φυλής των Δίων, οι
οποίοι επρόκειτο να συνοδεύσουν τον Δημοσθένη εις Σικελίαν. Αλλ'
επειδή έφθασαν πολύ αργά, οι Αθηναίοι εσκέπτοντο να τους
στείλουν οπίσω. Διότι, εκάστου πελταστού λαμβάνοντος ημερήσιον
μισθόν δραχμής μιας, η διατήρησις αυτών εφαίνετο δαπάνη
υπερβολική, ένεκα ιδίως της καταστάσεως, την οποίαν εδημιούργει
ο εκ Δεκελείας διεξαγόμενος κατ' αυτών πόλεμος. Διότι, αφότου η
Δεκέλεια, οχυρωθείσα κατά τας αρχάς του θέρους τούτου υπό
ολοκλήρου του στρατού, κατείχετο ως διαρκής απειλή κατά της
χώρας, το πρώτον μεν υπ' αυτού, έπειτα δε υπό φρουράς, την
οποίαν παρείχαν κατά ωρισμένα χρονικά διαστήματα αι διάφοροι
πόλεις αλληλοδιαδόχως, η κατοχή αυτής επροξένει μεγάλας ζημίας
εις τους Αθηναίους και διά των οικονομικών καταστροφών και των
ανθρωπίνων απωλειών, τας οποίας επέφερε, συνετέλεσεν υπέρ παν
άλλο εις την ηθικήν και υλικήν εξάντλησιν της πόλεως. Καθόσον
προηγουμένως αι εισβολαί ήσαν μικράς διαρκείας και επομένως δεν
εμπόδιζαν την εκμετάλλευσιν του εδάφους κατά το λοιπόν
διάστημα του έτους. Τότε όμως η κατοχή ήτο συνεχής και η χώρα
υφίστατο απαύστους επιδρομάς, ότε μεν υπό πολυαριθμοτέρων
εχθρών, άλλοτε δε πάλιν υπό της συνήθους φρουράς, η οποία
αναγκαστικώς έζη εκ της λεηλασίας. Ο βασιλεύς των
Λακεδαιμονίων Άγις, παριστάμενος αυτοπροσώπως, κατηνάλισκεν
όλην του την δραστηριότητα εις την διεξαγωγήν του πολέμου. Τα
παθήματα των Αθηναίων ήσαν ανεκδιήγητα. Διότι και το έδαφος
των ολόκληρον είχαν στερηθή, και πλέον των είκοσι χιλιάδων
δούλων, εκ των οποίων πολλοί ήσαν τεχνίται, είχαν αυτομολήσει,
και τα πρόβατα και τα υποζύγια είχαν καταστραφή, και επειδή το
ιππικόν ευρίσκετο καθ' εκάστην επί ποδός, είτε ενεργούν επιδρομάς
κατά της Δεκέλειας, είτε περιπολούν εις διάφορα σημεία της
χώρας, άλλοι μεν εκ των ίππων εγίνοντο χωλοί ως εκ των συνεχών
ταλαιπωριών επί τραχέος εδάφους και άλλοι ετραυματίζοντο.
34. Ναυμαχία του Αθηναϊκού και του Κορινθιακού στόλου εις τον
Ερινεόν
Κατά τον αυτόν περίπου χρόνον, η Πελοποννησιακή μοίρα των
είκοσι πέντε πλοίων, η οποία εστάθμευεν απέναντι της Αθηναϊκής
μοίρας της Ναυπάκτου, διά να καλύψη την διάβασιν των εμπορικών
πλοίων, τα οποία μετέφεραν τας εις την Σικελίαν αποστελλόμενος
ενισχύσεις, ητοιμάσθη προς ναυμαχίαν και ενισχυθείσα διά του
εξοπλισμού μερικών ακόμη σκαφών, ώστε ο αριθμός των πλοίων να
εξισωθή περίπου προς τα της Αθηναϊκής μοίρας, ηγκυροβόλησεν εις
τον Ερινεόν της περιφερείας των Ρυπών της Αχαίας. Ο όρμος ούτος
είχε σχήμα τόξου, και ο στρατός της ξηράς, ο οποίος είχε
προσέλθει εις βοήθειαν του στόλου από την Κόρινθον και τους
συμμάχους των πέριξ μερών, είχε παραταχθή επί των εκατέρωθεν
προεξεχόντων ακρωτηρίων, ενώ ο στόλος, του οποίου αρχηγός ήτο
ο Κορίνθιος Πολυάνθης, απέφρασσε την είσοδον. Οι Αθηναίοι, υπό
την αρχηγίαν του Διφίλου, εκκινήσαντες εκ της Ναυπάκτου, έπλεαν
εναντίον των. Οι Κορίνθιοι κατ' αρχάς δεν εκινούντο, έπειτα όμως,
υψωθέντος του σήματος κατά την κατάλληλον στιγμήν, ώρμησαν
εναντίον των Αθηναίων και ήρχισεν η ναυμαχία, η οποία υπήρξε
μακρά και επίμονος. Τρία πλοία των Κορινθίων κατεστράφησαν,
ενώ εκ των Αθηναϊκών κανέν μεν δεν εβυθίσθη εξ ολοκλήρου, επτά
όμως, εάν ο αριθμός που μου εδόθη είναι ακριβής, κατέστησαν
άχρηστα προς πλουν, καθόσον τα Κορινθιακά πλοία επετίθεντο κατ'
ευθείαν κατά της πρώρας των και έχοντα επίτηδες παχυτέρας τας
επωτίδας, διερρήγνυαν το πρόσθιον μέρος των Αθηναϊκών πλοίων.
