Gri 2015 15221
Gri 2015 15221
Gri 2015 15221
ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Ειδίκευση: Γραμματεία
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2014
Εις μνήμην
Λάμπρου
2
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ………………………………………………....….3
ΠΙΝΑΚΑΣ ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΩΝ………………………………………………….....6
ΠΡΟΛΟΓΟΣ…………………………………………………………………….….7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ………………………………………………………………………....8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΤΟΝ 90 ΚΑΙ 100 ΑΙ………………………………9
Αρχή πνευματικής ακμής και συντελεστές της………………………………….....9
Λέων ο Φιλόσοφος ή Μαθηματικός………………………………………………..9
Φώτιος…………………………………………………………………………….12
Κωνσταντίνος-Κύριλλος……………………………………………………….....15
Αρέθας………………………………………………………………………….....16
Ανώνυμος καθηγητής……………………………………………………………..17
Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης……………………………………………………..18
Κωνσταντίνος Θ΄ Πορφυρογέννητος……………………………………………..19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΤΟΝ 110 ΑΙ.-ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ Μ.
ΨΕΛΛΟΥ…………………………………………………………………………21
Στάση των αυτοκρατόρων έναντι των γραμμάτων………………………………..21
Η κατάσταση της παιδείας στο Α΄ μισό του 11ου Αι……………………………...23
Πνευματική ακμή στο Β΄ μισό του 11ου Αι. και παράγοντές της………................26
Α. Λόγιοι………………………………………………………………………….26
Β. Πανεπιστήμιο…………………………………………………………………..27
Γ. Σχολεία…………………………………………………………………………27
α. Ιδιωτικά σχολεία………………………………………………………………..28
β. Εκκλησιαστικά σχολεία………………………………………………………...30
γ. Μοναστηριακά σχολεία……………………………………………………...…31
δ. Αυτοκρατορικό σχολείο....……………………………………………………..32
3
Συμβολή του Μιχαήλ Ψελλού στην ανόρθωση της παιδείας…………..................33
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΨΕΛΛΟΥ………………..35
Φορείς και βαθμίδες της βυζαντινής εκπαίδευσης………………………………..35
Προσχολική εκπαίδευση…………………………………………………………..36
Στοιχειώδης εκπαίδευση…………………………………………………………..36
Εγκύκλιος εκπαίδευση……………………………………………………….........38
Μαθήματα διδασκαλίας του Ψελλού……………………………………………...39
Γραμματική……………………………………………………………………......40
Α. Σχεδογραφία……………………………………………………………….......41
Β. Ποιητική………………………………………………………………………..42
Ανώτερη εκπαίδευση……………………………………………………………...44
Ρητορική………………………………………………………………………......44
Φιλοσοφία…………………………………………………………………………46
Α. Γεωμετρία……………………………………………………………………...49
Β. Αριθμητική…………………………………………………………………......49
Γ. Αστρονομία…………………………………………………………………….50
Δ. Μουσική………………………………………………………………………..51
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
Η ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ ΨΕΛΛΟΥ………………52
Ίδρυση πανεπιστημίου (Φιλοσοφική-Νομική Σχολή)…………………………….52
Μαθήματα διδασκαλίας Ψελλού στη Φιλοσοφική Σχολή………………………...56
Παιδαγωγικές αντιλήψεις του Μιχαήλ Ψελλού…………………………………...58
Ανάκληση του Ψελλού στην αυτοκρατορική αυλή………………...……………..61
Εξέλιξη της Φιλοσοφικής Σχολής μετά τον Ψελλό……………………………….62
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Μ. ΨΕΛΛΛΟ……...63
Ελληνισμός και Χριστιανισμός…………………………………………………...63
Ο Ψελλός εκπρόσωπος του βυζαντινού ουμανισμού……………………………..64
4
Σύζευξη Ελληνισμού-Χριστιανισμού από τον Ψελλό…………………………….67
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ………………………………………………………………71
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ……………………………………………………………….…75
5
ΠΙΝΑΚΑΣ ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΩΝ
Θεσσαλονίκης
6
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
8
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
5
P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σσ. 129-130. Πρβλ. C. Mango, Βυζάντιο, σσ. 166-
167.
6
P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σσ. 130-131. Πρβλ. C. Mango, Βυζάντιο, σσ. 166-
167.
7
Μιχαήλ Ψελλού, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σσ. XLIV-XLV. Πρβλ. K. Krumbacher, Ιστορία της
Βυζαντινής Λογοτεχνίας, τόμ. Α΄, σ. 26 και C. Mango, Βυζάντιο, σ. 167.
8
Μιχαήλ Ψελλού, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ Δ΄, σ. XLV.
9
Μ. Νυσταζοπούλου, Λέων ο Φιλόσοφος ή Μαθηματικός, ΘΗΕ, τόμ. 8, στ. 274.
10
Κιμ. Ε. Πλακογιαννάκη, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος και Πολιτισμός των Βυζαντινών, σ. 145.
11
Theophanis continuati, lib. IV, 26, CSHB, σ. 185.
12
P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σ. 144 και H. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία, τόμ.
Α΄, σ. 60.
10
στο 863 μ.Χ.13. Ο Βάρδας όρισε επικεφαλής της σχολής τον Λέοντα · «… τῶν λοιπῶν
διδασκάλων ἐπέκεινα ἔταξε»14. Καθηγητές της σχολής διετέλεσαν ο Λέων της
Φιλοσοφίας, ο φοιτητής του Θεόδωρος της Γεωμετρίας, ο Θεοδήγιος της
Αστρονομίας και ο Κομητάς της Γραμματικής. Η διδασκαλία αυτών των μαθημάτων
παρεχόταν δωρεάν στους σπουδαστές · «συναθροίζει σοφοὺς κατὰ τὴν Μαγναύραν, ὧν
τοὺς μὲν φιλοσοφίας ‹καὶ› γεωμετρίας, τοὺς δὲ ἑτέρους ἀστρονομίας, ἄλλους
γραμματικῆς ἀντιποιουμένους ἐγκαταστήσας προῖκα διδάσκειν τοὺς προσιόντας
‹παρεκελεύσατο›. καὶ τοσοῦτον αὐτῷ τὰ τῆς ἐπιμελείας ἐν τούτῳ διείργαστο, ὡς Λέοντα
τὸν πάνυ φιλόσοφον κατὰ τὴν φιλοσοφίαν ἐντάξαι διδάσκαλον, καὶ τὸν αὐτοῦ φοιτητὴν
ἐν γεωμετρίᾳ Θεόδωρον, καὶ ἐν ἀστρονομίᾳ Θεοδήγιον ἔν τε γραμματικῇ Κομητᾶν
…»15. Ο Λέων, με τη διδασκαλία του στο πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, έδωσε
ώθηση στη μελέτη των κλασσικών γραμμάτων, γεγονός που προκάλεσε την έντονη
αντίδραση συντηρητικών εκκλησιαστικών κύκλων, που έβλεπαν στο πρόγραμμα
σπουδών της σχολής να δίνεται προβάδισμα στον Ελληνισμό έναντι του
Χριστιανισμού16.
Ο Λέων ακόμη διατηρούσε πλούσια βιβλιοθήκη, η οποία περιείχε χειρόγραφα
τόσο των πνευματικών όσο και των θετικών επιστημών. Πιθανόν η βιβλιοθήκη του
να περιελάμβανε έργα του Πορφυρίου, του Αριστοτέλη και το μυθιστόρημα του
Αχιλλέα Τατίου «Λευκίππη και Κλειτοφών». Γνωστές επίσης είναι και οι διορθώσεις
που επέφερε στους Νόμους του Πλάτωνα, οι οποίες καταδεικνύουν την άρτια
φιλολογική του κατάρτιση17. Η βιβλιοθήκη περιείχε και έργα των θετικών επιστημών,
της μηχανικής των Κυρίνου και Μαρκέλλου, Περί Κωνικών του Απολλωνίου από
την Πέργη, Αστρονομίας του Θεωνά, Γεωμετρίας του Πρόκλου και Ευκλείδη και
Μαθηματικών του Αρχιμήδη18. Από την ενασχόλησή του τόσο με τη Φιλοσοφία όσο
και με τα Μαθηματικά προήλθε η προσωνυμία του ως Φιλοσόφου και Μαθηματικού,
που του έδωσαν οι σύγχρονοί του και η οποία φανερώνει τη συμβολή του στην
πνευματική ακμή της εποχής του.
13
Μ. Νυσταζοπούλου, Λέων ο Φιλόσοφος ή Μαθηματικός, ΘΗΕ, τόμ. 8, στ. 274.
14
Joannis Zonarae, Annalium, lib. XVI, 4, PG 134, 25.
15
Iosephi Genesii, Regum Libri Quattuor, lib. IV, 17, CFHB, σσ. 69-70.
16
St. Runciman, Βυζαντινός Πολιτισμός, σσ. 254-255. Πρβλ. Θ. Καρζή, Η Παιδεία στο Μεσαίωνα, σσ.
222-223.
17
P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σ. 147. Πρβλ. N. G. Wilson, Οι Λόγιοι στο Βυζάντιο,
σ. 115.
18
P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σσ. 147-149. Πρβλ. N. G. Wilson, Οι Λόγιοι στο
Βυζάντιο, σσ. 113-115.
11
Φώτιος
Λίγο νεότερος από τον Λέοντα τον Φιλόσοφο ήταν ο πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως Φώτιος (~820-891 μ.Χ.), ο οποίος, με την πλούσια και
πολυσχιδή δραστηριότητά του, καλύπτει σχεδόν ολόκληρο τον 9ο αιώνα. Ιδιαίτερα
σημαντική είναι η συνεισφορά του στον πνευματικό τομέα, γεγονός που οδήγησε τον
N. G. Wilson να τον χαρακτηρίσει «ως τη σπουδαιότερη μορφή στην ιστορία των
κλασσικών σπουδών στο Βυζάντιο»19. Ο Φώτιος συνέβαλε με το έργο του στην
άνθηση των κλασσικών γραμμάτων, και γι’ αυτό δίκαια μπορεί να θεωρηθεί ο
κυριότερος εκπρόσωπος του βυζαντινού ουμανισμού. Κατά τον K. Krumbacher,
κατέστησε τις σπουδές των κλασσικών συγγραφέων γονιμότερες · «αἱ εὐρύτεραι
καταστᾶσαι σπουδαὶ περὶ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς γίνονται καὶ οὐσιαστικώτεραι καὶ
παραγωγικώτεραι»20.
Ο Φώτιος, προερχόμενος από εύπορη οικογένεια και έχοντας έκτακτα πνευματικά
χαρίσματα, έλαβε επιμελημένη μόρφωση, ελληνική και χριστιανική. Σπούδασε την
αρχαία ελληνική φιλολογία (Γραμματική), τη Ρητορική, τη Φιλοσοφία και την
Ιατρική και μελέτησε μόνος του την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Πιθανότατα σπούδασε πλησίον του Λέοντα Φιλοσόφου, ο οποίος προς το τέλος της
Εικονομαχίας διατηρούσε ιδιωτική σχολή στην Κωνσταντινούπολη και μπορούσε να
του διδάξει όλες τις επιστήμες. Δεν φαίνεται όμως πιθανό να φοίτησε στο
πανεπιστήμιο της Μαγναύρας γιατί, κατά τη χρονολογία της επανασύστασής του από
τον Καίσαρα Βάρδα (855-856 μ.Χ.), ήταν σε ώριμη ηλικία21. Ενδεικτική της ευγενούς
καταγωγής και της πολυμάθειας του Φωτίου είναι η αναφορά του Νικήτα Δαβίδ
Παφλαγόνος, βιογράφου του πατριάρχη Ιγνατίου · «ἦν δὲ οὗτος ὁ Φώτιος οὐ τῶν
ἀγενῶν τε καὶ ἀνωνύμων, ἀλλὰ καὶ τῶν εὐγενῶν κατὰ σάρκα καὶ περιφανῶν σοφίᾳ τε
κοσμικῇ καὶ συνέσει τῶν ἐν τῇ πολιτείᾳ στρεφομένων εὐδοκιμώτατος πάντων
ἐνομίζετο. Γραμματικῆς τε μὲν γὰρ καὶ ποιήσεως, ῥητορικῆς τε καὶ φιλοσοφίας καὶ δὴ
καὶ ἰατρικῆς καὶ πάσης ὀλίγου δεῖν ἐπιστήμης τῶν θύραθεν. Τοιοῦτον ἑαυτῷ τὸ περιόν,
ὡς μὴ μόνον σχεδὸν φάναι τῶν κατὰ τὴν αὑτοῦ γενεὰν διενεγκεῖν, ἤδη δὲ καὶ πρὸς τοὺς
19
N. G. Wilson, Οι Λόγιοι στο Βυζάντιο, σ. 122.
20
K. Krumbacher, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, τόμ Α΄ , σ. 26.
21
P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σσ. 158-159. Πρβλ. Μ. Φωτίου, Τὰ Ἀμφιλόχια Α΄,
ΕΠΕ 1, σ. 9.
12
παλαιοὺς αὐτὸν διαμιλλᾶσθαι. Πάντα γὰρ συνέτρεχεν αὐτῷ ἡ ἐπιτηδειότης τῆς φύσεως,
ἡ σπουδή, ὁ πλοῦτος, δι’ ὧν καὶ βίβλος ἐπ’ αὐτὸν ἔρρει πᾶσα»22. Ομοίως, κατά τον
Τατάκη, «ο Φώτιος είναι ο μόνος Βυζαντινός που μπορεί να παραβληθεί με τον
Αριστοτέλη. Σωστός, όπως εκείνος, πανεπιστήμων»23.
Έχοντας λοιπόν γίνει κάτοχος όλων των επιστημών, ο Φώτιος θέλησε να
καταστήσει κοινωνούς αυτών τους μαθητές του, διδάσκοντας τόσο ιδιωτικά όσο και
δημόσια στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης24. Ο ίδιος για την ιδιωτική του
διδασκαλία αναφέρει · «οἴκοι μὲν γὰρ μένοντι ἡ χαρίεσσα τῶν ἡδονῶν περιεπλέκετο
τέρψις τῶν μανθανόντων ὁρῶντι τὸν πόνον, τὴν σπουδὴν τῶν ἐπερωτώντων, τὴν
τριβὴν τῶν προσδιαλεγομένων, δι’ ὧν ἡ πρὸς τὸ ῥᾷστα παράγεσθαι καταρτίζεται
γνώμη, τῶν ταῖς μαθηματικαῖς σχολαῖς λεπτυνομένων τὴν διάνοιαν, τῶν ταῖς λογικαῖς
μεθόδοις ἰχνευόντων τὸ ἀληθές, τῶν τοῖς θείοις Λογίοις ἰθυνομένων τὸν νοῦν πρὸς
εὐσέβειαν, ὃ τῶν ἄλλων ἁπάντων ὑπάρχει πόνων ὁ καρπός. Τοιοῦτος γὰρ χορὸς τῆς
ἐμῆς οἰκίας ἦν ὁ χορός»25. Από το παραπάνω χωρίο διαφαίνεται ότι ο Φώτιος
περιβαλλόταν από φιλομαθείς νέους που έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα
Μαθηματικά, τη Λογική και τα Ιερά Γράμματα. Ο Φώτιος επίσης δίδαξε και δημόσια
στο πανεπιστήμιο της Μαγναύρας κλασσικούς και χριστιανούς συγγραφείς26,
ερμηνεία της Αγίας Γραφής, Μαθηματικά, Λογική, Φιλοσοφία, Νομική και ίσως και
Ιατρική27.
Όσον αφορά την ιδιωτική και δημόσια διδασκαλία του, εκφράστηκαν και
αντίθετες απόψεις. Αυτές υποστηρίζουν ότι ο Φώτιος δεν υπήρξε ποτέ διδάσκαλος
και ότι δεν κατέλαβε ποτέ καθηγητική έδρα28. Σχετικά με τους φιλομαθείς νέους που
προσέρχονταν στην κατοικία του, ο ιστορικός Lemerle υποστηρίζει ότι «ήταν ένα
είδος ιδιωτικού κύκλου, ένας πνευματικός όμιλος ή ακαδημία, της οποίας ο Φώτιος
ήταν η ψυχή και το σπίτι του η έδρα της»29.
Εδώ πρέπει να προσθέσουμε ότι, εκτός από το πανεπιστήμιο της Μαγναύρας, στο
οποίο κατά κύριο λόγο θεραπεύονταν τα κλασσικά γράμματα και οι θετικές
22
PG 105, 504.
23
Β. Ν. Τατάκη, Θέματα Χριστιανικής και Βυζαντινής Φιλοσοφίας, σ. 164.
24
Ν. Β. Τωμαδάκη, Φώτιος, ΘΗΕ, τόμ. 12, στ. 22-23. Πρβλ. Μ. Φωτίου, Τὰ Ἀμφιλόχια Α΄, ΕΠΕ 1, σσ.
9-10.
25
PG 102, 597.
26
Π. Κ. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τόμ. Α΄, σ. 106.
27
Μ. Φωτίου, Τὰ Ἀμφιλόχια Α΄, ΕΠΕ 1, σ. 11.
28
P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σσ. 160, 182. Πρβλ. C. Mango, Βυζάντιο, σ. 169.
29
P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σ. 176.
13
επιστήμες, λειτουργούσαν στην Πρωτεύουσα υπό την εποπτεία του Πατριαρχείου
τόσο η Πατριαρχική Σχολή στο ναό των Αγίων Αποστόλων όσο και η σχολή της
μονής Στουδίου, οι οποίες παρείχαν θεολογική μόρφωση30. Οι σπουδαστές επομένως
κατά τα μέσα του 9ου αιώνα είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν ανάμεσα στη θύραθεν
παιδεία του κρατικού πανεπιστημίου και τη θεολογική του Πατριαρχείου.
Παράλληλα με το διδακτικό του έργο, ο Φώτιος ανέπτυξε και πλούσια συγγραφική
δραστηριότητα. Η γλώσσα που χρησιμοποίησε για τη συγγραφή των έργων του είναι
η αττικίζουσα και ο χαρακτήρας τους είναι τόσο θεολογικός όσο και φιλολογικός.
Όπως παρατηρεί ο N. G. Wilson · «η γνώση και το ενδιαφέρον του Φωτίου στην
κλασσική φιλολογία συνήθως συνάγεται από το Λεξικό και τη Βιβλιοθήκη»31. Ο Φώτιος
δεν κατήρτισε ένα συστηματικό λεξικό, αλλά ένα πρακτικό εγχειρίδιο κατά
αλφαβητική σειρά για τις ανάγκες των σπουδαστών, που θα τους βοηθούσε να
κατανοήσουν τους ρήτορες και τους λογογράφους της αττικής διαλέκτου32.
Το πιο σημαντικό όμως έργο του, στο οποίο διαφαίνεται η πλούσια κοσμική και
θεολογική του παιδεία, είναι η Βιβλιοθήκη ή Μυριόβιβλος. Αυτή αποτελείται από
281 βιβλία · «ἔστι δὲ ταῦτα εἴκοσι δεόντων ἐφ’ ἑνὶ τριακόσια», όπου περιέχονται,
αναλύονται και κρίνονται συγγράμματα της κλασσικής, ελληνιστικής και
χριστιανικής εποχής33. Από αυτήν όμως απουσιάζουν ποιητικά και φιλοσοφικά έργα.
Η ανωτέρω προσφορά του Φωτίου έχει μέγιστη και ανεκτίμητη σημασία, γιατί με την
άοκνη εργασία του κατόρθωσε να διασώσει πολλά αποσπάσματα Ελλήνων και
Εκκλησιαστικών Συγγραφέων34.
Αξιόλογο έργο του Φωτίου είναι και τα Αμφιλόχια, όπου με τη μορφή
ερωταποκρίσεων πραγματεύεται κυρίως θεολογικά θέματα επιδεικνύοντας μικρότερο
ενδιαφέρον για τα κοσμικά. Σ’ αυτά τα δεύτερα εντάσσεται και η ενασχόλησή του με
τη Φιλοσοφία. Όπως επισημαίνει ο Β. Τατάκης · «ο Φώτιος δείχνει ζωηρό ενδιαφέρον
για τη Φιλοσοφία καθ’ εαυτήν · δεν τη βλέπει μόνο ως θεράπαινα της Θεολογίας»35. Γι’
30
Μ. Φωτίου, Τὰ Ἀμφιλόχια Α΄, ΕΠΕ 1, σ. 10.
31
N. G. Wilson, Οι Λόγιοι στο Βυζάντιο, σ. 149.
32
P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σσ. 164-165.
33
Ν. Β. Τωμαδάκη, Φώτιος, ΘΗΕ, τόμ. 12, στ. 28. Πρβλ. Μ. Φωτίου, Μυριόβιβλος ἢ Βιβλιοθήκη, ΕΠΕ
5, σ. 7.
34
K. Krumbacher, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, τόμ. Β΄, σσ. 222-223. Πρβλ. Μ. Φωτίου,
Μυριόβιβλος ἢ Βιβλιοθήκη, ΕΠΕ 5, σσ. 7-8 και D. C. Hesseling, Βυζάντιο και Βυζαντινός Πολιτισμός,
σ. 299.
35
Β. Ν. Τατάκη, Θέματα Χριστιανικής και Βυζαντινής Φιλοσοφίας , σ. 194.
14
αυτό και μνημονεύει τους φιλοσόφους Πλάτωνα και Αριστοτέλη· αλλά η φιλοσοφική
του σκέψη φαίνεται να κλίνει προς τον δεύτερο, του οποίου ασπάζεται τις
φιλοσοφικές λογικές αρχές για το γένος, το είδος και τις κατηγορίες του όντος, ενώ
απορρίπτει τη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα36. Το γεγονός αυτό οδήγησε τον Ν. Β.
Τωμαδάκη να τον χαρακτηρίσει «αριστοτελικό φιλόσοφο»37, πράγμα που προκάλεσε
τη διαφωνία του H. Hunger, που θεωρεί ότι ο Φώτιος μελετά τον Αριστοτέλη με
ελεύθερο και κριτικό πνεύμα38.
Παρ’ όλη την αγάπη που έτρεφε ο Φώτιος για την κλασσική παιδεία, αναγνωρίζει
την ανωτερότητα της εκκλησιαστικής. Στην ερώτηση ΡΖ΄των Αμφιλοχίων γράφει
σχετικά · «…τῶν καλῶν μαθημάτων (θύραθεν παιδεία) ἀφίστασο, ἐκεῖθέν σοι ῥεῦσαι
μόνον τὴν εὐδαιμονίαν τοῦ βίου οἰόμενος· ἀλλὰ καὶ ταῖς ἡμετέραις εὐγενέσι μούσαις
(εκκλησιαστική παιδεία), αἱ τῶν ἑλληνίδων τοσοῦτον διαφέρουσιν, ὅσον ελεύθεροι
φύσεις δούλων ἠθῶν καὶ κολακείας ἀλήθεια…»39.
Κωνσταντίνος-Κύριλλος
Πληροφορίες επίσης για την παιδεία κατά τον 9ο αιώνα αντλούμε και από τον
σλαβικό βίο του Κωνσταντίνου–Κυρίλλου (827-869 μ.Χ.), αποστόλου και
διαφωτιστή των Σλάβων, του οποίου τη μετάφραση χρησιμοποιούμε από τον Ι. Ε.
Αναστασίου40. Ο Κωνσταντίνος–Κύριλλος έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση στη
γενέτειρά του Θεσσαλονίκη και διακρίθηκε για τις πνευματικές του αρετές. Στη
συνέχεια επιδόθηκε με ζήλο στη μελέτη των έργων του Γρηγορίου Θεολόγου χωρίς
να εμβαθύνει σ’ αυτά. Θέλοντας να συνεχίσει τις σπουδές του στη μέση βαθμίδα,
κατέφυγε σ’ έναν γραμματικό, από τον οποίο δεν έγινε δεκτός. Η άρνηση αυτή και η
έλλειψη σχολείων εγκυκλίου παιδείας στη Θεσσαλονίκη τον έφεραν στην
Κωνσταντινούπολη ύστερα από πρόσκληση του Θεοκτίστου του λογοθέτη, όπου
σπούδασε τη Γραμματική, τον Όμηρο (Ποιητική), τη Διαλεκτική από τους Φώτιο και
Λέοντα, τη Ρητορική, τη Φιλοσοφία, στην οποία υπάγονταν και οι επιστήμες της
«τετρακτύος», η Αριθμητική, η Γεωμετρία, η Αστρονομία, η Μουσική, καθώς «και τις
36
K. Krumbacher, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, τόμ. Β΄ σ. 218. Πρβλ. P. Lemerle, Ο Πρώτος
Βυζαντινός Ουμανισμός, σσ. 179-180.
37
Ν. Β. Τωμαδάκη, Φώτιος, ΘΗΕ, τόμ. 12, στ. 22.
38
H. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία, τόμ. Α΄, σ. 77.
39
PG 101, 641.
40
Ι. Ε. Αναστασίου, Βίος Κωνσταντίνου-Κυρίλλου (μετάφρασις), ΕΕΘΣΘ, τόμ. ΙΒ΄, σσ. 118-148.
15
λοιπές ελληνικές επιστήμες»41. Διαπιστώνουμε ότι από τις ανώτερες σπουδές του
απουσιάζει η Θεολογία.
Ο βιογράφος του Κωνσταντίνου-Κυρίλλου μας πληροφορεί ακόμη ότι κατέλαβε
έδρα της Φιλοσοφίας. Δεν μας διασαφηνίζει ωστόσο τον τόπο και το είδος
διδασκαλίας του, ιδιωτική ή δημόσια. Ο Βλ. Φειδάς αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος-
Κύριλλος δίδαξε στο κρατικό πανεπιστήμιο της Μαγναύρας 42, ο Διον. Ζακυθηνός ότι
δίδαξε στην Πατριαρχική Σχολή43 και ο Αντ. –Αιμ. Ταχιάος ότι δίδαξε ιδιωτικά με
κρατική επιχορήγηση44.
Αρέθας
Καίριας σημασίας γεγονός, το οποίο έδωσε ώθηση στην παιδεία, ήταν η εμφάνιση
της μικρογράμματης γραφής, «η διάδοση της οποίας», κατά τον Ε. Mioni, «είναι
στενά δεμένη με την αναγέννηση της πνευματικής ζωής που διαπιστώνεται στο Βυζάντιο
τον 9ο αιώνα»45. Η μικρογράμματη γραφή αντικατέστησε τη μεγαλογράμματη και
συνέβαλε στην αντιγραφή και διάσωση έργων της κοσμικής και της εκκλησιαστικής
λογοτεχνίας46. Η χρήση αυτής της γραφής απέβλεπε στην εξοικονόμηση χρόνου,
χώρου και στη μείωση των δαπανών για τη δημιουργία των χειρογράφων47. Η
μεταγραφή αυτών γινόταν στα εργαστήρια αντιγραφής (scriptoria), το πιο γνωστό εκ
των οποίων κατά τον 9ο και 10ο αιώνα υπήρξε αυτό της ιεράς μονής Στουδίου της
Κωνσταντινούπολης48.
Με το έργο αυτό του μεταχαρακτηρισμού των χειρογράφων συνδέεται και το
όνομα του Αρέθα (860-932 μ.Χ.). Αυτός ανήκε στον πνευματικό κύκλο του Φωτίου
και υπήρξε λόγιος εκπρόσωπος της αναγέννησης των κλασσικών γραμμάτων. Ο
Αρέθας, παρά την υψηλή θέση που κατείχε στην εκκλησιαστική ιεραρχία ως
επίσκοπος Καισαρείας, επεδείκνυε ιδιαίτερο ζήλο για τη θύραθεν παιδεία49. Η
συμβολή του στον τομέα της παιδείας συνίσταται στην έκδοση και τον σχολιασμό
41
Ι. Ε. Αναστασίου, Βίος Κωνσταντίνου-Κυρίλλου (μετάφρασις), ΕΕΘΣΘ, τόμ. ΙΒ΄, σσ. 120-121.
42
Βλ. Ιω. Φειδά, Κύριλλος και Μεθόδιος, ΘΗΕ, τόμ. 7, στ. 1176-1177.
43
Διον. Α. Ζακυθηνού, Βυζαντινή Ιστορία 324-1071, σ. 234.
44
Αντ.-Αιμ. Ν. Ταχιάου, Κύριλλος και Μεθόδιος, σ. 46.
45
E. Mioni., Εισαγωγή στην Ελληνική Παλαιογραφία, σ. 85.
46
E. Mioni, Εισαγωγή στην Ελληνική Παλαιογραφία, σ. 82. Πρβλ. P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός
Ουμανισμός, σ. 108.
47
P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σ. 108 Πρβλ. H. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία, τόμ.
Β΄, σσ. 371-372.
48
E. Mioni, Εισαγωγή στην Ελληνική Παλαιογραφία, σ. 137
49
N. G. Wilson, Οι Λόγιοι στο Βυζάντιο, σ. 159.
16
έργων της κλασσικής και της εκκλησιαστικής φιλολογίας. Όπως οι Στουδίτες
διατηρούσαν scriptorium για τη μεταγραφή των πατερικών κειμένων, έτσι και αυτός
διατηρούσε εργαστήριο αντιγραφής χειρογράφων τόσο εκκλησιαστικών όσο και
κλασσικών συγγραφέων50.
Μέχρι την εποχή του Αρέθα στο χριστιανικό Βυζάντιο αντέγραφαν και
μελετούσαν τα αριστοτελικά σχόλια, ενώ παραμελούσαν τα πλατωνικά, γιατί η
διδασκαλία της Εκκλησίας συμφωνούσε με τις φιλοσοφικές αρχές του πραγματιστή
Αριστοτέλη και απέρριπτε εκείνες του ιδεαλιστή Πλάτωνα51. Ο Αρέθας εκπόνησε την
έκδοση των πλατωνικών έργων, συμβάλλοντας στη διάσωσή τους μέχρι τις μέρες
μας. Πλην των πλατωνικών εξέδωσε έργα του Αριστοτέλη (Όργανο), του Αθήναιου,
του Αίλιου Αριστείδη, του Δίωνα Χρυσοστόμου, του Ευκλείδη και εκκλησιαστικών
συγγραφέων, όπως του Ιουστίνου, του Αθηναγόρα, του Ευσεβίου και του Κλήμεντα
του Αλεξανδρέα52. Από τα παραπάνω φαίνεται ότι το εκδοτικό του έργο
περιελάμβανε συγγράμματα περισσότερο της ελληνικής παρά της εκκλησιαστικής
γραμματείας. Τέλος, ο Αρέθας δεν παρέλειπε στις εκδόσεις του να παρεμβάλλει στα
περιθώρια ποικίλα σχόλια, φιλολογικά, φιλοσοφικά, ιστορικά, αρχαιολογικά,
γεωγραφικά, λαογραφικά, μαθηματικά και εγκυκλοπαιδικά53.
