Σημειώσεις Παθολογίας - Γεώργιος Μπαμπλέκος PDF
Σημειώσεις Παθολογίας - Γεώργιος Μπαμπλέκος PDF
Σημειώσεις Παθολογίας - Γεώργιος Μπαμπλέκος PDF
1
ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
(ΣΤΕΦΑΝΙΑΙΑ ΝΟΣΟΣ, ΒΑΛΒΙΔΟΠΑΘΕΙΕΣ, ΑΡΡΥΘΜΙΕΣ)
Κλινικές Εξετάσεις
Ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ)
Υπερηχοκαρδιογράφημα (ECHO) ή αλλιώς triplex καρδιάς.
Απλό ECHO
ECHO υπό συνθήκες στρες
Διοισοφάγειο υπερηχοκαρδιογράφημα (Διοισοφάγειο ECHO), το οποίο
χρησιμοποιείται για διαγνώσεις παθήσεων των καρδιακών βαλβίδων καθώς και
για την διάγνωση ανευρυσμάτων της ανιούσης αορτής.
Ειδικότερα για τις παθήσεις των βαλβίδων, οι στενώσεις στις βαλβίδες είναι πιο
επικίνδυνες από τις ανεπάρκειες διότι οι στενώσεις προκαλούν πολύ πιο γρήγορα τον
θάνατο σε σύγκριση με τις ανεπάρκειες οι οποίες μπορούν να ρυθμίζονται με
φαρμακευτική αγωγή και να παραμείνουν σε σταθερή κατάσταση για μεγάλο χρονικό
διάστημα ετών χωρίς να παρατηρείται σημαντικού βαθμού επιδείνωση της καρδιακής
λειτουργίας. Στένωση ονομάζεται η ατελής διάνοιξη της καρδιακής βαλβίδας που
εμποδίζει την έξοδο του αίματος από τους κόλπους προς τις κοιλίες (αυτό συμβαίνει
στη φάση της συστολής των κόλπων και της διαστολής των κοιλιών για την μιτροειδή
και για την τριγλώχινα βαλβίδα όπου το αίμα φυσιολογικά κυλάει από τους κόλπους
και γεμίζει τις κοιλίες) ή από τις κοιλίες προς τα μεγάλα αγγεία όπως είναι η αορτή
και η πνευμονική αρτηρία (αυτό συμβαίνει στη φάση της συστολής των κοιλιών και
αφορά την αορτική και την πνευμονική βαλβίδα, όπου το αίμα φυσιολογικά εξέρχεται
2
από την αριστερά κοιλία προς την αορτή και από την δεξιά κοιλία προς την
πνευμονική αρτηρία). Ανεπάρκεια ονομάζεται η ατελής σύγκλειση των βαλβίδων
(αυτό συμβαίνει: α) στη φάση της διαστολής της αριστεράς κοιλίας και αφορά την
αορτική βαλβίδα η οποία συγκλείεται ατελώς, και β) στη φάση της συστολής της
δεξιάς κοιλίας όπου η ανεπάρκεια στην περίπτωση αυτή αφορά ατελή σύγκλειση της
τριγλώχινας βαλβίδας).
Φυσήματα: αυτά είναι ήχοι οι οποίοι προκαλούνται από παρεμπόδιση και από
στροβιλισμό του αίματος όταν αυτό διέρχεται μέσα από τις βαλβίδες τριγλώχινα /
μιτροειδής / αορτική / πνευμονική βαλβίδα, προκειμένου να κατευθυνθεί από τους
κόλπους προς τις κοιλίες ή από τις κοιλίες προς τα μεγάλα αγγεία που είναι η αορτή
και η πνευμονική αρτηρία. Υπάρχουν 2 είδη φυσημάτων: α) τα διαστολικά φυσήματα
(αυτά παράγονται όταν το αίμα κινείται από τους κόλπους για να γεμίσουν οι κοιλίες,
και αφορούν την μιτροειδή και την τριγλώχινα βαλβίδα) και β) τα συστολικά
φυσήματα (αυτά παράγονται όταν το αίμα προωθείται απ’ την αριστερή κοιλία στην
αορτή). Ο στροβιλισμός αυτός του αίματος και η διαταραχή στην δίοδό του οφείλεται
στο γεγονός ότι οι βαλβίδες είναι μη φυσιολογικές είτε λόγω κακής κατασκευής εκ
γενετής όπως συμβαίνει με την διγλώχινα αορτική βαλβίδα ή επειδή αυτές έχουν
υποστεί από χρόνια την βλαπτική επίδραση παραγόντων όπως είναι ο ρευματικός
πυρετός.
Αορτική βαλβίδα: Μπορεί να εμφανίζει στένωση (δηλαδή ατελή διάνοιξη των
γλωχίνων της / παρατηρείται στην φάση της συστολής της αριστερής κοιλίας όταν
αυτή προωθεί το αίμα προς την αορτή) ή ανεπάρκεια (ατελής σύγκλιση των γλωχίνων
της / παρατηρείται στην φάση της διαστολής της αριστερής κοιλίας όταν αυτή
γεμίζει με αίμα).
Το συστολικό φύσημα δημιουργείται από την στένωση της αορτικής βαλβίδας,
ενώ το διαστολικό φύσημα δημιουργείται από την ανεπάρκεια της αορτικής βαλβίδας
λόγω παλινδρόμησης αίματος από την ρίζα της αορτής μέσα στην αριστερά κοιλία.
Υπό συνθήκες φυσιολογικές όταν η αριστερή κοιλία διαστέλλεται τότε η αορτική
βαλβίδα παραμένει κλειστή ενώ παράλληλα μικρή ποσότητα από το αίμα το οποίο
προηγουμένως η αριστερή κοιλία με την συστολή της εξώθησε προς την αορτή
παλινδρομεί προς τα πίσω και συσσωρεύεται στους κόλπους του Valsalva. Όταν
όμως στη φάση της διαστολής της αριστεράς κοιλίας η αορτική βαλβίδα ανεπαρκεί,
δηλαδή συγκλείεται ατελώς, τότε το αίμα που βρίσκεται συγκεντρωμένο στους
3
κόλπους του Valsava γυρίζει το αίμα πίσω πηγαίνοντας μέσα στην αριστερά κοιλία
με στροβιλισμό και προκαλείται με τον τρόπο αυτό το διαστολικό φύσημα).
Η ανεπάρκεια αφορά τις βαλβίδες (κολποκοιλιακές και μηνοειδείς), (ανεπαρκής
σύγκλιση) καθώς και το μυοκάρδιο δηλαδή τις μυοκαρδιακές ίνες της καρδιάς οι
οποίες εμφανίζουν απώλεια της ελαστικής τους ικανότητας να συστέλλονται και να
διαστέλλονται.
Καρδιακή ανεπάρκεια: Στην περίπτωση αυτή όταν διαστέλλεται η μυοκαρδιακή
ίνα και φτάσει στο τέλος της διαστολής, τότε αυτή αδυνατεί να επανέλθει στο
προηγούμενο μήκος το οποίο είχε κατά την περίοδο ηρεμίας.