Η ναυμαχία υπήρξεν αμφίρροπος, ώστε εκάτερος εξ αυτών
διεξεδίκει την νίκην, μετά τον αποχωρισμόν όμως των δύο στόλων,
οι Αθηναίοι έγιναν κύριοι των ναυαγίων, καθ' όσον ο άνεμος απωθεί
αυτά προς το πέλαγος και οι Κορίνθιοι δεν εξήλθαν, όπως
αμφισβητήσουν την κατοχήν των, ουδέ έγινε καμμία καταδίωξις,
ούτε αιχμάλωτοι του ενός ή του άλλου μέρους συνελήφθησαν. Διότι
οι μεν Κορίνθιοι και οι λοιποί Πελοποννήσιοι, ναυμαχούντες πλησίον
της ξηράς, διεσώζοντο εκεί ευκόλως, ενώ εκ των Αθηναϊκών
πλοίων κανέν δεν εβυθίσθη. Μετά τον απόπλουν των Αθηναίων εις
Ναύπακτον, οι Κορίνθιοι έστησαν ευθύς τρόπαιον, θεωρούντες
εαυτούς νικητάς, λόγω του ότι ηχρήστευσαν περισσότερα εχθρικά
σκάφη και ενόμισαν, ότι δεν ηττήθησαν, διά τον λόγον ακριβώς,
ένεκα του οποίου και οι Αθηναίοι εθεώρησαν ότι δεν ενίκησαν. Διότι
και οι Κορίνθιοι εθεώρησαν, ότι νικούν, εφόσον δεν είχαν νικηθή εξ
ολοκλήρου, και οι Αθηναίοι, ότι νικώνται, εφόσον δεν είχαν νικήσει
αποφασιστικώς. Αλλά μετά τον απόπλουν των Πελοποννησίων και
την διάλυσιν του στρατού ξηράς, οι Αθηναίοι έστησαν και αυτοί
τρόπαιον, ως νικηταί επί της Αχαϊκής ακτής, εις απόστασιν είκοσι
περίπου σταδίων από του Ερινεού, όπου ήσαν αγκυροβολημένοι οι
Κορίνθιοι. Τοιούτον υπήρξε το αποτέλεσμα της ναυμαχίας.
36. Επίθεσις των Συρακουσίων κατά των Αθηναίων διά ξηράς και
θαλάσσης. Ήττα των Αθηναίων
Εν τω μεταξύ, οι Συρακούσιοι, πληροφορηθέντες την προσέγγισιν
των, ήθελαν να δοκιμάσουν νέαν επίθεσιν διά του στόλου των και
συγχρόνως διά του στρατού της ξηράς, τον οποίον είχαν
συγκεντρώσει, επιδιώκοντες να προλάβουν και επιτεθούν προ της
αφίξεως των νέων ενισχύσεων. Η εξάρτυσις του στόλου των έγινε
γενικώς κατά τρόπον, ο οποίος, κατόπιν της πείρας της
προηγουμένης ναυμαχίας, εθεωρήθη παρουσιάζων μεγαλήτερα υπέρ
αυτών πλεονεκτήματα. Ειδικώτερον όμως, περικόψαντες τας
πρώρας των πλοίων, κατέστησαν αυτάς στερεωτέρας και επέθεσαν
επ' αυτών παχείας επωτίδας, στηρίξαντες αυτάς με αντηρίδας, τας
οποίας προσήλωσαν εις την εσωτερικήν και εξωτερικήν πλευράν
του σκάφους, μέχρι μήκους εξ πήχεων, καθ' ον τρόπον και οι
Κορίνθιοι είχαν βελτιώσει τας πρώρας των πλοίων των, πριν
ναυμαχήσουν κατά της μοίρας της Ναυπάκτου. Διότι οι Συρακούσιοι
ενόμισαν, ότι θα πλεονεκτήσουν κατ' αυτόν τον τρόπον απέναντι
των Αθηναϊκών πλοίων, των οποίων η ναυπήγησις δεν παρείχεν
αντίστοιχον πλεονέκτημα, αλλ' είχαν ασθενή την πρώραν, ως εκ
του ότι δεν εχρησιμοποίουν το έμβολόν των κατά της πρώρας,
αλλά δι' ελιγμού κατά της πλευράς των εχθρικών σκαφών.
Πρόσθετον άλλωστε πλεονέκτημα δι' αυτούς θα ήτο η διεξαγωγή
της ναυμαχίας εντός του Μεγάλου Λιμένος, όπου εις στενόν χώρον
θα συνεκεντρούτο μέγας αριθμός πλοίων. Διότι, προσβάλλοντες τα
εχθρικά πλοία κατά πρώραν, θα τα διερρήγνυαν, αφού θα έπλητταν
δι' εμβόλων στερεών και παχέων κοίλα και ασθενή τοιαύτα.
Πράγματι, οι Αθηναίοι, ευρισκόμενοι εντός του στενού χώρου, δεν
θα ημπορούσαν ούτε δι' ελιγμού να εμβάλουν, ούτε την εχθρικήν
παράταξιν να διασπούν προ της εμβολής, ενώ ταύτα ακριβώς
απετέλουν τους χειρισμούς της ναυτικής των τακτικής, εις τους
οποίους έτρεφαν μεγαλητέραν εμπιστοσύνην. Καθόσον τον μεν
δεύτερον εκ των δύο τούτων χειρισμών θα έκαμναν αυτοί ό,τι
ημπορούσαν διά να προλάβουν, τον δε πρώτον θα εμπόδιζεν η
στενότης του χώρου. Ό,τι απεδίδετο προηγουμένως εις αμάθειαν
των πηδαλιούχων, η κατά πρώραν δηλαδή επίθεσις, τούτο απετέλει
δι' αυτούς μέγιστον πλεονέκτημα, του οποίου θα έκαμναν συνεχή
χρήσιν. Διότι, εάν οι Αθηναίοι, ωθούμενοι, ανέκρουαν πρύμναν, δεν
ηδύναντο παρά να διευθυνθούν προς την ξηράν και δη από μικράς
αποστάσεως και εις μικράν μόνον έκτασιν αυτής, εις αυτήν δηλαδή
την παραλίαν του στρατοπέδου των, ενώ αυτοί θα ήσαν κύριοι του
λοιπού λιμένος. Και εάν ηττώμενοι εξηναγκάζοντο να
συγκεντρωθούν εις στενόν χώρον και όλοι εις το αυτό μέρος, θα
περιήρχοντο εις σύγχυσιν, ως εκ του ότι τα σκάφη θα συνεκρούοντο
αμοιβαίως προς άλληλα πράγμα το οποίον, τωόντι τα μέγιστα
έβλαψε τους Αθηναίους εις όλας τας έκτοτε ναυμαχίας, καθόσον
δεν ηδύναντο ν' ανακρούσουν πρύμναν, όπως οι Συρακούσιοι, προς
όλα τα σημεία του λιμένος. Εφόσον, άλλωστε, αυτοί ημπορούσαν
κατ' αρέσκειαν να επιτίθενται κατά την διεύθυνσιν του πελάγους ή
να ανακρούουν πρύμναν προς αυτό, οι Αθηναίοι δεν θα ηδύναντο να
εξέλθουν εις το πέλαγος, όπως δι' ελιγμού επιδιώξουν να εμβάλουν
κατά των πλευρών των εχθρικών πλοίων, τόσον μάλλον καθόσον το
Πλημμύριον ευρίσκετο εις εχθρικάς χείρας και το στόμιον του
λιμένος δεν είναι πλατύ.