Ανώνυμος καθηγητής
Ενώ οι μαρτυρίες μας για την εκπαίδευση του 9ου αιώνα είναι κάπως ασαφείς, οι
πηγές μας γι’ αυτήν κατά το πρώτο μισό του 10ου αιώνα, που είναι οι επιστολές
ανώνυμου καθηγητή και ο βίος του Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, μας παρέχουν
μια πιο σαφή εικόνα. Από την αλληλογραφία του ανώνυμου καθηγητή μαθαίνουμε
για τις δυσχέρειες που αντιμετώπιζε στην επιτέλεση του διδακτικού του έργου. Οι
κυριότερες από αυτές ήταν η αδιαφορία των μαθητών του για την παρακολούθηση
των μαθημάτων και η μετάβασή τους από το σχολείο του σε άλλο, ο ανταγωνισμός
του με άλλους συναδέλφους για τον προσεταιρισμό μαθητών και η διαφωνία του με
τους γονείς τόσο για τη μέθοδο διδασκαλίας όσο και για την καταβολή του μισθού.
50
E. Mioni, Εισαγωγή στην Ελληνική Παλαιογραφία, σ. 137. Πρβλ. H. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία,
τόμ. Β΄, σ. 438.
51
P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σ. 189.
52
P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σσ. 196-211.
53
Κ. Μπόνη, Αρέθας ο Καισαρείας, ΘΗΕ, τόμ. 3, στ. 81. Πρβλ. P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός
Ουμανισμός, σ. 213.
17
Παρ’ όλο που το σχολείο ήταν οικονομικά ανεξάρτητο, ωστόσο δεχόταν κάποιου
είδους επιχορήγηση από το Πατριαρχείο54.
Ο ανώνυμος αυτός καθηγητής ήταν ο διευθυντής (μαΐστωρ) και ο μόνος
διδάσκαλος της σχολής του, ο οποίος δίδασκε τα μαθήματα της ανώτερης βαθμίδας,
ενώ τη διδασκαλία των αρχάριων την ανέθετε στους «εκκρίτους» (εκλεκτούς) και
«επιστατούντας» (επιβλέποντες) από τους μαθητές. Το γεγονός αυτό δηλώνει ότι την
εποχή εκείνη ήταν σε εφαρμογή η αλληλοδιδακτική μέθοδος55. Τα μαθήματα
διδασκαλίας στα σχολεία της μέσης βαθμίδας στην Κωνσταντινούπολη ήταν αυτά του
trivium (τρικτύος), η Γραμματική, η Ποιητική και η Ρητορική, ό,τι δίδασκε ο
γραμματικός. Εδώ παρατηρούμε ότι ο χαρακτήρας των μαθημάτων ήταν αμιγώς
φιλολογικός και επηρεασμένος από τον Ελληνισμό και οι μαθητές των σχολείων
αυτών προέρχονταν από την υψηλή κοσμική και εκκλησιαστική τάξη56.
54
Το Κείμενον των Επιστολών του Κώδικος ΒΜ 36749, R. Browning - Β. Λαούρδα, ΕΕΒΣ 27, σσ.
151-212. Πρβλ. P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σσ. 222-223 και Στ. Δ. Χονδρίδου, Ο
Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος και η Εποχή του, σ. 152.
55
P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σσ. 225-226. Πρβλ. Στ. Δ. Χονδρίδου, Ο
Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος και η Εποχή του, σσ. 151-152.
56
P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σσ. 226-230, 235.
57
P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σσ. 231-233. Πρβλ. Στ. Δ. Χονδρίδου, Ο
Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος και η Εποχή του, σ. 152.
18
Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος
Ο φιλόμουσος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ ο Πορφυρογέννητος (913-959
μ.Χ.) μερίμνησε επιπλέον και για την ανώτερη πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Η
προσπάθειά του για την ανασυγκρότηση της σχολής που είχε ανασυστήσει ο
καίσαρας Βάρδας τον προηγούμενο αιώνα είναι εμφανής στα λεγόμενα του
συγγραφέα των Γεωπονικών · «Πρῶτα μὲν γὰρ φιλοσοφίαν τε καὶ ῥητορικὴν ἤδη
παρεῤῥυηκυίας καὶ πρὸς ἀχανῆ βυθὸν τῆς λήθης καταδεδυκυίας εὐμηχάνως καὶ
συνετῶς ἀνειλκύσω, τὴν κραταιάν σου χεῖρα ταύταις προσεπιδούς. Ἔπειτα δὲ καὶ
πᾶσαν ἄλλην ἐπιστήμην τε καὶ τέχνην πρὸς καινισμὸν ἐπανήγαγες»58. Σύμφωνα με τους
Συνεχιστές του Θεοφάνη, διόρισε στη σχολή τους άριστους καθηγητές, τον
πρωτοσπαθάριο και μυστικό Κωνσταντίνο στην έδρα της Φιλοσοφίας, τον
μητροπολίτη Νικαίας Αλέξανδρο στην έδρα της Ρητορικής, τον πατρίκιο Νικηφόρο
στην έδρα της Γεωμετρίας και τον ασηκρήτη Γρηγόριο σ’ αυτήν της Αστρονομίας.
Από τα ανωτέρω διαπιστώνουμε ότι διατηρήθηκαν τα ίδια μαθήματα διδασκαλίας με
εκείνα επί Βάρδα. Σκοπός του πανεπιστημίου ήταν η προετοιμασία των σπουδαστών
για τη στελέχωση της δημόσιας διοίκησης και της εκκλησιαστικής ιεραρχίας 59. Για τη
λειτουργία του μετά τον θάνατο του Κωνσταντίνου Ζ΄ δεν έχουμε μαρτυρίες.
Πιθανότατα να ανεστάλη επί Βασιλείου Β΄ (976-1025 μ.Χ.)60.
Τα ενδιαφέροντα του Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου δεν ήταν μόνο
εκπαιδευτικά αλλά και ευρύτερα, συγγραφικά και εγκυκλοπαιδικά. Υπήρξε λόγιος
αυτοκράτορας που συνέχισε το έργο των Φωτίου και Αρέθα για τη διάσωση της
πνευματικής παράδοσης. Αυτό το πραγματοποίησε με τη σύνταξη εγκυκλοπαιδειών,
που έγραψε ο ίδιος και παρακίνησε και άλλους σ’ αυτό. Χάρη στην προσπάθειά του
αυτήν, συντάχτηκαν επιστημονικές, φιλολογικές και ιστορικές εγκυκλοπαίδειες, που
συντέλεσαν στην ονομασία του 10ου αιώνα ως αιώνα των εγκυκλοπαιδειών. Ο
ιστορικός όμως Lemerle ελέγχει αυτόν τον Εγκυκλοπαιδισμό για την έλλειψη
κριτικού πνεύματος και αισθητικής ευαισθησίας, γιατί αποσπά χωρία από την
58
Cassiani Bassi Scholastici, De Re Rustica Eclogae (Geoponica), H. Beckh, σσ. 1-2.
59
Theophanis Continuati, lib. VI, 14, CSHB, σ. 446.
60
St. Runciman, Βυζαντινός Πολιτισμός, σ. 255. Πρβλ. Τ. Τ. Rice, Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των
Βυζαντινών, σ. 268.
19
ευρύτερη νοηματική και αισθητική ενότητά τους, χωρίς να τα συνδέει δυναμικά και
γόνιμα με το παρόν61.
Αντίθετα, οι διάδοχοι του Κωνσταντίνου Ζ΄ αποδείχτηκαν κατώτεροί του
αδιαφορώντας για την παιδεία. Κυρίως κατά την περίοδο 963-1025 μ.Χ., επί
βασιλείας των Νικηφόρου Φωκά, Ιωάννη Τσιμισκή και Βασιλείου Β΄
Βουλγαροκτόνου, παρακμάζει η παιδεία. Ο λόγος είναι ότι οι αυτοκράτορες αυτοί
είχαν στραμμένη την προσοχή τους στην εδαφική επέκταση της Αυτοκρατορίας και
στερούνταν πνευματικών ενδιαφερόντων. Παρά ταύτα, οι λόγιοι στο Βυζάντιο δεν
έπαψαν να υπάρχουν62.
61
P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σ. 275.
62
Ν. Γιακουμάκη, Η Πνευματική Κίνησις εν Βυζαντίω κατά τον ΙΑ΄ Αιώνα, ΝΣ, τόμ. 8, σ. 160. Πρβλ.
Στ. Δ. Χονδρίδου, Ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος και η Εποχή του, σσ. 154-155.
20
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
Η άνθηση των κλασσικών γραμμάτων, που είχε ξεκινήσει με τον Φώτιο τον 9ο
αιώνα και τον Αρέθα τον 10ο, συνεχίζεται τον 11ο με κύριο εκπρόσωπο τον λόγιο και
φιλόσοφο Μιχαήλ Ψελλό (1018-1078). Αυτή ήταν απόρροια της σχετικής ειρήνης
που επικρατούσε στην Αυτοκρατορία μέχρι το 1042 και της συνακόλουθης
οικονομικής και αστικής ανάπτυξης63. Κύρια πηγή γι’ αυτήν την περίοδο αποτελούν
τα έργα του Ψελλού, η Χρονογραφία του, που περιγράφει τα γεγονότα από το 976
μέχρι το 1077, οι Επιτάφιοι και Εγκωμιαστικοί Λόγοι του και οι Επιστολές του, από
τα οποία αντλούμε πληροφορίες για την παιδεία και συγκεκριμένα γα τη στάση των
αυτοκρατόρων έναντι των γραμμάτων, τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος
και τη συμβολή του στην ανόρθωση της παιδείας. Έτσι, την απουσία πηγών και
μαρτυριών για το δεύτερο ήμισυ του προηγούμενου αιώνα τη διαδέχεται η πληθώρα
πληροφοριών που μας παρέχει για τον 11ο το πολυδιάστατο έργο του Μιχαήλ
Ψελλού.
63
A. P. Kazhdan/ Ann Wharton Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό Πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο
Αιώνα, σ. 192. Πρβλ. Στ. Δ. Χονδρίδου, Ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος και η Εποχή του, σ.
24.
64
Ν. Γιακουμάκη, Η Πνευματική Κίνησις εν Βυζαντίω κατά τον ΙΑ΄ Αιώνα, ΝΣ, τόμ. 8, σ. 161.
21
παντάπασι καταπεφρονήκει… οὕτως τοῦ βασιλέως κατολιγωροῦντος τῆς περὶ τοὺς
λόγους σπουδής…»65. Τον στενό κύκλο του επίσης τον αποτελούσαν άτομα χαμηλού
πνευματικού επιπέδου και με ελλιπή μόρφωση · «οὔτε τὴν γνώμην λαμπρῶν… οὔτε τὰ
ἐς λόγους ἐς τὸ ἄγαν πεπαιδευμένων»66. Παρ’ όλη την ολιγωρία που επέδειξε για τα
γράμματα και τους λογίους, αναδείχθηκαν ωστόσο επί των ημερών του ρήτορες και
φιλόσοφοι οι οποίοι δεν είχαν οικονομικά κίνητρα, αλλά σπούδαζαν για προσωπική
τους μόρφωση και ωφέλεια67. Κατά τον N. G. Wilson, η ταυτότητα τους είναι
άγνωστη68, ενώ, κατά τον Βρ. Καραλή, η ομάδα αυτή των λογίων αποτελούνταν από
τους Λέοντα Διάκονο, Ιωάννη Σικελιώτη, Ιωάννη Γεωμέτρη και Συμεών τον Νέο
Θεολόγο69. Δείγμα του μειωμένου ενδιαφέροντος του Βασιλείου Β΄ για την παιδεία
είναι και η αναστολή λειτουργίας του πανεπιστημίου επί των ημερών του, που
επανίδρυσε ο καίσαρας Βάρδας70. Και ο διάδοχος στο θρόνο και αδερφός του
Κωνσταντίνος Η΄ (1025-1028) δεν έλαβε πλούσια μόρφωση και ιδιαίτερα η
αρχαιομάθειά του ήταν περιορισμένη · «Γράμματα μὲν γὰρ οὐ πολλὰ μεμαθήκει, ἀλλὰ
βραχύ τι καὶ ὅσον ἐς παῖδας ἀνήκει τῆς ἑλληνικῆς μετέσχε παιδείας…»71.
Αντίθετα, ο αυτοκράτορας Ρωμανός Γ΄ ο Αργυρός (1028-1034), έχοντας λάβει
ελληνική παιδεία και κάποιες νομικές γνώσεις, προσπάθησε να δώσει ώθηση στην
πνευματική ζωή της Πρωτεύουσας. Ενώ είχε επιφανειακή και επιπόλαιη γνώση των
γραμμάτων, ήταν δοκησίσοφος· νόμιζε ότι γνωρίζει περισσότερα απ’ όσα στην
πραγματικότητα. Παιδευτικό του πρότυπο είχε τους Αντωνίνους φιλοσόφους
βασιλείς, τον Μάρκο Αυρήλιο και τον Αύγουστο. Το ενδιαφέρον του για την παιδεία
φαίνεται και από τη συγκέντρωση γύρω του λογίων, ρητόρων, φιλοσόφων και
επιστημόνων. Κατά τον Κ. Γ. Μπόνη, ο Ρωμανός Γ΄ χώριζε τους λογίους με βάση το
γνωστικό τους αντικείμενο («πᾶν γένος κατέλεγε») για συστηματοποίηση των
65
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 18. Πρβλ.
Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σσ. 78-80.
66
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 19. Πρβλ.
Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σ. 82.
67
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 18. Πρβλ.
Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σ. 80.
68
N. G. Wilson, Οι Λόγιοι στο Βυζάντιο, σ. 192.
69
Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σ. 81.
70
St. Runciman, Βυζαντινός Πολιτισμός, σ. 255. Πρβλ. T. T. Rice, Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των
Βυζαντινών, σ. 268.
71
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σσ. 26-27. Πρβλ.
Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σ. 104.
22
επιστημών και για αρτιότερη και πληρέστερη εκμάθηση και κατανόηση72. Οι
πνευματικοί αυτοί όμως άνδρες, σύμφωνα με τη γνώμη του Ψελλού, δεν είχαν
αφομοιώσει την πλατωνική και αριστοτελική φιλοσοφία, και κυρίως τη διαλεκτική
και αποδεικτική μέθοδο, με αποτέλεσμα να παρερμηνεύουν τους φιλοσόφους
Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Προσπαθούσαν δηλαδή με την άκαιρη χρήση του ορθού
λόγου να ερμηνεύσουν υπερφυσικά και υπέρλογα θεολογικά μυστήρια.
Έτσι, ο Ψελλός καταλήγει, λέγοντας ότι η φιλοσοφία τους περιοριζόταν στον τύπο
(μεθόδους) και δεν προχωρούσε στην ουσία της (εύρεση της αλήθειας) · «ἦν δὲ
προσωπεῖον τὸ πᾶν καὶ προσποίησις, ἀλλ’ οὐκ ἀληθείας βάσανος καὶ ἐξέτασις»73. Παρ’
όλα αυτά, δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε ότι ο Ρωμανός Γ΄ ο Αργυρός ήταν ο
πρώτος αυτοκράτορας του 11ου αιώνα που έδειξε ενδιαφέρον για τους λογίους και τα
γράμματα. Ο διάδοχός του όμως Μιχαήλ Δ΄(1034-1041), όπως επισημαίνει ο Ψελλός,
αν και δεν είχε λάβει ελληνική παιδεία, υπερτερούσε των φιλοσόφων ως προς το
ήθος· «Παιδείας μὲν γὰρ ἑλληνικῆς ἄμοιρος παντάπασιν ἦν, ἐρρύθμιστο δὲ τὸ ἦθος
μᾶλλον ἢ κατ’ ἐκείνην φιλοσοφήσαντες καὶ κρείττων ἦν…»74.
72
Κ. Γ. Μπόνη, Ιωάννης ο Ξιφιλίνος, σ. 16.
73
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σσ. 30-31. Πρβλ.
Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σσ. 116-118.
74
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σσ. 50-51. Πρβλ.
Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σ. 172.
75
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Ἰωάννην Ξιφιλῖνον, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ Δ΄, σ. 433.
76
Michael Psellus, Ὀνειδίζει τοὺς μαθητὰς ὰμελοῦντας, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione Daemonum,
σ. 150.
23
σπέρμα σοφίας ἐν τῇ Ἑλλάδι ἢ τῇ βαρβάρῳ τὸ ξύμπαν διερευνησάμενος εὑρηκώς»)77
και της έλλειψης πνευματικών κέντρων, όπως ήταν η Αθήνα με την Ακαδημία, η
Αλεξάνδρεια με τις σχολές Αστρονομίας, Γεωμετρίας, Ιατρικής, η Αντιόχεια μ’ αυτές
της Φιλοσοφίας και της Ρητορικής, η Νικομήδεια, η Βηρυτός με τη Νομική και η
Πέργαμος με τη νεοπλατωνική σχολή, καθώς και η Ρώμη και η Κωνσταντινούπολη 78.
Υπενθυμίζουμε ότι το πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης καταργήθηκε πιθανώς
από τον Βασίλειο Β΄, και επομένως στο πρώτο μισό του 11ου αιώνα δεν υπήρχε
κανένα πνευματικό κέντρο με ανώτερη σχολή σε όλη την Αυτοκρατορία · «Νῦν γὰρ
οὔτε Ἀθῆναι, οὔτε ἡ Νικομήδεια, οὔτε ἡ πρὸς Αἰγύπτῳ Ἀλεξάνδρεια, οὔτε Φοινίκη, οὔτε
μὴν ἑκατέρα Ῥώμη, ἥ τε πρώτη καὶ ἥττων καὶ ἡ μετ’ ἐκείνην καὶ κρείττων (Κων/πολη),
οὔτ’ ἄλλη τις πόλεων ἐπί τινι τῶν λόγων σεμνύνεται τανῦν…»79. Σχετικά με την
αναφορά του Ψελλού στην απουσία ικανών δασκάλων, φαίνεται να αντιφάσκει με
όσα λέει για τη μόρφωση που έλαβε ο Ιωάννης Μαυρόποδας από τους καλύτερους
δασκάλους στις αρχές του 11ου αιώνα · «εὐθὺς ὑπὸ κρείττονας ἑαυτὸν διδασκάλους
πεποίηται»80.
Η πνευματική αλλοτρίωση που επικρατούσε στο Βυζάντιο ήταν τόσο μεγάλη,
ώστε η πρώτη θέση στον τομέα των επιστημών περιήλθε στους ανατολικούς λαούς, οι
οποίοι είχαν γίνει μέτοχοι των πνευματικών έργων των αρχαίων Ελλήνων. Το γεγονός
αυτό αναγκάζει τον Ψελλό να ομολογήσει με λύπη · «Καὶ ἡ μὲν Ἑλλὰς σχεδὸν ἅπασα
καὶ ἡ ἄποικος Ἰωνία τῶν πατρῴων ἀκριβῶς ἐξεκόπησαν, ἐς Ἀσσυρίους δὲ καὶ Μήδους
καὶ Αἰγυπτίους ὁ κλῆρος μετωχετεύθη καὶ τοσοῦτον ἡ τάξις ἀντέστραπται, ὡς
βαρβαρίζειν μὲν τοὺς Ἕλληνας, ἑλληνίζειν δὲ τοὺς βαρβάρους…»81. Θεωρούμε την
κρίση του αυτήν, όσον αφορά την πνευματική υπεροχή των ανατολικών λαών έναντι
των Βυζαντινών, υπερβολική και άστοχη, γιατί, όπως είδαμε παραπάνω, ο ίδιος
αναφέρει ότι δεν υπήρχαν πνευματικά κέντρα ούτε στην Αυτοκρατορία ούτε και στην
Ανατολή.
77
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, MB, τόμ. Δ΄, σ. 120. Πρβλ.
Μιχαήλ Ψελλου, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σ. 354.
78
Κιμ. Ε. Πλακογιαννάκη, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος και Πολιτισμός των Βυζαντινών, σσ. 130-131.
79
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 123. Πρβλ.
Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σσ. 360-362.
80
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς Ἰωάννην Εὐχαΐτων, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 147.
81
Μιχαήλ Ψελλού, Εἰς τὸν Λογγιβάρδον Ἰωάννην ἐπαινετικός, Codex Parisinus, φ. 50. Πρβλ. Μιχαήλ
Ψελλού, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σσ. XLVII-XLVIII.
24
Υπάρχουν όμως μελετητές, όπως ο πρώτος εκδότης των έργων του Ψελλού Κ. Ν.
Σάθας82 και ο Πρωτ. Γ. Καραχάλιος83, οι οποίοι συμφωνούν με την περιγραφή του
για τη δεινή κατάσταση της παιδείας πριν από τη βασιλεία του Κωνσταντίνου
Μονομάχου (1042-1055), εκλαμβάνοντάς την ως αντικειμενική και πραγματική.
Υπάρχουν ωστόσο και μετριοπαθείς απόψεις, όπως των Ν. Γιακουμάκη84 και Κ. Γ.
Μπόνη85, που θεωρούν τις κρίσεις του Ψελλού για την πνευματική ζωή κατά την
πρώτη πεντηκονταετία του 11ου αιώνα «μεροληπτικές και υπερβολικές».
Υποστηρίζουν δηλαδή ότι δεν έπαψε να υπάρχει πνευματική κίνηση πριν από τον
Ψελλό, αλλά ότι αυτή κορυφώθηκε επί των ημερών της πνευματικής του δράσης.
Ο Ψελλός δεν είναι ο μόνος που υποτιμά την πριν από αυτόν πνευματική
παράδοση. Την ίδια στάση τηρεί και η Άννα Κομνηνή, μειώνοντας την πνευματική
αναγέννηση που συντελέσθηκε από τα μέσα του 11ου αιώνα με κύριο εκφραστή τον
Μιχαήλ Ψελλό. Ο λόγος αυτής της στάσης των ιστορικών είναι ότι επιδιώκουν να
εξάρουν το έργο για την παιδεία συγκεκριμένων αυτοκρατόρων, του Κωνσταντίνου
Θ΄ ο Ψελλός και του Αλεξίου Α΄ Κομνηνού η κόρη του. Αυτή αναφέρει για την
προηγούμενη πνευματική κατάσταση της Αυτοκρατορίας και τη συμβολή του πατέρα
της (1081-1118) στην ανόρθωση της παιδείας τα εξής · «ἐπεὶ δὲ τὰ ὡδὶ παιδείας εὗρεν
(Αλέξιος Α΄) ἁπάσης ἐνδεῶς ἔχοντα καὶ τέχνης λογικῆς, τοῦ λόγου πόρρω που
ἀπελαθέντος αὐτός, εἴ που σπινθῆρές τινες ἦσαν τούτου ὑπὸ σποδιὰν κρυπτόμενοι,
ἀναχωννύειν ἠπείγετο, καὶ τοὺς ὅσοι περὶ τὰ μαθήματα ἐπιρρεπῶς εἶχον (ἦσαν γάρ
τινες καὶ οὗτοι βραχεῖς καὶ μέχρι τῶν Ἀριστοτελικῶν ἑστηκότες προθύρων) τούτους
πρὸς μάθησιν ὀτρύνων οὐκ ἐνεδίδου…»86. Από τα ανωτέρω διαφαίνεται ότι
χρησιμοποιεί την ίδια επιχειρηματολογία και τα ίδια εκφραστικά μέσα με τον Ψελλό·
«εἴ που σπινθῆρές τινες σοφίας ὑπὸ σποδιᾷ παρεκρύπτοντο, ἀνεχώννυε» (Ψελλός) –«εἴ
που σπινθῆρές τινες ἦσαν τούτου ὑπὸ σποδιὰν κρυπτόμενοι, ἀναχωννύειν ἠπείγετο»
(Κομνηνή) και «Βραχεῖς γὰρ ὁ τηνικαῦτα χρόνος λογίους παρέτρεφε, καὶ τούτους μέχρι
82
Μιχαήλ Ψελλού, K. N. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. XLII.
83
Πρωτ. Γ. Α. Καραχάλιου, Η Ανθρωπολογία του Μιχαήλ Ψελλού, σσ. 22-23.
84
Ν. Γιακουμάκη, Η Πνευματική Κίνησις εν Βυζαντίω κατά τον ΙΑ΄ Αιώνα, ΝΣ, τόμ. 8, σσ.
161,163,165.
85
Κ. Γ. Μπόνη, Ιωάννης ο Ξιφιλίνος, σσ. 17-18.
86
Annae Comnenae, Alexias, vol. I, lib. V, 9, CSHB, σ. 265.
25
τῶν Ἀριστοτελικών ἑστηκότας προθύρων…» (Ψελλός) – «ἦσαν γάρ τινες καὶ οὗτοι
βραχεῖς καὶ μέχρι τῶν Ἀριστοτελικῶν ἑστηκότες προθύρων …» (Κομνηνή)87.
Πνευματική ακμή στο Β΄ μισό του 11ου Αι. και παράγοντές της
Α. Λόγιοι
Η πνευματική ακμή κατά τη δεύτερη περίοδο του 11ου αιώνα αρχίζει με τον
Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο (1042-1055). Αν και δεν ήταν εντριβής στη
λογοτεχνία και εγκρατής λόγιος, παρά ταύτα μερίμνησε για τους επιφανείς
ανθρώπους των γραμμάτων συγκεντρώνοντάς τους στην αυτοκρατορική αυλή ·
«Λόγοις δὲ οὐ πάνυ καθωμιλικώς, οὐδέ τινα ἕξιν κτησάμενος λογιότητος, ἀλλ’ ὅμως
ἐζήλου τοῦτο τὸ μέρος, καὶ τοὺς ἐλλογιμωτέρους πανταχόθεν συνήνεγκεν εἰς τὰς
βασιλείους αὐλάς…»88. Οι λόγιοι αυτοί συγκροτούσαν τον πνευματικό κύκλο του
Ψελλού και ως ευνοούμενοι του αυτοκράτορα κατέλαβαν υψηλά αξιώματα στα
Ανάκτορα και στην Εκκλησία. Οι «ελλογιμώτεροι» αυτοί άνδρες ήταν ο Ιωάννης
Μαυρόποδας, περίφημος ρητοροδιδάσκαλος και μετέπειτα μητροπολίτης Ευχαΐτων, ο
Κωνσταντίνος Λειχούδης, πρωθυπουργός και αργότερα Οικουμενικός Πατριάρχης
(1059-1063) και ο Ιωάννης Ξιφιλίνος, νομοφύλακας και Οικουμενικός Πατριάρχης
(1063-1074) μετά τον Κωνσταντίνο Λειχούδη. Οι τρείς αυτοί αποτελούσαν τον
πυρήνα της ομάδας του Ψελλού. Εκτός από αυτούς, στο πνευματικό περιβάλλον του
ανήκαν και οι Κωνσταντίνος Δούκας, ο μελλοντικός αυτοκράτορας (1059-1067), οι
δύο ανεψιοί του πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου και ο Νικήτας Βυζάντιος,
δάσκαλος της Ρητορικής και της Γραμματικής 89. Παράλληλα, δρούσε και άλλος
πνευματικός όμιλος, που απαρτιζόταν από ανώτερους αυλικούς αξιωματούχους, όπως
ο Χοιροσφάχτης, ο Αριστηνός και άλλοι, τους οποίους συνέδεε σφοδρή επιθυμία για
σοφία και σύνεση · «Καὶ ὑμεῖς γοῦν ἐν μὲν τῷ αὐτῷ κρατῆρι συγκεκέρασθε, οὗ δὴ καὶ
87
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 30 και Μιχαήλ
Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σ. 116. Πρβλ. Annae Comnenae, Alexias, vol. I, lib. V, 9, CSHB, σ.
265.
88
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 119. Πρβλ.
Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σ. 352.
89
Αλ. Σιδέρη, Χρονογραφία του Μιχαήλ Ψελλού, Emile Renauld, Εισαγωγή, σ. 15. Πρβλ. Ε. Κριαρά, Ο
Μιχαήλ Ψελλός, Ανάτυπο από τα «Βυζαντινά» 4, σσ. 57-58 και Α. Ρ. Kazhdan/ Ann Wharton Epstein,
Αλλαγές στον Βυζαντινό Πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο Αιώνα, σ. 207.
26
σοφὸς τὰς ψυχὰς κίρνησιν, ἔχοιτε δὲ ἑτερότητα ἐν ταὐτότητι· καὶ μία μὲν ὑμῖν ἡ πρὸς τὸ
καλὸν σύμπνοια καὶ ὁμόνοια, καὶ τὸ ἀκριβῶς ἔχειν περὶ πᾶσαν σοφίαν καὶ σύνεσιν»90.
Β. Πανεπιστήμιο
Ο Κωνσταντίνος Θ΄ συνέβαλε στην πνευματική αναγέννηση στα μέσα του 11 ου
αιώνα όχι μόνο με την αξιοποίηση των λογίων, αλλά και με την ίδρυση του
πανεπιστημίου (1044-1047). Όπως ο Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος κατά τον
προηγούμενο αιώνα, έτσι και αυτός φρόντισε για την ανώτερη πανεπιστημιακή
εκπαίδευση, ιδρύοντας δύο σχολές, τη Νομική και τη Φιλοσοφική, ύστερα από την
παρότρυνση της τετράδας των λογίων, Ψελλού, Μαυρόποδα, Λειχούδη και Ξιφιλίνου.
Αυτοί προτιμούσαν, αν και ήταν ιδιωτικοί διδάσκαλοι, τη δημόσια διδασκαλία, γιατί
θα απέδιδε περισσότερο από την ιδιωτική όντας υπό την εποπτεία του αυτοκράτορα91.
Σκοπός του ιδρύματος αυτού ήταν η κατάρτιση ικανών στελεχών για την επάνδρωση
της κρατικής και της εκκλησιαστικής διοίκησης, όπως και κατά τον 10ο αιώνα92. Για
τη λειτουργία του πανεπιστημίου και τη διδασκαλία του Ψελλού σ’ αυτό, θα γίνει
εκτενής αναφορά σε οικείο κεφάλαιο της εργασίας μας.
Γ. Σχολεία
Άλλος εξίσου σημαντικός παράγοντας που συνέτεινε στην εκπαιδευτική και γενικά
στην πνευματική άνοδο του 11ου αιώνα ήταν, εκτός από το πανεπιστήμιο, και τα
σχολεία. Ο Ψελλός, στον Επιτάφιό του προς τον Ιωάννη Ξιφιλίνο, αναφέρει, χωρίς να
καθορίζει την ακριβή χρονολογία, ότι στο παρελθόν λειτουργούσαν στην
Κωνσταντινούπολη σχολεία εγκυκλίου και ανώτερης εκπαίδευσης που δίδασκαν
τέχνες και επιστήμες, Ποιητική, Ρητορική, Φιλοσοφία και λιγότερο Νομική · «Ἦν
μὲν πάλαι ἀνὰ τὴν ἡμετέραν πόλιν (Κων/πολη) τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν διδασκαλεῖα καὶ
παιδευτήρια, καὶ σεμνοὶ θρόνοι καθίστασαν οὐ τῆς πανδήμου μόνης ποιητικῆς, ἀλλὰ
καὶ τῆς τῶν λόγων τέχνης (Ρητορικής) καὶ τῆς θαυμασιωτάτης φιλοσοφίας, νομικῆς δὲ
90
Μιχαήλ Ψελλού, [Τῷ πρωτοασηκρῆτις,τῷ λιβελλισίῳ καὶ τῷ ἐπὶ τῶν δεήσεων], Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ,
τόμ. Ε΄, σ. 452. Πρβλ. Α. Ρ. Kazhdan/ Ann Wharton Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό Πολιτισμό κατά
τον 11ο και 12ο Αιώνα, σσ. 207-208.