Η μυϊκή ίνα χαρακτηρίζεται από ελαστικότητα. Όταν για χρονική περίοδο ετών η
μυοκαρδιακή ίνα υπερδιατείνεται ώστε να χάσει τμήμα της ελαστικότητάς της, τότε η
καρδιά αδυνατεί να εκπληρώσει στο ακέραιο το προωθητικό της έργο και
εγκαθίσταται μία παθολογική οντότητα που ονομάζεται καρδιακή ανεπάρκεια.
Ανεύρυσμα: Πρόκειται για παθολογική κατάσταση η οποία αφορά ΜΟΝΟ τα
αγγεία. Το ανεύρυσμα δημιουργείται όταν κάποιο τμήμα στο τοίχωμα του αγγείου
έχει διαταθεί εξαιτίας της επίδρασης υψηλών ενδοαγγειακών πιέσεων για μεγάλο
χρονικό διάστημα, ετών, στο συγκεκριμένο τμήμα του αγγείου. Το μακροχρόνιο
αποτέλεσμα είναι να αδυνατίζει το τοίχωμα του αγγείου και να γίνεται ευάλωτο στις
πιέσεις που αναπτύσσονται μέσα σε αυτό επιφέροντας την εμφάνιση του
ανευρύσματος. Δηλαδή το ανεύρυσμα δεν είναι παρά ένα εξόγκωμα του
αδυνατισμένου τοιχώματος του αγγείου που συνοδεύεται από υψηλό κίνδυνο ρήξης
του τοιχώματος και πρόκλησης θανατηφόρου αιμορραγίας.
Στηθάγχη ή Στεφανιαία νόσος: Είναι η εκδήλωση ενός συσφιγκτικού πόνου στην
περιοχή του στέρνου ο οποίος αντανακλά στην μεσότητα της πλάτης, στο λαιμό, στον
τράχηλο, και στο αριστερό χέρι κυρίως στα 2 τελευταία δάχτυλα.
Αθηρωμάτωση: Πρόκειται για την δημιουργία ενός ασβεστοποιημένου υλικού
στο εσωτερικό τοίχωμα των αγγείων, ιδίως των αρτηριών. Το υλικό αυτό έχει την
υφή της πέτρας και ονομάζεται αθήρωμα. Το αθήρωμα είναι σκληρό και δεν μπορεί
να αφαιρεθεί είτε χειρουργικά είτε με άλλο τρόπο από το εσωτερικό αγγειακό
τοίχωμα. Το αθήρωμα δημιουργείται όταν συμβεί τραυματική ρήξη στο ενδοθήλιο
του αγγείου, δηλαδή στο εσωτερικό του τοίχωμα. Η ρήξη επιφέρει στο σημείο στο
οποίο αυτή εντοπίζεται την συσσώρευση αιμοπεταλίων, λιπιδίων, ερυθρών
αιμοσφαιρίων και ιόντων ασβεστίου. Το αποτέλεσμα της προαναφερόμενης
συσσώρευσης στο αγγειακό ενδοθήλιο είναι η δημιουργία της αθηρωματώδους
4
πλάκας η οποία αναπτύσσεται κυκλικά, γύρω-γύρω, σε όλη την διάμετρο του αγγείου
προκαλώντας σταδιακά ελάττωση του αυλού του αγγείου, με αποτέλεσμα να
μειώνεται η παροχή του αρτηριακού αίματος το οποίο διέρχεται από το συγκεκριμένο
σημείο που το αγγείο στενεύει λόγω της ανάπτυξης της αθηρωματώδους πλάκας.
Επομένως προκαλείται και μείωση της παροχής του οξυγόνου με το οποίο τρέφεται ο
ιστός που παίρνει αρτηριακό αίμα από το συγκεκριμένο αγγείο. Ο προαναφερόμενος
μηχανισμός εμφάνισης αθηρώματος ισχύει κατεξοχήν για τις στεφανιαίες αρτηρίες οι
οποίες δίνουν αίμα αρτηριακό στα κύτταρα του μυοκαρδίου.
Ο στηθαγχικός πόνος όταν εμφανιστεί δηλώνει ότι θα πρέπει να χορηγηθούν:
1. Φαρμακευτική αγωγή,
2. Να γίνει στεφανιογραφία,
3. Ανάλογα με τα αποτελέσματα της στεφανιογραφίας να αποφασιστεί εάν θα
τεθεί τελικά φαρμακευτική αγωγή ή θα πρέπει να γίνει Χειρουργική επέμβαση.
Το έμφραγμα του μυοκαρδίου είναι το αποτέλεσμα εξέλιξης της ανάπτυξης της
αθηρωματώδους πλάκας σε βαθμό που να εμφανίζεται σημαντική στένωση της
διαμέτρου των στεφανιαίων αγγείων και να περιορίζεται σημαντικά η παροχή
αρτηριακού αίματος στα μυοκαρδιακά κύτταρα.
5
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΚΑΡΔΙΑΚΟΥ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
7
Μαγνητικός συντονισμός (MRI)
Οι Αιματηρές μέθοδοι είναι:
Καρδιακός καθετηριασμός και εκλεκτική στεφανιογραφία που μπορεί να
συνοδεύεται και με εκλεκτική κοιλιογραφία.
Ενδομυοκαρδιακή βιοψία
Ηλεκτροφυσιολογική μελέτη (Ablation)
Αυτές οι 10 είναι εξετάσεις για τη διάγνωση οποιασδήποτε ασθένειας της καρδιάς.
ΑΝΑΙΜΑΚΤΕΣ
8
οποίο αριθμητής είναι το πλάτος της καρδιάς και παρονομαστής το πλάτος του
θώρακα.
Δοκιμασία κόπωσης:Η τεχνική αυτή βασίζεται στην αδυναμία της αύξησης της
ροής του αρτηριακού αίματος μέσα στις στεφανιαίες αρτηρίες υπό τις συνθήκες
κόπωσης. Αυτό συμβαίνει μόνο όταν υπάρχει σημαντική ελάττωση ή απόφραξη της
διαμέτρου των στεφανιαίων αρτηριών εξαιτίας της δημιουργίας αθηρωματικών
πλακών στο εσωτερικό του αυλού των στεφανιαίων αυτών αγγείων. Στη δοκιμασία
κόπωσης ο ασθενής τρέχει επάνω σε ένα κυλιόμενο τάπητα με αυξανόμενη ταχύτητα
και συγχρόνως καταγράφεται το ΗΚΓ του ασθενούς. Η δοκιμασία της κόπωσης
διακόπτεται όταν η καρδιακή συχνότητα φτάσει στο 90% της μέγιστης
προβλεπόμενης για την ηλικία και για το φύλο του ασθενή. Η δοκιμασία κόπωσης
διακόπτεται υποχρεωτικά εάν εμφανιστεί σημαντικός στηθαγχικός πόνος, εάν πέσει η
αρτηριακή πίεση και εάν το έπαρμα ST εμφανίσει ανάσπαση ή κατάσπαση
μεγαλύτερη των 2mm στο ηλεκτροκαρδιογραφικό χαρτί. Εφόσον η πτώση του ST
είναι μεγαλύτερη από 1,5mm, τότε μπαίνει η διάγνωση ότι ο συγκεκριμένος ασθενής
πάσχει από στεφανιαία νόσο (ισχαιμική καρδιοπάθεια).