38. Καθ' όλην σχεδόν την διάρκειαν της ημέρας, οι δύο στόλοι, ότε
μεν προελαύνοντες, ότε δε ανακρούοντες πρύμναν, εδοκιμάσθησαν
αμοιβαίως διά μικροεπιθέσεων, αλλά μη δυνάμενοι ούτε ο ένας,
ούτε ο άλλος να επιτύχουν κανέν αξιόλογον αποτέλεσμα, εκτός του
ότι οι Συρακούσιοι ηχρήστευσαν εν ή δύο Αθηναϊκά σκάφη,
απεχωρίσθησαν, ενώ συγχρόνως ο στρατός της ξηράς απεσύρθη
από τα τείχη. Την επομένην, οι Συρακούσιοι έμεναν ήσυχοι, μη
αφίνοντες να εννοηθούν τα σχέδια των. Αλλ' ο Νικίας, ιδών, ότι το
αποτέλεσμα της ναυμαχίας ήτο αμφίρροπον, και περιμένων νέαν
επίθεσιν των Συρακουσίων, εβίαζε τους τριηράρχους να
επισκευάζουν τα παθόντα πλοία και ηγκυροβόλησεν εμπορικά σκάφη
προ του Αθηναϊκού χαρακώματος, το οποίον είχαν κατασκευάσει,
εμπήξαντες προ των πλοίων των πασσάλους εντός της θαλάσσης,
όπως το χρησιμοποιούν αντί κλειστού λιμένος. Έκαστον εκ των
εμπορικών τούτων πλοίων απείχε του άλλου δύο περίπου πλέθρα
(200 πόδας), όπως, εάν κανέν εκ των πολεμικών των σκαφών
ευρίσκετο εις την ανάγκην, ημπορή να καταφύγη διά μέσου αυτών
ασφαλώς και πάλιν να εκπλέη χωρίς εμπόδιον. Εις εκτέλεσιν των
ετοιμασιών τούτων, οι Αθηναίοι κατηνάλωσαν όλην την ημέραν
μέχρι της νυκτός.
39. Την επομένην, οι Συρακούσιοι, κατά τον αυτόν τρόπον, όπως και
την προηγουμένην φοράν, αλλ' ενωρίτερον, ήρχισαν την επίθεσιν
κατά των Αθηναίων διά του στρατού και του στόλου. Οι δύο στόλοι
αντιπαρετάχθησαν και κατηνάλωσαν πάλιν, όπως και
προηγουμένως, μέγα μέρος της ημέρας, δοκιμαζόμενοι αμοιβαίως
διά μικροσυμπλοκών έως ότου τέλος ο Κορίνθιος Αρίστων, υιός του
Πυρρίχου, εις των αρίστων πρωρέων του στόλου των Συρακουσίων,
συνεβούλευσε τους αρχηγούς αυτού να διαμηνύσουν εις την πόλιν
προς τους αγορανόμους, όπως μεταφέρουν όσον τάχιστα και
στήσουν εις την παραλίαν την αγοράν των τροφίμων και
αναγκάσουν όλους τους εδωδιμοπώλας να μεταφέρουν εκεί προς
πώλησιν όσα τρόφιμα έχουν. Τοιουτοτρόπως τα πληρώματα θα
ημπορούσαν να αποβιβασθούν παρά την πρόχειρον ταύτην αγοράν
και λάβουν το μεσημβρινόν των πρόγευμα, ευθύς πλησίον εις τα
πλοία, και μετ' ολίγον επιτεθούν πάλιν απροσδοκήτως κατά των
Αθηναίων εντός της αυτής ημέρας.
40. Οι αρχηγοί του στόλου, πεισθέντες, διεβίβασαν δι'
αγγελιαφόρου τας σχετικάς διαταγάς και η αγορά ητοιμάσθη παρά
την παραλίαν και οι Συρακούσιοι, ανακρούσαντες αιφνιδίως
πρύμναν, έπλευσαν προς την πόλιν και μόλις αποβιβασθέντες
εγευμάτισαν εις τον τόπον της αποβιβάσεως. Οι Αθηναίοι,
νομίσαντες ότι οι Συρακούσιοι απεσύρθησαν προς την πόλιν, διότι
εθεώρουν εαυτούς ηττηθέντας υπ' αυτών, απεβιβάσθησαν με την
ησυχίαν των και κατεγίνοντο, πλην άλλων, και με την
προετοιμασίαν του γεύματος των, θεωρούντες ως δεδομένον, ότι
εντός της ιδίας τουλάχιστον ημέρας δεν επρόκειτο να επαναληφθή
ο αγών. Αλλ' οι Συρακούσιοι, επιβιβάσαντες αιφνιδίως τα
πληρώματα, έπλεαν διά δευτέραν φοράν κατά του στόλου των
Αθηναίων. Ούτοι, εν μέσω πολλού θορύβου, άσιτοι οι περισσότεροι,
εισήλθαν εις τα πλοία με μεγάλην ακαταστασίαν και μόλις και μετά
βίας κατώρθωσαν επί τέλους να εκκινήσουν, διά να αντιμετωπίσουν
τους επιπλέοντας. Επί τινα χρόνον, οι δύο στόλοι εσταμάτησαν,
επιτηρούμενοι αμοιβαίως. Αλλά μετ' ολίγον, οι Αθηναίοι
εθεώρησαν, ότι δεν τους εσύμφερε χρονοτριβούντες να
καταληφθούν εξ υπαιτιότητας των υπό καμάτου, αλλ' ότι έπρεπε να
επιτεθούν όσον το δυνατόν ταχύτερον, ενθαρρυνόμενοι δ'
αμοιβαίως διά κραυγών ώρμησαν και ήρχισαν την μάχην. Οι
Συρακούσιοι αντέστησαν και επιτιθέμενοι κατά της πρώρας των
εχθρικών πλοίων, όπως είχαν σχεδιάσει, διερρήγνυαν, ως εκ της
ενισχύσεως του εμβόλου των, το εμπροσθινόν μέρος αυτών εις
ικανήν έκτασιν, ενώ οι ακοντισταί των, βάλλοντες από του
καταστρώματος, επροξένουν μεγάλην φθοράν εις τους Αθηναίους.