91
Μιχαήλ Ψελλού, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σσ. XLVIII-XLIX. Πρβλ. Κ. Γ. Μπόνη, Ιωάννης ο
Ξιφιλίνος, σσ. 43-44.
92
Α. Ρ. Kazhdan/ Ann Wharton Epstein, Αλλάγες στον Βυζαντινό Πολιτισμό κατά τον 11 ο και 12ο
Αιώνα, σ. 202.
27
τοῖς πολλοῖς ἐλάττων φροντίς»93. Ο Ν. Γιακουμάκης ονομάζει τα σχολεία αυτά, στα
οποία διδασκόταν ένα μόνο μάθημα, «ειδικά»94. Κατά το πρώτο ήμισυ του 11ου αιώνα
δεν λειτουργούσαν στο Βυζάντιο αρκετά σχολεία σε σχέση με το δεύτερο. Όπως
εκθέσαμε και στο προηγούμενο κεφάλαιο, στο οποίο εξετάσαμε την παιδεία κατά τον
9ο και 10ο αιώνα, η στοιχειώδης εκπαίδευση παρεχόταν και στις επαρχίες της
Αυτοκρατορίας, ενώ η μέση και ανώτερη μόνο στην Κωνσταντινούπολη. Η
οικονομική όμως και πολιτισμική εξέλιξη των επαρχιών κατά τον 11 ο αιώνα οδήγησε
στην ίδρυση σχολείων μέσης εκπαίδευσης και σ’ αυτές95. Τα πρωτεία παρ’ όλα αυτά,
όσον αφορά τα σχολεία της πρωτοβάθμιας και κυρίως της δευτεροβάθμιας
εκπαίδευσης, τα κατείχε και κατά τον 11ο αιώνα η Κωνσταντινούπολη.
Εκτός από τα σχολεία στοιχειώδους και εγκυκλίου εκπαίδευσης, λειτουργούσαν
ακόμη στην Πρωτεύουσα και ανώτερες σχολές εν είδει πανεπιστημίου, όπου
διδάσκονταν ευρύτερα τα «μείζονα μαθήματα»· Ρητορική, Φιλοσοφία και Νομική.
Ενδεικτική γι’ αυτά είναι η αναφορά του Μιχαήλ Ψελλού στον Εγκωμιαστικό του
Λόγο προς τον Ιωάννη Μαυρόποδα · «καὶ τὴν ἐγκύκλιον πρῶτα παιδείαν μεμαθηκώς,
πρὸς δὲ καὶ τῆς γραμματικῆς τέχνης εἰς ἄκρον ἐληλυθώς, οὕτω δὴ τῶν μειζόνων
μαθημάτων ἀντιλαμβάνεται»96. Αυτά τα ανώτερα σχολεία ανέδειξαν σπουδαίους
λογίους, όπως ο πνευματικός κύκλος του Ψελλού, οι οποίοι ακμάζουν στο δεύτερο
μισό του 11ου αιώνα.
α. Ιδιωτικά σχολεία
Η πνευματική αναγέννηση στα μέσα αυτού του αιώνα, όπως ήταν φυσικό,
οφείλεται και στη λειτουργία περισσότερων σχολείων. Κύριοι φορείς αυτών ήταν ο
πατριάρχης, τα μοναστήρια, ο αυτοκράτορας και η ιδιωτική πρωτοβουλία. Ιδιωτικά
σχολεία συντηρούσαν επιφανείς λόγιοι, όπως οι Ιωάννης Μαυρόποδας, Νικήτας,
Μιχαήλ Ψελλός και Ιωάννης Ξιφιλίνος. Τα προμνημονευθέντα αυτά σχολεία δεν
πρέπει να τα εκλάβουμε με τη σημερινή έννοια, γιατί η διδασκαλία των μαθημάτων
93
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Ἰωάννην Ξιφιλῖνον, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 433.
94
Ν. Γιακουμάκη, Η Πνευματική Κίνησις εν Βυζαντίω κατά τον ΙΑ΄ Αιώνα, ΝΣ, τόμ. 8, σ. 179.
95
Α. Ρ. Kazhdan/ Ann Wharton Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό Πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο
Αιώνα, σσ. 192-193.
96
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς Ἰωάννην Εὐχαΐτων, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 147.
28
διεξαγόταν στην οικία του δασκάλου97. Αυτός καθόριζε τη διδακτέα ύλη, αλλά η
επιλογή του γινόταν από τον μαθητή. Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η μαρτυρία
του Μιχαήλ Ψελλού στον Επιτάφιό του για τον Νικήτα, όπου αναφέρει ότι ο ίδιος τον
επέλεξε ως διδάσκαλό του της Ρητορικής · «…ἐζήτουν ὅς τις ποτέ μοι καθηγητὴς
γενήσεται τοῦ σπουδάσματος (Ρητορικής)…»98. Ο οικοδιδάσκαλος αμειβόταν από τους
μαθητές, μετά από συμφωνία, και από διάφορες χορηγίες99. Υπήρχαν όμως και
περιπτώσεις δασκάλων που δίδασκαν αμισθί, όπως ο Μιχαήλ Ψελλός · «ἀλλ’ ἃ δὴ
πόνῳ συνειλήφειν πολλῷ, τούτων πᾶσι μετέδωκα, οὐ μισθοῦ τοὺς λόγους πωλῶν, ἀλλὰ
καὶ προσεπιδιδοὺς εἴ τις λαμβάνειν ἐβούλετο…»100.
Κατά τον 11ο αιώνα δεν εξέλιπε και το φαινόμενο της μετάβασης μαθητών από
σχολείο σε σχολείο, χωρίς να καταβάλουν τα οφειλόμενα δίδακτρα στο δάσκαλό
τους, το οποίο ανάγεται στη ρωμαϊκή ελληνιστική εποχή101. Αυτή η μετάβαση των
μαθητών, που την υπέθαλπαν οι δάσκαλοι, προκαλούσε συγκρούσεις και έριδες με
τους συναδέλφους τους102. Εμφαντική ως προς αυτό είναι η αναφορά του Ψελλού
στην επιστολή του προς τον Αριστηνό, πατέρα πρώην μαθητή του · «Κοινὸν δέ τι
πάθος πρὸς τοὺς πολλοὺς καὶ οὗτος (υιός Αριστηνού) πέπονθεν. οἱ γὰρ πλεῖστοι τῶν
μαθητιώντων τὸν ἐμὸν οἰόμενοι μὴ χωρεῖν λόγον πρὸς τοὺς γαλακτοτροφοῦντας
(αντιτέχνους) ἀπίασιν. οἷς δὴ καὶ ἐπὶ πλεῖστον συνόντες τὸν πάντα χρόνον
συννηπιάζουσι. τούτοις καὶ οὗτος οὐκ οἶδ’ ὅ τι παθὼν σύνεστι…»103. Παρά τις
διαμάχες, οι δάσκαλοι συνδέονταν μεταξύ τους και με αγαστές σχέσεις και πνεύμα
αλληλεγγύης. Αυτό φαίνεται από τη μεσολάβηση του Ψελλού, όταν ήταν ασθενής,
σε συνάδελφό του για να αναλάβει τη διδασκαλία του μαθητή του · «…ἐξ ὅτου δὲ
κλινήρης αὐτὸς (Ψελλός) γέγονα , οὔτε λόγων μετέσχεν οὔτε σχέδος … γέγραφε – δεῖν
97
Ν. Γιακουμάκη, Η Πνευματική Κίνησις εν Βυζαντίω κατά τον ΙΑ΄ Αιώνα, ΝΣ, τόμ. 8, σ. 171. Πρβλ.
Α. Ρ. Kazhdan/ Ann Wharton Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό Πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο Αιώνα,
σ. 192 και Απ. Καρπόζηλου, Συμβολή στη Μελέτη του Βίου και του Έργου του Ιωάννη Μαυρόποδος,
ΕΕΦΣΙ 18, σ. 26.
98
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Νικήταν, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 88.
99
Ν. Γιακουμάκη, Η Πνευματική Κίνησις εν Βυζαντίω κατά τον ΙΑ΄ Αιώνα, ΝΣ, τόμ. 8, σσ. 168, 171.
Πρβλ. Κ. Γ. Μπόνη, Ιωάννης ο Ξιφιλίνος, σ. 19.
100
Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σ. 362.
101
Θ. Καρζή, Η Παιδεία στο Μεσαίωνα, σ. 203.
102
Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμ. Α΄1, σ. 137.
103
Michaelis Pselli, Τῷ Ἀριστηνῷ, E. Kurtz-Fr. Drexl, SM, τόμ. Β΄, σ. 267. Πρβλ. J. N. Ljubarskij, Η
Προσωπικότητα και το Έργο του Μιχαήλ Ψελλού, σσ. 218-220.
29
ἔδοξε ταῖς σαῖς ἱεραῖς προσαναθεῖναι τὸν παῖδα χερσίν – καὶ δέχου τοῦτον καὶ τοῖς σοῖς
συναρίθμει μαθηταῖς…»104.
Την ίδια εποχή ίσως εξακολουθούσε να υφίσταται ο θεσμός του προκαθημένου
των παιδευτηρίων, που ίδρυσε πιθανότατα ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος τον
10ο αιώνα και κατείχε, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο Αθανάσιος, ο
διδάσκαλος του Αβρααμίου, του μετέπειτα Αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη. Ομοίως
κατά τον 11ο αιώνα είναι πιθανό ότι τον τίτλο της εποπτείας των σχολείων τον έφερε
ο Μιχαήλ Ψελλός μετά από ανάθεση του αυτοκράτορα. Σ’ αυτό το συμπέρασμα
καταλήγουμε από επιστολή του, στην οποία επιπλήττει τον διευθυντή (μαΐστορα) του
σχολείου των Χαλκοπρατείων, επειδή απέρριψε τη χρηματοδότηση του Κλητωρίου
ζητώντας μεγαλύτερη105. Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί τη διαπίστωση ότι την εποχή
αυτή η κρατική παρέμβαση στα εκπαιδευτικά πράγματα της μέσης βαθμίδας ήταν
περιορισμένη106.
β. Εκκλησιαστικά σχολεία
Εκτός από τις αμιγώς ιδιωτικές σχολές, λειτουργούσαν στην Κωνσταντινούπολη
και εκκλησιαστικά σχολεία, τα οποία τελούσαν υπό την αιγίδα του πατριάρχη, είχαν
εκκλησιαστικό χαρακτήρα και παρείχαν γενική λαϊκή παιδεία107. Αυτά στεγάζονταν
σε ναούς και ήταν το σχολείο της Θεοτόκου των Χαλκοπρατείων, του Αγίου
Θεοδώρου των Σφορακίου, των Τεσσαράκοντα Μαρτύρων, της Διακονίσσης και του
Αγίου Πέτρου. Πληροφορίες για τα δύο τελευταία σχολεία αντλούμε από επιστολή
που αποδίδεται στον Μιχαήλ Ψελλό108. Σ’ αυτήν ο ηλικιωμένος μαΐστορας («πρὸς
αὐτὸ τὸ γῆρας κατήντησα») παραπονείται ότι δεν αποκόμισε κανένα όφελος από την
παιδεία παρά μόνο ότι έγινε αντικείμενο χλευασμού («Τῆς δὲ παιδείας ἀπωνάμην
οὐδέν, ὅτι μὴ καὶ πλατὺν γέλωτα»). Γι’ αυτό αιτείται από τον πατριάρχη την αλλαγή
σχολείου και τη μετάβασή του από το σχολείο της Διακονίσσης σ’ αυτό του Αγίου
Πέτρου. Οι λόγοι του αιτήματος αυτού ήταν: α) οι χαμηλές έως ανύπαρκτες
104
Michaelis Pselli, Ἡσαΐᾳ πρωξίμῳ, Ε. Kurtz-Fr. Drexl, SM, τόμ. Β΄, σ. 31.
105
Μιχαήλ Ψελλού, Τῷ μαΐστωρι τῶν Χαλκοπρατίων, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σσ. 428-430. Πρβλ.
Απ. Καρπόζηλου, Συμβολή στη Μελέτη του Βίου και του Έργου του Ιωάννη Μαυρόποδος, ΕΕΦΣΙ 18, σ.
147 και Στ. Δ. Χονδρίδου, Ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος και η Εποχή του, σ. 167.
106
Α. Ρ. Kazhdan/ Ann Wharton Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό Πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο
Αιώνα, σ. 192.
107
Ν. Γιακουμάκη, Η Πνευματική Κίνησις εν Βυζαντίω κατά τον ΙΑ΄ Αιώνα, ΝΣ, τόμ. 8, σ. 168. Πρβλ.
St. Runciman, Βυζαντινός Πολιτισμός, σσ. 253-254.
108
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιστολὴ τοῦ μαΐστωρος Διακονίσσης, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σσ. 420-421.
30
οικονομικές του απολαβές, οι οποίες προέρχονταν από τα δίδακτρα των μαθητών ·
«τὸ δέ μοι γέγονεν εἰς βραχύ, ἢ οὐδὲν ὄφελος». Σ’ αυτό το σημείο πρέπει να
προσθέσουμε ότι, εκτός από τα δίδακτρα των μαθητών, αμειβόταν και από τον
πατριάρχη · «σὺ μὲν γὰρ ὁ θειότατός μοι δεσπότης τῆς παιδεύσεως μισθοὺς ὥς περ
ἀποδιδούς …», β) η απόσταση του σχολείου από την οικία του («τὸ δέ μοι βαρύτατον,
ὅτι μοι καὶ τὸ πατρῷον ἔδαφος πόρρω ποι κείμενον τῆς σχολῆς, τῆς καθημέραν
ταλαιπωρίας αἴτιον γίνεται…») και γ) η φιλοδοξία του να προαχθεί και να εργαστεί σε
ανώτερο σχολείο, όπως ήταν αυτό του Αγίου Πέτρου έναντι της Διακονίσσης · « ἔστί
τις καὶ παιδευτῶν εἰς μείζονα παιδευτήρια (Αγ. Πέτρος) προκοπή … ἀπάλλαξόν με τῆς
ἐσχάτης διακονίας, τῷ μείζονι βαθμῷ με προσβίβασον … μυσταγωγόν με τοῦ
κορυφαίου δεῖξον χοροῦ…». Γνωρίζουμε εξάλλου ότι τη θέση του μαΐστορα στο
σχολείο του Αγίου Πέτρου κατέλαβε τον 11ο αιώνα και ο Νικήτας, όπως αυτό
διαπιστώνεται από τον Επιτάφιο Λόγο του Ψελλού προς τιμήν του109. Ο διορισμός
του διευθυντή των σχολείων της Διακονίσσης και του Αγίου Πέτρου από τον
πατριάρχη αποτελεί, κατά την Αικ. Χριστοφιλοπούλου, «πράξη ενδεικτική της
αυξανόμενης επιρροής της Εκκλησίας σ’ άλλον ένα τομέα της κοινωνικής ζωής»110.
γ. Μοναστηριακά σχολεία
Παράλληλα με τα ιδιωτικά και εκκλησιαστικά σχολεία, λειτουργούσαν στην
Κωνσταντινούπολη και στην επικράτεια της Αυτοκρατορίας και μοναστηριακά. Οι
σημαντικότερες μονές με τέτοια σχολεία ήταν στην Κωνσταντινούπολη του
Στουδίου, του Αγίου Μάμαντα, του Ακαταλήπτου Χριστού και της Χώρας111. Σκοπός
τους ήταν η κατάρτιση των μελλοντικών μοναχών. Το έργο της διδασκαλίας το
αναλάμβαναν μοναχοί μεγάλης ηλικίας και μαθητές τους ήταν δόκιμοι ή αρχάριοι
μοναχοί, καθώς και παιδιά λαϊκών οικογενειών112. Υπάρχει όμως και η εκδοχή της G.
Buckler, κατά την οποία απαγορευόταν η φοίτηση των λαϊκών παιδιών στα
μοναστικά σχολεία ύστερα από κανόνα της Συνόδου της Χαλκηδόνας (451). Αυτή
θεωρεί ότι ο κανόνας αυτός παραβιάστηκε μόνο κατά τον 13 ο αιώνα από τον Μάξιμο
109
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Νικήταν, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σσ. 87-96.
110
Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία Β΄2 867-1081, σ. 423.
111
Ν. Γιακουμάκη, Η Πνευματική Κίνησις εν Βυζαντίω κατά τον ΙΑ΄ Αιώνα, ΝΣ, τόμ. 8, σσ. 170-171.
Πρβλ. Κιμ. Ε. Πλακογιαννάκη, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος και Πολιτισμός των Βυζαντινών, σσ. 176-
177.
112
Κιμ. Ε. Πλακογιαννάκη, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος και Πολιτισμός των Βυζαντινών, σσ. 176-177.
31
Πλανούδη113. Η διδακτέα ύλη είχε κυρίως εκκλησιαστικό χαρακτήρα και
περιελάμβανε αγιογραφικά, πατερικά και λειτουργικά κείμενα. Διδάσκονταν ακόμη
Ορθογραφία, Γραμματική, Φιλοσοφία, Μουσική, Μετρική, Ποιητική, Στενογραφία
και Καλλιγραφία. Η διδασκαλία ιδίως των δύο τελευταίων απέβη πολύ χρήσιμη για
τη διάσωση έργων τόσο της ελληνικής όσο και της χριστιανικής παιδείας 114. Σε
τέτοια μοναστήρια έλαβαν τη μόρφωσή τους και διακεκριμένοι λόγιοι του 11ου
αιώνα, όπως ο Ιωάννης Μαυρόποδας, ο οποίος μαθήτευσε στο ησυχαστήριο δύο
μοναχών115. Σύμφωνα με τον Ν. Γιακουμάκη, στη μονή Στουδίου σπούδασαν και οι
Ιωάννης και Ισαάκιος Κομνηνοί, εκ των οποίων ο δεύτερος ενθρονίστηκε
αυτοκράτορας (1057-1059)116. Ο ανωτέρω μελετητής πάλι, παραθέτοντας μαρτυρία
του Ρώσου αρχιμανδρίτη Σεργίου, αναφέρει ότι κατά τον 11ο και 12ο αιώνα όλα τα
μοναστήρια συντηρούσαν σχολεία117, άποψη την οποία δεν αποδέχεται ο Κ. Γ.
Μπόνης ελέγχοντάς την ως «υπερβολική και ανιστόρητη»118.
δ. Αυτοκρατορικό σχολείο
Τέλος, ολοκληρώνουμε την εξέταση των σχολείων, συμπεριλαμβάνοντας σ’ αυτά
και το αυτοκρατορικό, που λειτουργούσε στα τέλη του 11ου αιώνα υπό την επίβλεψη
του αυτοκράτορα Αλεξίου Α΄ Κομνηνού (1081-1118). Αυτός, κατά τη μαρτυρία του
χρονογράφου Ιωάννη Ζωναρά, επανέθεσε σε λειτουργία το Ορφανοτροφείο στην
Κωνσταντινούπολη, αφού το ανακαίνισε και το ανανέωσε με πολλές δαπάνες. Σ’
αυτό, εκτός από τα άλλα ευαγή ιδρύματα και μοναστήρια, λειτουργούσε και σχολείο
γραμματικού για ορφανά και άπορα παιδιά. Ο Αλέξιος Α΄ φρόντισε ακόμη για τον
διορισμό δασκάλων και παιδαγωγών, καθώς και για τη σίτιση αυτών και των
μαθητών τους · «Οὗτος ὁ βασιλεύς (Αλέξιος Α΄), τοῦ ὀρφανοτροφείου ἐσχολακότος…
ἀνεκαίνισέ τε αὐτό, καὶ ἀνενέωσε πολλοῖς αναλώμασι … πρὸς δὲ τοῖς διδασκαλεῖον
γραμματικῶν, ἵν᾿ ἐν αὐτῷ διδάσκοιντο παῖδες ὀρφανοὶ ἢ γονέων ἀπόρων, διδασκάλους
113
G. Buckler, Η Βυζαντινή Εκπαίδευση, στον τόμο των N. H. Baynes-H. St. L. B. Moss, Βυζάντιο, σ.
309.
114
Ν. Γιακουμάκη, Η Πνευματική Κίνησις εν Βυζαντίω κατά τον ΙΑ΄ Αιώνα, ΝΣ, τόμ. 8, σσ. 170-171.
Πρβλ. G. Buckler, Η Βυζαντινή Εκπαίδευση, στον τόμο των N. H. Baynes-H. St. L. B. Moss, Βυζάντιο,
σσ. 309-310 και Κιμ. Ε. Πλακογιαννάκη, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος και Πολιτισμός των Βυζαντινών,
σ. 176.
115
Απ. Καρπόζηλου, Συμβολή στη Μελέτη του Βίου και του Έργου του Ιωάννη Μαυρόποδος, ΕΕΦΣΙ 18,
σ. 25.
116
Ν. Γιακουμάκη, Η Πνευματική Κίνησις εν Βυζαντίω κατά τον ΙΑ΄ Αιώνα, ΝΣ, τόμ. 8, σ. 171.
117
Ν. Γιακουμάκη, Η Πνευματική Κίνησις εν Βυζαντίω κατά τον ΙΑ΄ Αιώνα, ΝΣ, τόμ. 8, σ. 171.
118
Κ. Γ. Μπόνη, Ιωάννης ο Ξιφιλίνος, σ. 19, υποσ. 6.
32
ἐντάξας αὐτῷ καὶ παιδαγωγούς, καὶ σιτήσεις ἀποτάξας τοῖς διδάσκουσί τε καὶ τοῖς
μανθάνουσι»119.
119
Joannis Zonarae, Annalium, lib. XVIII, 24, PG 135, 305-308. Πρβλ. Κιμ. Ε. Πλακογιαννάκη,
Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος και Πολιτισμός των Βυζαντινών, σσ. 120-121.
120
Iohannis Euchaitorum, Ἐπίγραμμα 43, P. De Lagarde, σ. 24. Πρβλ. PG 120, 1156.
121
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Ἰωάννην Ξιφιλῖνον, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 427.
122
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Ἰωάννην Ξιφιλῖνον, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 433.
123
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 120. Πρβλ.
Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σ. 354.
33
ἔχουσα»124. Αφού άνοιξε την πηγή της γνώσης, την απεκάθηρε και ανέσυρε κάποιο
μέρος της σοφίας («νάμα»), την υγιή διδασκαλία · «ἀλλ’ ὅτι μὴ ἐκ ῥεούσης πηγῆς εἴ τί
μοι σοφίας μέρος συνείλεκται ἠρανισάμην, ἀλλ’ ἐμπεφραγμένας εὑρηκὼς ἀνεστόμωσά
τε καὶ ἀνεκάθηρα, καὶ ἐν βάθει που τὸ νάμα (sic) κείμενον σὺν πολλῷ ἀνείλκυσα
πνεύματι»125. Το παρόν χωρίο ανακαλεί στη μνήμη μας την προτροπή του Μ.
Βασιλείου, στο έργο του «Πρὸς τοὺς νέους, ὅπως ἂν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων»,
να μιμηθούν το παράδειγμα της μέλισσας κατά τη μελέτη των κλασσικών
συγγραφέων, να συλλέγουν δηλαδή απ’ αυτούς ό,τι ευγενές, ωφέλιμο, αληθές, αγαθό
και ωραίο και να αποφεύγουν το φαύλο, το βλαβερό, το ψευδές, το κακό και το
αισχρό · «Καὶ καθάπερ τῆς ῥοδωνιᾶς τοῦ ἄνθους δρεψάμενοι τὰς ἀκάνθας ἐκκλίνομεν,
οὕτω καὶ ἐπὶ τῶν τοιούτων λόγων, ὅσον χρήσιμον καρπωσάμενοι, τὸ βλαβερὸν
φυλαξώμεθα»126.
Ο Ν. Γιακουμάκης θεωρεί ανακριβή την άποψη του Ψελλού για τη συμβολή του
στην ανόρθωση της παιδείας, αποδίδοντάς την σε ρητορική του υπερβολή και σε
φιλοδοξία του να αναδείξει τον εαυτό του ως τον κυριότερο συντελεστή της
πνευματικής αναγέννησης στα μέσα του 11ου αιώνα127. Αυτό όμως δεν αναιρεί το
γεγονός ότι ο Ψελλός υπήρξε ανυπέρβλητος λόγιος αυτού του αιώνα δίνοντάς του τον
προσωπικό του χαρακτήρα, όπως ο Φώτιος στον 9ο και ο Κωνσταντίνος
Πορφυρογέννητος στον 10ο αιώνα128.
124
Michael Psellus, Ὀνειδίζει τοὺς μαθητὰς ἀμελοῦντας, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione
Daemonum, σ. 151.
125
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σσ. 122-123.
Πρβλ. Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σ. 360 και Πρωτ. Γ. Α. Καραχάλιου, Η Ανθρωπολογία
του Μιχαήλ Ψελλού, σσ. 23-24.
126
PG 31, 569.
127
Ν. Γιακουμάκη, Η Πνευματική Κίνησις εν Βυζαντίω κατά τον ΙΑ΄ Αιώνα, ΝΣ, τόμ. 8, σσ. 163-164.
128
K. Krumbacher, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, τόμ. Β΄, σ. 59.
34
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
Ιδιαίτερα σημαντική για την πνευματική ανόρθωση του 11ου αιώνα υπήρξε και η
ιδιωτική διδακτική δράση του Μιχαήλ Ψελλού. Στο κεφάλαιο αυτό θα επιχειρήσουμε
τη γενική θεώρηση της εκπαίδευσης αυτής της εποχής κατά τον Ψελλό. Όπως
εκθέσαμε ήδη στα προηγούμενα κεφάλαια, λίγοι ήταν οι αυτοκράτορες που έδειξαν
ενδιαφέρον για την παιδεία, ενώ οι περισσότεροι την παραμέλησαν επειδή ήταν
αμαθείς. Η αμάθεια αυτή επεκτεινόταν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, αλλά ήταν πολύ
πιο έντονη στις κατώτερες129. Παρ’ όλα αυτά, όπως επισημαίνει ο St. Runciman, «Η
καλή μόρφωση ήταν το ιδανικό κάθε Βυζαντινού. Την απαιδευσία, την έλλειψη
πνευματικής καλλιέργειας, τη θεωρούσαν ατύχημα και συμφορά, σχεδόν έγκλημα»130.
Σκοπός της εκπαίδευσης ήταν η μόρφωση των Βυζαντινών για την κατάληψη
κρατικών και εκκλησιαστικών θέσεων. Τα προγράμματα και οι μέθοδοι διδασκαλίας
διακρίνονταν για την έλλειψη καινοτομίας και παρέμεναν τα ίδια με εκείνα της
ελληνιστικής εποχής, με την προσθήκη όμως ύστερα από την επικράτηση του
Χριστιανισμού και χριστιανών συγγραφέων131.
Φορείς και βαθμίδες της βυζαντινής εκπαίδευσης
Κατά τον 11ο αιώνα η κρατική εκπαίδευση ήταν ελλιπής και το κενό αυτό το
αναπλήρωναν οι ιδιωτικοί διδάσκαλοι, τα εκκλησιαστικά σχολεία και οι ίδιοι οι νέοι
με την αυτομόρφωσή τους132. Με άλλα λόγια, κύριοι φορείς της βυζαντινής
εκπαίδευσης ήταν οι ιδιώτες, η Εκκλησία και τα μοναστήρια · γι’ αυτό και η
εκπαίδευση χωριζόταν σε κοσμική, εκκλησιαστική και μοναστική. Βαθμίδες της ήταν
η στοιχειώδης, η εγκύκλιος και η ανώτερη, οι οποίες αντιστοιχούν στις σημερινές
πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια ή πανεπιστημιακή. Ο Ψελλός όμως
εισάγει άλλη διάκριση, την «εγκύκλιο παιδεία», τη «γραμματική τέχνη» και τα
«μείζονα μαθήματα» (Ρητορική και Φιλοσοφία). Γράφει σχετικά στο Εγκώμιό του
στον Ιωάννη Μαυρόποδα · «καὶ τὴν ἐγκύκλιον πρῶτα παιδείαν μεμαθηκώς, πρὸς δὲ
καὶ τῆς γραμματικῆς τέχνης εἰς ἄκρον ἐληλυθώς, οὕτω δὴ τῶν μειζόνων μαθημάτων
129
Θ. Καρζή, Η Παιδεία στο Μεσαίωνα, σ. 161.
130
St. Runciman, Βυζαντινός Πολιτισμός, σ. 251.
131
Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμ. Α΄1, σ. 36. Πρβλ. Βλ. Ιω. Φειδά, Βυζάντιο, σ.
337.
132
St. Runciman, Βυζαντινός Πολιτισμός, σ. 255.
35
ἀντιλαμβάνεται»133. Διαπιστώνουμε εδώ ότι, κατά τον Ψελλό, η έννοια της εγκυκλίου
παιδείας περιορίζεται στη στοιχειώδη εκπαίδευση134.
Προσχολική εκπαίδευση
Πριν από τη στοιχειώδη εκπαίδευση, οι γονείς από την προσχολική ακόμη ηλικία
φρόντιζαν για την εκπαίδευση των παιδιών τους, διεγείροντάς τους τη φιλομάθεια και
προσφέροντάς τους κάποιες υποτυπώδεις γνώσεις, κυρίως θρησκευτικές135. Τέτοιο
παράδειγμα υπήρξε και η μητέρα του Ψελλού Θεοδότη, η οποία συνέβαλε στην
ανατροφή και στην άτυπη κατ’ οίκον θρησκευτική του εκπαίδευση κατά την
προσχολική του ηλικία, όπως μαρτυρεί ο ίδιος γι’ αυτήν · «πᾶσαν δέ μοι θείαν ἐνήχεις
φωνήν … διήεις (sic) νῦν μὲν τὸν Ἰσαὰκ ἀγόμενον ὑπὸ τοῦ πατρὸς καὶ θυόμενον … νῦν
δὲ τὸν Ἰακὼβ εὐλογίας τυγχάνοντα πατρικῆς … νῦν δ’ ἄλλό (sic) τι τῶν
θειοτέρων…»136.
Στοιχειώδης εκπαίδευση
Μετά το πέρας της προσχολικής ηλικίας άρχιζε η στοιχειώδης εκπαίδευση των
παιδιών. Οι Βυζαντινοί την ονόμαζαν «προπαιδείαν», «προπαιδείαν τῶν μαθημάτων»
και «εἰσαγωγικὰς και στοιχειώδεις τῶν μαθημάτων τέχνας»137. Όπως προαναφέραμε, ο
Ψελλός χρησιμοποιεί δική του ορολογία για τη στοιχειώδη εκπαίδευση, ονομάζοντάς
την «εγκύκλιο παιδεία» και τα πρώτα γράμματα που μάθαιναν τα παιδιά «στοιχειώδη
γράμματα», όπως διαφαίνεται από την αναφορά του στον Επιτάφιο Λόγο για την κόρη
του Στυλιανή · «Οὕτω τοι καὶ στοιχειωδῶν ἥπτετο γραμμάτων»138. Η ηλικία έναρξης
της στοιχειώδους εκπαίδευσης από τους μαθητές κυμαινόταν ανάμεσα στα 5-9
χρόνια. Απαραίτητη προϋπόθεση για τη φοίτησή τους στα σχολεία ήταν η ηλικία και
η πνευματική τους ωριμότητα. Ως επί το πλείστον, η φοίτηση άρχιζε από το 6ο ή 7ο
έτος, όπως συμβαίνει και σήμερα139. Ο Μιχαήλ Ψελλός, κατά την ομολογία του,
εστάλη από τη μητέρα του σε σχολείο στοιχειώδους εκπαίδευσης στην ηλικία των 5
ετών («εἰς πέμπτον ἔτος τελέσαντα διδασκάλῳ ἐφίστησι»)140 και έστειλε την κόρη του
133
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς Ἰωάννην Εὐχαΐτων, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 147.