9
Ραδιοϊσοτοπικές τεχνικές: Οι παράμετροι που εξετάζονται με τις ραδιοϊσοτοπικές
τεχνικές είναι οι εξής:
Ο κατά λεπτόν όγκος αίματος (ΚΛΟΑ).
Ο όγκος που έχουν οι κοιλίες (αριστερή και δεξιά) στο τέλος της φάσης
συστολής ή στο τέλος της φάσης διαστολής τους.
Ο χρόνος που απαιτείται ώστε να εξέλθει από τις καρδιακές κοιλότητες το
ραδιοφάρμακο που χορηγείται σε αυτές.
Η ανατομία της καρδιάς και ιδιαίτερα η απεικόνιση είτε μεσοκολπικών είτε
μεσοκοιλιακών ελλειμμάτων. Επίσης με τις τεχνικές των ραδιοϊσοτοπικών φαρμάκων
εξετάζεται η αρτιότητα της αρτηριακής αιμάτωσης του μυοκαρδίου καθώς και η
πιθανότητα της ύπαρξης νεκρωτικών περιοχών στο μυοκάρδιο γεγονός το οποίο
δηλώνει ιστορικό παλαιότερων εμφραγμάτων τα οποία δεν έδωσαν
συμπτωματολογία.
ΑΙΜΑΤΗΡΕΣ
12
Διάγνωση ύπαρξης παθολογικών αρρυθμιογόνων εστιών που μπορούν να
υπάρχουν είτε στην περιοχή των κόλπων, είτε στην περιοχή των κοιλιών.
Στεφανιαία νόσος
Ο όρος νόσος των στεφανιαίων αγγείων υποδηλώνει πάντοτε την δημιουργία
αθηρωματικής πλάκας η οποία σχηματίζεται στο εσωτερικό τοίχωμα των
στεφανιαίων αγγείων – δηλαδή των στεφανιαίων αρτηριών – και προκαλείται με τον
τρόπο αυτό σταδιακή απόφραξη του αυλού των αρτηριών. Οι αθηρωματικές πλάκες
αποτελούνται από λιπίδια, αιμοπετάλια, στοιχεία ινικής και κατά περιπτώσεις και από
λεία μυϊκά κύτταρα. Το αποτέλεσμα της δημιουργίας της αθηρωματικής πλάκας
είναι η εμφάνιση του στηθαγχικού πόνου. Ο στηθαγχικός πόνος χωρίζεται σε σταθερό
και σε ασταθή.
Ο σταθερός στηθαγχικός πόνος εκλύεται μόνον όταν ο περιορισμός του αυλού
της στεφανιαίας αρτηρίας έχει φτάσει περίπου στο 60% της διαμέτρου, οπότε
περιορίζεται σημαντικά η παροχή του αρτηριακού αίματος στα μυοκαρδιακά
κύτταρα. To αποτέλεσμα της μειωμένης παροχής αρτηριακού αίματος στα
μυοκαρδιακά κύτταρα είναι ότι αυτά σταδιακά νεκρώνονται και έτσι εκλύεται ο
στηθαγχικός πόνος. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της σταθερής στηθάγχης είναι ότι
αυτή εμφανίζεται μόνο κάτω από συνθήκες ψύχους και σωματικής κόπωσης.
Ασταθής στηθάγχη. Στη περίπτωση αυτή έχει ήδη υπάρξει ρήξη της
αθηρωματικής πλάκας που υπάρχει σχηματισμένη στο ενδοθήλιο των αγγείων. Τα
τεμάχια που προκύπτουν από την ρήξη της αθηρωματικής πλάκας προκαλούν
τραυματισμούς (βλάβες) στο ενδοθήλιο των στεφανιαίων αγγείων το οποίο
αιμορραγεί με επακόλουθο την δημιουργία θρόμβων αίματος για το σταμάτημα της
αιμορραγίας την οποία προκάλεσαν τα θραύσματα από την αθηρωματική πλάκα.. Οι
δημιουργηθέντες θρόμβοι προκαλούν περαιτέρω περιορισμό της διαμέτρου των
13
στεφανιαίων αρτηριών με αποτέλεσμα την επιπλέον ελάττωση της παροχής
αρτηριακού αίματος στα μυοκαρδιακά κύτταρα από τα αποφραχθέντα στεφανιαία
αγγεία και την ανάπτυξη έντονου στηθαγχικού πόνου, ακόμα και την πρόκληση οξέος
εμφράγματος του μυοκαρδίου (αν ο αυλός του στεφανιαίου αποφραχθεί πλήρως)
γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε αιφνίδιο θάνατο. Η ασταθής στηθάγχη
εμφανίζεται μόνο κάτω από συνθήκες ηρεμίας και ανάπαυσης και δε σχετίζεται
καθόλου ούτε με το ψύχος, ούτε με το σωματικό στρες, ούτε με το συναισθηματικό
στρες, ούτε με οποιονδήποτε άλλον εκλυτικό παράγοντα πρόκλησης στηθαγχικού
πόνου.
Η αξιολόγηση και η σταδιοποίηση (staging) των συμπτωμάτων της στηθάγχης
γίνεται χρησιμοποιώντας την κλίμακα Canadian Cardiovascular Assessment (C.C.A.)
η οποία εμφανίζει τις εξής διαβαθμίσεις:
Στάδιο 1ο: Ο ασθενής πονάει μόνο κάτω από συνθήκες έντονης σωματικής
άσκησης ή έντονου συναισθηματικού στρες.
Στάδιο 2ο : Ο στηθαγχικός πόνος εκλύεται ύστερα από συνεχές ανέβασμα σκάλας
ύψους 2 ορόφων.
Στάδιο 3ο : Ο πόνος εκλύεται αφού ο ασθενής περπατήσει γύρω από ένα
οικοδομικό τετράγωνο σε οριζόντιο έδαφος χωρίς να υπάρχει ανηφόρα και χωρίς να
είναι φορτωμένος με οποιοδήποτε βάρος (οι ασθενείς με στηθαγχικό πόνο σταδίου 3
θεωρούνται ότι είναι υποψήφιοι για επεμβατική παρέμβαση η οποία μπορεί να είναι
είτε αγγειοπλαστική επέμβαση είτε χειρουργική αορτο-στεφανιαία παράκαμψη,
CABG: Coronary aorto-bypass grafting).