Αλλά πολύ μεγαλητέραν ακόμη επροξένουν οι Συρακούσιοι, όσοι
περιπλέοντες επί ελαφρών σκαφών και εισδύοντες υπό την σειράν
των κωπών των εχθρικών πλοίων, διωλίσθαιναν παρά την πλευράν
αυτών και ηκόντιζαν τους ναύτας.
41. Χάρις εις την τακτικήν αυτήν και την έντασιν των δυνάμεων,
την οποίαν κατέβαλαν κατά την ναυμαχίαν, οι Συρακούσιοι
ενίκησαν τέλος και οι Αθηναίοι, αναγκασθέντες να υποχωρήσουν
εσπευσμένως, κατέφευγαν διαμέσου των εμπορικών πλοίων εις το
ορμητήριον των. Τα σκάφη των Συρακουσίων κατεδίωκαν αυτούς
δραστηρίως μέχρι των εμπορικών πλοίων, εκεί όμως
εσταματούσαν, εμποδιζόμενα από τας δελφινοφόρους δοκούς, αι
οποίαι ήσαν κρεμασμέναι από τα εμπορικά πλοία, υπεράνω των
εισόδων του ορμητηρίου. Δύο πλοία των Συρακουσίων, τα οποία
παρεσύρθησαν από την νίκην και επλησίασαν πάρα πολύ,
ηχρηστεύθησαν και το εν εξ αυτών ηχμαλωτίσθη με ολόκληρον το
πλήρωμα του. Οι Συρακούσιοι, αφού ηχρήστευσαν επτά Αθηναϊκά
σκάφη, και επροξένησαν σοβαράς ζημίας εις πολλά άλλα, και
άνδρας πολλούς, είτε συνέλαβαν αιχμαλώτους, είτε εφόνευσαν,
απεσύρθησαν και έστησαν τρόπαια των δύο ναυμαχιών. Ήσαν ήδη
πεπεισμένοι, ότι υπερείχαν κατά πολύ υπό έποψιν στόλου και
ήλπιζαν να νικήσουν και τον στρατόν της ξηράς. Ως εκ τούτου,
παρεσκευάζοντο διά νέαν κατά ξηράν και κατά θάλασσαν επίθεσιν.
42. Εν τω μεταξύ, έφθασαν ο Δημοσθένης και ο Ευρυμέδων,
φέροντες τας εξ Αθηνών στελλομένας επικουρίας, αποτελουμένας
από εβδομήντα τρία περίπου πλοία, συμπεριλαμβανομένων των
ξένων, πέντε περίπου χιλιάδας οπλίτας Αθηναίους και συμμάχους,
όχι δ' ολίγους ακοντιστάς, σφενδονιστάς, και τοξότας, Έλληνας και
βαρβάρους, και άφθονα εφόδια παντός είδους. Η άμεσος
κατάπληξις των Συρακουσίων και των συμμάχων των υπήρξε
μεγάλη, και βλέποντες ότι παρ' όλην την οχύρωσιν της Δεκελείας,
νέος στρατός, ίσος προς τον προηγούμενον, ήλθε προς ενίσχυσιν
αυτού και ότι η δύναμις των Αθηναίων απεδεικνύετο μεγάλη καθ'
όλας τας διευθύνσεις, ενόμισαν, ότι δεν θα ημπορούσαν ποτέ ν'
απαλλαχθούν οριστικώς από τον επικρεμάμενον επ' αυτών κίνδυνον.
Ενώ, αντιθέτως, το φρόνημα των ανδρών του προηγουμένου
Αθηναϊκού στρατού ενισχύθη οπωσδήποτε, εφόσον ήτο τούτο
δυνατόν, μετά τόσα παθήματα. Ο Δημοσθένης, λαβών γνώσιν της
καταστάσεως, εννόησεν ότι αν χρονοτριβήση, θα πάθη ό,τι έπαθε
και ο Νικίας, ο οποίος ευθύς μετά την άφιξιν του ενέπνευσε τον
τρόμον, αλλ' επειδή δεν επεδίωξεν αμέσως την κατάληψιν των
Συρακουσών, αλλ' έμενε διαχειμάζων εις την Κατάνην, κατήντησε
να περιφρονηθή και έδωσε καιρόν εις τον Γύλιππον να έλθη εκ
Πελοποννήσου, φέρων στρατόν. Ενώ εάν επετίθετο αμέσως κατ'
αυτών, οι Συρακούσιοι ούτε θα εζήτουν καν την αποστολήν
επικουριών. Διότι, νομίζοντες ότι είναι ικανοί ν' αντισταθούν μόνοι,
θ' ανεκάλυπταν την ανεπάρκειάν των, αλλ' όταν θα ήσαν ήδη
αποκεκλεισμένοι διά περιτειχισμού, ώστε και αν εζήτουν τότε την
αποστολήν επικουριών, αύτη δεν ηδύνατο πλέον να τους ωφελήση
εξ ίσου. Ταύτα αναλογιζόμενος ο Δημοσθένης και γνωρίζων, ότι και
αυτός τώρα, ευθύς κατά την άφιξιν του, ενέπνεε τον μεγαλύτερον
τρόμον εις τους εχθρούς, ήθελε να επωφεληθή όσον το δυνατόν
ταχύτερον την κατάπληξιν που επροκάλει επί του παρόντος η
άφιξις του στρατού του. Και βλέπων ότι το εγκάρσιον τείχος των
Συρακουσίων, διά του οποίου ούτοι εμπόδισαν τους Αθηναίους να
τους αποκλείσουν διά περιτειχισμού, ήτο απλούν, και ότι αν
κατώρθωνε να γίνη κύριος της αναβάσεως των Επιπολών και
ακολούθως του επ' αυτών στρατοπέδου, ευκόλως θα το εκυρίευε,
διότι κανείς δεν θα ετόλμα ν' αντισταθή, εβιάζετο να επιχειρήση
την επίθεσιν, φρονών, ότι διά του τρόπου τούτου θα ετερμάτιζε
ταχύτατα τον πόλεμον. Διότι ή θα επετύγχανε και θα κατελάμβανε
τας Συρακούσας ή θ' απέσυρε τον στρατόν εκ Σικελίας και δεν θα
κατέτριβε ματαίως και τους μετέχοντας της εκστρατείας
Αθηναίους και την όλην πόλιν. Πρώτη ως εκ τούτου ενέργεια του
Αθηναϊκού στρατού υπήρξεν έξοδος αυτού εκ του στρατοπέδου και
ερήμωσις των περί τον ποταμόν Άναπον κτημάτων των
Συρακουσίων. Η υπεροχή του στρατού και του στόλου των
Αθηναίων αποκατεστάθη, όπως εις τας αρχάς. Διότι οι Συρακούσιοι
ούτε κατά ξηράν, ούτε κατά θάλασσαν αντεπεξήρχοντο κατ' αυτών,
εάν εξαίρεση κανείς τας εκ του Ολυμπιείου επιδρομάς του ιππικού
και των ακοντιστών.