134
G. Buckler, Η Βυζαντινή Εκπαίδευση, στον τόμο των N. H. Baynes-H. St. L. B. Moss, Βυζάντιο, σ.
296.
135
Γ. Στ. Βαγιανού, Η Εκπαιδευτική και Διδακτική Πράξη στο Βυζάντιο, σσ. 38-39.
136
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 17.
137
P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, σ. 93.
138
Μιχαήλ Ψελλού, Εἰς τὴν θυγατέρα Στυλιανὴν, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 65.
139
Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμ. Α΄1, σσ. 41-43. Πρβλ. Γ. Στ. Βαγιανού, Η
Εκπαιδευτική και Διδακτική Πράξη στο Βυζάντιο, σσ. 43-46.
140
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 12.
36
στην ηλικία των 6 ετών · «Ἕκτος μὲν αὐτῇ τῆς αὐξήσεως χρόνος ἠρίθμητο»141. Με
βάση τα λεγόμενα του Ψελλού, κρίνουμε λανθασμένη τη γνώμη του Κιμ. Ε.
Πλακογιαννάκη ότι αυτός άρχισε το σχολείο σε ηλικία 10 ετών142.
Η διάρκεια φοίτησης στα σχολεία της στοιχειώδους εκπαίδευσης ήταν τριετής,
όπως και του Μιχαήλ Ψελλού, ο οποίος περάτωσε την πρώτη βαθμίδα της
εκπαίδευσης σε ηλικία 8 ετών143. Φορέας της ήταν η Εκκλησία, δάσκαλοι ήταν, κατά
κύριο λόγο, ιερείς και μοναχοί και ο χαρακτήρας της ήταν θρησκευτικός. Τα σχολεία
της ονομάζονταν «διδασκαλεῖα», «χαμαιδιδασκαλεῖα», «παιδαγωγεῖα», «παλαῖστραι»,
«διατριβαί», «σχολεῖα τῶν ἱερῶν γραμμάτων» και «σχολεῖα κάτω παιδεύσεως» και
είχαν σκοπό τους την παροχή στοιχειωδών γνώσεων και τη διάπλαση
ηθικοθρησκευτικών χαρακτήρων για την ανάδειξη καλών χριστιανών144. Η
διδασκαλία διεξαγόταν σε δωμάτια σε περιβόλους ναών, νάρθηκες εκκλησιών και
κελιά μοναστηριών. Σε σχολείο της μονής των Ναρσού φαίνεται ότι έλαβε τη
στοιχειώδη εκπαίδευση ο Μιχαήλ Ψελλός. Αυτό το συνάγουμε από την αναφορά του
σε επιστολή του προς τον κριτή της Ελλάδος · «γεγέννημαι γὰρ περὶ αὐτὴν (μονή των
Ναρσού) καὶ ἀνατέθραμμαι ἐν αὐτῇ, καὶ εἴωθα τροφεῖα κομίζειν ἀεὶ τῇ ἀνα
θρεψαμένῃ»145.
Επιπλέον, όσον αφορά τη στοιχειώδη εκπαίδευση, ο δάσκαλός της ονομαζόταν
γραμματιστής και τα μαθήματα διδασκαλίας ήταν το αλφάβητο, η ανάγνωση, η
γραφή, κάποιες στοιχειώδεις γνώσεις Γραμματικής, η Αριθμητική, τα Θρησκευτικά, η
Ελληνική Μυθολογία και Ιστορία και η Εκκλησιαστική Μουσική146. Ο Ψελλός
μνημονεύει ότι η κόρη του ξεκίνησε από το αλφάβητο, συνέχισε με τον συλλαβισμό
και την ανάγνωση και κατέληξε στην ανάγνωση των Ψαλμών του Δαυίδ · «Οὕτω τοι
καὶ στοιχειωδῶν ἥπτετο γραμμάτων, καὶ μίξεως συλλαβῶν, καὶ ὀνομάτων συνθήκης,
ἀφ’ ὧν προκαταρτισθεῖσα τὸν νοῦν, καὶ Δαυϊτικοῖς ψαλμοῖς ἐνεβιβάζετο»147. Σκοπός
αυτής της διδασκαλίας ήταν η απόκτηση άριστης προφοράς · «ἀπταίστως εἶχε τὴν διὰ
141
Μιχαήλ Ψελλού, Εἰς τὴν θυγατέρα Στυλιανὴν, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ Ε΄, σ. 65.
142
Κίμ. Ε. Πλακογιαννάκη, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος και Πολιτισμός των Βυζαντινών, σ. 109.
143
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 12.
144
Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμ. Α΄1, σσ. 47-48. Πρβλ. Κιμ. Ε. Πλακογιαννάκη,
Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος και Πολιτισμός των Βυζαντινών, σ. 110.
145
Μιχαήλ Ψελλού, [Τῷ κριτῇ τῆς Ἑλλάδος?], Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σσ. 378-379. Πρβλ. Στ. Δ.
Χονδρίδου, Ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος και η Εποχή του, σσ. 159-160 και N. G. Wilson, Οι Λόγιοι
στο Βυζάντιο, σ. 193.
146
Κίμ. Ε. Πλακογιαννάκη, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος και Πολιτισμός των Βυζαντινών, σσ. 111-113.
147
Μιχαήλ Ψελλού, Εἰς τὴν θυγατέρα Στυλιανὴν, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ Ε΄, σ. 65.
37
στόματος προφοράν»148. Τη διδασκαλία της ανάγνωσης και της γραφής την
ακολουθούσε εκείνη της ατελέστερης Γραμματικής. Σ’ αυτήν ο Ψελλός αναφέρει ότι
ο γραμματιστής οφείλει να διδάσκει τη διαίρεση των συμφώνων σε ψιλά, δασέα και
μέσα και τις κλίσεις των ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων. Είναι αυτός που θα
ερμηνεύσει αυτά τα γραμματικά φαινόμενα149 και θα διδάξει στους μαθητές τους
κανόνες της ορθογραφίας · «καὶ τοῖς τῆς ὀρθογραφίας κανόσι παιδοτριβούμενος
ἦν»150. Για τα υπόλοιπα μαθήματα της στοιχειώδους εκπαίδευσης ο Ψελλός δεν μας
παρέχει πληροφορίες.
Εγκύκλιος εκπαίδευση
Η στοιχειώδης εκπαίδευση αποτελούσε προετοιμασία των μαθητών για την
εισαγωγή τους στην εγκύκλιο. Οι Βυζαντινοί ονόμαζαν την τελευταία ως ακολούθως:
«θύραθεν παιδείαν», «ἔξωθεν παίδευσιν», «τὰ ἐκτὸς μαθήματα», «τὴν παρ’ Ἓλλησι
παιδείαν», «τὰ τῶν Ἑλλήνων γράμματα ἢ μαθήματα», «Ἑλληνικὴν παίδευσιν» και
«κοσμικὴν παιδείαν»151. Ο Ψελλός όμως καλεί την εγκύκλιο εκπαίδευση «γραμματική
τέχνη» (ανώτερη γραμματική), η οποία προπαρασκευάζει τους μαθητές για την
εισαγωγή τους στα ανώτερα μαθήματα. Αυτό το δηλώνει με εμφανή τρόπο στο
Εγκώμιό του για τον Ιωάννη Μαυροπόδα · «πρὸς δὲ καὶ τῆς γραμματικῆς τέχνης
(εγκυκλίου εκπαίδευσης) εἰς ἄκρον ἐληλυθώς, οὕτω δὴ τῶν μειζόνων μαθημάτων
ἀντιλαμβάνεται»152. Οι μαθητές εισάγονταν σ’ αυτή στην ηλικία των 10 περίπου ετών.
Υπήρχαν όμως περιπτώσεις μαθητών που άρχιζαν τη φοίτησή τους σε μεγαλύτερη
ηλικία, περίπου μέχρι 12 ετών, και άλλοι, όπως ο Μιχαήλ Ψελλός, ο οποίος εισήχθη
στην εγκύκλιο παιδεία σε ηλικία μόλις 8 ετών · «καί μοι ὄγδοος τῆς ἡλικίας ἐνειστήκει
καιρός, καὶ πρὸς τὰ κρείττω μαθήματα ἡ φύσις ἀνῆγε»153.
Επίσης, στην εγκύκλιο εκπαίδευση η φοίτηση διαρκούσε 3-5 χρόνια. Φορέας της
ήταν η ιδιωτική πρωτοβουλία και, σε αντίθεση με τη στοιχειώδη, που είχε
θρησκευτικό χαρακτήρα, αυτή είχε κοσμικό154. Σκοπός της ήταν η άρτια γνώση της
ελληνικής γλώσσας και η απόκτηση εγκυκλοπαιδικής μόρφωσης για την κατάληψη
148
Μιχαήλ Ψελλού, Εἰς τὴν θυγατέρα Στυλιανὴν, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 65.
149
Μιχαήλ Ψελλού, Ἀνεπίγραφος Ἐπιστολὴ 188, Τῷ αὐτῷ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 479.
150
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς Κωνσταντῖνον Λειχούδην, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 391.
151
Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμ. Α΄1, σ. 105.
152
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς Ἰωάννην Εὐχαΐτων, Κ. Ν Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 147.
153
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 12.
154
Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμ. Α΄1, σ. 105. Πρβλ. Θ. Καρζή, Η Παιδεία στο
Μεσαίωνα, σ. 209.
38
ανώτερων αξιωμάτων155. Τα σχολεία αυτής της βαθμίδας, κατά τη μαρτυρία του
Ψελλού, ονομάζονταν «διδασκαλεῖα» και «παιδευτήρια» · «Ἦν μὲν πάλαι ἀνὰ τὴν
ἡμετέραν πόλιν τεχνῶν καὶ ἐπιστημῶν διδασκαλεῖα καὶ παιδευτήρια…»156.
Ο διευθυντής των σχολείων αυτών ονομαζόταν μαΐστωρ, όπως μας ενημερώνει
σχετικά και ο Μιχαήλ Ψελλός στον Επιτάφιό του στον Νικήτα, μαΐστορα του
σχολείου του Αγίου Πέτρου157. Ο διδάσκαλος της εγκυκλίου εκπαίδευσης λεγόταν
γραμματικός και τα μαθήματα διδασκαλίας ήταν η φιλολογική τριτύς (trivium), η
Γραμματική, η Ρητορική και η Φιλοσοφία, την οποία ακολουθούσε η μαθηματική
τετρακτύς (quadrivium), η Γεωμετρία, η Αριθμητική, η Αστρονομία και η Μουσική.
Στην τετρακτύν εντάσσονταν επίσης και τα μαθήματα της Φυσικής, Μετεωρολογίας,
Γεωγραφίας, Ζωολογίας, Βοτανικής και της Ιατρικής158.
Μαθήματα διδασκαλίας του Ψελλού
Ένας από τους μαθητές που διήλθε επιτυχώς τις βαθμίδες της βυζαντινής
εκπαίδευσης και αναδείχτηκε σπουδαίος λόγιος υπήρξε ο Μιχαήλ Ψελλός. Κατά τον
11ο αιώνα, περίοδο δράσης του, η παιδεία εξακολουθούσε να είναι στραμμένη στον
Εγκυκλοπαιδισμό, και ο Ψελλός με τις γνώσεις του σε όλους τους τομείς του
επιστητού μπορεί δικαίως να χαρακτηριστεί «πνεύμα εγκυκλοπαιδικό»159. Ο ζήλος του
για τα γράμματα και η αγάπη του για τα βιβλία («μέλημα καὶ σπούδασμα καὶ βίος
λόγοι … πόνοις ὁμιλῶν καὶ σοφῶν βίβλοις μόνον»160) τον οδήγησαν στην εκμάθηση
της Γραμματικής, Ποιητικής, Ιστορίας, Ρητορικής, Φιλοσοφίας, Γεωμετρίας,
Αριθμητικής, Αστρονομίας, Μουσικής, Φυσικής, Γεωγραφίας, Αλχημείας,
Βοτανικής, Μαντικής, Ιατρικής, Νομικής και Θεολογίας 161. Ενδεικτική αυτής της
πολυμάθειάς του είναι η συγγραφή του έργου του Διδασκαλία Παντοδαπή (De
Omnifaria Doctrina), όπου πραγματεύεται διάφορα επιστημονικά θέματα162. Αφού
155
Βλ. Ιω. Φειδά, Βυζάντιο, σ. 342. Πρβλ. Αρχιμ. Ηλ. Μαστρογιαννόπουλου, Βυζάντιον, σ. 298.
156
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Ἰωάννην Ξιφιλῖνον, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 433.
157
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Νικήταν, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 87.
158
Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμ. Α΄1, σσ. 106-107. Πρβλ. Γ. Ξ. Τσαμπή, Η
Παιδεία στο Χριστιανικό Βυζάντιο, σ. 203 και Αρχιμ. Ηλ. Μαστρογιαννόπουλου, Βυζάντιον, σ. 298.
159
Β. Ν. Τατάκη, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, σ. 185.
160
Michaelis Pselli, ‹Πρὸς τὸν βασιλέα›, E. Kurtz – Fr. Drexl, SM, τόμ. Α΄, σ. 49.
161
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σσ. 119-123.
Πρβλ. Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σσ. 353-363. Βλ. και Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς τὴν
μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σσ. 54-61 και Μιχαήλ Ψελλού, Πρὸς Μιχαὴλ Κηρουλάριον, Κ.
Ν. Σαθα, ΜΒ, τόμ Ε΄, σσ. 506-507.
162
Michael Psellus, Τοῦ Σοφωτάτου Ὑπερτίμου τοῦ Ψελλοῦ Ἀποκρίσεις Συνοπτικαὶ καὶ Ἐξηγήσεις, L. G.
Westerink, De Omnifaria Doctrina, σσ. 15-99.
39
έγινε κάτοχος όλων των γνωστών τότε επιστημών, θέλησε να τις μεταλαμπαδεύσει
και στους μαθητές του, «ὥς τε μὴ ἑαυτῷ μόνῳ ἀρκεῖν, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἄλλοις προκεῖσθαι
καὶ διδόναι ἀρρύεσθαι (sic) …»163 - «ἀλλ’ ἃ δὴ πόνῳ συνειλήφειν πολλῷ, τούτων πᾶσι
μετέδωκα»164.
Γραμματική
Την επιθυμία του αυτήν την πραγματοποίησε όταν ανέλαβε τη διδακτική
δραστηριότητά του, μετά το πέρας των σπουδών του. Από το διδασκαλικό του έργο
αντλούμε σημαντικές πληροφορίες για τα τότε διδασκόμενα μαθήματα της εγκυκλίου
και ανώτερης εκπαίδευσης και τις απόψεις του Ψελλού γι’ αυτά. Η εξέταση αυτών θα
ξεκινήσει από τη Γραμματική. Ο δάσκαλός της ονομαζόταν γραμματικός και σκοπός
της διδασκαλίας της ήταν ο εξελληνισμός της γλώσσας με τη γνώση της αττικής
διαλέκτου και η κάθαρσή της από ξένα στοιχεία165. Ο Ψελλός χρησιμοποιεί στα έργα
του την «κοινή» (λόγια βυζαντινή γλώσσα – αττικίζουσα) και συμβουλεύει τους
μαθητές του να γράφουν σ’ αυτήν και να αποφεύγουν τις άλλες διαλέκτους · «Κοινὴν
εἶπε διάλεκτον ἤτοι συνηθεστάτην./ Ταύτην μοι μόνην δίωκε, τῶν δ’ ἄλλων (αιολική,
ιωνική, αττική και δωρική) καταφρόνει»166. Θεωρεί τη Γραμματική απαραίτητη
προϋπόθεση και βάση για κάθε τέχνη και επιστήμη («...τὴν γραμματικὴν στοιχεῖον
πάλαι δοκοῦσαν πάσης παιδεύσεως, τέχνην πεποιηκέναι (Νικήτας) τεχνῶν καὶ
167 168
ἐπιστήμην ἐπιστημῶν» - «Πρῶτος αὕτη θεμέλιος καὶ βάσις μαθημάτων») και
προπαρασκευή για την εισαγωγή των μαθητών στις ανώτερες ρητορικές και
φιλοσοφικές σπουδές · «πρὸς δὲ καὶ τῆς γραμματικῆς τέχνης εἰς ἄκρον ἐληλυθώς
(Ιωάννης Μαυρόποδας), οὕτω δὴ τῶν μειζόνων μαθημάτων ἀντιλαμβάνεται»169.
Η διδασκαλία του Ψελλού για τη Γραμματική χωρίζεται στο φθογγολογικό,
τυπολογικό και λεξιλογικό. Έργο του γραμματικού, κατά τον Ψελλό, είναι να
αναφέρει τον ευρετή των γραμμάτων και να διδάξει τη διαίρεση της ελληνικής
γλώσσας σε διαλέκτους, γλώσσες (ιδιώματα) και φωνές με παραδείγματα
163
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 59.
164
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 123. Πρβλ.
Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σ. 362.
165
Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμ. Α΄1, σ. 108. Πρβλ. Γ. Ξ. Τσαμπή, Η Παιδεία
στο Χριστιανικό Βυζάντιο, σ. 209.
166
Μιχαήλ Ψελλού, Περὶ τῆς Γραμματικῆς, J. Fr. Boissonade, AG, τόμ. ΙΙΙ, σ. 201. Πρβλ. Αλ. Σιδέρη,
Χρονογραφία του Μιχαήλ Ψελλού, Emile Renauld, Εισαγωγή, σσ. 23-26.
167
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Νικήταν, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 90.
168
Μιχαήλ Ψελλού, Περὶ τῆς Γραμματικῆς, J. Fr Boissonade, AG, τόμ. ΙΙΙ, σ. 200.
169
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς Ἰωάννην Εὐχαΐτων, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 147.
40
καταλήξεων της κάθε διαλέκτου και τον τρόπο διάκρισής τους, τη διάκριση των
συμφώνων σε ψιλά, μέσα, δασέα, την προφορά και τα πάθη τους · τους κανόνες
κλίσης των μερών του λόγου και τον τονισμό τους, τις εγκλίσεις, διαθέσεις, κλίσεις,
τονισμό και χρόνους των ρημάτων, καθώς και την ερμηνεία σπάνιων λέξεων με την
αντικατάστασή τους από γνωστές170. Η διδασκαλία της Γραμματικής διεξαγόταν
σύμφωνα με τα έργα του Αριστάρχου της Σαμοθράκης και του Απολλωνίου του
Δυσκόλου από την Αλεξάνδρεια (2ος αι. μ.Χ.) · «Ἐς δὲ τὴν Ἀριστάρχου καὶ
Ἀπολλωνίου τέχνην ἑαυτὸν καθιεῖς (Νικήτας)…»171. Ο Μιχαήλ Ψελλός συνέγραψε και
έμμετρη πραγματεία για διδακτικούς σκοπούς, για ευκολότερη απομνημόνευση της
ύλης172.
Α. Σχεδογραφία
Ενδιαφέρουσες πληροφορίες μας παρέχει ο Μιχαήλ Ψελλός και για τη
Σχεδογραφία, η οποία εντασσόταν στη διδασκαλία της Γραμματικής. Αυτή
αποτελούσε παιδαγωγικό τρόπο εξάσκησης των μαθητών στη Γραμματική. Θα
μπορούσαμε να πούμε ότι η διδασκαλία της είναι παρεμφερής με εκείνη του
αδίδακτου κειμένου, που περιλαμβάνει γραμματική, συντακτική και λεξιλογική
ανάλυση. Οι μαθητές έγραφαν στα σχέδη (φύλλα χαρτιού για σημειώσεις) ένα χωρίο
αρχαίων ελληνικών, που ήταν αυτούσιο ή το συνέτασσε ο δάσκαλός τους
(σχεδουργός), δίνοντας έμφαση στη διδασκαλία συγκεκριμένου γραμματικού
φαινομένου173. Η Σχεδογραφία, ως ιδιαίτερος κλάδος της Γραμματικής, άρχισε να
διδάσκεται στα σχολεία στις αρχές του 11ου αιώνα. Δηλωτική ως προς αυτό είναι η
μαρτυρία του Ψελλού ότι τη διδάχτηκε στα μαθητικά του χρόνια · «ὧν (σχεδῶν) ποτε
καὶ αὐτὸς σχεδογραφῶν ἔτυχον»174.
Ο Ψελλός αναφέρεται στη Σχεδογραφία σε τρεις επιστολές του και σε έναν λόγο
του. Στην πρώτη απευθύνεται στον συμμαθητή του Ρωμανό και αξιώνει να του
προμηθεύσει καινούργια σχέδη, επειδή τα δικά του είχαν εξαντληθεί και ο ζήλος δύο
170
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Νικήταν, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 91. Πρβλ. Μιχαήλ Ψελλού,
Περὶ τῆς Γραμματικῆς, J. Fr. Boissonade, AG, τόμ. ΙΙΙ, σσ. 200-228 και Michael Psellus, Ἑρμηνεία τῶν
δασέων καὶ ψιλῶν καὶ μέσων στοιχείων, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione Daemonum, σσ. 69-73 και
Μιχαήλ Ψελλού, Ἀνεπίγραφος Ἐπιστολὴ 188, Τῷ αὐτῷ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 479.
171
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Νικήταν, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 91.
172
Μιχαήλ Ψελλού, Περὶ τῆς Γραμματικῆς, J. Fr. Boissonade, AG, τόμ. ΙΙΙ, σσ. 200-228.
173
H. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία, τόμ. Β΄, σ. 396.
174
Michaelis Pselli, Ῥωμανῷ συμμαθητῇ, E. Kurtz – Fr. Drexl, SM, τόμ. Β΄, σ. 20.
41
μαθητών του για τη Σχεδογραφία ήταν μεγάλος175. Στη δεύτερη αποτείνεται στον
πρώξιμο Ησαΐα και του ζητεί να δεχτεί, λόγω της ασθενείας του, τον μαθητή του, για
να του διδάξει, μαζί με τα άλλα μαθήματα, και τη Σχεδογραφία γιατί «οὔτε σχέδος,
ὡς οἶμαι, γέγραφε»176. Η Σχεδογραφία ακόμη κατά τον 11ο αιώνα αποτελούσε
αντικείμενο διαγωνισμού μεταξύ των μαθητών. Ο Ψελλός σε λόγο του επιπλήττει δύο
μαθητές του για τις μεταξύ τους έριδες και επειδή δεν είχαν στραμμένη την προσοχή
τους στο πώς θα κερδίσουν τους μαθητές των αντίπαλων σχολείων στον διαγωνισμό
αυτόν · «καὶ τό γε χαλεπώτερον, ὅτι μὴ πρὸς τοὺς ἀντιθέτους ὑμῖν ὁ πόλεμος. Ἀλλ’ …
πρὸς ἀλλήλους διαπολεμεῖτε καὶ τὰ ξίφη τῶν λόγων ἐῤῥωμένως τοῖς φιλικοῖς ἐμβάλλετε
σώμασι»177. Από τα ανωτέρω φαίνεται ότι κάθε σχολείο εκπροσωπούνταν στον
διαγωνισμό από δύο μαθητές. Η Σχεδογραφία επίσης δεν ήταν μόνο διδακτική
μέθοδος στα σχολεία, αλλά και ευχάριστη απασχόληση ακόμη και του αυτοκράτορα
Κωνσταντίνου Μονομάχου. Γράφει σχετικά ο Ψελλός σε επιστολή του προς αυτόν ·
«ἀκούσω δέ σου καὶ λέγοντος, ἀναγινωσκομένης μοι πολλάκις τῆς τοῦ σχέδους
ἐκδόσεως»178. Δεν εξέλιπαν ωστόσο και λόγιοι, όπως ο Ιωάννης Μαυρόποδας, οι
οποίοι αποστρέφονταν τη μέθοδο αυτή για την έλλειψη σαφήνειας179.
Β. Ποιητική
Μέρος της Γραμματικής, εκτός από τη Σχεδογραφία, αποτελούσε και η Ποιητική.
Όπως αναφέρει ο Μιχαήλ Ψελλός, τη διδασκαλία της Γραμματικής την ακολουθούσε
εκείνη της Ποιητικής, «τῆς ἐξηγητικῆς περὶ ταῦτα τέχνης τε καὶ δυνάμεως»180. Ο
Ψελλός, αφού έμαθε τη Γραμματική σε σύντομο χρονικό διάστημα, διδάχτηκε την
Ποιητική και ήταν ικανός να απαγγέλλει από μνήμης όλη την Ιλιάδα σε ηλικία
περίπου δέκα ετών · «καὶ ἡ πᾶσα ἀπήγγελτο Ἰλιάς … Οὔπω δεκέτης ἦν, ἢ ἴσως
ἐπιβεβήκειν τοῦ ἔτους»181. Σχετικά με την ηλικία κατά την οποία έμαθε να απαγγέλλει
την Ιλιάδα, οι απόψεις των μελετητών διίστανται. Ο εκδότης των έργων του Κ. Ν.
Σάθας υποστηρίζει ότι αυτό συνέβη στην ηλικία των δέκα ετών 182, ενώ οι Φ.
175
Michaelis Pselli, Ῥωμανῷ συμμαθητῇ, E. Kurtz‒Fr. Drexl, SM, τόμ. Β΄, σ. 20.
176
Michaelis Pselli, Ἡσαΐᾳ πρωξίμῳ, E. Kurtz‒Fr. Drexl, SM, τόμ. Β΄, σ. 31.
177
Michael Psellus, Εἰς δύο τινὰς τῶν μαθητῶν, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione Daemonum, σ. 133.
178
Μιχαήλ Ψελλού, Τῷ βασιλεῖ Μονομάχῳ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 361.
179
Απ. Καρπόζηλου, Συμβολή στη Μελέτη του Βίου και του Έργου του Ιωάννη Μαυρόποδος, ΕΕΦΣΙ 18,
σ. 27. Πρβλ. Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμ. Α΄1, σ. 111 και Η. Hunger, Βυζαντινή
Λογοτεχνία, τόμ. Β΄, σ. 397.
180
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Νικήταν, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 92.
181
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 14.
182
Μιχαήλ Ψελλού, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. ΧΧΧΙΙ.
42
Κουκουλές, Γ. Ξ. Τσαμπής και T. T. Rice στην ηλικία των δεκατεσσάρων ετών183. Η
γνώση της Ιλιάδας από τον Ψελλό είναι εμφανής και από τη συχνή μνημόνευση στα
έργα του ομηρικών ηρώων και γεγονότων. Ο N. G. Wilson όμως αμφισβητεί την από
στήθους γνώση της Ιλιάδας από τον Ψελλό, υπολαμβάνοντας ότι «το χωρίο από το
εγκώμιο στη μητέρα του, που κάποτε παρατίθεται ως απόδειξη, δεν φαίνεται να
αποδεικνύει τίποτε περισσότερο από μια πολύ στενή γνωριμία με τα ποιήματα»184.
Ο Ψελλός, έχοντας καταρτιστεί επαρκώς στην Ποιητική, τη δίδασκε με βάση τα
έργα του επικού Ομήρου, των μυθικών ποιητών Ορφέα και του μαθητή του
Μουσαίου, των λυρικών Πινδάρου, Αρχιλόχου, Σαπφούς και Ανακρέοντα, των
δραματικών τραγικών Αισχύλου, Σοφοκλή και Ευριπίδη και κωμικών Επιχάρμου,
Αριστοφάνη και Μενάνδρου, καθώς και των ελληνιστικών Νικάνδρου και
Θεοκρίτου185. Κατά τη διδασκαλία του έπους έδινε σημασία όχι μόνο στον μύθο
(υπόθεση) αλλά και στη μορφή, την κατάλληλη επιλογή λέξεων, τις μεταφορές,
καθώς και την αρμονική σύνταξη των λέξεων · «οὐ τὴν ἐποποιΐαν ἁπλῶς εἰδότι, ἀλλὰ
καὶ σχῆμα καὶ τρόπον, καὶ λέξιν καὶ μεταφορὰν εὔκαιρον, καὶ ἁρμονίαν συνθήκης»186.
Ο Ψελλός ακόμη μεταχειριζόταν συχνά την αλληγορική μέθοδο ερμηνείας · «Τοὺς δὲ
παρ’ Ἕλλησι μύθους οὐδ’ ἐπαυσάμην τούτοις ἀλληγορῶν»187. Γνωστές μάς είναι οι
αλληγορίες του στα ομηρικά έπη για τον Τάνταλο, την Κίρκη, το ιθακήσιο άνδρο και
τη Σφίγγα και μια παράφραση της Ιλιάδας σε πεζό λόγο188. Ο N. G. Wilson όμως
επικρίνει τον Ψελλό για την κατάχρηση αυτής της μεθόδου, για το γεγονός ότι δεν
αρκούνταν σε μια απλή ερμηνεία, αλλά συχνά επιδίωκε την πολύπλοκη 189. Η
διδασκαλία του για την Ποιητική περιελάμβανε και την υφολογική κριτική των
λυρικών, τραγικών και κωμικών ποιητών190. Γινόταν ακόμη διάκριση των γνήσιων
183
Φ. Κουκουλέ, Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμ. Α΄1, σ. 113. Πρβλ. Γ. Ξ. Τσαμπή, Η Παιδεία
στο Χριστιανικό Βυζάντιο, σσ. 144, 231 και Τ. Τ. Rice, Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των Βυζαντινών,
σ. 257.
184
Ν. G. Wilson, Οι Λόγιοι στο Βυζάντιο, σ. 202.
185
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 59 · Ἐπιτάφιος εἰς
Νικήταν, σ. 92 · Εἰς κοινολεξίαν, σ. 538 και Μιχαήλ Ψελλού, Περὶ τῆς Γραμματικῆς, J. Fr. Boissonade,
AG, τόμ. ΙΙΙ, σ. 202.
186
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 14.
187
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 61.
188
Για τις αλληγορίες του βλ. Μιχαήλ Ψελλού, Ἀναγωγαὶ τοῦ Σοφωτάτου Κυροῦ Μιχαὴλ τοῦ Ψελλοῦ,
Jo. Fr. Boissanade, Tzetzae Allegoriae Iliadis Accedunt Pselli Allegoriae Quarum Una Inedita σσ. 341
– 371. Πρβλ. H. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία, τόμ. Β΄, σ. 440.
189
N. G. Wilson, Οι Λόγιοι στο Βυζάντιο, σ. 194.
190
Μιχαήλ Ψελλού, Εἰς κοινολεξίαν, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 538. Πρβλ. Ε. Κριαρά, Ο Μιχαήλ
Ψελλός, Ανάτυπο από τα «Βυζαντινά» 4, σ. 70.