Στάδιο 4ο : Στηθάγχη που εκλύεται στην ηρεμία (ένδειξη για άμεση επεμβατική
αντιμετώπιση..
Το κάπνισμα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους επιβαρυντικούς
παράγοντες εμφάνισης στεφανιαίας νόσου για τους εξής λόγους:
Προκαλεί αυξημένη προσκόλληση των αιμοπεταλίων μεταξύ τους με
αποτέλεσμα τη δημιουργία αιμοπεταλιακών θρόμβων οι οποίοι αυξάνουν τη
γλοιότητα του αίματος και συμβάλλουν και στην ελάττωση της διαμέτρου των
στεφανιαίων αρτηριών.
Προκαλεί αύξηση της καρδιακής συχνότητας και αύξηση του ρυθμού εκκρίσεως
των κατεχολαμινών από το μυελό των επινεφριδίων. Κατεχολαμίνες είναι η
αδρεναλίνη, η νοραδρεναλίνη και η ντοπαμίνη.
14
Προκαλεί αύξηση του αιματοκρίτη η οποία συμβάλλει και αυτή στην αυξημένη
γλοιότητα του αίματος, ενώ επιφέρει επίσης και αύξηση του ποσοστού της
ανθρακυλαιμοσφαιρίνης που κυκλοφορεί στο αίμα.
Προκαλεί σημαντική ελάττωση του ποσοστού της καλής χοληστερίνης (HDL)
που κυκλοφορεί στο αίμα, διότι η HDLείναι ο καλύτερος και πιο αποτελεσματικός
δείκτης προστασίας του οργανισμού από τα καρδιοαγγειακά επεισόδια.
Ελαττώνει την άμυνα του οργανισμού στην εμφάνιση της κοιλιακής μαρμαρυγής
η οποία αποτελεί κακοήθη αρρυθμία στην οποία η καρδιά και ειδικότερα οι κοιλίες
συσπώνται υπό μορφή ινιδισμού (ινιδισμός είναι η συνεχής σύσπαση των
μυοκαρδιακών ινών χωρίς να υπάρχει χάλαση) με αποτέλεσμα το αίμα να παραμένει
εγκλωβισμένο μέσα στις κοιλίες και να μην μπορεί να προωθηθεί ούτε στην αορτή
από την αριστερή κοιλία, ούτε στην πνευμονική αρτηρία από την δεξιά κοιλία.
Στηθάγχη Prinzmetal
Πρόκειται για μια παθολογική κατάσταση εξαιτίας της οποίας εκλύεται
στηθαγχικός πόνος, όπως συμβαίνει και στις περιπτώσεις της σταθερής και της
ασταθούς στηθάγχης. Η διαφορά όμως είναι ότι στην στηθάγχη Prinzmetal δεν
υπάρχει αθηρωματική πλάκα. Στη στηθάγχη Prinzmetal χωρίς να έχει ανακαλυφθεί η
αιτία προκαλείται αυτόματος σπασμός σε μια στεφανιαία αρτηρία εξαιτίας του
οποίου σπασμού αποφράσσεται τελείως ο αυλός της στεφανιαίας αρτηρίας στο
συγκεκριμένο σημείο το οποίο συσπάται με αποτέλεσμα την εμφάνιση του
στηθαγχικού πόνου και ακόμα και την πιθανή εμφάνιση οξέος εμφράγματος του
μυοκαρδίου.
16
Καρδιακή ανεπάρκεια
Καρδιακή ανεπάρκεια είναι μια χρόνια πάθηση η οποία καθορίζει την αδυναμία
του μυοκαρδίου να εξασφαλίσει επάρκεια στην καρδιακή παροχή και έτσι να γίνει
αποτελεσματικά η οξυγόνωση των ιστών.
Η Καρδιακή παροχή συμβολίζεται στη διεθνή βιβλιογραφία ως CO (Cardiac
Output), και παρίσταται από τον μαθηματικό τύπο: CO= SV x HR. Δηλαδή η
καρδιακή παροχή είναι το γινόμενο του όγκου παλμού (SV) και της καρδιακής
συχνότητας (HR) ανά λεπτό.
SV= Stroke Volume (πρόκειται για τον όγκο παλμού, δηλαδή την ποσότητα του
αίματος η οποία φεύγει είτε από την αριστερή κοιλία σε κάθε σύσπασή της προς την
αορτή είτε από την δεξιά κοιλία σε κάθε σύσπασή της προς την πνευμονική αρτηρία.
Επομένως υπάρχει ο όγκος παλμού για την αριστερή κοιλία, και ο όγκος παλμού για
την δεξιά κοιλία. Υπό φυσιολογικές συνθήκες όσο είναι ο όγκος παλμού για την
αριστερή κοιλία είναι και ο όγκος παλμού για την δεξιά κοιλία).
HR= Heart Rate (πρόκειται για τον αριθμό των σφύξεων που παράγει η καρδιά
ανά λεπτό και συγκεκριμένα η αριστερή και η δεξιά κοιλία ανά λεπτό. Κάθε μια
συστολή της αριστερής κοιλίας είναι και μια καρδιακή σφύξη, η οποία ψηλαφάται
στην κερκιδική αρτηρία. Υπό φυσιολογικές συνθήκες όσος είναι ο αριθμός των
σφύξεων ανά λεπτό για την αριστερή κοιλία, ο ίδιος ακριβώς θα πρέπει να είναι και
για την δεξιά κοιλία).
Υπό φυσιολογικές συνθήκες η καρδιακή παροχή στο λεπτό θα πρέπει να είναι
ίση με τον ΚΛΟΑ (5-6L).
Η καρδιακή ανεπάρκεια συνήθως συνοδεύεται και από χαμηλή αρτηριακή
πίεση. Η συνηθέστερη αιτία της καρδιακής ανεπάρκειας είναι η στεφανιαία νόσος,
ειδικότερα όταν αυτή συνοδεύεται και από οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, διότι τότε
έχει χαθεί σημαντικός βαθμός της κινητικότητας του κοιλιακού μυοκαρδίου (μπορεί
να πρόκειται είτε για το αριστερό κοιλιακό μυοκάρδιο, είτε για το δεξιό κοιλιακό
μυοκάρδιο ή και για τα δύο) οπότε έχει μειωθεί και μεγάλο μέρος της προωθητικής
του ικανότητας.
17
Κατανάλωση αλκοόλ σε τοξικές ποσότητες που οδηγεί σε βλάβη του
μυοκαρδίου.
Ασθένειες όπως είναι η Σαρκοείδωση, η Αιμοχρωμάτωση, και η Αμυλοείδωση
που προκαλούν μυοκαρδιοπάθειες.