43. Μετά τούτο, ο Δημοσθένης, προ της διά των Επιπολών
επιθέσεως έκρινε καλόν να δοκιμάση την κατάληψιν του εγκαρσίου
τείχους, διά της χρησιμοποιήσεως πολιορκητικών μηχανών. Αύται
όμως, προσαχθείσαι πλησίον του τείχους, κατεκάησαν υπό των
έχθρων, οι οποίοι ημύνοντο εξ αυτού. Διάφοροι επιθέσεις,
ενεργηθείσαι υπό του λοιπού στρατού εις πολλά σημεία του εν λόγω
τείχους, απεκρούοντο επανειλημμένως. Ο Δημοσθένης έκρινεν, ότι
δεν έπρεπε πλέον να χρονοτριβή και πείσας τον Νικίαν και τους
άλλους συναρχηγούς, προέβη εις την κατά των Επιπολών
επιχείρησιν, ακριβώς όπως είχε σχεδιάσει αυτήν. Και επειδή
εθεωρήθη αδύνατον να πλησιάσουν και ανάβουν απαρατήρητοι,
κατά την διάρκειαν της ημέρας, παρήγγειλε τρόφιμα διά πέντε
ημέρας και παραλαβών όλους τους κτίστας και ξυλουργούς, καθώς
και τοξεύματα και όσα εν γένει εχρειάζοντο, όπως εν περιπτώσει
επιτυχίας προβούν εις τον περιτειχισμόν, αυτός μεν μετά του
Ευρυμέδοντος και του Μενάνδρου, τεθείς επί κεφαλής του
μεγαλητέρου μέρους του στρατού, εβάδισε, κατά την ώραν που
επακολουθεί τον πρώτον ύπνον, προς τας Επιπολάς, ενώ ο Νικίας
είχεν υπολειφθή εντός των τειχών. Φθάσαντες εις τας Επιπολάς διά
του Ευρυήλου, εις το μέρος, από το οποίον ο πρώτος στρατός είχεν
αναβή αρχικώς, επροχώρησαν, χωρίς να εννοηθούν από την
φρουράν, και κατέλαβαν τα εκεί οχύρωμα των Συρακουσίων,
φονεύσαντες μέρος της φρουράς. Το πλείστον όμως των φρουρών
διέφυγαν και έφεραν αμέσως την είδησιν της εφόδου, όχι μόνον εις
τα τρία ωχυρωμένα στρατόπεδα, τα οποία υπήρχαν επί των
Επιπολών, εν διά τους Συρακουσίους, εν διά τους άλλους
Σικελιώτας και το τρίτον διά τους συμμάχους, αλλά και εις τους
εξακοσίους Συρακουσίους, οι οποίοι εστάθμευαν ως προφυλακή εις
το μέρος τούτο των Επιπολών, και οι οποίοι έσπευσαν αμέσως εις
βοήθειαν. Αλλ' ο Δημοσθένης και οι Αθηναίοι αντιμετώπισαν
αυτούς, παρά την ζωηράν αντίστασίν των, και τους έτρεψαν εις
φυγήν, μεθ' ο προήλασαν αμέσως προς τα εμπρός, όπως με την
κεκτημένην ορμήν επιτύχουν άνευ αναβολής την πραγματοποίησιν
των αντικειμενικών σκοπών της επιχειρήσεως. Έτερον όμως τμήμα
του στρατού προέβη αμέσως εις την κατάληψιν του εγκαρσίου
τείχους, του οποίου η φρουρά ουδεμίαν αντέταξεν αντίστασιν, και
την κατεδάφισιν των επάλξεων. Εν τω μεταξύ οι Συρακούσιοι, οι
σύμμαχοι των, και ο Γύλιππος, με τους υπ' αυτόν, προσέδραμαν εκ
των ωχυρωμένων στρατοπέδων. Αλλ' επειδή ευρίσκοντο ακόμη υπό
το κράτος της καταπλήξεως, την οποίαν επροκάλεσε το
απροσδόκητον της τολμηράς αυτής νυκτερινής προσβολής, η
επίθεσίς των απεκρούσθη υπό των Αθηναίων, οι οποίοι τους
εξεβίασαν κατ' αρχάς εις υποχώρησιν. Οι Αθηναίοι όμως
προήλαυναν με κάποιαν αταξίαν, ως να είχαν ήδη εξησφαλισμένην
την νίκην, θέλοντες να διελάσουν όσον το δυνατόν ταχύτερον διά
μέσου ολοκλήρου του μη λαβόντος ακόμη μέρος εις την μάχην
εχθρικού στρατού, όπως ούτοι μη δυνηθούν ν' ανασυνταχθούν
πάλιν, όταν αυτοί θα εχαλάρωναν την επίθεσιν. Πρώτοι όμως τους
αντιμετώπισαν οι Βοιωτοί, και επιτεθέντες κατ' αυτών, τους
ενίκησαν και τους έτρεψαν εις φυγήν.
64. «Εις όσους εξ υμών είσθε Αθηναίοι, υπενθυμίζω, διά μίαν ακόμη
φοράν, ότι δεν μας μένουν εις τας Αθήνας ούτε άλλα πλοία εντός
των νεωσοίκων, όμοια προς αυτά, ούτε άλλοι στρατεύσιμοι, και ότι
αν η έκβασις της μάχης είναι δι' ημάς άλλο παρά την νίκην, οι εδώ
εχθροί θα πλεύσουν κατ' ευθείαν εναντίον των Αθηνών και οι ιδικοί
μας, όσοι υπολείπονται εκεί, θα είναι ανίσχυροι ν' αποκρούσουν και
τους εκεί εχθρούς και τους νέους επιδρομείς. Και ούτω, σεις μεν θα
περιέλθετε αμέσως εις το έλεος των Συρακουσίων (και γνωρίζετε
οι ίδιοι με ποία σχέδια εξεστρατεύσατε εναντίον των), ενώ οι εκεί
θα περιέλθουν εις το έλεος των Λακεδαιμονίων. Ένεκα τούτου,
εφόσον είσθε υποχρεωμένοι εις μίαν και την αυτήν μάχην ν'
αγωνισθήτε και διά τους ιδίους εαυτούς σας και διά τους εκεί,
δειχθήτε περισσότερον από κάθε άλλην φοράν ακλόνητοι και μη
λησμονήτε, και καθείς χωριστά και όλοι μαζύ, όσοι μετ' ολίγον θα
επιβιβασθήτε επί των πλοίων, ότι σεις είσθε και ο στρατός των
Αθηναίων και ο στόλος, και εις σας κρέμαται ολόκληρος η πόλις και
το μέγα όνομα των Αθηνών. Χάριν αυτών, όστις από σας υπερέχει
τους άλλους κατά την ικανότητα ή την ανδρείαν, ας την επίδειξη
τώρα, διότι ποτέ δεν ημπορεί να εύρη καλλίτερον ευκαιρίαν, όπως
χρησιμοποίηση αυτάς διά το ίδιον αυτού συμφέρον.»