43
και νόθων έργων τους και διδάσκονταν τα μέτρα της Ποιητικής 191. Όσον αφορά τη
Μετρική, ο Ψελλός συνέθεσε και στίχους για τη διδασκαλία του ιαμβικού
τριμέτρου192. Μαζί με την Ποιητική διδασκόταν και η Πεζογραφία · όμως ο Μιχαήλ
Ψελλός δεν μας παρέχει πληροφορίες για τη διδασκαλία της.
Ανώτερη εκπαίδευση
Ρητορική
Μετά το πέρας της σπουδής της «γραμματικῆς τέχνης», οι μαθητές που ήθελαν να
διευρύνουν τις σπουδές τους εισάγονταν στα «μείζονα μαθήματα». Η ανώτερη
εκπαίδευση, κατά τον Ψελλό, περιελάμβανε δύο κλάδους, της Ρητορικής και της
Φιλοσοφίας · «Ἑωρακὼς δὲ ὅτι δύο μερίδες τῶν λόγων εἰσί, καὶ τὴν μὲν ἡ ῥητορικὴ
συμπληροῖ, τὴν δὲ φιλοσοφία ἀπέτεμε»193. Οι μαθητές εισάγονταν στα σχολεία της
Ρητορικής σε ηλικία δεκατεσσάρων (14) ετών και η φοίτησή τους σ’ αυτήν ήταν
τριετής ή τετραετής194. Όπως ομολογεί ο ίδιος ο Ψελλός, μετά την ολοκλήρωση των
γραμματικών του σπουδών άρχισε τη σπουδή της Ρητορικής στην ηλικία των δεκαέξι
(16) ετών · «ἑκκαιδεκέτης ὤν … ἄρτι τοῦ ποιημάτων ἀκούειν ἀπαλλαγεὶς καὶ
παρακύψας εἰς τὴν τῶν λόγων τέχνην (Ρητορική) σὺν χάριτι …»195. Ανώτερη μόρφωση
παρείχαν τόσο οι ιδιώτες λόγιοι, που συντηρούσαν δικά τους σχολεία, όσο και τα
δημόσια πανεπιστήμια. Η Ρητορική ονομαζόταν και Σοφιστική, και ο Ψελλός
αποκαλεί τους ρητορικούς λόγους και σοφιστικούς · «καὶ τοὺς σοφιστικοὺς τῶν λόγων
ἀκριβωσάμενος»196. Ο δάσκαλος της Ρητορικής ονομαζόταν ρήτωρ ή σοφιστής. Ως
προς τον διδάσκαλο του Ψελλού στη Ρητορική, διατυπώθηκαν αντικρουόμενες
απόψεις. Υπάρχουν μελετητές που υποστηρίζουν ότι ο Νικήτας υπήρξε δάσκαλός
του197 · άλλοι ότι υπήρξε συμμαθητής του και όχι δάσκαλός του198· άλλοι, όπως ο N.
G. Wilson, ο οποίος θεωρεί ότι ο Νικήτας υπήρξε συμμαθητής του Ψελλού και κατά
κάποιο τρόπο άτυπος διδάσκαλός του της Ρητορικής199, και άλλοι, όπως ο Απ.
191
Μιχαήλ Ψελλού, Περὶ τῆς Γραμματικῆς, J. Fr. Boissonade, AG, τόμ. ΙΙΙ, σσ. 210, 204 – 205.
192
Η. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία, τόμ. Β΄, σ. 434.
193
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 121. Πρβλ.
Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σ. 358.
194
Γ. Ξ. Τσαμπή, Η Παιδεία στο Χριστιανικό Βυζάντιο, σ. 301.
195
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 28.
196
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Νικήταν, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 90.
197
Με την άποψη αυτή συντάσσονται οι εξής μελετητές: Κ. Ν. Σάθας, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σσ. ΧΧΧIV-
XXXV, Κ. Γ. Μπόνης, Ιωάννης ο Ξιφιλίνος, σ. 20, Ε. Κριαράς, Ο Μιχαήλ Ψελλός, Ανάτυπο από τα
«Βυζαντινά» 4, σ. 56, Πρωτ. Γ. Α. Καραχάλιος, Η Ανθρωπολογία του Μιχαήλ Ψελλού, σ. 48.
198
Ν. Γιακουμάκη, Η Φιλοσοφική Κίνησις εν Βυζαντίω κατά τον ΙΑ΄ Αιώνα, ΝΣ, τόμ. 9, σ. 376.
199
Ν. G. Wilson, Οι Λόγιοι στο Βυζάντιο, σ. 193.
44
Καρπόζηλος, που κατονομάζει ως δάσκαλό του τον Ιωάννη Μαυρόποδα200. Ο Ψελλός
αναφέρει επιπλέον στη Χρονογραφία του ότι συμπλήρωσε τις ρητορικές του σπουδές
στην ηλικία των εικοσιπέντε (25) ετών, γιατί πιθανότατα τις διέκοπτε για
βιοποριστικούς λόγους · «Ἐγὼ δὲ τηνικαῦτα εἰκοστὸν πέμπτον ἔτος ἄγων τῆς ἡλικίας
τοῖς σπουδαιοτέροις προσανεῖχον μαθήμασι (Ρητορική – Φιλοσοφία)»201.
Κατά τον Ψελλό, σκοπός της Ρητορικής είναι η άσκηση της γλώσσας για την
απόκτηση της ικανότητας της ομιλίας με έντεχνο και πειστικό τρόπο · «ἀλλὰ δὴ καὶ
τὴν γλῶτταν ὅπως δεῖ τοὺς λόγους ῥυθμίζειν διδάξω … δεῖ οὖν …οὕτως δὲ τὴν γλῶτταν
κοσμῆσαι»202 - «τέχνη τοῦ πείθειν»203. Έδινε έτσι μεγάλη βαρύτητα στην καλλιέπεια
και στην κατάλληλη επιλογή και διάταξη των λέξεων · «καλλιέπειαν δὲ ἐν λόγοις
ἐπιτετήδευμαι ἢ συνθήκης λόγων ἐπιμεμέλημαι…»204. Ο Ψελλός ακόμη χαρακτήριζε τη
Ρητορική, τέχνη παραβάλλοντάς την με τη Φιλοσοφία, την οποία αποκαλεί επιστήμη,
και συμβουλεύει τον πατέρα ενός νέου να φροντίσει τόσο για τη ρητορική όσο και
για τη φιλοσοφική του μόρφωση · «Μέσον δὲ τοῦτον δυοῖν κάθιζε πηγῶν, ἐπιστήμης
(Φιλοσοφίας) τε καὶ τέχνης (Ρητορικής) … καὶ δίδου ἐξ ἑκατέρων κρατήρων παρὰ
μέρος ἀρρύεσθαι (sic)…»205. Με τη φράση «παρὰ μέρος» (διαδοχικά) εννοεί ότι
προηγείται η μελέτη της Ρητορικής, που είναι προπαρασκευή της Φιλοσοφίας, και
έπεται αυτή της Φιλοσοφίας. Την ίδια εξάλλου πορεία ακολούθησε και ο Ψελλός στις
σπουδές του. Ως πρότυπο ρητορείας προβάλλει τον λόγο του, ο οποίος διακρινόταν
για το κομψό, ανεπιτήδευτο και αυθόρμητο ύφος, το οποίο αποτέλεσε την αιτία της
γνωριμίας του με τον Κωνσταντίνο Θ΄ τον Μονομάχο και της επαγγελματικής του
ανέλιξης206.
Η διδασκαλία της Ρητορικής από τον Ψελλό διεξαγόταν σύμφωνα με τα
προγυμνάσματα του Ερμογένη, και κύριος ρήτορας τα έργα του οποίου διδάσκονταν
ήταν ο Δημοσθένης · «Ἑρμογένης μὲν οὖν ὁ ῥήτωρ τὴν ῥητορικὴν τέχνην
διοργανούμενος, παραδείγματι πανταχοῦ τοῦ πῶς δεῖ ταῖς τέχναις ἢ ταῖς οἰκονομίαις
200
Απ. Καρπόζηλου, Συμβολή στη Μελέτη του Βίου και του Έργου του Ιωάννη Μαυρόποδος, ΕΕΦΣΙ 18,
σ. 26.
201
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 119. Πρβλ.
Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Αʹ, σ. 352.
202
Μιχαήλ Ψελλού, Ἀνεπίγραφος Ἐπιστολὴ 16, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 256.
203
Μιχαήλ Ψελλού, [Τῷ κριτῇ? Καππαδοκίας], Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 354.
204
Michaelis Pselli, Τοῖς Χιώταις, E. Kurtz‒Fr. Drexl, SM, τόμ. Β΄, σ. 59.
205
Μιχαήλ Ψελλού, Ἀνεπίγραφος Ἐπιστολὴ 188, Τῷ αὐτῷ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 480.
206
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σσ. 123 – 124.
Πρβλ. Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σ. 364.
45
κεχρῆσθαι, τῷ Δημοσθένει ἐχρήσατο»207. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος,
δίδασκε την αρχαία ρητορική, έχοντας ως πρότυπα τους Πλάτωνα, Αριστοτέλη,
Ερμογένη και Δημοσθένη, σε αντίθεση με τους «γαλακτοτροφοῦντας»
ρητοροδιδασκάλους, που δίδασκαν τη νέα ρητορική. Γι’ αυτήν όμως ο Ψελλός δεν
μας παρέχει πληροφορίες, ούτε για το αντικείμενό της ούτε για τους διδασκόμενους
ρήτορες208. Παρ’ όλα αυτά, καυχάται και για την πρωτοτυπία του στη Ρητορική
λέγοντας τα ακόλουθα · «ἐγὼ δὲ … δόξαιμι τῷ τεχνικῷ ἀντεπιδεικνύμενος, ῥητορικὴν
μὲν ἑτέραν ἐκθήσομαι, παράδειγμα δὲ καινὸν ὡς ἀληθῶς τοῦ πῶς δεῖ γράφειν τὸν
τούτου λόγον ἐκθήσομαι, ἵν’ ἔκ τε τῆς θέσεως τῶν Δημοσθενικῶν παραδειγμάτων …
ἄριστα ὑμῖν προΐῃ τὰ τῆς μαθήσεως»209. Η διδασκαλία του περαιτέρω περιελάμβανε
ασκήσεις συγγραφής ρητορικών λόγων από τους μαθητές, οι οποίοι είχαν ως πρότυπο
ρητορικά γυμνάσματα του Ψελλού, όπως τα εγκώμια του στον ψύλλο, την ψείρα και
τον κοριό210. Ο σκοπός των εγκωμίων αυτών ήταν διδακτικός, να τα έχουν οι μαθητές
του παράδειγμα προς μίμηση · «ἀλλ’ ὑμῖν δεδείξεσθαι ὅσα ὁ λόγος δεδύνηται … καὶ το
παράδειγμα βλέποντες … προσαρτᾷν πρὸς τὴν μίμησιν»211.
Φιλοσοφία
Συνέχεια της γραμματικής και ρητορικής διδασκαλίας αποτελούσε αυτή της
Φιλοσοφίας. Για την εκμάθησή της υπήρχαν μαθητές που επεδείκνυαν μικρότερο
ενδιαφέρον, ολοκληρώνοντας τον κύκλο των σπουδών τους με τη Ρητορική, η οποία
τους διασφάλιζε καλές προοπτικές για ευδοκίμηση στον δημόσιο βίο. Σ’ αυτήν την
κατηγορία των νέων δεν εντάσσεται ο Ψελλός, γιατί, όπως ομολογεί ο ίδιος, αφού
ασκήθηκε κατάλληλα στη Ρητορική, επιδόθηκε στη σπουδή της Φιλοσοφίας και
έστρεψε όλο τον ζήλο του σ’ αυτήν · «ὅθεν ἐγὼ μὲν πρὸς φιλοσοφίαν μετεσκευαζόμην
… ἐπὶ τὴν ἑτέραν μοῖραν τῶν λόγων (Φιλοσοφία) ὅλοις ἱστίοις ἀπηνέχθην
φερόμενος»212. Με τη μελέτη της Φιλοσοφίας στην ηλικία των εικοσιπέντε (25) ετών,
αποσκοπούσε στο να καθάρει τον νου του · «καθᾶραι τὸν νοῦν». Η φιλοσοφική του
παιδεία περιελάμβανε την αριστοτελική λογική, τα είδη του συλλογισμού,
207
Μιχαήλ Ψελλού, Ἀπολογία ὑπὲρ τοῦ Νομοφύλακος, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 190.
208
Michaelis Pselli, Τῷ Ἀριστηνῷ, E. Kurtz‒Fr. Drexl, SM, τόμ. Β΄, σ. 267. Πρβλ. J. N. Ljubarskij, Η
Προσωπικότητα και το Έργο του Μιχαήλ Ψελλού, σσ. 218 – 220.
209
Μιχαήλ Ψελλού, Ἀπολογία ὑπὲρ τοῦ Νομοφύλακος, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 190.
210
Michael Psellus, Ἐγκώμιον εἰς τὴν ψύλλαν, Εἰς τὴν ψύλλαν ἕτερον, Ἐγκώμιον τῆς φθειρός, Περὶ
κόρεως, Jo. Fr. Boissonade, De operatione Daemonum, σσ. 73-95.
211
Michael Psellus, Ἐγκώμιον τῆς φθειρός, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione Daemonum, σσ. 90-91.
212
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Νικήταν, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 90.
46
παραγωγικό και επαγωγικό, τις φυσικές επιστήμες και τη μαθηματική, με τη
μεσολάβηση της οποίας οδηγήθηκε στην «Πρώτη Φιλοσοφία» (Μεταφυσική –
Θεολογία). Ο Ψελλός μελέτησε τους φιλοσόφους Αριστοτέλη και Πλάτωνα, κατόπιν
τους Νεοπλατωνικούς Πλωτίνο, Πορφύριο και Ιάμβλιχο και κατέληξε στον
Πρόκλο213. Στην παρέκβαση ακόμη που κάνει στη Χρονογραφία του, αναφερόμενος
στις ανώτερες σπουδές του, δηλώνει ότι υπήρξε αυτοδίδακτος στη Φιλοσοφία
εξαιτίας της έλλειψης ικανών διδασκάλων214. Κρίνουμε υπερβολική αυτήν την άποψή
του, γιατί, σύμφωνα με τη θεώρηση των Απ. Καρπόζηλου 215, Κ. Ν. Σάθα216 και Ν.
Γιακουμάκη217, ο Ιωάννης Μαυρόποδας, ο εγνωσμένου κύρους λόγιος, διετέλεσε
δάσκαλός του στη Φιλοσοφία.
Οι διδάσκαλοι της Φιλοσοφίας ονομάζονταν φιλόσοφοι. Ο Ψελλός ως φιλόσοφος
δίδαξε αρχικά ιδιωτικά στη σχολή του Αγίου Πέτρου πιθανότατα και μετέπειτα
δημόσια στην Ακαδημία ως ύπατος των φιλοσόφων. Για τη διδασκαλία του στο
πανεπιστήμιο θα γίνει αναφορά στο επόμενο κεφάλαιο. Ο Ψελλός καλεί τη
Φιλοσοφία και «Διαλεκτική» και την ορίζει ως «υπερκείμενη σοφία», η οποία είναι
υπέρτερη των άλλων επιστημών, γνωρίζει τις αρχές των όντων, ερμηνεύει τις
αναπόδεικτες αλήθειες (αξιώματα), είναι άυλη και τάσσεται μετά τη Φυσική218.
Δίνοντας επίσης έναν βαθύτερο, ηθικότερο ορισμό της έννοιας του φιλοσόφου,
αναφέρει ότι φιλόσοφοι δεν είναι μόνο αυτοί που ερευνούν την ουσία των όντων και
αναζητούν τις αρχές του κόσμου, αλλά και εκείνοι που περιφρονούν τα εγκόσμια και
προσηλώνονται στα υπερκόσμια219. Στον Επιτάφιό του για τον Ιωάννη Ξιφιλίνο
διακρίνει τη Φιλοσοφία σε «θύραθεν» (κοσμική) και «ἡμετέραν» (χριστιανική)220. Η
μεν πρώτη είναι κτιστή, ανθρώπινη σύλληψη και επινόηση, η δε δεύτερη άκτιστη και
αποκεκαλυμμένη αλήθεια. Σκοπός της πρώτης είναι η ηθικοπνευματική τελείωση του
213
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σσ. 119-121.
Πρβλ. Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σσ. 352-357.
214
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 120. Πρβλ.
Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σσ. 352-357.
215
Απ. Καρπόζηλου, Συμβολή στη Μελέτη του Βίου και του Έργου του Ιωάννη Μαυρόποδος, ΕΕΦΣΙ 18,
σ. 26.
216
Μιχαήλ Ψελλού, K. N. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σσ. ΧΧΧΙV-XXXV.
217
Ν. Γιακουμάκη, Η Φιλοσοφική Κίνησης εν Βυζαντίω κατά τον ΙΑ΄ Αιώνα, ΝΣ, τόμ. 9, σ. 376.
218
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 55.
219
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 66. Πρβλ.
Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σ. 210 και H. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία, τόμ. Α΄, σσ. 47-
48.
220
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Ἰωάννην Ξιφιλῖνον, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 456.
47
ανθρώπου με τη λογική, ενώ της δεύτερης η θέωση με τη χάρη του Θεού221. Θεωρεί
επιπλέον ότι για τη διαμόρφωση άρτιας προσωπικότητας απαραίτητη είναι η
εναρμόνιση της Φιλοσοφίας με τη Ρητορική222, με την προσθήκη όμως και της
πολιτικής επιστήμης · «καὶ ὁ ἄμφω συνειλοχώς, (Φιλοσοφία – Ρητορική), εἰ μὴ καὶ τὰ
πολιτικά εἰδείη πράγματα, κύμβαλόν ἐστιν ἀλαλάζον κατὰ τὸν ἀποστολικὸν λόγον»223.
Ο Ψελλός στη Φιλοσοφία δίδασκε τη Λογική, την Ηθική, την Ψυχολογία, τη
Μεταφυσική, καθώς επίσης και την Ιστορία της Φιλοσοφίας και την ερμηνεία των
μύθων. Ειδικότερα, αντικείμενο της διδασκαλίας του ήταν η Λογική του Αριστοτέλη
και μάλιστα η επαγωγική και παραγωγική μέθοδος συλλογισμού, οι κατηγορίες του
όντος, το γένος και το είδος · η Ηθική, αρετές που πρέπει να κοσμούν τον άνθρωπο ·
η Ψυχολογία, για τον νου, ποια η βούληση και ποιος ο πρακτικός λογισμός, για την
προαίρεση και την προσοχή · για την ψυχή, για το άναρχό της, τη γέννηση και την
αθανασία της, τη μεσότητά της μεταξύ των νοητών και αισθητών, την κίνηση και την
ακινησία της, τις δυνάμεις της, την άλογη ψυχή, την ένωση και τον τρόπο ένωσης της
ψυχής με το σώμα, τις κοινές ενέργειές της μ’ αυτό και τον χωρισμό της από αυτό
(θάνατος) · η Μεταφυσική, για τη διαφορά της αρχής και του στοιχείου, τις αρχές και
τις αιτίες των όντων, τις ιδέες, την ύλη (καλό ή κακό), την ύπαρξη του κακού, την
ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, την επιστροφή των όντων σ’ αυτόν, τους δαίμονες,
την πρόνοια, την ανάγκη, την ειμαρμένη, την τύχη και το αυτόματο224. Οι μαθητές
του, μετά τη μύησή τους στη Μεταφυσική, καλούνταν με τη βοήθειά της να
ερμηνεύσουν τα θεολογικά κείμενα225. Η διαπραγμάτευση των ανωτέρω φιλοσοφικών
θεμάτων πραγματοποιούνταν με τα έργα των Αριστοτέλη, Πλάτωνα και των
νεοπλατωνικών φιλοσόφων Πλωτίνου, Πορφυρίου, Ιαμβλίχου και Πρόκλου.
Στη Φιλοσοφία εντασσόταν ακόμη και η μαθηματική τετρακτύς (quadrivium). Ο
Ψελλός, για την τελειότερη κατανόηση της «Πρώτης Φιλοσοφίας» (Μεταφυσικής),
επιδόθηκε στη μελέτη των Μαθηματικών, της Γεωμετρίας, της Αριθμητικής, της
Αστρονομίας και της Μουσικής, που βρίσκονται μεταξύ των αισθητών και νοητών.
221
Γ. Ξ. Τσαμπή, Η Παιδεία στο Χριστιανικό Βυζάντιο, σ. 346.
222
Μιχαήλ Ψελλού, Τῷ πατριάρχῃ Ἀντιοχείας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 275.
223
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς Ἰωάννην Εὐχαΐτων, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 148.
224
Michael Psellus, Τοῦ Σοφωτάτου Ὑπερτίμου τοῦ Ψελλοῦ Ἀποκρίσεις Συνοπτικαὶ καὶ Ἐξηγήσεις, L. G.
Westerink, De Omnifaria Doctrina, σσ. 26-51, 54-59, 96-97. Πρβλ. Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς τὴν
μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σσ. 55-56 και Μιχαήλ Ψελλού, Ἀνεπίγραφος Ἐπιστολὴ 187, Κ.
Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 475.
225
Β. Ν. Τατάκη, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, σ. 164.
48
Μελέτησε την καθεμιά ξεχωριστά και τις συνέθεσε σε ενιαίο όλο226. Θεωρεί ότι από
τις επιστήμες αυτές η Αριθμητική και η Γεωμετρία είναι σημαντικότερες και ότι οι
μαθηματικές επιστήμες γενικά είναι «σύνδεσμοι», «κλίμακες» και «γέφυρες» που
οδηγούν στην κατάληψη των όντων · «Ἔστι γὰρ ταῦτα (Μαθηματικά) οἱονεὶ κλίμακές
τινες καὶ γέφυραι πρὸς τὴν τῶν ὄντων κατάληψιν»227.
Α. Γεωμετρία
Η εξέτασή μας για τις μαθηματικές επιστήμες θα αρχίσει από τη Γεωμετρία. Αυτή
διδασκόταν με βάση τον Ευκλείδη και ονομαζόταν από τον Ψελλό Γραμμική · «Ἀλλ’
ἔγωγε οἶδα τοῦτον (Ξιφιλίνο) καὶ θεώρημα τῶν βαθυτέρων γραμμικῆς
228
ἑρμηνεύσαντα» . Ο Ψελλός δίδασκε τη Γεωμετρία χωρίζοντάς την σε δύο κλάδους,
την Επιπεδομετρία και τη Στερεομετρία. Η διδασκαλία της πρώτης περιελάμβανε
τους ορισμούς του σημείου, της γραμμής και της επιφάνειας. Ιδιαίτερη αναφορά
γινόταν στα είδη των γραμμών και των επιφανειών με ορισμό των διαφόρων
επιφανειών, στις παράλληλες ευθείες, τις γωνίες και τα είδη τους, καθώς και στα
γεωμετρικά σχήματα. Από την άλλη, στη Στερεομετρία ο Ψελλός δίδασκε τα
γεωμετρικά σχήματα (πυραμίδα, οκτάεδρο, εικοσάεδρο, κύβο και σφαίρα),
ταυτίζοντάς τα με τα στοιχεία της φύσης, πυρ, αέρα, ύδωρ και γη. Η διδασκαλία της
περατωνόταν με την κατασκευή όμοιων στερεών σωμάτων από τους μαθητές 229. Εδώ
θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι, κατά τον Κ. Krumbacher, στον Ψελλό
αποδίδεται και ένα ποίημα για τη Γεωμετρία με διδακτικό χαρακτήρα230.
Β. Αριθμητική
Το πρόγραμμα διδασκαλίας του περιείχε και την Αριθμητική, η μελέτη της οποίας
γινόταν με τα συγγράμματα των Ευκλείδη «Στοιχεία», Νικομάχου «Αριθμητική
Εισαγωγή» και Διοφάντου «Αριθμητικά». Στη συγκρότηση της αριθμητικής του
σκέψης ο Ψελλός δέχτηκε επιρροές από τη σχολή του Πυθαγόρα και τη θεωρία του
Πλάτωνα «Περί αριθμών», καθώς και από το έργο του Ιαμβλίχου «Η θεολογία των
αριθμών»231. Στην Αριθμητική παρέδιδε σε αδρές γραμμές τις ιδιότητες των δέκα
226
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σσ. 120-121.
Πρβλ. Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σσ. 352-356.
227
Michael Psellus, Ἀπόκρισις πρὸς Ἀνδρόνικον, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione Daemonum, σσ.
160-162.
228
Μιχαήλ Ψελλού, Ἀπολογία ὑπὲρ τοῦ Νομοφύλακος, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 186.
229
Γ. Ξ. Τσαμπή, Η Παιδεία στο Χριστιανικό Βυζάντιο, σσ. 275-276.
230
Κ. Krumbacher, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, τόμ. Β΄, σ. 61.
231
Γ. Ξ. Τσαμπή, Η Παιδεία στο Χριστιανικό Βυζάντιο, σσ. 271-273.
49
πρώτων αριθμών, την παραγωγή της τριάδος, την αριθμητική πρόοδο (ότι αυτή
ξεκινάει από τη μονάδα ή δυάδα και ότι δεν έχει τέλος), ποιοι αριθμοί είναι άρτιοι και
ποιοι περιττοί, ποιοι τέλειοι και ποιοι ατελείς, τι είναι το μέγιστο, το ελάχιστο, το
ποσό και το πηλίκο και ποια η μεταξύ τους σχέση232. Ο Ψελλός, στο έργο του «Περί
Ηθικής ή Θεολογικής Αριθμητικής», επηρεασμένος από τις ιδέες των Νεοπλατωνικών,
απέδιδε μυστικές ιδιότητες στους αριθμούς, χωρίζοντάς τους σε «νοητούς»
(μεταφυσικούς, θεολογικούς), «μαθηματικούς» (αφηρημένους) και «φυσικούς»
(πρακτικούς)233.
Γ. Αστρονομία
Ο Ψελλός επέδειξε επίσης ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για την επιστήμη της
Αστρονομίας, η οποία διδασκόταν από αυτόν με βάση τα έργα του Πτολεμαίου και
του Πρόκλου. Για το περιεχόμενο της διδασκαλίας του στην Αστρονομία είμαστε
πληρέστερα πληροφορημένοι από την πληθώρα των έργων του, στα οποία κάνει
εκτενή αναφορά σ’ αυτήν. Από αυτά συνάγεται ότι δίδασκε στους μαθητές του για τη
σφαιρικότητα της γης και τη θέση της στο μέσο του παντός, το μέγεθός της, του
ήλιου και της σελήνης, την προέλευση της περιστροφής της γης, τα μεταξύ γης και
ουρανού στοιχεία και τα πάθη τους, τους κομήτες, την ουσία, τη φορά, την κίνηση, τα
σχήματα και την τάξη των αστέρων, την προέλευση του φωτισμού τους και την
επίδρασή τους στην εναλλαγή των εποχών, αν είναι σταθερά ή μετέωρα, ισομεγέθη ή
όχι, σφαιρικά ή επιμήκη, τη μεταξύ τους απόσταση, αν είναι μεγαλύτερα από τη γη ή
όχι, αν περιστρέφονται γύρω από αυτήν έχοντάς την ως κέντρο, τους διάττοντες
αστέρες, τα επονομαζόμενα άστρα «Διόσκουρους», ποια λέγονται άστρα στηρίζοντα,
υποστηρίζοντα, παλινδρομούντα ή κινούμενα προς τα εμπρός, τον χρόνο
περιστροφής των πλανητών, την ουσία του ήλιου και αν είναι πολλοί οι ήλιοι, τις
εκλείψεις του και της σελήνης, την κίνησή του πάνω ή κάτω από τον ζωδιακό κύκλο,
την ουσία, τον φωτισμό και το σχήμα της σελήνης, την πανσέληνο, τους κύκλους και
τους επικύκλους της, τα αιματώδη χρώματα και χάσματα στον ουρανό, τα διάφορα
232
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 55. Πρβλ. Michael
Psellus, Ἐπιλύσεις διαφόρων ἐρωτημάτων, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione Daemonum, σσ. 63-65.
233
Γ. Ξ. Τσαμπή, Η Παιδεία στο Χριστιανικό Βυζάντιο, σ. 273. Πρβλ. Α. P. Kazhdan / Ann Wharton,
Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό Πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο Αιώνα, σ. 232 και Β. Ν. Τατάκη, Η
Βυζαντινή Φιλοσοφία, σσ. 194-196.
50
πύρινα φάσματα σ’ αυτόν, τον γαλαξία, τους κύκλους, την ουσία και το σχήμα του
ουρανού και τέλος αν υπάρχει κάτι έξω από αυτόν234.
Παράλληλα με την Αστρονομία, ο Ψελλός μελέτησε συστηματικά και την
Αστρολογία, παρακινημένος από το πάθος του για κάθε γνώση και μάθηση, χωρίς
αυτό να αντίκειται στα δόγματα της Εκκλησίας. Η στάση που τηρεί απέναντι στην
Αστρολογία είναι αρνητική, γιατί θεωρεί «λήρους» (αερολογίες) τα ωροσκόπια και
γιατί δεν έχει πεισθεί ότι η ζωή μας επηρεάζεται από τις κινήσεις των άστρων. Γι’
αυτόν όμως υπάρχει μόνο η επιστήμη της Αστρονομίας, που έχει ως αντικείμενό της
τη μελέτη των θέσεων και των κινήσεων των άστρων στον ουρανό235.
Δ. Μουσική
Τέλος, στη μαθηματική τετρακτύν εντασσόταν και το μάθημα της Μουσικής. Στο
πολύπλευρο και πλούσιο συγγραφικό του έργο ο Ψελλός κάνει περιορισμένη και
περιστασιακή αναφορά σ’ αυτήν. Τη μνημονεύει σε δύο ρητορικούς του λόγους, στο
Εγκώμιο για τη μητέρα του και στον Επιτάφιο Λόγο του για τον Νικήτα, καθώς και
σε μία ανεπίγραφη επιστολή του. Από αυτά τα έργα συμπεραίνουμε γενικά ότι
αντικείμενο της διδασκαλίας του στη Μουσική ήταν η θεωρία της, η (μουσική)
ορολογία, η μετρική, οι έντεχνες κινήσεις, οι δυνάμεις, οι ενέργειες και τα αίτια της
Μουσικής, καθώς και η ουσία και το κάλλος των ρυθμών236. Η διδασκαλία του
επεκτεινόταν ακόμη στον μουσικό τονισμό των λέξεων (προσωδία), τη διάκριση του
τόνου σε οξύ, βαρύ και μέσο, τα μουσικά διαστήματα237, καθώς και στα ονόματα και
τις δυνάμεις των χορδών των μουσικών οργάνων238.
234
Michael Psellus, Τοῦ Σοφωτάτου Ὑπερτίμου τοῦ Ψελλοῦ Ἀποκρίσεις Συνοπτικαὶ καὶ Ἐξηγήσεις, L. G.
Westerink, De Omnifaria Doctrina, σσ. 64-72. Πρβλ. Μιχαήλ Ψελλού, Πρὸς Βασιλέα Μιχαὴλ Δούκαν
Ἐπιλύσεις Σύντομοι Φυσικῶν Ζητημάτων, PG 122, 784-789 και Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς
Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 322 και Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Β΄, σ.