Η Νόσος του Chagas
Ο Υποθυρεοειδισμός
Χρονίως αυξημένο καρδιακό έργο
Παθολογικές καταστάσεις οι οποίες επιβάλλουν την εγκατάσταση χρονίως
αυξημένου καρδιακού έργου είναι οι εξής:
Η Χρόνια υπέρταση
Η Στένωση της αορτικής βαλβίδας
Η Ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδας
Η Ανεπάρκεια της αορτικής βαλβίδας
Στο πλαίσια της παράθεσης των επεξηγήσεων που αφορούν τόσο στην
καρδιακή ανεπάρκεια όσο και στις επίκτητες βαλβιδοπάθειες που θα
ακολουθήσουν, χρήσιμο είναι να αναπτυχθούν και οι έννοιες του προφορτίου
(preload) και του μεταφορτίου (afterload).
18
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για την εισαγωγή στην κατανόηση της έννοιας
του μεταφορτίου (afterload) είναι η παράθεση των παθοφυσιολογικών μηχανισμών
που αναπτύσσονται στην ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδας.
Συγκεκριμένα, όταν ανεπαρκεία η μιτροειδής βαλβίδα δηλαδή όταν συμβαίνει
ατελής σύγκλειση των γλωχίνων της στη φάση της διαστολής της αριστερής κοιλίας,
τότε συμβαίνουν τα εξής: εξαιτίας της ατελούς σύγκλεισης των γλωχίνων της
μιτροειδούς όταν η αριστερή κοιλία βρίσκεται σε διαστολή, εισρέει αίμα από τον
αριστερό κόλπο μέσα στην αριστερή κοιλία. Στην ανεπάρκεια της μιτροειδούς
βαλβίδας οι δυο γλωχίνες της, πρόσθια και οπίσθια γλωχίνα, μεγεθύνονται και
υπερτρέφονται με αποτέλεσμα να προπίπτουν μέσα στον αριστερό κόλπο όταν η
αριστερή κοιλία συστέλλεται. Το αποτέλεσμα της εγκατάστασης χρόνιας
ανεπάρκειας της μιτροειδούς βαλβίδας είναι η αύξηση κατά 3 έως 4 φορές
περισσότερο από το κανονικό του όγκου παλμού της αριστεράς κοιλίας, ο οποίος
κατά την φάση της συστολής προωθείται από την αριστερή κοιλία προς την ανιούσα
αορτή. Όμως, όταν υπάρχει χρόνια ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδας, τότε σε
κάθε συστολή της αριστερής κοιλίας το ¼ της καρδιακής παροχής της παλινδρομεί
μέσα στον αριστερό κόλπο και αυτό προκαλεί αύξηση της πίεσης που επικρατεί μέσα
σε αυτόν η οποία υπό φυσιολογικές συνθήκες είναι από 5 έως 6mmHg. Η αυξημένη
πίεση του αριστερού κόλπου μεταδίδεται μέσα στις πνευμονικές φλέβες, και από
αυτές μεταδίδεται μέσα στα πνευμονικά φλεβικά τριχοειδή. Από τα πνευμονικά
φλεβικά τριχοειδή η αυξημένη πίεση μεταδίδεται στα πνευμονικά αρτηριακά
τριχοειδή και από αυτά φτάνει στην πνευμονική αρτηρία και ακολούθως στην δεξιά
κοιλία και από αυτή στο δεξιό κόλπο. Στη συνέχεια από το δεξιό κόλπο η πίεση
μεταδίδεται σε όλο το φλεβικό σύστημα και σταδιακά φθάνει έως την αρχή της
ανιούσας αορτής όπου και προκαλεί δυσκολία, δηλαδή αυξημένη αντίσταση ή αλλιώς
αυξημένο μεταφορτίο, στη προώθηση του αίματος το οποίο προέρχεται από την
αριστερή κοιλία.
Άλλοι παράγοντες (εκτός από την ανεπάρκεια της μιτροειδούς βαλβίδας) που
επίσης προκαλούν εγκατάσταση καρδιακής ανεπάρκειας είναι οι εξής:
1. Καρδιακός Επιπωματισμός (Cardiac tamponnade).
2. Συμπιεστική περικαρδίτιδα.
3. Περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια.
4. Επίμονη ταχυκαρδία.
19
5. Κολπική μαρμαρυγή.
6. Βραδυκαρδία.
7. Πλήρης κολποκοιλιακός αποκλεισμός.
20
Ασκίτης ή αλλιώς βατραχοειδής κοιλιά η οποία χαρακτηρίζεται από συλλογή
υγρού στην περιτοναϊκή κοιλότητα.
21
Ο Καρδιακός καθετηριασμός (εφόσον υπάρχει αναγκαιότητα να καθοριστούν οι
τιμές που επικρατούν μέσα στις καρδιακές κοιλότητες)
Η Δοκιμασία καρδιο-αναπνευστικής κοπώσεως.
22
αορτικής βαλβίδας και για τον λόγο αυτό στη γεροντική αποτιτάνωση η στένωση
είναι ηπιότερης μορφής.
Διαβαλβιδική κλίση πίεσης: Πρόκειται για τη διαφορά που υπάρχει στις τιμές της
πίεσης η οποία μετράται σε συνθήκες ηρεμίας ή ακόμα και συστολής επάνω και κάτω
από τις βαλβίδες της καρδιάς (κολποκοιλιακές και μηνοειδείς βαλβίδες), όταν έχουν
εγκατασταθεί συνθήκες στένωσης ή ανεπάρκειας για τη συγκεκριμένη βαλβίδα που
πάσχει.
Μηνοειδείς βαλβίδες: Αορτική βαλβίδα ανάμεσα στην αριστερή κοιλία και στην
ανιούσα αορτή και πνευμονική βαλβίδα ανάμεσα στη δεξιά κοιλία και στο στέλεχος
της πνευμονικής αρτηρίας.
23
Αύξηση της συστολικής πίεσης της αριστερής κοιλίας προκειμένου το αίμα να
μπορέσει να περάσει μέσα από τη στενωμένη βαλβίδα και να προωθηθεί από την
αριστερή κοιλία προς την ανιούσα αορτή.
Η αριστερή κοιλία εμφανίζει συγκεκριμένη υπερτροφία, δηλαδή υπερτροφία με
κατεύθυνση προς το κεντρικό τμήμα της αριστερής κοιλίας.
Διάταση της αριστερής κοιλίας.
24
Εάν έχει προκληθεί καρδιακή ανεπάρκεια λόγω των αυξημένων πιέσεων και της
διάτασης που πλέον έχει πάρει η αριστερή κοιλία, τότε ο μέσος όρος ζωής που του
απομένει είναι από 1 έως 1,5 χρόνος και στην περίπτωση αυτή η ένδειξη για
χειρουργείο και για αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας εξαρτάται από το βαθμό
της καρδιακής ανεπάρκειας εφόσον αυτή έχει εγκατασταθεί.
Άμεση ένδειξη για χειρουργείο και για αντικατάσταση της αορτικής βαλβίδας
υφίσταται όταν η διαβαλβιδική κλίση πίεσης γίνει μεγαλύτερη από 50mmHg καθώς
και όταν η επιφάνεια, δηλαδή το εμβαδόν του αορτικού στομίου γίνει μικρότερο από
το 1 cm2.