65. Παραίνεσις του Γυλίππου και των στρατηγών προς τους
Συρακουσίους και τους συμμάχους αυτών
Μετά τους προτρεπτικούς τούτους λόγους, ο Νικίας διέταξεν
αμέσως την επί των πλοίων επιβίβασιν. Ο Γύλιππος και οι
Συρακούσιοι ήσαν εις θέσιν, βλέποντες την προ των ομμάτων των
γινομένην ετοιμασίαν, ν' αντιληφθούν, ότι οι Αθηναίοι σκοπόν είχαν
να ναυμαχήσουν. Είχον άλλωστε πληροφορηθή προηγουμένως το
σχέδιον της χρησιμοποιήσεως των σιδηρών αρπαγών και ενώ
ητοιμάσθησαν προς αντιμετώπισιν παντός άλλου ενδεχομένου,
επρονόησαν συγχρόνως και περί τούτου. Διότι εκάλυψαν με
δέρματα τας πρώρας και το άνω μέρος των πλοίων μέχρις ικανής
εκτάσεως, εις τρόπον ώστε αι αρπάγαι ριπτόμεναι να μη ευρίσκουν
λαβήν, αλλά να γλιστρούν και φεύγουν. Και όταν τα πάντα
ητοιμάσθησαν, ο Γύλιππος και οι στρατηγοί απηύθυναν προς αυτούς
τους επομένους παραινετικούς λόγους.
32. Πρέσβεις των Λεσβίων ήλθαν εις τον Αστύοχον δηλούντες ότι
θέλουν να αποστατήσουν εκ νέου από τους Αθηναίους
Ενώ ο Αστύοχος ευρίσκετο εκεί, ήλθαν προς αυτόν πρέσβεις των
Λεσβίων, οι οποίοι προσεφέροντο ν' αποστατήσουν πάλιν. Και αυτός
μεν ήκουσεν ευνοϊκώς τας προτάσεις των, αλλ' επειδή οι Κορίνθιοι
και οι λοιποί σύμμαχοι ουδεμίαν εδείκνυαν προθυμίαν, ένεκα της
προηγουμένης αποτυχίας, απέπλευσε, διευθυνόμενος προς την Χίον.
Αλλά τα πλοία, διασκορπισθέντα υπό κακοκαιρίας, έφθασαν εις
Χίον, άλλα από εν μέρος και άλλα από άλλο. Ολίγον ύστερον ο
Πεδάριτος, ο οποίος, ως ελέχθη ήδη, ήρχετο εκ της Μιλήτου επί
κεφαλής στρατού, έφθασεν εις τας Ερυθράς, οπόθεν διεπεραιώθη
μετ' αυτού εις την Χίον, όπου ευρήκεν επίσης υπό τας διαταγάς του
τους πεντακοσίους περίπου άνδρας των πληρωμάτων των πέντε
πλοίων, τους οποίους είχεν αφήσει ο Χαλκιδεύς με οπλισμόν
οπλίτου. Και επειδή μερικοί Λεσβίοι προσεφέροντο πάλιν ν'
αποστατήσουν, ο Αστύοχος εισηγήθη εις τον Πεδάριτον και τους
Χίους την αποστολήν πλοίων εις την Λέσβον, διά να εξεγείρουν
αυτήν εις επανάστασιν, λέγων ότι τοιουτοτρόπως ή θ' αυξήσουν
τον αριθμόν των συμμάχων των ή και αν αποτύχουν, θα
εξασθενήσουν πάντως τους Αθηναίους. Αλλ' οι Χίοι ηρνούντο να
υπακούσουν και ο Πεδάριτος εδήλωσεν, ότι ούτε τα Χιακά πλοία θ'
αφίση εις την διάθεσίν του.
72. Αλλά και εις την Σάμον έστειλαν δεκαμελή επιτροπήν, όπως
καθησυχάσουν τον στρατόν και εξηγήσουν, ότι η ολιγαρχία δεν
εγκατεστάθη προς βλάβην της πόλεως και των πολιτών, αλλά χάριν
της γενικής σωτηρίας. Προσέθεσαν, ότι οι μετέχοντες της
διευθύνσεως των πραγμάτων δεν ήσαν Τετρακόσιοι, αλλά πέντε
χιλιάδες, ενώ, ένεκα των πολεμικών των εκστρατειών και των
εργασιών των εις το εξωτερικόν, ουδέποτε μέχρι τούδε συνήλθαν
εις την συνέλευσιν του λαού πέντε χιλιάδες πολίται, ακόμη και όταν
επρόκειτο ν' αποφασισθούν αι σπουδαιότεραι των υποθέσεων.
Παραγγείλαντες συγχρόνως αυτούς να είπουν ό,τι άλλο είναι
χρήσιμον, τους απέστειλαν, ευθύς μετά την εγκατάστασίν των εις
την αρχήν, φοβηθέντες μήπως (όπως και πράγματι συνέβη) το
πλήθος των ναυτών δεν ήθελεν ανεχθή το ολιγαρχικόν καθεστώς
και το κακόν, αρχίζον από την Σάμον, καταλήξη εις ανατροπήν
αυτών εις τας Αθήνας.