190 και Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 54 και Πρὸς τὸν
βασιλέα Μονομάχον, σσ. 134-135 και Ὅτε παρῃτήσατο τὴν τοῦ πρωτοασηκρῆτις ἀξίαν, σ. 174.
235
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σσ. 87, 204-205.
Πρβλ. Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σ. 268 και τόμ. Β΄, σ. 190. Για την οξύτατη κριτική του
Ψελλού κατά της Αστρολογίας βλ. και Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν. Σάθα,
ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 56.
236
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 55.
237
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Νικήταν, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 91.
238
Μιχαήλ Ψελλού, Ἀνεπίγραφος Ἐπιστολὴ 187, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 473.
51
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
Εκτός από την ιδιωτική, ο Μιχαήλ Ψελλός ανέπτυξε και πλούσια δημόσια
διδακτική δραστηριότητα στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του
11ου αιώνα. Το κενό που υπήρχε στην κρατική εκπαίδευση στις αρχές του 11ου αιώνα,
ύστερα από την αναστολή λειτουργίας του πανεπιστημίου της Μαγναύρας, έπαψε να
υφίσταται στα μέσα αυτού του αιώνα, χάρη στο ενδιαφέρον που επέδειξε ο
φιλόμουσος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ ο Μονομάχος για τις ανώτερες σπουδές.
Στο παρόν κεφάλαιο θα εξετάσουμε τη συμβολή του Ψελλού και του πνευματικού
του κύκλου στην ίδρυση του πανεπιστημίου, τη διδακτική του δράση σ’ αυτό, τις
παιδαγωγικές του αντιλήψεις, την παύση του από τα πανεπιστημιακά του καθήκοντα,
την ανάκλησή του και τους λόγους της στα ανάκτορα και την τύχη του ανωτέρου
ιδρύματος μετά τον Ψελλό.
Ίδρυση πανεπιστημίου (Φιλοσοφική-Νομική Σχολή)
Ο Κωνσταντίνος Θ΄ (1042-1055), με την ανάρρησή του στον αυτοκρατορικό
θρόνο, εισήγαγε καινοτομίες στο παλάτι, μία από τις οποίες ήταν και η πρόσληψη
επιφανών λογίων στα ανώτερα αυτοκρατορικά αξιώματα ανεξάρτητα από την
κοινωνική τους κατάσταση. Αυτοί ήταν οι Ψελλός, Λειχούδης, Μαυρόποδας και
Ξιφιλίνος239. Οι λόγιοι αυτοί άνδρες, με την έκτακτη μόρφωσή τους και την επιρροή
που ασκούσαν στον αυτοκράτορα, κατάφεραν να τον πείσουν να ιδρύσει δημόσιο
πανεπιστήμιο240. Αυτό υπήρξε χώρος θεραπείας των μουσών και συνέβαλε καίρια
στην πνευματική αναγέννηση που συντελέστηκε στα μέσα του 11ου αιώνα241.
Ωστόσο η ίδρυση του πανεπιστημίου δεν έγινε απρόσκοπτα, γιατί προκλήθηκαν
διαφωνίες για τον χαρακτήρα του (φιλοσοφικό ή νομικό), τα μαθήματα διδασκαλίας
και τον επικεφαλής του (Ψελλό ή Ξιφιλίνο). Έτσι, όσοι ήθελαν να λάβουν ανώτερη
μόρφωση χωρίστηκαν σε δύο αντίπαλες ομάδες, εκ των οποίων η μία επιθυμούσε την
ίδρυση Νομικής Σχολής με επικεφαλής τον Ιωάννη Ξιφιλίνο και η άλλη Φιλοσοφικής
με επικεφαλής τον Μιχαήλ Ψελλό. Η πρώτη θα είχε πρακτικό σκοπό, την κατάληψη
239
Απ. Καρπόζηλου, Συμβολή στη Μελέτη του Βίου και του Έργου του Ιωάννη Μαυρόποδος, ΕΕΦΣΙ 18,
σσ. 29-30.
240
Μιχαήλ Ψελλού, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. XLIX. Πρβλ. Κ. Γ. Μπόνη, Ιωάννης ο Ξιφιλίνος, σσ.
43-44.
241
Κ. Γ. Μπόνη, Ιωάννης ο Ξιφιλίνος, σσ. 31, 44.
52
πολιτειακών αξιωμάτων, ενώ η δεύτερη ανθρωπιστικό, τη γενική καλλιέργεια του
ανθρώπου · «Ὡς δ’ ἐγὼ μὲν ἐπὶ ταῖς ἐπιστήμαις μᾶλλον καὶ τέχναις, ὁ δ’ ἐπὶ τοῖς νόμοις
ἐσεμνυνόμεθα, μερίζεται περὶ ἡμᾶς πᾶν ὅσον ἔκκριτον τῆς λογικῆς φάλαγγος · καὶ ὅσοι
μὲν οὐδὲν ἄλλο ἢ κοσμεῖν τὴν πολιτείαν προείλοντο, ἐκεῖνον προὐβάλοντο στρατηγὸν
συνερρυηκότες παμπληθεί, οἱ δὲ τῶν σεμνοτέρων ἐρασταὶ μαθημάτων περὶ ἐμὲ
σχισθέντες ἀπέκλιναν»242.
Τη λύση σ’ αυτήν τη διένεξη έδωσε ο αυτοκράτορας με την ίδρυση δύο
πανεπιστημιακών σχολών, της Νομικής υπό τον Ξιφιλίνο και της Φιλοσοφικής υπό
τον Ψελλό, κατευνάζοντας έτσι τα οξυμμένα πνεύματα · «Οὕτως ἀπὸ τῆς τῶν λόγων
κοινωνίας εἰς πολιτείας συναχθέντες αἵρεσιν, τὴν αὐτὴν ἀπὸ ταύτης αὖθις διαιρεθέντες,
εἰς ἀκοινώνητον, ἵν’ οὕτως εἴπω, συμφωνίαν διῃρέθημέν τε καὶ συνηρμόσθημεν · καὶ
μόνοι περὶ τοὺς κρείττους τῶν λόγων τῇ Βυζαντίδι διεμερίσθημεν…»243. Παρά τη
διαίρεση της Ακαδημίας σε δύο σχολές, υπήρχε εν τούτοις κάποια συνεργασία μεταξύ
τους, όπως φανερώνει το ακόλουθο χωρίο του Ψελλού · «τοῖς γὰρ ὀνόμασι
διαιρεθέντες (Φιλοσοφική – Νομική Σχολή), τοῖς ἀσκήμασι συνηνέχθημεν»244. Από
την ανάγνωση των παραπάνω χωρίων διαπιστώνουμε ότι κύριος φορέας της
ανώτερης εκπαίδευσης ήταν ο αυτοκράτορας, ο οποίος μεριμνούσε για την οργάνωση
και λειτουργία του πανεπιστημίου, την επιλογή των κατάλληλων καθηγητών και τη
μισθοδοσία τους · «… ὥσπερ γὰρ εἰς μισθοφορὰν ἡμᾶς (Ψελλό –Ξιφιλίνο) καταστήσας
ἐπὶ τοῖς λόγοις»245.
Για την ίδρυση της Νομικής Σχολής εκδόθηκε Νεαρά246, την οποία συνέταξε ο
λόγιος Ιωάννης Μαυρόποδας και εκφώνησε ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ ο
Μονομάχος ενώπιον των φοιτητών της με τίτλο · «Ἐπὶ τῇ ἀναδείξει καὶ προβολῇ τοῦ
διδασκάλου τῶν νόμων»247. Μ’ αυτήν καθοριζόταν η λειτουργία της Νομικής Σχολής.
Για την ίδρυση όμως της Φιλοσοφικής δεν μας διασώζεται σχετική Νεαρά.
Χρήσιμες πληροφορίες τόσο για τη Νομική όσο και για τη Φιλοσοφική Σχολή
αντλούμε από την αξιόπιστη μαρτυρία του ιστορικού Μιχαήλ Ατταλειάτη (11 ος
αιώνας), συγχρόνου του Ψελλού. Αυτός αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος Θ΄ ίδρυσε
242
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Ἰωάννην Ξιφιλῖνον, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 433. Πρβλ. Μιχαήλ
Ψελλού, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. XLIX και Κ. Γ. Μπόνη, Ιωάννης ο Ξιφιλίνος, σ. 44.
243
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Ἰωάννην Ξιφιλῖνον, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σσ. 433-434.
244
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Ἰωάννην Ξιφιλῖνον, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 434.
245
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Ἰωάννην Ξιφιλῖνον, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 434.
246
Αυτοκρατορικό διάταγμα.
247
Novella Constitutio saec XI Medii, A. Salac.
53
Νομική Σχολή με προεξάρχοντα τον νομοφύλακα (Ξιφιλίνο) και ενδιαφέρθηκε και
για το μάθημα της ουράνιας φιλοσοφίας, διορίζοντας «πρόεδρο τῶν φιλοσόφων»
(Ψελλό) που διακρινόταν για τη σοφία του. Παράλληλα, προέτρεψε τους φοιτητές να
ασχοληθούν με τη μελέτη των σοφών λόγων και μαθημάτων · «μουσεῖον τῆς
νομοθετικῆς ἀναγείρας καὶ νομοφύλακα προστησάμενος. ἀλλὰ καὶ τοῦ τῆς φιλοσοφίας
οὐρανοβάμονος ἐπεμελήθη μαθήματος, πρόεδρον τῶν φιλοσόφων προχειρισάμενος
ἄνδρα τῶν καθ’ ἡμᾶς διαφέροντα γνώσει, καὶ τοὺς νέους πρὸς ἄσκησιν τῶν σοφῶν
λόγων καὶ μαθημάτων προὐτρέψατο σὺν τῷ εὐμαρεῖ τῶν διδασκάλων, καὶ γερῶν
τούτους ἐν τῷ δημηγορεῖν βασιλικῶν ἀξιῶν»248. Η Στ. Χονδρίδου, σχολιάζοντας το
ανωτέρω χωρίο και συγκεκριμένα το ρήμα «προὐτρέψατο», εικάζει ότι ο
Κωνσταντίνος Θ΄ εκφώνησε Νεαρά ή ομιλία ενώπιον των φοιτητών κατά την
επίσημη τελετή της ίδρυσης της Φιλοσοφικής Σχολής. Με τη φράση «γέρα βασιλικά»
η ίδια θεωρεί ότι «αυτά δεν ήταν απλά βραβεία, αλλά πιστοποιητικά, πτυχία
φιλοσοφίας. Παρέχονταν στους σπουδαστές ύστερα από ορισμένες διαδικασίες, δηλαδή
μετά από γραπτή (τη συγγραφή της δημηγορίας) και προφορική (την επιτυχημένη
εκφώνησή της μπροστά σε ακροατήριο) δοκιμασία»249.
Ένα θέμα που απασχόλησε τους σύγχρονους μελετητές ήταν και ο χρόνος ίδρυσης
των δύο αυτών σχολών. Οι Κ. Μπόνης και Στ. Χονδρίδου υποστηρίζουν ότι
προηγήθηκε η αναδιοργάνωση των φιλοσοφικών σπουδών και ακολούθησε εκείνη
των νομικών, επικαλούμενοι εσωτερικές μαρτυρίες της Νεαράς για την ίδρυση της
Νομικής Σχολής250. Ο St. Runciman θεωρεί ότι η ίδρυση των δύο σχολών ήταν
ταυτόχρονη251, ενώ η T. T. Rice ότι προηγήθηκε αυτή της Νομικής252. Υπάρχουν
ωστόσο μελετητές που δέχονται τη δημιουργία Νομικής Σχολής και αμφισβητούν την
ύπαρξη και λειτουργία της Φιλοσοφικής, όπως οι A. P. Kazhdam / Ann Wharton
Epstein253 και C. Mango254 και άλλοι, όπως ο H. Hunger, ο οποίος αμφισβητεί την
ύπαρξη ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων επί Κωνσταντίνου Θ΄ Μονομάχου255.
248
Michaelis Attaliotae, Historia, CSHB, σ. 21.
249
Στ. Δ. Χονδρίδου, Ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος και η Εποχή του, σ. 206.
250
Κ. Γ. Μπόνη, Ιωάννης ο Ξιφιλίνος, σ. 44. Πρβλ. Στ. Δ. Χονδρίδου, Ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος
και η Εποχή του, σ. 202.
251
St. Runciman, Βυζαντινός Πολιτισμός, σσ. 255-256.
252
Τ. Τ. Rice, Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των Βυζαντινών, σσ. 268-269.
253
Α. P. Kazhdan/ Ann Wharton Epstein, Αλλαγές στον Βυζαντινό Πολιτισμό κατά τον 11 ο και 12ο
Αιώνα, σ. 194.
254
C. Mango, Βυζάντιο, σ. 171.
255
Η. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία, τόμ. Β΄, σ. 189.
54
Εμείς συντασσόμαστε με την άποψη των Κ. Μπόνη και Στ. Χονδρίδου, και
δεχόμαστε ότι όντως ιδρύθηκαν ανώτερες σχολές επί Κωνσταντίνου Μονομάχου και
ότι πρώτη υπήρξε η αναδιοργάνωση της Φιλοσοφικής. Terminus ante quem για την
ίδρυσή της υπολαμβάνουμε το 1047, χρονολογία κατά την οποία ο Κωνσταντίνος Θ΄
ο Μονομάχος απέλυσε τη Νεαρά για την ίδρυση της Νομικής Σχολής. Έτσι,
ανάγουμε την ίδρυσή της μεταξύ των ετών 1044-1047, αν αναλογιστούμε ότι ο
αυτοκράτορας ενθρονίστηκε το 1042.
Όσον αφορά τον χώρο στον οποίο εγκαταστάθηκε η Φιλοσοφική Σχολή, ήταν
διαφορετικός από αυτόν της Νομικής και παραμένει άγνωστος. Ο ίδιος ο Ψελλός, σε
πανηγυρικό του λόγο προς τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄, αναφέρει ότι ο
τελευταίος φρόντισε για τη στέγασή της χωρίς να προσδιορίζει επακριβώς τον τόπο ·
«αὐτὴν δὲ τὴν φιλοσοφίαν τίς οὕτως ἐν βραχυτάτοις καιροῖς εἰσῳκίσατο…» 256. Για τον
χώρο εγκατάστασής της διατυπώθηκαν αντικρουόμενες απόψεις. Άλλοι διατείνονται
ότι αυτή λειτούργησε στον Ναό του Αγίου Πέτρου257, άλλοι στο Τετραδήσιο, οίκημα
που βρισκόταν στο κέντρο της Πόλης και απέναντι από τη Σύγκλητο 258, και άλλοι
τέλος πιθανολογούν ότι λειτούργησε στη Μαγναύρα259.
Η Φιλοσοφική Σχολή ονομαζόταν «γυμνάσιον»260 και ο κοσμήτοράς της
αποκαλούνταν «υπέρτιμος»261, «ύπατος»262 ή «πρόεδρος των φιλοσόφων»263. Ο
πρώτος που έλαβε αυτό το αξίωμα ήταν ο Ψελλός, γεγονός που τον έκανε να
υπερηφανεύεται για την επιλογή του από τον αυτοκράτορα ανάμεσα σε πολλούς
διεκδικητές · «… ἐμὲ δὲ ὡς κορυθαιόλον καὶ τῶν ἐπικούρων καὶ Τρῴων προέκρινε, καὶ
τοῖς ἀριστείοις στεφάνοις μᾶλλον τῶν ἄλλων ἐκόσμησε, καὶ ἀσύγκριτον τὴν πρὸς τοὺς
ἄλλους τιμήν, οὐ τῷ ὀνόματι μόνον, ἀλλὰ καὶ τῷ πράγματι τέθεικε»264. Η έπαρσή του
ήταν τόσο μεγάλη ώστε συνέκρινε το τιμητικό του αξίωμα με του πατριάρχη · «Ἔστι
κἀμοὶ θρόνος ἐνταῦθα ὑψηλὸς καὶ μετέωρος, οὐδὲν ἧττον τοῦ σοῦ, ἵνα μὴ λέγω
256
Michaelis Pselli, Εἰς τὸν αὐτὸν βασιλέα, G. T. Dennis, (BT), Orationes Panegyricae, σ. 95.
257
Μιχαήλ Ψελλού, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. XLIX, υποσ. 1. Πρβλ. Δ. Σ. Μπαλάνου, Οι
Βυζαντινοί Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς από του 800 μέχρι του 1453, σ. 77.
258
Κ. Γ. Μπόνη, Ιωάννης ο Ξιφιλίνος, σσ. 44-45.
259
Κιμ. Ε. Πλακογιαννάκη, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος και Πολιτισμός των Βυζαντινών, σ. 151.
260
Michael Psellus, Πρὸς τοὺς μαθητὰς βραδύνοντας, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione Daemonum, σ.
145. Είναι πιθανόν αυτή να ονομαζόταν και «μουσεῖον». Βλ. Michael Psellus, Ἐμβραδυνάντων τῶν
μαθητῶν, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione Daemonum, σ. 143.
261
Μιχαήλ Ψελλού, Πρὸς τοὺς βασκήναντας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 168.
262
Μιχαήλ Ψελλού, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. LVII, υποσ. 5.
263
Michaelis Attaliotae, Historia, CSHB, σ. 21.
264
Μιχαήλ Ψελλού, Πρὸς τοὺς βασκήναντας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 170.
55
ἀπροσδεέστερος»265. Όπως παρατηρεί ακόμη η Στ. Χονδρίδου · «Δεν είναι σαφές εάν
τα καθήκοντα του υπάτου των φιλοσόφων ήταν αποκλειστικά διδασκαλικά και
περιορίζονταν στους σπουδαστές της σχολής του ή εάν οι δικαιοδοσίες του
επεκτείνονταν και σε άλλα θέματα»266. Ο Ψελλός έφερε τον τίτλο του υπάτου των
φιλοσόφων και μετά την παύση του από τα καθήκοντά του στο πανεπιστήμιο και την
απόκαρσή του σε μοναχό μέχρι το τέλος της ζωής του267.
Μαθήματα διδασκαλίας Ψελλού στη Φιλοσοφική Σχολή
Ο Μιχαήλ Ψελλός ήταν ο διευθυντής της Φιλοσοφικής Σχολής, αλλά μαζί μ’
αυτόν δίδασκαν και άλλοι καθηγητές, όπως διαφαίνεται από τη φράση του Μιχαήλ
Ατταλειάτη · «σὺν τῷ εὐμαρεῖ τῶν διδασκάλων»268. Σ’ αυτή διετέλεσε διδάσκαλος και
ο Νικήτας και ίσως και ο Ιωάννης Μαυρόποδας, για τον οποίο όμως δεν έχουμε
περαιτέρω πληροφορίες για τη διδακτική του δράση σ’ αυτήν269. Η Φιλοσοφική
χωριζόταν σε δύο τμήματα, ένα κατώτερο, στο οποίο διδασκόταν η «ορθογραφία»
υπό την ευρύτερη έννοια του όρου, δηλαδή η Γραμματική, η Ρητορική και η
Διαλεκτική (trivium), και ένα ανώτερο, στο οποίο διδασκόταν η Φιλοσοφία με τις
επιστήμες του (quadrivium), την Αριθμητική, τη Γεωμετρία, την Αστρονομία και τη
Μουσική270. Ο Ψελλός, στον Επιτάφιό του για τον Νικήτα, αναφέρει σχετικά · «καὶ ὁ
αὐτὸς ἀμφοῖν χῶρος τῆς διδασκαλίας ἦν (Φιλοσοφική Σχολή), ἐκεῖνου μὲν τὸν τῆς
ὀρθογραφίας, ἐμοῦ δὲ τὸν τῆς φιλοσοφίας θρόνον διέποντος · ἐῴκειμεν δέ, ὁ μὲν
σκιαγραφοῦντι γραφεῖ, ἐγὼ δὲ ἐξεικονίζοντι τὸ σκιαγραφούμενον τέλεον…»271. Έτσι,
διδάσκαλος του κατώτερου τμήματος ήταν ο Νικήτας 272, ενώ του ανώτερου ο
Ψελλός273.
Εκτός από τα προμνημονευθέντα μαθήματα, ο Ψελλός μας πληροφορεί ότι
δίδασκε στο πανεπιστήμιο και τη Θεολογία, η οποία δεν συμπεριλαμβανόταν ως τότε
στα μαθήματα της ανώτερης εκπαίδευσης, που είχε κοσμικό χαρακτήρα · «καὶ τῶν
265
Μιχαήλ Ψελλού, Πρὸς Μιχαὴλ Κηρουλάριον, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 509.
266
Στ. Δ. Χονδρίδου, Ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος και η Εποχή του, σσ. 208-209.
267
Μιχαήλ Ψελλού, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. LVI.
268
Michaelis Attaliotae, Historia, CSHB, σ. 21.
269
Μιχαήλ Ψελλού, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. XLIX.
270
K. Γ. Μπόνη, Ιωάννης ο Ξιφιλίνος, σσ. 48-49. Πρβλ. Β. Ν. Τατάκη, Θέματα Χριστιανικής και
Βυζαντινής Φιλοσοφίας, σ. 189.
271
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Νικήταν, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 93.
272
Για τη διδασκαλία της Γραμματικής από τον Νικήτα, βλ. αναλυτικά Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς
Νικήταν, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σσ. 90-93.
273
Για τη διδακτική δραστηριότητα του Ψελλού στο πανεπιστήμιο, βλ. αναλυτικά στο προηγούμενο
κεφάλαιο της παρούσης εργασίας. Η δημόσια διδασκαλία του ήταν ίδια με την ιδιωτική.
56
ἡμετέρων λόγων τὴν ἐπιστήμην ἀκριβεστέραν ἐποιησάμην, καὶ θεολογίας ἐξεθέμην
διδάγματα»274. Σε πανηγυρικό του λόγο προς τον Κωνσταντίνο Θ΄ δηλώνει ότι
σκοπός της διδασκαλίας του αυτής ήταν η τέλεια γνώση και ακριβής κατανόηση των
θεολογικών δογμάτων από τους φοιτητές του· «νῦν θεολογικῶν δογμάτων ἐντελεστάτη
διάγνωσις καὶ τῶν πολλοῖς τέως ἀγνοουμένων ἀκριβὴς κατανόησις»275. Ο Ψελλός
έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη για την κλασσική αρχαιότητα, και οι αρχαίοι φιλόσοφοι
κυρίως αποτελούσαν αντικείμενο της διδασκαλίας του και ιδίως ο Πλάτωνας και οι
Νεοπλατωνικοί. Παρά ταύτα, δίδασκε και τους Πατέρες της Εκκλησίας και ιδίως τους
Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο Ναζιανζηνό, Γρηγόριο Νύσσης και Ιωάννη Χρυσόστομο,
τους οποίους δεν παρέλειπε να συγκρίνει ως προς τη ρητορική τους δεινότητα με τους
αττικούς ρήτορες276.
Ο Μιχαήλ Ψελλός, σε λόγο του προς τους μαθητές του, επισημαίνει την ανάγκη
μελέτης των χριστιανικών δογμάτων και των φιλοσοφικών δοξασιών. Τους προτρέπει
να αντλήσουν ωφέλιμα στοιχεία από τους κλασσικούς φιλοσόφους, όσα συνάδουν με
τον Χριστιανισμό, και να απορρίψουν όσα αντίκεινται σ’ αυτόν. Η κριτική του
περιλαμβάνει τις λανθασμένες δοξασίες των Σωκράτη και Αριστοτέλη, ακόμη και
των προσφιλών του Πλάτωνα και Νεοπλατωνικών Πλωτίνου και Πρόκλου. Τους
συμβουλεύει επιπλέον να λάβουν από τους Αρχαίους τον τρόπο σκέψης και έρευνας
της αλήθειας («επιστήμες»)277. Αποτέλεσμα της τήρησης των παραινέσεών του θα
είναι η άντληση χρήσιμων στοιχείων από τη θύραθεν φιλοσοφία, όπως περιγράφει ο
Ψελλός, χρησιμοποιώντας μία εικόνα από τον ναυτικό βίο · «Εἰ οὕτω ποιεῖτε, κατὰ
τοὺς ναυτιλλομένους ἐξ ἁλμυροῦ (κοσμική φιλοσοφία) πότιμον ὕδωρ ἀρύσεσθε»278.
Σκοπός της διδασκαλίας του αρχαίου πνεύματος από τον Ψελλό ήταν, κατά τον
Κριαρά, «να οδηγήσει σε πολυμάθεια τους μαθητές του, κάνοντάς τους εντριβείς στην
αρχαία σοφία, έχοντας τη συνείδηση ότι τα χριστιανικά δόγματα έρχονται σε αντίθεση
με μερικές από τις αρχαίες αντιλήψεις»279. Έτσι, αναδεικνύεται κήρυκας της
ελευθερίας του στοχασμού και του ορθολογισμού, όπως καταφαίνεται από τα
274
Μιχαήλ Ψελλού, Πρὸς Μιχαὴλ Κηρουλάριον, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 507.
275
Michaelis Pselli, Λόγος πρὸς Κωνσταντῖνον Μονομάχον, G.T. Dennis, (BT), Orationes Panegyricae,
σ. 84.
276
Michael Psellus, Χαρακτῆρες, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione Daemonum, σσ. 124-131. Πρβλ. Ε.
Κριαρά, Ο Μιχαήλ Ψελλός, Ανάτυπο από τα «Βυζαντινά» 4, σσ. 68-70.
277
Michael Psellus, Πρὸς μαθητὰς ἀμελοῦντας, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione Daemonum, σσ.
151-152.
278
Michael Psellus, Πρὸς μαθητὰς ἀμελοῦντας, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione Daemonum, σ. 152.
279
Ε. Κριαρά, Ο Μιχαήλ Ψελλός, Ανάτυπο από τα «Βυζαντινά» 4, σ. 64.
57
λεγόμενά του σε επιστολή του προς τον πατριάρχη Ιωάννη Ξιφιλίνο · «τὸ γὰρ
συλλογίζεσθαι, ἀδελφέ, οὔτε δόγμα ἐστὶ τῆς ἐκκλησίας ἀλλότριον, οὔτε θέσις τις τῶν
κατὰ φιλοσοφίαν παράδοξος, ἀλλ’ ἢ μόνον ὄργανον ἀληθείας καὶ ζητουμένου
πράγματος εὕρεσις»280.
Η φήμη του Ψελλού για το διδακτικό του έργο ήταν τόσο διαδεδομένη, που
προσείλκυσε όχι μόνο βυζαντινούς φοιτητές αλλά και ξένους, Κέλτες, Άραβες,
Αιγυπτίους, Πέρσες, Αιθίοπες και Βαβυλωνίους281. Ο λόγος της προτίμησής του ως
καθηγητή από αυτούς ήταν η ευρυμάθειά του, που τον έκανε να υπερέχει έναντι των
ομοτέχνων του · «οἱ δέ … τῆς ἐμῆς γλώττης μόνης ἐρῶντες καὶ τῆς ψυχῆς ὡς
περιττότερόν τι τῶν ἄλλων εἰδυίας»282. Θεωρούμε ωστόσο ρητορική υπερβολή την
άποψή του για το πλήθος των φοιτητών που συνέρρεαν στη Φιλοσοφική Σχολή, γιατί
στον Επιτάφιο Λόγο του προς τον Ιωάννη Ξιφιλίνο δηλώνει ότι οι περισσότεροι
φοιτητές προτιμούσαν τη Νομική έναντι της Φιλοσοφικής · «ἐκεῖνον προὐβάλοντο
στρατηγόν (Ξιφιλίνο) συνερρυηκότες παμπληθεί, οἱ δὲ τῶν σεμνοτέρων ἐρασταὶ
μαθημάτων περὶ ἐμὲ σχισθέντες ἀπέκλιναν»283.
280
Μιχαήλ Ψελλού, Τῷ Ἰωάννῃ Ξιφιλίνῳ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 447.
281
Μιχαήλ Ψελλού, Πρὸς Μιχαὴλ Κηρουλάριον, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 508.
282
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 61.
283
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Ἰωάννην Ξιφιλῖνον, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 433. Πρβλ.
Michaelis Pselli, ‹Περὶ τῆς φιλοσοφίας›, Ε. Kurtz – Fr. Drexl, SM, τόμ. Α΄, σ. 428.
284
Μιχαήλ Ψελλού, Ἀπολογία ὑπὲρ τοῦ Νομοφύλακος, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 188.
58
κοινή παιδεία, είχαν εν τούτοις διαφορετική επίδοση εξαιτίας της διαφοράς των
χαρακτήρων τους285.
Αν και θεωρούσε ότι η φύση μόνη της διδάσκει τον άνθρωπο, δηλώνει ότι μαζί μ’
αυτήν απαραίτητη για τη μάθηση είναι και η μελέτη. Γράφει σχετικά για την
απόκτηση των ρητορικών του αρετών ότι ήταν αποτέλεσμα «… φύσεως ταῦτα καὶ
σπουδῆς ἔργα …»286. Εξίσου σημαντικός παράγοντας που συντείνει στην απόκτηση
γνώσεων είναι και η διδασκαλία, η οποία πρέπει να συνοδεύεται από την ατομική
προσπάθεια. Ο Ψελλός με το συμμαθητή του Νικήτα, μαζί με τις γνώσεις που
αποκόμισαν από τους διδασκάλους τους, υπήρξαν και αυτοδίδακτοι · «ἐς τοὺς αὐτοὺς
δὲ φοιτήσας παιδευτάς τε καὶ διδασκάλους, δι’ ὧν ἀρχὰς (sic) γέ τινας ὀλίγων τῶν
μαθημάτων λαβόντες, τἆλλα παρ’ ἑαυτῶν προστεθείκαμεν…»287.
Εκτός από τους παράγοντες αγωγής, αναγκαίες για τη μόρφωση είναι και οι
διδακτικές μέθοδοι. Ο τρόπος διδασκαλίας του Ψελλού ήταν πρωτότυπος και
καινοτόμος για την εποχή του. Όπως αναφέρει ο ίδιος σε λόγο προς τους μαθητές
του, εφάρμοζε τη σωκρατική μαιευτική μέθοδο, που συνίσταται στην απόσπαση της
αλήθειας από αυτούς με τη χρήση κατάλληλων ερωτήσεων288. Παράλληλα με τη
μαιευτική, χρησιμοποιούσε και τη διαλεκτική (διεξαγωγή συζήτησης). Ο διάλογος
δεν περιοριζόταν μόνο στον καθηγητή και στους μαθητές, αλλά επεκτεινόταν και
ανάμεσα στους ίδιους τους μαθητές, ώστε να αναζητήσουν και να βρουν την αλήθεια
· «… ἕτοιμός εἰμι πρὸς τὰς ἐρωτήσεις ὑμῶν»289 – «εἶτα ἐρωτᾷν ἕτερος (μαθητής) τὸν
ἕτερον (μαθητή) προωθεῖ»290. Με την ερωτηματική – διαλογική μορφή διδασκαλίας ο
Μιχαήλ Ψελλός έδινε στους μαθητές τη δυνατότητα ενεργούς συμμετοχής. Η
διδακτική του επινοητικότητα διαφαίνεται και από το γεγονός ότι μετά το πέρας του
μαθήματος άφηνε πάντα σκόπιμα αναπάντητα ερωτήματα, τα οποία όφειλαν να
επεξεργαστούν οι μαθητές στο σπίτι τους και να ετοιμασθούν κατάλληλα για τη
συζήτηση που θα ακολουθούσε την επόμενη μέρα291.