Κλινικά συμπτώματα επί εδάφους στενώσεως της αορτικής βαλβίδας
εμφανίζονται όταν η διαβαλβιδική κλίση πίεσης γίνει μεγαλύτερη από 50mmHg.
27
Κλινικά σημεία ανεπάρκειας αορτικής βαλβίδας
Έκτοπες κοιλιακές συστολές
Αίσθημα υποκειμενικής δυσφορίας
Παροξυσμική νυκτερινή δύσπνοια
Μεγάλο εύρος στις τιμές ανάμεσα στην συστολική και στην διαστολική
αρτηριακή πίεση (για παράδειγμα, συστολική αρτηριακή = 140mmHg και διαστολική
αρτηριακή πίεση = 5mmHg)
Σημείο του Musset (πρόκειται για χαρακτηριστική κίνηση της κεφαλής του
πάσχοντος από ανεπάρκεια της αορτικής βαλβίδας σε κάθε καρδιακή ώση). Στην
περίπτωση αυτή της συγκεκριμένης κινήσεως η καρδιακή ώση ψηλαφάται και
εντοπίζεται προς τα έξω σχετικά με την αριστερή μεσοκλειδική γραμμή.
Ακρόαση διαστολικού φυσήματος στην αορτική βαλβίδα στο 3ο – 4ο
μεσοπλεύριο διάστημα στην θέση της αορτικής βαλβίδας. Στη φάση της διαστολής,
φυσήματος ακροάται και στην κορυφή της καρδιάς.
28
Το 75% των ασθενών με μετρίου βαθμού ανεπάρκεια αορτικής βαλβίδας
επιβιώνει χωρίς χειρουργείο και θεραπεία για 5 χρόνια, ενώ από αυτούς που έχουν
σοβαρού βαθμού ανεπάρκεια επιβιώνουν άνευ θεραπείας το 50% για 10 έτη.
29
διευκολύνει την προώθηση του αίματος από τον αριστερό κόλπο προς την αριστερή
κοιλία.
Στις περιπτώσεις στενώσεως της μιτροειδούς βαλβίδας ο τελοδιαστολικός
όγκος όπως και η πίεση της αριστερής κοιλίας παραμένουν σε φυσιολογικές τιμές. Το
προφορτίο όμως της αριστερής κοιλίας είναι ελαττωμένο.
Επίσης η αύξηση της αριστερής κολπικής πίεσης οδηγεί άμεσα και σε αύξηση
της πίεσης που επικρατεί μέσα στις πνευμονικές φλέβες, καθώς επίσης και σε
πάχυνση της μεμβράνης των κυψελίδων. Ακόμα η αυξημένη πίεση μέσα στον
αριστερό κόλπο προκαλεί μείωση του βαθμού ελαστικότητας των πνευμόνων, ενώ
συγχρόνως επιφέρει και διαταραχές της λειτουργίας στην τριχοειδική μεμβράνη των
αγγείων τα οποία περιβάλλουν τις κυψελίδες με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται
δύσπνοια διότι δεν γίνεται σωστά η ανταλλαγή των αναπνευστικών αερίων.
Κλινικά σημεία και εκδηλώσεις στη στένωση μιτροειδούς βαλβίδας:
Δύσπνοια
Χρόνιος βήχας ο οποίος επιδεινώνεται το βράδυ με την κατάκλιση λόγω
δημιουργίας οιδήματος στις κυψελίδες που υπάρχουν στις βάσεις των πνευμόνων.
Αιμόπτυση (οφείλεται σε ρήξη των τριχοειδών αγγείων τα οποία περιβάλλουν τις
κυψελίδες)
Πνευμονικό οίδημα (αναπτύσσεται στις περιπτώσεις εκείνες που επικρατεί
αυξημένη υδροστατική πίεση μέσα στα πνευμονικά τριχοειδή)
Ανάπτυξη πνευμονικής υπέρτασης λόγω αυξημένης πίεσης μέσα στην
πνευμονική αρτηρία με αποτέλεσμα ηπατομεγαλία και οίδημα στα κάτω άκρα.
Σε ποσοστό 10% των ασθενών με στένωση μιτροειδούς εμφανίζεται στηθάγχη η
οποία οφείλεται σε ελαττωμένη παροχή αρτηριακού αίματος από την αριστερή κοιλία
στην ανιούσα αορτή κατά τη φάση συστολής της αριστερής κοιλίας.
Επομένως μικρή θα είναι και η ποσότητα του αίματος που παλινδρομεί από την
ανιούσα αορτή στους κόλπους του Valsava και γεμίζει την αριστερή και τη δεξιά
στεφανιαία αρτηρία.
Ο σωματότυπος των ασθενών με στένωση μιτροειδούς είναι ο εξής : Λεπτοί
ασθενείς, ευπαθείς οι οποίοι εμφανίζουν μυϊκή φθορά (καχεκτικοί μυς) και με
χαρακτηριστικό μιτροειδικό προσωπείο, δηλαδή ερυθρότητα ή κυάνωση στις παρειές,
στα χείλη και στα δάχτυλα.
Χαρακτηριστικό ακτινογραφικό εύρημα των ασθενών με στένωση
μιτροειδούς είναι η αύξηση του μεγέθους της δεξιάς κοιλίας ειδικότερα, αλλά και
30
γενικότερα η αύξηση του μεγέθους όλης της καρδιακής σκιάς με χαρακτηριστικό
ευθειασμό του αριστερού καρδιακού χείλους.
Θεραπεία
Χειρουργική θεραπεία : Δηλαδή αντικατάσταση της βαλβίδας
Φαρμακευτική θεραπεία :
Προφυλακτική χορήγηση πενικιλίνης εναντίον του β-αιμολυτικού
στρεπτόκοκκου για προφύλαξη από ενδοκαρδίτιδα.
Χορήγηση διουρητικών για διευκόλυνση της ελάττωσης του αίματος που
συσσωρεύεται μέσα στον δεξιό κόλπο
Αντιαρρυθμικά φάρμακα για θεραπεία της κολπικής μαρμαρυγής
Χορήγηση αντιπηκτικών φαρμάκων για την πρόληψη των αγγειακών
εγκεφαλικών επεισοδίων τα οποία προκαλούνται σε αυξημένη συχνότητα λόγω
κολπικής μαρμαρυγής.
Εφαρμογή ηλεκτρικής καρδιοανάταξης στην περίπτωση που η κολπική
μαρμαρυγή δεν διορθώνεται με αντιαρρυθμική φαρμακευτική αγωγή.
34
οπότε ομιλούμε για αποφρακτική άπνοια ενώ εάν συνυπάρχει και παχυσαρκία τότε
πρόκειται για σύνδρομο Pickwick.