76. Και ούτως ο αγών είχεν αποβή, κατά την περίοδον ταύτην,
πεισματώδης. Και ο μεν στρατός της Σάμου επεδίωκε να επιβάλη
εις την πόλιν την δημοκρατίαν, οι δε Τετρακόσιοι να επιβάλουν εις
τον στρατόν την ολιγαρχίαν. Ο τελευταίος άλλωστε συνεκρότησεν
εις την Σάμον συνέλευσιν του λαού, η οποία έπαυσε τους
προηγουμένους στρατηγούς και όσους τυχόν εκ των τριηράρχων
εθεώρει υπόπτους και εξέλεξεν αντ' αυτών άλλους τριηράρχους και
στρατηγούς. Μεταξύ των τελευταίων περιελαμβάνοντο και ο
Θρασύβουλος και ο Θράσυλλος. Λαμβάνοντες τον λόγον ο εις μετά
τον άλλον εις την συνέλευσιν ταύτην, εζήτουν να ενθαρρυνθούν
αμοιβαίως, λέγοντες ότι δεν πρέπει να χάσουν το θάρρος των, διότι
η πόλις επανεστάτησεν εναντίον των, διότι οι αποσπασθέντες από
αυτούς ήσαν ολίγοι, ενώ αυτοί απετέλουν την πλειοψηφίαν, και
συγχρόνως είχαν εις την διάθεσιν των περισσοτέρους υπό πάσαν
έποψιν πόρους. Διότι, εφόσον αυτοί είναι κύριοι ολοκλήρου του
στόλου, θα υποχρεώσουν τας πόλεις, επί των οποίων εκτείνεται η
Αθηναϊκή ηγεμονία, να καταβάλουν τους φόρους εις αυτούς, ομοίως
ως εάν εξέπλεαν διά την είσπραξίν των εξ Αθηνών. Άλλωστε, η
Σάμος αποτελεί δι' αυτούς κέντρον πολιτικόν και στρατιωτικόν
σημαντικόν, αφού, ότε περιήλθεν εις πόλεμον προς τας Αθήνας,
ολίγον έλειψε ν' αφαιρέση απ' αυτάς την κυριαρχίαν της θαλάσσης,
και επί πλέον τους παρέχει το μέσον να συνεχίσουν τον κατά του
εχθρού αγώνα από την ιδίαν θέσιν, όπως και μέχρι σήμερον. Εξ
άλλου, έχοντες τον στόλον, είναι εις καλλίτερον θέσιν από τους εν
Αθήναις να προμηθεύωνται τρόφιμα. Και προηγουμένως, άλλωστε,
ως έλεγαν, οι εν Αθήναις ήσαν κύριοι των συγκοινωνιών του
Πειραιώς, ακριβώς διότι αυτοί είχαν εγκατασταθή εγκαίρως με τον
στόλον εις την Σάμον, και ήδη, εάν δεν θελήσουν να τους
αποδώσουν τας συνταγματικάς των ελευθερίας, θα περιέλθουν εις
τοιαύτην στενόχωρον θέσιν, ώστε αυτοί θα είναι περισσότερον εις
θέσιν να εμποδίζουν τους κατοίκους των Αθηνών από την χρήσιν
της θαλάσσης, παρά εκείνοι αυτούς. Μικρά και ασήμαντος ήτον η
ωφέλεια, την οποίαν ημπορούσε να τους παράσχη η πόλις προς
κατανίκησιν του εχθρού, και τίποτε δεν είχαν χάσει, αφού εκείνοι
ούτε χρήματα δεν ήσαν πλέον εις θέσιν να τους στέλλουν, αλλ' οι
στρατιώται επρομηθεύοντο αυτά εξ ιδίων, ούτε χρησίμους
σύμβουλος, αι οποίαι αποτελούν το μέσον διά του οποίου αι πόλεις
επιβάλλονται εις τους στρατούς. Τουναντίον, και υπό την έποψιν
ταύτην, εκείνοι είχαν περιπέσει εις το σφάλμα να καταλύσουν το
πατροπαράδοτον πολίτευμα, ενώ αυτοί το υπερασπίζουν και θα
προσπαθήσουν να εξαναγκάσουν και εκείνους να το σεβασθούν. Ως
εκ τούτου, οι δυνάμενοι να δώσουν ορθάς συμβουλάς ήσαν εις τον
στρατόν εξ ίσου τουλάχιστον καλοί με τους ευρισκομένους εις την
πόλιν. Και αν θελήσουν ν' αμνηστεύσουν τον Αλκιβιάδην και του
επιτρέψουν να επανέλθη εις την πατρίδα, θα εργασθή ούτος
ευχαρίστως, όπως τους εξασφαλίση την συμμαχίαν του Βασιλέως.
Και το σπουδαιότατον, ότι, αν αποτύχουν εις όλα τ' άλλα, έχοντες
τοιούτον στόλον, ημπορούν να καταφύγουν εις πολλά μέρη, όπου θα
εύρουν νέαν πατρίδα.
79. Όταν η κατακραυγή αυτή έφθασεν εις τας ακοάς του Αστυόχου
και των άλλων συμμάχων αρχηγών, συνήλθαν ούτοι εις πολεμικόν
συμβούλιον, κατά την διάρκειαν του οποίου ανηγγέλθησαν εις
αυτούς και αι ανωμαλίαι της Σάμου. Και επειδή το συμβούλιον
απεφάσισε την συγκρότησιν αποφασιστικής ναυμαχίας, εξέπλευσαν
με όλον τον στόλον, αποτελούμενον από εκατόν δώδεκα πλοία,
διευθυνόμενα προς την Μυκάλην, παραγγείλαντες εις τους
Μιλησίους να προελάσουν κατά ξηράν διά της παραλιακής οδού,
προς την αυτήν διεύθυνσιν. Αλλ' οι Αθηναίοι, οι οποίοι,
εκπλεύσαντες εκ Σάμου με ογδοήντα δύο πλοία, ευρίσκοντο
ακριβώς τότε αγκυροβολημένοι εις την Γλαύκην της Μυκάλης,
Οπόθεν η μέχρι Σάμου απόστασις είναι μικρά, ευθύς ως είδαν
επερχόμενον τον Πελοποννησιακόν στόλον, απεσύρθησαν εις την
Σάμον, θεωρήσαντες ότι δεν έχουν αρκετόν αριθμόν πλοίων, όπως
διακινδυνεύσουν αποφασιστικήν μάχην. Άλλωστε, πληροφορηθέντες
εγκαίρως εκ Μιλήτου, ότι οι Πελοποννήσιοι επιδιώκουν την
συγκρότησιν ναυμαχίας, είχαν στείλει προηγουμένως αγγελιαφόρον
προς τον Στρομβιχίδην και ανέμεναν να έλθη εκ του Ελλησπόντου
προς ενίσχυσιν των με τα πλοία, επί κεφαλής των οποίων είχε
πλεύσει εκεί εκ Χίου. Και οι μεν Αθηναίοι, ως ελέχθη, υπεχώρησαν
εις την Σάμον, ενώ οι Πελοποννήσιοι, καταπλεύσαντες εις την
Μυκάλην, εστρατοπέδευσαν εκεί, ομού με τον στρατόν των
Μιλησίων και των πλησιοχώρων. Αλλά την επιούσαν, ενώ ήσαν
έτοιμοι να πλεύσουν εναντίον της Σάμου, μανθάνουν ότι ο
Στρομβιχίδης είχε φθάσει εκ του Ελλησπόντου με την εκεί μοίραν
του Αθηναϊκού στόλου, δι' ο και απέπλευσαν, επιστρέφοντες πάλιν
εις την Μίλητον, ενώ οι Αθηναίοι, ενισχυθέντες διά της αφίξεως
της εν λόγω μοίρας, έπλευσαν αυτοί με εκατόν οκτώ πλοία κατά
της Μιλήτου επιδιώκοντες την σύναψιν αποφασιστικής μάχης. Αλλ'
επειδή κανείς δεν αντεπεξήρχετο, επέστρεψαν πάλιν εις την Σάμον.