285
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκωμιαστικὸς εἰς Μιχαὴλ Κηρουλλάριον, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 311.
286
Michaelis Pselli, Τοῖς Χιώταις, Ε. Kurtz – Fr. Drexl, SM, τόμ. Β΄, σσ. 59-60.
287
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Νικήταν, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 88.
288
Michael Psellus, Εἰς δύο τινὰς τῶν μαθητῶν, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione Daemonum, σ. 133.
289
Michael Psellus, Ὅταν ἔβρεξε, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione Daemonum, σ. 139.
290
Michael Psellus, Ὀνειδίζει τοὺς μαθητὰς ἀμελοῦντας, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione
Daemonum, σ. 149.
291
Michael Psellus, Ἐμβραδυνάντων τῶν μαθητῶν, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione Daemonum, σ.
142.
59
Τον 11ο αιώνα, περίοδο διδακτικής δράσης του Ψελλού, ήταν σε εφαρμογή και η
αλληλοδιδακτική μέθοδος διδασκαλίας. Οι καθηγητές, όπως είδαμε και σε
προηγούμενο κεφάλαιο, ανέθεταν στους «έκκριτους» και «επιστατούντες» των
μαθητών τους τη διδασκαλία των συμμαθητών τους. Έτσι, και ο Ψελλός
εμπιστευόταν στους ευφυείς μαθητές του, όπως στον Ιωάννη Πατρίκιο, να διδάξουν
με την παρουσία του εφαρμόζοντας τη συγκεκριμένη μέθοδο292. Όσον αφορά την
ανάλυση και ερμηνεία των κειμένων, χρησιμοποιούσε πολύ συχνά την αλληγορική
μέθοδο όχι μόνο στους Αρχαίους Συγγραφείς αλλά και στην Αγία Γραφή. Ενδεικτική
είναι η αλληγορία του για το όρος Σινά · «Τὸ δὲ Σίναιον … οὐχ ὡς αἰσθητὸν ὄρος
ἀνάγει Μωσέα καὶ κατάγει θεόν, ἀλλ’ ὡς συμβολικὸν τῆς κατὰ ψυχὴν ἀπὸ τῆς ὕλης
ἐπάρσεως»293.
Ο Ψελλός διακρινόταν ακόμη και για την αφοσίωσή του στο διδακτικό του έργο
και τη φιλοπονία του για την προετοιμασία του διδασκόμενου μαθήματος. Είχε βαθιά
συνείδηση του καθήκοντος του, και γι’ αυτόν τον λόγο «… διαγρυπνῶν μέχρι πόῤῥω
νυκτῶν, παρανατειλάσης ἡμέρας, εὐθὺς περὶ τὰ βιβλία πάλιν … καταγίνομαι … ὅπως
ἂν ὑμῖν τὸν ἐκεῖθεν συνερανίσωμαι νοῦν»294. Τον χαρακτήριζε και η αγάπη για τους
μαθητές του, τους οποίους προσφωνούσε «παῖδας», «ἀδελφούς» και με άλλα
συγγενικά ονόματα. Δεν έλειπαν ωστόσο και οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί προς
αυτούς, όπως «βραδεῖς» και «νωθεῖς»295, που οφείλονταν στη συμπεριφορά των
μαθητών, οι οποίοι προτιμούσαν το θέατρο, τον ιππόδρομο, τα πλούτη και τα
παιχνίδια παρά τα μαθήματα296. Προσπαθούσε να τους χειραγωγήσει στον σωστό
παιδευτικό δρόμο εξαίροντας τη σημασία της μάθησης («Τροφὴ δὲ καὶ τῆς ψυχῆς ὁ
λόγος ἐστὶν»)297 και τα οφέλη που θα αποκόμιζαν από τη φοίτησή τους στην
Ακαδημία, επικαλούμενος ως παράδειγμα τον εαυτό του και τους μαθητές των
Πλάτωνα, Πυθαγόρα, Αριστοτέλη και Θεοφράστου, οι οποίοι διακρίνονταν για την
292
Κ. Γ. Μπόνη, Ιωάννης ο Ξιφιλίνος, σσ. 50-51, υποσ. 5.
293
Μιχαήλ Ψελλού, Τῷ Ἰωάννῃ Ξιφιλίνῳ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 449. Βλ. και Μιχαήλ Ψελλού,
Ἐγκώμιον εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 59.
294
Michael Psellus, Ὀνειδίζει τοὺς μαθητὰς ἀμελοῦντας, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione
Daemonum, σσ. 148-149.
295
Michael Psellus, Ἐμβραδυνάντων τῶν μαθητῶν, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione Daemonum, σσ.
140, 142.
296
Michael Psellus, Ἐμβραδυνάντων τῶν μαθητῶν, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione Daemonum, σ.
143.
297
Michael Psellus,Ὅταν ἐβρεξε, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione Daemonum, σ. 135.
60
επιμέλειά τους298. Αν και δεν ήταν πάντα ευχαριστημένος από τη διαγωγή των
μαθητών του, παρ’ όλα αυτά απέφευγε την επιβολή τιμωριών, περιοριζόμενος στις
νουθεσίες και στον έλεγχο ή ακόμη και στην προσποίηση άγνοιας σε παραβατικές
τους πράξεις · «… καὶ ὑπεκρινόμην τὴν ἄγνοιαν, ἵνα μὴ πρὸς τῷ μὴ διορθώσασθαι καὶ
προσπλήξω»299.
Ανάκληση του Ψελλού στην αυτοκρατορική αυλή
Παρά το πλούσιο και καινοτόμο σε ορισμένα σημεία για την εποχή του διδακτικό
έργο του Ψελλού, ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Θ΄ τον ανακάλεσε στην
αυτοκρατορική αυλή μαζί με τον νομοφύλακα Ξιφιλίνο ίσως το 1054 300. Πριν από
την ανάκληση των δύο λογίων ο αυτοκράτορας είχε απομακρύνει από το παλάτι και
τα άλλα δύο μέλη του πνευματικού κύκλου του Ψελλού, τους Λειχούδη και
Μαυρόποδα. Οι λόγοι ανάκλησης του Ψελλού και του Ξιφιλίνου ήταν οι συκοφαντίες
των πολιτικών τους αντιπάλων, που ενοχλούνταν από τη γρήγορη ανέλιξή τους και
τους κατηγορούσαν κυρίως για την ταπεινή κοινωνική καταγωγή τους. Οι επιθέσεις
επεκτείνονταν ακόμη και σε σωματικές ατέλειες301. Ο Μιχαήλ Ψελλός προσπάθησε
να αντικρούσει αυτές τις διαβολές συντάσσοντας απολογητικούς λόγους, όπου
υπερασπίζεται τον εαυτό του302 και τον Ιωάννη Ξιφιλίνο303 και επιτίθεται στους
κατηγόρους τους. Πάντως για την απομάκρυνση του λογίου μας από τη Φιλοσοφική
Σχολή δεν φαίνεται να ευθύνεται το περιεχόμενο διδασκαλίας του (Πλατωνισμός),
αφού και ο πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος του εμπιστεύτηκε τη μόρφωση των
ανεψιών του304.
298
Michael Psellus, Ὀνειδίζει τοὺς μαθητὰς ἀμελοῦντας, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione
Daemonum, σσ. 148-149.
299
Michael Psellus, Ἐμβραδυνάντων τῶν μαθητῶν, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione Daemonum, σ.
141.
300
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Ἰωάννην Ξιφιλῖνον, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 434. Ο Κ. Μπόνης
τοποθετεί το γεγονός αυτό στο 1054 · βλ. Κ. Γ. Μπόνη, Ιωάννης ο Ξιφιλίνος, σ. 70, ενώ η Στ.
Χονδρίδου πιθανολογεί ότι η ανάκλησή τους έγινε μεταξύ των ετών 1051-1052 · βλ. Στ. Δ. Χονδρίδου,
Ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος και η Εποχή του, σ. 240.
301
Μιχαήλ Ψελλού, Πρὸς τοὺς βασκήναντας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 170.
302
Μιχαήλ Ψελλού, Πρὸς τοὺς βασκήναντας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σσ. 168-170.
303
Μιχαήλ Ψελλού, Ἀπολογία ὑπὲρ τοῦ Νομοφύλακος, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σσ. 181-196.
304
Μιχαήλ Ψελλού, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. LIII. Πρβλ. Μιχαήλ Ψελλού, Περὶ φιλίας, Κ. Ν. Σάθα,
ΜΒ, τόμ. Ε΄, σσ. 513-514. Αναλυτικά για τις κατηγορίες κατά του Ψελλού και του πνευματικού του
κύκλου, που οδήγησαν στην ανάκλησή του και στην παύση του από τα εκπαιδευτικά του καθήκοντα
στη Φιλοσοφική Σχολή, βλ. Μιχαήλ Ψελλού, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σσ. ια΄-ιζ΄ και Κ. Γ. Μπόνη,
Ιωάννης ο Ξιφιλίνος, σσ. 64-70, καθώς και Στ. Δ. Χονδρίδου, Ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος και η
Εποχή του, σσ. 232-240.
61
Εξέλιξη της Φιλοσοφικής Σχολής μετά τον Ψελλό
Η Φιλοσοφική Σχολή συνέχισε τη λειτουργία της και μετά την αποπομπή του
Ψελλού από αυτήν. Διάδοχός του σ’ αυτήν, διατηρώντας τον τίτλο του υπάτου των
φιλοσόφων, υπήρξε ο μαθητής του Ιωάννης Ιταλός, ο οποίος διηύθυνε την Ακαδημία
μέχρι το 1082, οπότε και παύτηκε από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό, γιατί η
διδασκαλία του θεωρήθηκε αιρετική305. Η Φιλοσοφική Σχολή εξακολούθησε να
λειτουργεί μέχρι και το 1204, όταν συνέβη η πτώση της Πόλης στους Φράγκους306.
Μετά την ανακατάληψή της από τους Παλαιολόγους (1261) ο Μιχαήλ Η΄ επανίδρυσε
την ανωτέρω σχολή. Ύπατοι των φιλοσόφων σ’ αυτή διετέλεσαν οι Γεώργιος
Ακροπολίτης (13ος αι.) και Ιωάννης Πεδιάσιμος (13ος – 14ος αι.)307. Το πανεπιστήμιο
αυτό παρέτεινε τη λειτουργία του ως το 1453, χρονολογία κατάληψης της
Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, που σήμανε και το τέλος της βυζαντινής
εποχής308.
305
Ν. G. Wilson, Οι Λόγιοι στο Βυζάντιο, σσ. 198-199.
306
Κιμ. Ε. Πλακογιαννάκη, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος και Πολιτισμός των Βυζαντινών, σ. 151.
307
Κιμ. Ε. Πλακογιαννάκη, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος και Πολιτισμός των Βυζαντινών, σ. 159.
Πρβλ. G. Buckler, Η Βυζαντινή Εκπαίδευση, στον τόμο των N. H. Baynes-H. St. L. B. Moss, Βυζάντιο,
σ. 313.
308
Κιμ. Ε. Πλακογιαννάκη, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος και Πολιτισμός των Βυζαντινών, σ. 161.
62
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’
Σ’ αυτό το κεφάλαιο θα εξετάσουμε τις αντιλήψεις του Μιχαήλ Ψελλού για τον
Ελληνισμό και τον Χριστιανισμό. Πριν όμως από τη θεώρηση αυτών, κρίνουμε
σκόπιμο να προτάξουμε τον ορισμό και την περαιτέρω διασαφήνιση των δύο
ανωτέρω εννοιών με αντίθεση και σύνθεση.
Ελληνισμός και Χριστιανισμός
Ελληνισμός είναι εκείνο το πνευματικό φαινόμενο που έγκειται στη σύλληψη με
τον λόγο (λογική) και πραγμάτωση των πνευματικών και ανθρωποκεντρικών αξιών,
της επιστήμης, της ηθικής και της τέχνης 309. Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Τ.
Γριτσόπουλος ∙ «Ο Ελληνισμός, ως σύνολον αξιών, αποβλέπει εις τον εξανθρωπισμόν
του ανθρώπου… το μέγιστον μέρος του όρου Ελληνισμός καλύπτει ο ανθρωπισμός.
Πίστις δηλ. εις την αξίαν του ανθρώπου, την αποστολήν του, την σύνθεσιν των
στοιχείων που τον αποτελούν και τελειοποίησις αυτού διά του ιδικού του εσωτερικού
αγώνος»310. Το κύριο όργανο με το οποίο συντελείται αυτή η τελείωση είναι ο νους
και κυρίως η λογική, «που ορίζει την αρετή της πράξεως και την ορθότητα της κρίσεως
και της γνώσεως»311.
Με τη λογική λοιπόν ο άνθρωπος παρήγαγε τη γλώσσα, την ποίηση, την
ιστοριογραφία, τη ρητορική και τη φιλοσοφία, για να οδηγηθεί στην αλήθεια, την
εσωτερική ελευθερία και την ευδαιμονία. Αυτά επιτυγχάνονται κυρίως με τη
φιλοσοφία, η οποία με τον στοχασμό ανάγει τον άνθρωπο από τον αισθητό κόσμο
στον νοητό. Κατά τον Λουκρήτιο, με τη φιλοσοφία «για πρώτη φορά ο Έλληνας
άνθρωπος, αν και θνητός, τόλμησε να υψώσει τους οφθαλμούς του προς τον
ουρανό…»312. Η ανύψωση αυτή βέβαια προϋποθέτει το παιδευτικό πρότυπο των
Ελλήνων και της φιλοσοφίας, που είναι «καλά σώματα και γενναίες ψυχές»313.
Το οξύ, διεισδυτικό και διορατικό ανθρώπινο πνεύμα, αν και ζήτησε την αλήθεια
στην πρώτη αιτία της σύστασης και ύπαρξης των όντων και την αιτιώδη σχέση και
309
Κ. Ι. Βουρβέρη, Ελληνικός Ανθρωπισμός, Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ήλιος», τόμ.
Ελλάς, αριθμ. 7, σ. 727.
310
Τ. Αθ. Γριτσόπουλου, Παιδεία Ελληνική και Χριστιανική, σσ. 3-4.
311
Ηλ. Δ. Μπάκου, Η Διαλεκτική Σχέση Χριστιανικής Πίστεως και Λόγου και η Υπέρβασή του, Ανάτυπο
από τον Χαριστήριο Τόμο «Φιόρα Τιμής για τον Μητρ. Ζακύνθου Χρυσόστομο Β΄ Συνετό», σ. 680.
312
Lucrece , De La Nature (De Rerum Natura),tome I, livre I, σ. 4, στ. 66-67.
313
Κ. Ι. Βουρβέρη, Κλασσική Παιδεία και Ζωή, σσ. 168-169.
63
εξάρτηση από κάποια υπέρτατη αρχή (Θεό), δεν κατόρθωσε να φτάσει στην πλήρη
και τέλεια αλήθεια. Οι Έλληνες, παρατηρώντας τη συνοχή, τάξη και αρμονία των
όντων, έφθασαν σε ατελή έννοια του Θεού, σε κάποιο νοητό314 ή ιδεατό Θεό, αλλά
όχι στον πραγματικό και προσωπικό Θεό των χριστιανών. Αυτό πραγματοποιήθηκε
όχι με ανθρώπινες δυνάμεις (λόγο) αλλά με τη χάρη του Θεού315. Έτσι,
Χριστιανισμός είναι η αποκεκαλυμμένη αλήθεια διά του Ιησού Χριστού, η οποία έχει
καταγραφεί από τους Αποστόλους και ερμηνευτεί από τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Σκοπός του είναι να επιτύχει ο πιστός την ομοίωση, «ένωση με την άκτιστη Θεία
Χάρη», και παιδευτικό πρότυπο επομένως του Χριστιανισμού είναι ο άγιος, ο κατά
χάριν θεούμενος316.
Ο Χριστιανισμός καθ’ εαυτόν δεν θα είχε λογική και αισθητική αξία και κύρος. Γι’
αυτό και προσέλαβε τον ελληνικό λόγο στη Θεολογία, τη Λατρεία και την
Ποιμαντική. Κυρίως διά μέσου των Πατέρων δέχτηκε την ελληνική γλώσσα και τη
φιλοσοφία, την οποία αφομοίωσε και τελειοποίησε δίνοντάς της χριστοκεντρικό
περιεχόμενο. Η συνάντηση αυτών των δύο μεγεθών, του Ελληνισμού και του
Χριστιανισμού, δεν σημαίνει όμως και ταύτιση317, αλλά συνιστά διαλεκτική σχέση.
Αποτελεί την πλέον απαράμιλλη και ανυπέρβλητη πνευματική και πολιτιστική
σύνθεση της ανθρωπότητας και το πιο θαυμαστό κεφάλαιο στη μεταχριστιανική
ιστορία. Αυτή η ένωση ανθρώπινου λόγου και Θείου Λόγου έδωσε την Ορθοδοξία.
Γι’ αυτό και «όποιος μιλάει για Ορθοδοξία ερήμην του Ελληνισμού… ματαιοπονεί ·
όποιος όμως μιλάει για τον Ελληνισμό ερήμην της Ορθοδοξίας κάνει κάτι χειρότερο ·
ασχημονεί»318.
Ο Ψελλός εκπρόσωπος του βυζαντινού ουμανισμού
Κύριος εκπρόσωπος του βυζαντινού ανθρωπισμού κατά τον 11ο αιώνα
αναδείχθηκε ο Μιχαήλ Ψελλός. Μ’ αυτόν αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον για τη
μελέτη και σπουδή των αρχαίων κλασσικών συγγραφέων και πραγματοποιείται η
άντληση ηθικών και αισθητικών ιδεών και αξιών από αυτούς319. Η αγάπη του για την
κλασσική διανόηση διαφαίνεται από την αυτοβιογραφική του αναφορά στη μελέτη
314
Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Φιλοσοφία και Ζωή, σ. 106.
315
Μ. Α. Σιώτη, Χριστιανισμός και Ανθρωπισμός, σ. 16.
316
Πρωτ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ελληνισμός και Ορθοδοξία, σ. 16.
317
Π. Κ. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, τόμ. Α΄, σ. 66.
318
Γ. Δ. Μπαμπινιώτη, Χριστιανική και Ελληνική Πνευματικότητα, σ. 98.
319
Ν. Β. Τωμαδάκη, Ψελλός Μιχαήλ, ΘΗΕ, τόμ. 12, στ. 469.
64
όλων των ειδών της αρχαίας ελληνικής γραμματολογίας. Μελέτησε ιδιαιτέρως τους
Δημοσθένη, Ισοκράτη, Αριστείδη, Θουκυδίδη, Πλούταρχο και Λυσία · αλλά εκείνος
από τους φιλοσόφους και ρήτορες που υπερέχει στη συνείδησή του για τη
λογοτεχνική του αξία είναι ο «θεϊκός» Πλάτωνας320. Εκτός από την γνώση των
αρχαίων κλασσικών φιλοσόφων Πλάτωνα και Αριστοτέλη, η σφοδρή επιθυμία του
για κάθε γνώση και μάθηση τον οδήγησε και στη μελέτη του πνεύματος του
ανατολικού κόσμου, της αστρολογίας και θεουργίας των Χαλδαίων και της αλχημείας
και αστρολογίας των Αιγυπτίων (Ερμή Τρισμεγίστου), καθώς και των απόρρητων
(απόκρυφων) βιβλίων321. Η μελέτη του στη φιλοσοφία περιελάμβανε και τους
Πυθαγόρα, Εμπεδοκλή, Επίκουρο, Χρύσιππο, Πλούταρχο και τους
Νεοπλατωνικούς322.
Ο Ψελλός, εκτός από τη μελέτη της κλασσικής ελληνικής και ανατολικής παιδείας,
ενέκυψε και σ’ αυτήν της Αγίας Γραφής και των Πατέρων της Εκκλησίας. Θεωρεί
υπέρτερη τη σπουδή της θεολογίας έναντι της φιλοσοφίας και μαρτυρεί ότι σπούδασε
την πρώτη περισσότερο από τη δεύτερη, μένοντας πιστός στα δόγματα που
διατύπωσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας και υπηρετώντας και αυτός με τη φιλοσοφία
τη θεολογία · «… περὶ ταύτην μᾶλλον (θεολογία) ἢ περὶ τὴν ἑτέραν (φιλοσοφία)
ἐσπούδασα, τὰ μὲν τὰ ἐκπεφρασμένα περὶ ταύτης τοῖς μεγάλοις πατράσιν ἑπόμενος, τὰ
δὲ και αὐτός τι τῷ θείῳ συνεισφέρων πληρώματι»323. Κρίνουμε ωστόσο υπερβολική τη
μαρτυρία του ότι σπούδασε τη θεολογία περισσότερο από τη φιλοσοφία. Για την
εμβάθυνσή του στη θεολογία κίνητρό του αποτέλεσε η διαπίστωσή του ότι βρήκε σ’
αυτήν αναλλοίωτους πνευματικούς θησαυρούς, «βάθη δογμάτων», ωραία και διαυγή
νοήματα και λέξεις χωρίς τη χρήση συλλογιστικών μεθόδων» 324.
Είναι όμως δύσκολο να διασαφηνίσουμε την ιδεολογική ταυτότητα του Ψελλού,
γιατί άλλοτε είναι υπέρμαχος της ελληνικής παιδείας και άλλοτε της χριστιανικής. Σε
επιστολή προς κάποιο φίλο του εκφράζεται ρητά υπέρ του ελληνικού πνεύματος, αν
και το παρομοιάζει με «άψυχο λειμώνα» και «αμφίβολο φυτό». Η οικειότητα αυτής
της επιστολής, η οποία απευθύνεται σε χριστιανό φίλο του, του δίνει την ευκαιρία να
320
Michael Psellus, Περὶ χαρακτήρων συγγραμμάτων τινῶν, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione
Daemonum, σσ. 50-51.
321
Μιχαήλ Ψελλού, Τῷ Ἰωάννῃ Ξιφιλίνῳ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 444.
322
Γ. Ξ. Τσαμπή, Η Παιδεία στο Χριστιανικό Βυζάντιο, σ. 361.
323
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 122. Πρβλ.
Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, σ. 360.
324
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 58.
65
εκμυστηρευτεί την προτίμησή του στον Ελληνισμό, χωρίς ταυτόχρονα να αρνείται
και τον Χριστιανισμό325.
Ο Ψελλός αντίθετα στη Χρονογραφία του ομολογεί ότι είναι Χριστιανός και ότι
δεν αθέτησε κανένα δόγμα της Εκκλησίας. Ισχυρίζεται ότι, αν κάποιος απαρνηθεί τη
χριστιανική παιδεία (ἡμετέραν παιδείαν) και στραφεί στην αστρολογία, είναι άξιος
οίκτου. Αν και ανώτεροι και σοφότεροι προσχώρησαν στην ελληνική σκέψη, αυτός
παρ’ όλα αυτά οδηγήθηκε με τον ελληνικό λόγο στο να μείνει ακλόνητος στην
ορθόδοξη πίστη. Αυτήν τη δηλώνει, μνημονεύοντας γεγονότα της Θείας Οικονομίας
(γέννηση και σταύρωση του Χριστού)326. Ο Βρ. Καραλής θεωρεί ότι ο Ψελλός μ’
αυτήν την ομολογία πίστεως επιδιώκει να αποφύγει πιθανές κατηγορίες για
Χαλδαϊσμό από τους χριστιανικούς συντηρητικούς κύκλους του Βυζαντίου 327.
Κρίνουμε σωστό σ’ αυτό το σημείο να υπενθυμίσουμε ότι ο Μιχαήλ Ψελλός είχε
ελεγχθεί για απόκλιση από την Ορθοδοξία επί Κωνσταντίνου Μονομάχου (1042-
1055), γεγονός που τον ανάγκασε να συντάξει ομολογία πίστεως υπέρ των
χριστιανικών δογμάτων328.
Η κύρια ιδιότητα του Ψελλού ήταν αυτή του φιλοσόφου. Υπήρξε νεοπλατωνικός
φιλόσοφος, ο οποίος επηρεάστηκε κυρίως από την ερμηνευτική φιλοσοφία του
Πρόκλου και του Πλωτίνου για τον Πλάτωνα, μέσω των οποίων οδηγήθηκε σ’
αυτόν329. Παρ’ όλα αυτά, είλκυε το ενδιαφέρον του και η αναζήτηση για κάτι
υψηλότερο και συγκεκριμένο (θεολογία). Έτσι, επιδόθηκε στη θεολογία, γεγονός που
μας επιτρέπει να τον χαρακτηρίσουμε θεολογούντα φιλόσοφο. Διακρίνει επίσης τη
φιλοσοφία σε «ἡμετέραν» (χριστιανική) και «θύραθεν» (κοσμική) («… τῆς τε
καθαρῶς ἡμετέρας καί … τῆς θύραθεν»)330 και την εκλαμβάνει (τη φιλοσοφία) ως
θεραπαινίδα της θεολογίας (ancilla theologiae) · «καὶ τὴν φιλοσοφίαν ἀπὸ τῆς
θεολογίας θαυμάζομεν»331 – «(φιλοσοφία) προτέλειά τε τῆς ἐπιστήμης καὶ προεισόδια
325
Michaelis Pselli, ‹Φίλῳ τινί›, Ε. Kurtz – Fr. Drexl, SM, τόμ. Β΄, σ. 307.
326
Μιχαήλ Ψελλού, Ἑκατονταετηρὶς Βυζαντινῆς Ἱστορίας, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σσ. 204-205.
Πρβλ. Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Β΄, σσ 190-193. Βλ. και Μιχαήλ Ψελλού, Τῷ Ἰωάννῃ
Ξιφιλίνῳ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 447.
327
Μιχαήλ Ψελλού, Χρονογραφία, τόμ. Β΄, υποσ. 5, σ. 193.
328
Μιχαήλ Ψελλού, Τοῦ σοφωτάτου καὶ ὑπερτίμου κῦρ Κωνσταντίνου τοῦ Ψελλοῦ ἔκθεσις πίστεως, Α.
Garzya, On Michael Psellus Admission of Faith, ΕΕΒΣ 35, σσ. 44-46. Πρβλ. Πρωτ. Γ. Α. Καραχάλιου,
Η Ανθρωπολογία του Μιχαήλ Ψελλού, σσ. 309-311.
329
Κ. Γ. Μπόνη, Ιωάννης ο Ξιφιλίνος, σσ. 145-146. Πρβλ. Ε. Κριαρά, Ο Μιχαήλ Ψελλός, Ανάτυπο από
τα «Βυζαντινά» 4, σσ. 74-76.
330
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐπιτάφιος εἰς Ἰωάννην Ξιφιλῖνον, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Δ΄, σ. 456.
331
Michaelis Pselli, Τῷ κριτῇ τῶν Ἀρμενιακῶν, Ε. Kurtz – Fr. Drexl, SM, τόμ. Β΄, σ. 124.
66
καὶ ὑποτυπωτικαὶ τῶν ῥηθησομένων σκιαί, εἶθ’ οὕτως αἱ τελειότητες»332. Ο λόγιός μας
επιπλέον θεωρεί τη φιλοσοφία μέσο, για να αναχθεί κάποιος από τα αισθητά όντα στα
νοητά και από εκεί στο υπερνοητό ον (Θεό)333. Ακόμη και οι Έλληνες φιλόσοφοι και
ποιητές είναι γι’ αυτόν όχι μαθητές αλλά πρόδρομοι του Χριστιανισμού334.
Σύζευξη Ελληνισμού-Χριστιανισμού από τον Ψελλό
Ο Ψελλός επιδίωξε να συνδυάσει τη θεολογία με τη φιλοσοφία, αντλώντας
στοιχεία όχι μόνο από τον Ελληνισμό, αλλά και από άλλες ανατολικές φιλοσοφίες και
θρησκείες, για την ενίσχυση του Χριστιανισμού · «… πρὸς τὴν ἰσχὺν τοῦ καθ’ ἡμᾶς
λόγου…»335. Εμείς όμως θα περιορίσουμε την έρευνά μας στις αντιλήψεις του για
τον Ελληνισμό και τον Χριστιανισμό. Όντας άριστος γνώστης της ελληνικής
φιλοσοφίας και της χριστιανικής πίστης, επιχείρησε τη σύζευξη αυτών. Η προσπάθειά
του αυτή γίνεται εμφανής από τα λεγόμενά του · «τὸ δὲ (θύραθεν σοφία) καὶ συνεργὸν
ἔστιν ὅτε ταύτην λαμβάνων πρὸς τὴν ἡμετέραν φιλοσοφίαν»336.
Ο πολυμαθής λόγιος δεν δέχεται άκριτα τις δοξασίες των αρχαίων φιλοσόφων,
αλλά τις ελέγχει και όσες κρίνει συμβατές με τον Χριστιανισμό τις ασπάζεται,
μιμούμενος τους Πατέρες του 4ου αιώνα, Γρηγόριο και Βασίλειο · «τῶν δὲ παρ’
ἐκείνοις δογμάτων, ἃ μὲν εὐθὺς παρεώρακα, τινὰ δὲ ὡς πρὸς τὰς ἡμεδαπὰς συνεργὰ
ὑποθέσεις, εὖ μάλα λαβὼν τοῖς ἱεροῖς λόγοις συνέμιξα, ὥς που δὴ καὶ Γρηγόριος καὶ
Βασίλειος οἱ μεγάλοι τῆς ἐκκλησίας φωστῆρες πεπράχασι»337. Επίσης, για να αποσείσει
την εναντίον του κατηγορία από τον Ξιφιλίνο για Πλατωνισμό και απομάκρυνσή του
από τον Χριστιανισμό («…ἀφεστηκέναι μὲν τοῦ θεοῦ, Πλάτωνι δὲ καὶ Ἀκαδημίᾳ
προστετηκέναι (sic) »)338, ο Ψελλός ομολογεί ότι θαυμάζει τον χαρακτήρα της
φιλοσοφικής ερμηνείας και την αποδεικτική δύναμη του Πλάτωνα. Επισημαίνει
ακόμη ότι και οι Πατέρες της Εκκλησίας έκαναν χρήση των συλλογισμών του, για να
ανατρέψουν τις αιρέσεις του Ευνομίου και του Απολιναρίου339. Παρά ταύτα, αρνείται
332
Michaelis Pselli, ‹Μαθητῇ τινι›, Ε. Kurtz – Fr. Drexl, SM, τόμ. Β΄, σ. 35.
333
Michaelis Pselli, ‹Μητροπολίτῃ τινί?›, E. Kurtz‒ Fr. Drexl, SM, τόμ. Β΄, σ. 269.
334
Β. Ν. Τατάκη, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, σσ. 164-165, 191-192.
335
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς Ἰωάννην Εὐχαίτων, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 152.
336
Michaelis Pselli, ‹Μοναχῷ τινι›, E. Kurtz‒Fr Drexl, SM, τόμ. Β΄, σ. 312.
337
Μιχαήλ Ψελλού, Τῷ Ἰωάννῃ Ξιφιλίνῳ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 447.
338
Μιχαήλ Ψελλού, Τῷ Ἰωάννῃ Ξιφιλίνῳ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 446.