Άλλες παθολογικές καταστάσεις που επιφέρουν νευρομυϊκή αδυναμία και οξεία
παράλυση των μυών είναι η μυασθένεια, η πολυνευρίτιδα και η πολιομυελιτιδα, οι
οποίες στο τέλος προκαλούν αναπνευστική ανεπάρκεια. Στα αρχικά στάδια των
προηγουμένων παθήσεων η τιμή της μερικής πίεσης του CO2 (PCO2) είναι χαμηλή,
αλλά όσο υποχωρεί η τιμή της ζωτικής χωρητικότητας τόσο περισσότερο αυξάνει ο
κίνδυνος υποαερισμού. Αξίζει να αναφερθεί και το γεγονός ότι επί χρόνιων
παραλυτικών παθήσεων, η προσβολή των αναπνευστικών μυών δεν προκαλεί
συμπτώματα υπό την προϋπόθεση ότι ο ασθενής κινείται. Ακόμη, σε ελάττωση της
δύναμης του διαφράγματος και των μεσοπλευρίων μυών, διατηρείται η
λειτουργικότητα των μυών του τραχήλου οι οποίοι αναλαμβάνουν επικουρικό ρόλο
ενίσχυσης της λειτουργίας της αναπνοής που η τελευταία μπορεί να διατηρείται σε
επαρκή επίπεδα κατά την διάρκεια της ημέρας και να παρουσιάζει μείωση κατά τον
βραδυνό ύπνο. Η θεραπεία για τους ασθενείς αυτούς συνίσταται σε τεχνητή αναπνοή
κατά την διάρκεια της νύχτας που επιτυγχάνεται με ειδική συσκευή.
3) Ατελεκτασία: πρόκειται για την πλέον συχνή επιπλοκή των κακώσεων του
θώρακα. Η ατελεκτασία οφείλεται σε συσσώρευση και κατακράτηση εκκρίσεων που
αποφράσσουν τους μικρούς βρόγχους. Η ατελεκτασία προκαλείται από μειωμένη
έκπτυξη του θωρακικού τοιχώματος και από αναστολή του βήχα, με επακόλουθο να
μην αποβάλλονται οι βρογχικές εκκρίσεις οι οποίες γίνονται παχύρρευστες και τελικά
αποφράσσουν τους μικρούς βρόγχους. Οι αιτίες που επιφέρουν ατελεκτασία είναι: 1.
Ο πόνος τον οποίο προκαλούν τα κατάγματα των πλευρών, 2. Οι θωρακικές μυϊκές
θλάσεις και 3. Οι κακώσεις της άνω κοιλιακής χώρας.
37
Η κλινική εικόνα της ατελεκτασίας συμπεριλαμβάνει τα εξής: α. μείωση του
αναπνευστικού ψιθυρίσματος, β. ακρόαση ρόγχων στην ατελεκτασική περιοχή του
πνεύμονα, γ. υπαμβλύτητα στην επίκρουση στην αντίστοιχη περιοχή του πνεύμονα,
και δ. μικρή άνοδος της θερμοκρασίας. Υψηλός πυρετός παρουσιάζεται εφόσον
αναπτυχθεί λοίμωξη, δηλαδή πνευμονία, στο ατελεκτασικό τμήμα του πνεύμονα. Όσο
μεγαλύτερο είναι το ατελεκτασικό τμήμα του πνεύμονα τόσο πιο μεγάλη θα είναι και
η ελάττωση της αναπνευστικής επιφάνειας που λαμβάνει μέρος στην ανταλλαγή των
αναπνευστικών αερίων Ο2 και CO2 με επακόλουθο την ανάπτυξη ενδοπνευμονικών
λειτουργικών ενδοφλεβικών επικοινωνιών τα οποία στην διεθνή βιβλιογραφία
χαρακτηρίζονται ως shunts. Η κλινική συμπτωματολογία που προκύπτει από την
ανάπτυξη των ενδοπνευμονικών λειτουργικών φλεβικών επικοινωνιών είναι:
κυάνωση, ταχύπνοια, ταχυκαρδία και διαταραχές στις τιμές των αερίων του αίματος.
Την διάγνωση της ατελεκτασίας την βάζουν κυρίως η κλινική εικόνα με την
ακτινογραφία του θώρακος.
Διαφορική διάγνωση της ατελεκτασίας γίνεται από το ενδοπνευμονικό αιμάτωμα,
από την πνευμονική θλάση και από τον αιμοθώρακα.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της ατελεκτασίας συμπεριλαμβάνει καταστολή του
πόνου, ρευστοποίηση των εκκρίσεων με βλεννολυτικά και βρογχοδιασταλτικά
φάρμακα, εισπνοές υδρατμών και τέλος υποβοήθηση της απομάκρυνσης των
εκκρίσεων με κινησιοθεραπεία, συχνές αλλαγές της θέσης του ασθενούς και
βρογχοαναρροφήσεις. Επικουρική χορήγηση αντιβιοτικών σε περίπτωση εκδήλωσης
αναπνευστικής λοίμωξης.
43
Τα ευρήματα από την ακτινογραφία του θώρακα στον βαλβιδικό πνευμοθώρακα
είναι τα εξής: α) πλήρης σύμπτυξη στις πύλες του, του πνεύμονα στη μεριά του
οποίου αναπτύχθηκε ο πνευμοθώρακας, β) διαύγαση (δηλαδή έντονο μαύρο χρώμα)
στο ημιθωράκιο στο οποίο υπάρχει ο πνευμοθώρακας, γ) μετατόπιση του
μεσοθωρακίου και της τραχείας προς την υγιή πλευρά, δ) διεύρυνση των
μεσοπλευρίων διαστημάτων και ε) επιπέδωση του διαφράγματος. Πρωταρχικής
σημασίας για τον ασθενή με βαλβιδικό πνευμοθώρακα είναι η άμεση απαλλαγή του
πάσχοντος από την αυξημένη ενδοθωρακική πίεση η οποία έχει εγκατασταθεί. Αυτό
επιτυγχάνεται με τοποθέτηση ενδοθωρακικού σωλήνα παροχέτευσης (Bullau) ή με
παρακέντηση, σε οποιοδήποτε μεσοπλεύριο διάστημα στο ημιθωράκιο που πάσχει,
χρησιμοποιώντας βελόνη Νο 17 ή Νο 18 που έχει προσαρμοσθεί σε ειδική γυάλινη
σύριγγα η οποία έχει υγρανθεί.