80. Κινήσεις του Αθηναϊκού και του Σπαρτιατικού στόλου προς τον
Ελλήσποντον
Οι Πελοποννήσιοι, αφού με ολόκληρον τον στόλον των
συγκεντρωμένον, δεν εδέχθησαν την προς την μάχην πρόκλησιν του
Αθηναϊκού στόλου, διότι εθεώρησαν, ότι δεν ήσαν ικανοί ν'
αντιπαραταχθούν κατ' αυτού, περιήλθαν εις αμηχανίαν, πόθεν θα
ημπορέσουν να πορίζωνται τα αναγκαία διά την συντήρησιν τόσον
μεγάλου στόλου ποσά, ιδίως κατόπιν της ανεπαρκούς παροχής
χρημάτων υπό του Τισσαφέρνους. Ως εκ τούτου, διαρκούντος του
ιδίου θέρους, και αμέσως μετά την επιστροφήν του Αθηναϊκού
στόλου εις την Σάμον, απέστειλαν προς τον Φαρνάβαζον μοίραν
στόλου εκ σαράντα πλοίων, υπό την αρχηγίαν του Κλεάρχου, υιού
του Ραμφίου, σύμφωνα, άλλωστε, με τον αρχικόν εκ Πελοποννήσου
διορισμόν του. Διότι και ο Φαρνάβαζος τους προσεκάλει να έλθουν
και ήτον έτοιμος να παρέχη τα μέσα της συντηρήσεως των, και το
Βυζάντιον συγχρόνως έστελλε προς αυτούς πρέσβεις, όπως
συνεννοηθούν περί της αποστασίας του από τους Αθηναίους. Η
μοίρα αύτη των σαράντα Πελοποννησιακών πλοίων εξέπλευσε προς
το ανοικτόν πέλαγος, διά να διαφύγη, διαρκούντος του πλου, την
προσοχήν του Αθηναϊκού στόλου, αλλά κατελήφθη υπό τρικυμίας,
και τα μεν περισσότερα πλοία, υπό τον Κλέαρχον, κατέφυγαν εις
την Δήλον, οπόθεν επέστρεψαν ακολούθως εις την Μίλητον, τα δε
υπό τον αρχηγόν των Μεγαρέων Έλιξον δέκα έφθασαν σώα εις τον
Ελλήσποντον, όπου επέτυχαν την αποστασίαν του Βυζαντίου. Ο
Κλέαρχος μετέβη βραδύτερον εκ Μιλήτου διά ξηράς εις τον
Ελλήσποντον, όπου ανέλαβε την αρχηγίαν. Οι Αθηναίοι, μαθόντες
ταύτα εις την Σάμον, έστειλαν απ' εκεί ακολούθως μερικά πλοία
προς ενίσχυσιν και εξασφάλισιν των εκεί κτήσεων των, εις τον
Ελλήσποντον, όπου συνεκροτήθη προ του Βυζαντίου και ναυμαχία
τις μικράς σημασίας μεταξύ οκτώ εκατέρωθεν αντιθέτων πλοίων.
94. Ήττα των Αθηναίων εις ναυμαχίαν προ του λιμένος της
Ερετρίας
Κατά την ορισθείσαν ημέραν, ενώ οι πολίται είχαν αρχίσει ήδη
συνερχόμενοι, ανηγγέλθη, ότι η υπό τον Αγησανδρίδαν εκ σαράντα
δύο πλοίων μοίρα του Πελοποννησιακού στόλου, προερχομένη εκ
Μεγάρων, διήρχετο προ της Σαλαμίνος και καθείς από τους οπλίτας
ενόμιζεν, ότι πρόκειται ακριβώς περί πραγματοποιήσεως των όσων
από καιρού έλεγεν ο Θηραμένης και οι περί αυτόν, ότι δηλαδή τα
πλοία ήρχοντο διά να καταλάβουν το τείχος της Ηετιωνείας, και
έχαιραν διότι το είχαν ήδη κατεδαφίσει. Είναι ενδεχόμενον, ότι ο
Ηγησανδρίδας περιέπλεε περί την Επίδαυρον και τα γειτονικά μέρη,
συνεπεία πράγματι προηγουμένης συνεννοήσεως, είναι όμως
πιθανόν και ότι τον συνεκράτει εκεί η ελπίς, ότι, ένεκα των
επικρατουσών τότε εμφυλίων διαιρέσεων, ημπορούσε να επωφεληθή
καταλλήλου τινός ευκαιρίας. Οπωσδήποτε, μόλις ήκουσαν την
είδησιν ταύτην όλοι οι Αθηναίοι, οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα,
ήρχισαν τρέχοντες προς τον Πειραιά, καθόσον εθεώρησαν ότι των
εσωτερικών των ερίδων προείχεν ο μεγαλήτερος αγών προς τους
κοινούς εχθρούς, ο οποίος τους ηπείλει πλέον, όχι μακρόθεν, αλλά
προ του στομίου του ιδίου λιμένος των. Και άλλοι μεν ήρχισαν
επιβαίνοντες εις τα έτοιμα ήδη πλοία, άλλοι προέβαιναν εις την
καθέλκυσιν άλλων, και άλλοι έσπευδαν εις άμυναν των τειχών και
του στομίου του λιμένος.