339
Μιχαήλ Ψελλού, Τῷ Ἰωάννῃ Ξιφιλίνῳ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 444.
67
τη χρήση των συλλογισμών για την κατανόηση του Ευαγγελίου · «…ἑλληνικῶν
καθαρσίων οὐ δεηθήσομαι»340.
Έτσι, παραλαμβάνει από την ελληνική σοφία τον ορθολογισμό341 και
ενστερνίζεται όσα αποδεικνύουν οι Αρχαίοι για το «ἕν», το «ὄν», το «αὐτοκίνητον»
και το «διαστατόν», όσα συμφωνούν με τη χριστιανική πίστη342, τις αντιλήψεις για τη
φύση (δέχεται όμως τη χριστιανική διδασκαλία για τη δημιουργία του κόσμου «ἐκ τοῦ
μὴ ὄντος» και όχι από προϋπάρχουσα αγέννητη ύλη, την οποία διακόσμησε ο
Θεός)343 και τις πλατωνικές αρχές για τη δικαιοσύνη και την αθανασία της ψυχής344.
Απορρίπτει όμως την έκσταση τόσο του πυθαγορείου Εμπεδοτίμου όσο και εκείνη
του Πλωτίνου, την προΰπαρξη και μετενσάρκωση των ψυχών του Πλάτωνα, την
ψυχή ως εντελέχεια του σώματος του Αριστοτέλη, τον βασανισμό της στον Άδη, την
«τερατουργία» και «τερατολογία» του Πρόκλου και το «δαιμόνιο» του Σωκράτη
(φωνή της συνείδησης), το οποίο τον προέτρεπε στο καλό και τον απέτρεπε από το
κακό345. Το εγχείρημά του όμως για την εναρμόνιση του Ελληνισμού και του
Χριστιανισμού ως προς τις δοξασίες για την ψυχή, όπως ομολογεί ο ίδιος προς τον
αυτοκράτορα Μιχαήλ Ζ’ Δούκα (1071-1078), δεν ευοδώθηκε, γιατί δεν κατόρθωσε
να απαλλάξει την ελληνική σκέψη από τις βλαβερές ιδέες (φαρμακῶδες)346.
Σε μερικά σημεία των έργων του ο Μιχαήλ Ψελλός αναγνωρίζει την ανωτερότητα
της Αγίας Γραφής έναντι της ελληνικής και της βαρβαρικής παιδείας. Στην
απολογητική του επιστολή προς τον Ιωάννη Ξιφιλίνο αναφέρει σχετικά ·«Ἀλλὰ πάντα
πρὸς τὴν θεόληπτον ἡμῶν συγκρίνας Γραφήν, τὴν καθαράν τε καὶ στίλβουσαν, καὶ τῷ
ὄντι δόκιμον, ὑπόχαλκα καὶ κιβδηλείας εὗρον μεστά»347. Σε άλλη επιστολή του προς
κάποιο μοναχό αναγνωρίζει πάλι την υπεροχή της χριστιανικής παιδείας, την οποία
340
Μιχαήλ Ψελλού, Ἐγκώμιον εἰς τὴν μητέρα αὐτοῦ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 59.
341
Μιχαήλ Ψελλού, Τῷ Ἰωάννῃ Ξιφιλίνῳ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 447.
342
Michael Psellus, Ὀνειδίζει τοὺς μαθητὰς ἀμελοῦντας, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione
Daemonum, σ. 152.
343
Michael Psellus, Ὀνειδίζει τοὺς μαθητὰς ἀμελοῦντας, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione
Daemonum, σ. 151. Πρβλ. Ε. Κριαρά, Ο Μιχαήλ Ψελλός, Ανάτυπο από τα «Βυζαντινά» 4, σ. 76.
344
Μιχαήλ Ψελλού, Τῷ Ἰωάννῃ Ξιφιλίνῳ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σσ. 444-445.
345
Michael Psellus, Ὀνειδίζει τοὺς μαθητὰς ἀμελοῦντας, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione
Daemonum, σ. 152.
346
Michael Psellus, Τοῦ Σοφωτάτου Ὑπερτίμου τοῦ Ψελλοῦ Ἀποκρίσεις Συνοπτικαὶ καὶ Ἐξηγήσεις, L. G.
Westerink, De Omnifaria Doctrina, σσ. 98-99.
347
Μιχαήλ Ψελλού, Τῷ Ἰωάννῃ Ξιφιλίνῳ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σ. 444.
68
παρομοιάζει με «πηγή καθαρή και διαυγέστατη», έναντι της ελληνικής, της οποίας τα
ύδατα περιγράφει ως «θολά, μη πόσιμα και αλμυρά»348.
Αν και αναγνωρίζει την ανωτερότητα της Αγίας Γραφής και γενικά της
χριστιανικής παιδείας, ωστόσο θεωρεί απαραίτητη για την ολοκληρωμένη μόρφωση
των Βυζαντινών τη μελέτη όχι μόνο αυτής αλλά και της θύραθεν γραμματείας349. Ο
σκοπός της διδασκαλίας της κοσμικής παιδείας από τον Ψελλό ήταν να καταστήσει
τους μαθητές του πολυμαθείς και μόνο γνώστες της, χωρίς να αντικαταστήσουν τα
χριστιανικά δόγματα με τις ελληνικές δοξασίες350. Προς το τέλος ακόμη της
απολογητικής του επιστολής προς τον Ιωάννη Ξιφιλίνο, την οποία ο H. Hunger
χαρακτηρίζει «μνημείο του βυζαντινού ανθρωπισμού»351 και ο H. Beck «μανιφέστο
του χριστιανικού ουμανισμού»352, ο Ψελλός κρίνει ότι η μελέτη της έξωθεν παιδείας
δεν αποτελεί ανασχετικό παράγοντα της χριστιανικής πίστης353. Όπως εύστοχα
παρατηρεί και ο Τ. Γριτσόπουλος · «Οι δύο μεγάλοι και ακατάλυτοι κόσμοι, ο
Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός, ημπορούν να παιδεύουν Έλληνας χωριστά και μαζί,
χωρίς να υπάρχει φόβος οι παιδευόμενοι να παραμείνουν μόνον Έλληνες ή μόνον
Χριστιανοί»354.
Έτσι, ο Μιχαήλ Ψελλός αναδείχτηκε σημαντικός εκπρόσωπος του βυζαντινού
ουμανισμού κατά τον 11ο αιώνα. Όπως παρατηρεί ο J. N. Ljubarskij, στη συνείδηση
του λογίου υπερτερεί κατά τι «η γνώση και η διανόηση» έναντι «της χριστιανικής
πίστης»355. Ο Ψελλός, ζώντας στο χριστιανικό Βυζάντιο, δεν μπορούσε να διακηρύξει
ρητά και χωρίς ενδοιασμό τον Ελληνισμό του, γιατί ελλόχευε ο κίνδυνος να κηρυχθεί
αιρετικός, όπως ο Ιωάννης ο Ιταλός, ο οποίος αφορίστηκε από την Εκκλησία για τις
αποκλίνουσες από την ορθή πίστη ιδέες του356. Η αγάπη του Ψελλού για τον
Ελληνισμό προκάλεσε αντιπαράθεση μεταξύ αυτού και εκπροσώπων της Εκκλησίας,
348
Michaelis Pselli, ‹Μοναχῷ τινι›, E. Kurtz‒Fr. Drexl, SM, τόμ. Β΄, σ. 312.
349
Μιχαήλ Ψελλού, Τῷ Ἰωάννῃ Ξιφιλίνῳ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σσ. 446-447. Πρβλ. Michael
Psellus, Ὀνειδίζει τοὺς μαθητὰς ἀμελοῦντας, Jo. Fr. Boissonade, De Operatione Daemonum, σσ. 151-
153.
350
Michaelis Pselli, Εἰς τὸ οὐσία πρᾶγμα αὐθύπαρκτον, E. Kurtz‒Fr. Drexl, SM, τόμ. Α΄, σ. 456. Πρβλ.
Michael Psellus, Τοῦ Σοφωτάτου καὶ Ὑπερτίμου τοῦ Ψελλοῦ Ἀποκρίσεις Συνοπτικαὶ καὶ Ἐξηγήσεις, L.
G. Westerink, De Omnifaria Doctrina, σ. 99.
351
Η. Hunger, Βυζαντινή Λογοτεχνία, τόμ. Α΄, σ. 63.
352
Η. – G. Beck, Kirche und Theologische Literatur im Byzantinischen Reich, σ. 547.
353
Μιχαήλ Ψελλού, Τῷ Ἰωάννῃ Ξιφιλίνῳ, Κ. Ν. Σάθα, ΜΒ, τόμ. Ε΄, σσ. 450-451.
354
Τ. Αθ. Γριτσόπουλου, Παιδεία Ελληνική και Χριστιανική, σ. 10.
355
J. N. Ljubarskij, Η Προσωπικότητα και το Έργο του Μιχαήλ Ψελλού, σ. 184.
356
Βλ. Ιω. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Β΄, σ. 282.
69
όπως ο Μιχαήλ Κηρουλάριος και ο Ιωάννης Ξιφιλίνος. Αίτιο αυτής υπήρξε ότι ο
Ψελλός ήταν θεολογών φιλόσοφος, ενώ οι κατήγοροί του μυστικοί θεολόγοι. Όπως
τονίζει και ο Ν. Β. Τωμαδάκης, ο Μιχαήλ Ψελλός «ήτο και Έλλην πρωτίστως και
χριστιανός»357.
357
Ν. Β. Τωμαδάκη, Ψελλός Μιχαήλ, ΘΗΕ, τόμ. 12, στ. 473.
70
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
71
και ανέδειξαν σπουδαίες πνευματικές προσωπικότητες. Φορείς των ανωτέρω
σχολείων υπήρξαν ο πατριάρχης, τα μοναστήρια, ο αυτοκράτορας και οι ιδιώτες.
Κύριο γνώρισμα του αιώνα αυτού ήταν ο κλασσικισμός, η στροφή στη μελέτη των
αρχαίων συγγραφέων. Πρωτοστάτης αυτής της κίνησης και συντελεστής της
πνευματικής αναγέννησης στα μέσα του 11ου αιώνα ανεφάνη ο Ψελλός.
Ο Μιχαήλ Ψελλός ανέπτυξε και πλούσια ιδιωτική και δημόσια διδακτική δράση. Η
εκπαίδευση στην εποχή του διακρινόταν σε κοσμική, εκκλησιαστική και μοναστική
και οι βαθμίδες της ήταν η στοιχειώδης, η εγκύκλιος και η ανώτερη. Τον 11ο αιώνα η
παιδεία είχε εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα και ο Ψελλός, με τις γνώσεις του σε όλους
τους τομείς του επιστητού, Γραμματική, Ποιητική, Ιστορία, Ρητορική, Φιλοσοφία,
Γεωμετρία, Αριθμητική, Αστρονομία, Μουσική, Φυσική, Γεωγραφία, Αλχημεία,
Βοτανική, Μαντική, Ιατρική, Νομική και Θεολογία, αναδείχτηκε εγκυκλοπαιδικό
πνεύμα. Κοινωνούς αυτών των γνώσεων θέλησε να καταστήσει και άλλους,
αναλαμβάνοντας ιδιωτική διδακτική δραστηριότητα. Τα μαθήματα διδασκαλίας του
ήταν η «γραμματική τέχνη» (Γραμματική), στην οποία περιλαμβάνονταν η
Σχεδογραφία και η Ποιητική. Ο δάσκαλός της ονομαζόταν γραμματικός και σκοπός
της ήταν ο εξελληνισμός της γλώσσας με την αττική διάλεκτο και η κάθαρσή της από
παρείσακτα στοιχεία. Δίδασκε ακόμη τα «μείζονα μαθήματα», στα οποία
εντάσσονταν η Ρητορική και η Φιλοσοφία. Η Ρητορική ονομαζόταν και Σοφιστική
και ο δάσκαλός της ρήτωρ ή σοφιστής. Σκοπός της ήταν η καλλιέπεια και η πειθώ
στη χρήση του λόγου. Η Φιλοσοφία ονομαζόταν από τον Ψελλό «Διαλεκτική» και
οριζόταν ως «υπερκείμενη σοφία» και ο δάσκαλός της φιλόσοφος. Αντικείμενο
διδασκαλίας του στη Φιλοσοφία αποτελούσε η Λογική, η Ηθική, η Ψυχολογία, η
Μεταφυσική, η Ιστορία της Φιλοσοφίας και η ερμηνεία των μύθων. Στη Φιλοσοφία
επίσης εντασσόταν και η μαθηματική τετρακτύς (quadrivium), Γεωμετρία,
Αριθμητική, Αστρονομία και Μουσική, τις οποίες ο Ψελλός χαρακτηρίζει
«σύνδεσμο», «κλίμακες» και «γέφυρες» για τη μετάβαση από τον αισθητό στον νοητό
κόσμο.
Ο Μιχαήλ Ψελλός ανέπτυξε και πλούσια δημόσια διδακτική δραστηριότητα στο
πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης, το οποίο υπήρξε κύριος μοχλός της
πνευματικής αναγέννησης στα μέσα του 11ου αιώνα. Αυτό είχε δύο σχολές, τη
Νομική, την οποία διηύθυνε ο νομοφύλακας Ιωάννης Ξιφιλίνος, και τη Φιλοσοφική,
την οποία διηύθυνε ο ύπατος των φιλοσόφων Μιχαήλ Ψελλός. Φορέας του
72
πανεπιστημίου ήταν ο αυτοκράτορας, ο οποίος μεριμνούσε για την οργάνωση και τη
λειτουργιά του. Ο Μιχαήλ Ψελλός αποκαλεί τη Φιλοσοφική Σχολή «γυμνάσιον» και ο
ίδιος ως κοσμήτοράς της έλαβε τους τίτλους του «υπάτου», «υπερτίμου» και
«προέδρου των φιλοσόφων». Τον τίτλο μάλιστα του «υπάτου των φιλοσόφων» τον
διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής του. Καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής, εκτός
από τον Μιχαήλ Ψελλό, διετέλεσαν ο Νικήτας και πιθανώς ο Ιωάννης Μαυρόποδας.
Σ’ αυτή διδάσκονταν η «ορθογραφία», δηλαδή η Γραμματική, η Ρητορική και η
Διαλεκτική (trivium), καθώς και η Φιλοσοφία με τις μαθηματικές επιστήμες
(quadrivium), Αριθμητική, Γεωμετρία, Αστρονομία και Μουσική. Ο Ψελλός, εκτός
από τη Φιλοσοφία, δίδασκε στο πανεπιστήμιο και τη Θεολογία. Απέκτησε μεγάλη
φήμη από τη διδασκαλία του και προσείλκυσε μαθητές και εκτός της Αυτοκρατορίας.
Διακρίθηκε ακόμη και για τις παιδαγωγικές του αντιλήψεις. Παράγοντες αγωγής των
νέων θεωρεί τη φύση, την ατομική μελέτη και προσπάθεια και τη διδασκαλία.
Αξιόλογες είναι και οι διδακτικές του μέθοδοι, η σωκρατική μαιευτική, η διαλεκτική,
η αλληλοδιδακτική και η αλληγορική στην ερμηνεία των κειμένων των αρχαίων
συγγραφέων και της Αγίας Γραφής. Τον χαρακτήριζε ακόμη η φιλοπονία στην
προετοιμασία του μαθήματος και η προσπάθειά του να χειραγωγήσει τους μαθητές
του στον σωστό παιδευτικό δρόμο, επισημαίνοντάς τους τα οφέλη της μάθησης.
Εξίσου σημαντική παιδαγωγική του αρχή ήταν και η αποφυγή επιβολής τιμωριών.
Παρά τη σπουδαία συμβολή του, η διδακτική του δράση στο πανεπιστήμιο ανεστάλη
με την ανάκλησή του από τον αυτοκράτορα στα ανάκτορα κατόπιν συκοφαντιών.
Τέλος, ο λόγιός μας ήταν και άριστος γνωστής του Ελληνισμού και του
Χριστιανισμού. Ωστόσο είναι δύσκολο να εξακριβώσουμε την ιδεολογική του
ταυτότητα, γιατί αλλού τάσσεται υπέρ της ελληνικής σκέψης και αλλού υπέρ της
χριστιανικής πίστης. Ως φιλόσοφος υπήρξε Νεοπλατωνικός και έτρεφε ιδιαίτερη
αγάπη και για τον Πλάτωνα. Μελέτησε και τη θεολογία, της οποίας θεραπαινίδα
θεωρεί τη φιλοσοφία, διακρίνοντας την σε κοσμική και εκκλησιαστική.
Αντιλαμβάνεται ακόμη τους Έλληνες φιλοσόφους και ποιητές ως προφήτες του
Χριστιανισμού. Επιχείρησε επιπλέον να εναρμονίσει τον Ελληνισμό (φιλοσοφία) με
τον Χριστιανισμό (θεολογία) με κριτικό πνεύμα, αντλώντας από την ελληνική σοφία
τα σύμφωνα με τη χριστιανική αποκάλυψη στοιχεία. Συχνά στα έργα του αναγνωρίζει
την ανωτερότητα της Αγίας Γραφής έναντι της ελληνικής παιδείας και κρίνει τη
μελέτη της θύραθεν σοφίας απαραίτητη για την άρτια εκπαίδευση των Βυζαντινών.
73
Κατά τη γνώμη του, η σπουδή της ελληνικής γραμματείας δεν παρακωλύει εκείνη της
χριστιανικής. Έτσι, ο Μιχαήλ Ψελλός αναδείχτηκε σημαντικός εκπρόσωπος του
βυζαντινού ουμανισμού, αν και στη συνείδησή του υπερτερούσε ο Ελληνισμός έναντι
του Χριστιανισμού. Όπως ο Φώτιος τον 9ο αιώνα και ο Κωνσταντίνος Ζʹ ο
Πορφυρογέννητος τον 10ο, ομοίως και ο Ψελλός τον 11ο αιώνα δεσπόζει πνευματικά
στο Βυζάντιο με το πολυσχιδές έργο του.
74
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πηγές
Ιω. Ευχαΐτων, Εἰς Πίνακας Μεγάλους τῶν Ἑορτῶν ὡς ἐν Τύπῳ Ἐκφράσεως Ὑπόμνημα
Ἰωάννου τοῦ Ἁγιωτάτου Μητροπολίτου Εὐχαΐτων Διὰ στίχων ἰαμβικῶν, PG 120, 1119-
1200.
Ψελλού Μιχαήλ, Ἐγκωμιαστικὸς εἰς τὸν μακαριώτατον πατριάρχην κῦρ Μιχαὴλ τὸν
Κηρουλλάριον, Κ. Ν. Σάθα , ΜΒ ἢ Συλλογὴ Ἀνεκδότων Μνημείων τῆς Ἑλληνικῆς
Ἱστορίας, τόμ. Δ΄, εκδ. Β. Ν. Γρηγοριάδη, φωτοτυπική ανατύπωση, Αθήναι 1972, σσ.
303-387.
―, Ἐπιτάφιος εἰς τὸν μακαριώτατον πατριάρχην κῦρ Ἰωάννην τὸν Ξιφιλῖνον, σσ. 421-
462.
75
―, Ἀνεπίγραφος Ἐπιστολὴ 188, Τῷ αὐτῷ, σσ. 477-480.
―, Εἰς τὴν θυγατέρα Στυλιανὴν πρὸ ὥρας γάμου τελευτήσασαν, σσ. 62-87.
―, Ἐπιστολὴ δοθεῖσα παρὰ τοῦ τηνικαῦτα μαΐστωρος τῶν Διακονίσσης πρὸς τὸν
πατριάρχην, αἰτοῦντος τὴν σχολὴν τοῦ ἁγίου Πέτρου, σσ. 420-421.
―, Ἐπιτάφιος εἰς Νικήταν μαΐστωρα τῆς σχολῆς τοῦ ἁγίου Πέτρου, σσ. 87-96.
―, Περὶ φιλίας, πρὸς τοὺς ἀνεψιοὺς τοῦ πατριάρχου κῦρ Μιχαήλ, σσ. 513-523.
―, Πρὸς τοὺς βασκήναντας αὐτῷ τῆς τοῦ ὑπερτίμου τιμῆς, σσ. 168-170.
Ψελλού Μιχαήλ, Ἀναγωγαὶ τοῦ Σοφωτάτου Κυροῦ Μιχαὴλ τοῦ Ψελλοῦ, εκδ. Jo. Fr.
Boissonade, Tzetzae Allegoriae Illiadis Accedunt Pselli Allegoriae Quarum Una
Inedita, Hildesheim 1967, σσ. 341-371.
―, Πρὸς τὸν Βασιλέα καὶ Κύριον Μιχαὴλ τὸν Δούκαν Ἐπιλύσεις Σύντομοι Φυσικῶν
Ζητημάτων, PG 122, 783-810.
76
―, Toῦ Μακαριωτάτου Ὑπερτίμου Προέδρου τῶν Φιλοσόφων Κυροῦ Μιχαὴλ τοῦ
Ψελλοῦ Στίχοι Πολιτικοὶ πρὸς τὸν Βασιλέα Κυρὸν Κωνσταντῖνον τὸν Μονομάχον Περὶ
τῆς Γραμματικῆς, εκδ. J. Fr Boissonade, AG e codicibus regiis III, Hildesheim 1962,
σσ. 200-228.
―, Τοῦ σοφωτάτου καὶ ὑπερτίμου κῦρ Κωνσταντίνου τοῦ Ψελλοῦ ἔκθεσις πίστεως,
ἐκδοθεῖσα τῷ βασιλεῖ κυρῷ Κωνσταντίνῳ τῷ Μονομάχῳ πρὸς ἔλεγχον τῶν
διαβαλλόντων αὐτόν, εκδ. A. Garzya, On Michael Psellus Admission of Faith, ΕΕΒΣ
35 (1966-1967), σσ. 41-46.
―, Χρονογραφία, τόμ. Α΄, μετάφρ. Βρ. Καραλή, εκδ. Αγρώστιδος, Αθήνα 1992, σσ.
36-399.
―, Χρονογραφία, τόμ. Β΄, μετάφρ. Βρ. Καραλή, εκδ. Αγρώστιδος, Αθήνα 1993, σσ.
10-503.
Comnenae Annae, Alexias, vol. I, lib. V, CSHB, εκδ. Ludovicus Schopenus, Bonnae
MDCCCXXXIX (1839).
Genesii Iosephi, Regum Libri Quattuor, lib. IV, CFHB, εκδ. A. Lesmueller-Werner et
I. Thurn, Berolini et Novi Eboraci MCMLXXVIII (1978).
Lucrece, De la Nature (De Rerum Natura), tome I, livre I, μετάφρ. Al. Ernout, εκδ.
Les Belles Lettres, Paris 1966.
Pselli Michaelis, Εἰς τὸν αὐτὸν βασιλέα, εκδ. G. T. Dennis, (BT), Orationes
Panegyricae, Stutgardiae et Lipsiae MCMXCIV (1994), σσ. 87-101.
Pselli Michaelis, Εἰς τὸ οὐσία πρᾶγμα αὐθύπαρκτον, εκδ. E. Kurtz- Fr. Drexl, SM
magnam partem adhuc inedita, τόμ. Α΄, Orationes et Dissertationes, Milano 1936, σσ.
451-458.
77
―, ‹Περὶ τῆς φιλοσοφίας›, σσ. 428-432.
Pselli Michaelis, Ἡσαΐᾳ πρωξίμῳ, εκδ. E. Kurtz-Fr Drexl, SM magnam partem adhuc
inedita, τόμ. Β΄, Epistulae, Milano 1941, σσ. 30-31.
―, Εἰς δύο τινὰς τῶν μαθητῶν αὐτοῦ λογογραφήσαντας πρὸς ἀλλήλους, σσ. 131-135.
―, Ἑρμηνεία τῶν δασέων καὶ ψιλῶν καὶ μέσων στοιχείων, σσ. 69-73.
―, Ὅταν ἔβρεξε καὶ οὐκ ἀνῆλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὴν σχολήν, σσ. 135-139.
Psellus Michael, Τοῦ Σοφωτάτου Ὑπερτίμου τοῦ Ψελλοῦ Ἀποκρίσεις Συνοπτικαὶ καὶ
Ἐξηγήσεις πρὸς Ἐρωτήσεις Διαφόρους καὶ Ἀπορίας Γραφεῖσαι πρὸς τὸν Βασιλέα
Κυρὸν Μιχαὴλ τὸν Δούκαν, εκδ. L. G. Westerink, De Omnifaria Doctrina, Nijmegen
1948, σσ. 15-99.
Theophanis Continuati, lib. IV, VI, CSHB, εκδ. I. Bekker, Bonnae MDCCCXXXVIII
(1838).
Ελληνόγλωσσα Βοηθήματα
Βαγιανού Γ. Στ., Η Εκπαιδευτική και Διδακτική Πράξη στο Βυζάντιο, Σύμφωνα με τις
Πηγές, χ.έ., Αθήνα 2004.
Γιακουμάκη Ν., Η Πνευματική Κίνησις εν Βυζαντίω κατά τον ΙΑ΄ Αιώνα, ΝΣ, τόμ. 8
(1909), σσ. 159-181.
―, Η Φιλοσοφική Κίνησις εν Βυζαντίω κατά τον ΙΑ΄ Αιώνα, Μιχαήλ Ψελλός και
Ιωάννης Ιταλός, ΝΣ, τόμ. 9 (1910), σσ. 371-384.
Πρωτ. Καραχάλιου Γ. Α., Η Ανθρωπολογία του Μιχαήλ Ψελλού, εκδ. Συλλόγου προς
Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων, Αθήναι 2008.
79
Καρπόζηλου Απ., Συμβολή στη Μελέτη του Βίου και του Έργου του Ιωάννη
Μαυρόποδος, ΕΕΦΣΙ 18, Ιωάννινα 1982.
Κουκούλε Φ., Βυζαντινών Βίος και Πολιτισμός, τόμ. Α΄1, εκδ. Παπαζήση, Αθήναι
1948.
Κριαρά Ε., Ο Μιχαήλ Ψελλός, [Ανάτυπο από τα «Βυζαντινά» 4, Θεσ/νίκη 1972], σσ.
55-128.
Πρωτ. Μεταλληνού Γ. Δ., Ελληνισμός και Ορθοδοξία, εκδ. Τήνου, Αθήνα 2002.
Μπάκου Ηλ. Δ., Η Διαλεκτική Σχέση Χριστιανικής Πίστεως και Λόγου και η Υπέρβασή
του [Ανάτυπο από τον Χαριστήριο Τόμο «Φιόρα Τιμής για τον Μητρ. Ζακύνθου
Χρυσόστομο Β΄ Συνετό», Ζάκυνθος 2009].
Μπαλάνου Δ. Σ., Οι Βυζαντινοί Εκκλησιαστικοί Συγγραφείς από του 800 μέχρι του
1453, εκδ. Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1951, σσ.
76-85.
Μπόνη Κ. Γ., Αρέθας ο Καισαρείας, ΘΗΕ, τόμ. 3, εκδ. Μαρτίνου, Αθήναι 1963, στ.
78-85.
Πλακογιαννάκη Κιμ. Ε., Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος και Πολιτισμός των
Βυζαντινών, Γλώσσα-Γράμματα-Παιδεία-Υμνογραφία-Χρονολογικό Σύστημα, εκδ.
Κυρομάνου, Θεσ/νίκη 2002.
Σιδέρη Αλ., Χρονογραφία του Μιχαήλ Ψελλού, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1993.
80
―, Θέματα Χριστιανικής και Βυζαντινής Φιλοσοφίας, εκδ. Αποστολικής Διακονίας
της Εκκλησίας της Ελλάδος, Αθήναι 1952, σσ. 166-180.
Ταχιάου Αντ.-Αιμ. Ν., Κύριλλος και Μεθόδιος, Οι Θεμελιωτές της Αρχαίας Σλαβικής
Γραμματείας, εκδ. Κυριακίδη, Αθήνα 2007.
Τσαμπή Γ. Ξ., Η Παιδεία στο Χριστιανικό Βυζάντιο, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1999.
Τωμαδάκη Ν. Β., Φώτιος, ο Α΄, Οικουμενικός πατριάρχης και Άγιος, ΘΗΕ, τόμ. 12,
εκδ. Μαρτίνου, Αθήναι 1968, στ. 21-31.
―, Ψελλός Μιχαήλ, ΘΗΕ, τόμ. 12, εκδ. Μαρτίνου, Αθήναι 1968, στ. 467-473.
―, Κύριλλος και Μεθόδιος, ΘΗΕ, τόμ. 7, εκδ. Μαρτίνου, Αθήναι 1965, στ. 1176-
1180.
Χρήστου Π. Κ., Ελληνική Πατρολογία, τόμ. Α΄, Περίοδος Θεολογικής Ακμής Δ΄ και
Ε΄ Αιώνες, εκδ. «Το Βυζάντιον», Θεσ/νίκη 1987.
Buckler G., Η Βυζαντινή Εκπαίδευση, στον τόμο των N. H. Baynes-H. St. L. B. Moss,
Βυζάντιο, Εισαγωγή στο Βυζαντινό Πολιτισμό, μετάφρ. Δ. Μ. Σακκά, εκδ. Δημ. Ν.
Παπαδήμα, Αθήνα 1988, σσ. 289-315.
Hunger H., Βυζαντινή Λογοτεχνία, Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, τόμ.
Α΄, Φιλοσοφία-Ρητορική-Επιστολογραφία-Γεωγραφία, μετάφρ. Λ. Γ. Μπενάκη, Ι. Β.
Αναστασίου, Γ. Χ. Μακρή, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 19912.
81
―, Βυζαντινή Λογοτεχνία, Η λόγια κοσμική γραμματεία των Βυζαντινών, τόμ. Β΄,
Ιστοριογραφία-Φιλολογία-Ποίηση, μετάφρ. Τ. Κόλια, Κ. Συνέλλη, Γ. Χ. Μακρή, Ιω.
Βάσση, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 19972.
Kazhdan A. P./ Wharton Epstein Ann, Αλλαγές στον Βυζαντινό Πολιτισμό κατά τον
11ο και 12ο Αιώνα, μετάφρ. Ανδρ. Παππά, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004.
Krumbacher K., Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, τόμ. Α΄, μετάφρ. Γ. Σωτηριάδη,
εκδ. Β. Ν. Γρηγοριάδη, φωτοτυπική ανατύπωση, Αθήναι 1974.
Lemerle P., Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, Σημειώσεις και παρατηρήσεις για την
εκπαίδευση και την παιδεία στο Βυζάντιο από τις αρχές ως τον 10ο αιώνα, μετάφρ. Μ.
Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 19852.
Ljubarskij J. N., Η Προσωπικότητα και το Έργο του Μιχαήλ Ψελλού, Συνεισφορά στην
ιστορία του βυζαντινού ουμανισμού, μετάφρ. Αργ. Τζέλεσι, εκδ. Κανάκη, Αθήνα
20042.
Rice T. T., Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των Βυζαντινών, μετάφρ. Φ. Κ. Βώρου,
εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 19905.
Wilson N. G., Οι Λόγιοι στο Βυζάντιο, μετάφρ. Ν. Κονομή, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα
1991.
82
83