c. Στον ανοικτό πνευμοθώρακα εντοπίζεται οπή που μπορεί να βρίσκεται είτε στο
θωρακικό τοίχωμα (στις περισσότερες των περιπτώσεων), είτε στην τραχεία και
στους βρόγχους ή (στις λιγότερες των περιπτώσεων) στον οισοφάγο. Το
χαρακτηριστικό γνώρισμα στον ανοικτό πνευμοθώρακα είναι ότι σε αυτόν
επιτρέπεται η ελεύθερη είσοδος και έξοδος του αέρα στην υπεζωκοτική κοιλότητα,
γεγονός το οποίο οφείλεται στην συνεχή επικοινωνία που υφίσταται ανάμεσα στον
υπεζωκοτικό χώρο και στην ατμόσφαιρα. Στον ανοικτό πνευμοθώρακα υφίστανται οι
ίδιες παθοφυσιολογικές διαταραχές που παρατηρούνται στον κλειστό και στον
βαλβιδικό πνευμοθώρακα (α. σύμπτυξη του πνεύμονα στο μέρος του οποίου
εκδηλώνεται ο πνευμοθώρακας, β. εκκρεμοειδείς κινήσεις μετατόπισης του
μεσοθωρακίου προς την υγιή πλευρά κατά την εισπνοή και προς την πάσχουσα
πλευρά κατά την εκπνοή, γ. κάμψη της άνω και της κάτω κοίλης φλέβας και
παρεμπόδιση επαναφοράς του φλεβικού αίματος προς το δεξιό καρδιακό
διαμέρισμα). Τονίζεται πως όταν το τραύμα στον ανοικτό πνευμοθώρακα εντοπίζεται
στο θωρακικό τοίχωμα και «πλησιάζει» σε διάμετρο την διάμετρο της τραχείας, τότε
στην περίπτωση αυτή ο αέρας μπαίνει και βγαίνει από το θωρακικό τοίχωμα πολύ πιο
εύκολα από ότι από την τραχεία ενισχύοντας τους προηγούμενους
παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς οι οποίοι οδηγούν σε εγκατάσταση οξείας
καρδιοαναπνευστικής ανεπάρκειας. Δηλαδή με άλλα λόγια η ένταση της κλινικής
συμπτωματολογίας στον ανοικτό πνευμοθώρακα εξαρτάται από το μέγεθος της οπής
44
που υπάρχει στο θωρακικό τοίχωμα καθώς και από την λειτουργική κατάσταση στην
οποία βρίσκονται οι πνεύμονες.
Στην κλινική εικόνα του ανοικτού πνευμοθώρακα ανήκουν η ταχύπνοια, η
ταχυκαρδία, η κυάνωση και ακόμη η πτώση της αρτηριακής πίεσης, που όλα αυτά
οδηγούν σε οξεία κυκλοφορική και αναπνευστική ανεπάρκεια. Στον ανοικτό
πνευμοθώρακα θα πρέπει να συγκλεισθεί αεροστεγώς το ανοικτό τραύμα στο
θωρακικό τοίχωμα και στην συνέχεια να τοποθετηθεί σωλήνας θωρακικής
παροχέτευσης (Bulau). Ακόμη μπορεί να απαιτηθεί διασωλήνωση του ασθενούς και
εφαρμογή μηχανικού αερισμού.
Τοποθέτηση σωλήνα θωρακικής παροχέτευσης απαιτείται και για τα άλλα δύο
είδη πνευμοθώρακα, κλειστού και βαλβιδικού. Εφόσον μέσα σε χρονικό διάστημα 7
έως 10 ημερών από την τοποθέτηση του σωλήνα της ενδοθωρακικής παροχέτευσης
(Bulau) ο πνεύμονας δεν εκπτυχθεί πλήρως, τότε μπορεί να απαιτηθεί χειρουργική
επέμβαση στο όργανο από το οποίο εξέρχεται ο αέρας και οδηγείται μέσα στην
υπεζωκοτική κοιλότητα.
49
Αφού αναπτύχθηκαν οι έννοιες της πρωτολοίμωξης, της πρωτογενούς εστίας
έλκους ενοφθαλμισμού, των τύπων του Μυκοβακτηριδίου της φυματίωσης, της
ενδογενούς λεμφοαιματικής διασποράς της λοίμωξης και της κεγχροειδούς
φυματίωσης, θα πρέπει να γίνει και μία ιδιαίτερη αναφορά στην νοσολογική οντότητα
της χρόνιας πνευμονικής φυματίωσης.
Η χρόνια πνευμονική φυματίωση απαντάται και με τους όρους δευτεροπαθής
φυματίωση των πνευμόνων ή φυματίωση από αναμόλυνση ή φυματίωση του
ενηλίκου ή απλά πνευμονική φυματίωση. Δηλαδή με τον όρο χρόνια πνευμονική
φυματίωση (ΧΠΦ) δηλώνεται η προσβολή των πνευμόνων από το Μυκοβακτηρίδιο
της φυματίωσης είτε με ενεργό είτε με λανθάνουσα πρωτολοίμωξη. Στην περίπτωση
της ΧΠΦ ο οργανισμός ανέπτυξε υπερευαισθησία και παρουσίασε ανοσολογική
μετατροπή. Αυτό σημαίνει ότι ο οργανισμός στην ΧΠΦ περιορίζει τις φυματιώδεις
βλάβες σε τοπικό επίπεδο και δεν υφίσταται ενδογενής λεμφοαιματική διασπορά,
αντίδραση όμως που έχει αντικατασταθεί με την μετατροπή της πάθησης σε χρόνια
νόσο η οποία συνοδεύεται από καταστροφή του πνευμονικού παρεγχύματος η οποία
χαρακτηρίζεται από τυροειδή νέκρωση, σπηλαιοποίηση και από έντονη ανάπτυξη
ινώδους συνδετικού ιστού ο οποίος αντικαθιστά το πνευμονικό παρέγχυμα στην φάση
της αποκατάστασης.
Συμπερασματικά, η ΧΠΦ δημιουργείται από την αναζωπύρωση προϋπαρχουσών
εστιακών μορφών φυματίωσης οι οποίες βρίσκονται υπό λανθάνουσα μορφή και
εντοπίζονται κατά κύριο λόγο στα άνω πνευμονικά πεδία. Η ανάπτυξη της ΧΠΦ
συνδέεται επίσης ισχυρά και με την πτώση του αμυντικού συστήματος του
οργανισμού. Στην ΧΠΦ εφόσον υπάρχει αναζωπύρωση των λανθανουσών εστιών,
παρατηρείται παραγωγή φυματίων τα οποία όταν υπάρξει καθυστέρηση στην έναρξη
της αντιφυματικής θεραπευτικής αγωγής αυτά συρρέουν και σχηματίζονται έτσι
εκτεταμένες βλάβες στις συγκεκριμένες περιοχές του πνεύμονα. Το επόμενο στάδιο
είναι να υπάρξει τυροειδής νέκρωση στο κέντρο των προαναφερόμενων εκτεταμένων
βλαβών. Το πνευμονικό παρέγχυμα που νεκρώνεται με τον τρόπο αυτό αποβάλλεται
και στην θέση του εγκαταλείπεται ένας κενός χώρος ο οποίος ονομάζεται φυματιώδες
σπήλαιο. Η ύπαρξη του φυματιώδους σπηλαίου είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα
της ΧΠΦ.
Η κλινική εικόνα της ΧΠΦ χαρακτηρίζεται από: 1. βήχας που γίνεται
περισσότερο έντονος και βασανιστικός παράλληλα με τον σχηματισμό των
«σπηλαίων» στο πνευμονικό παρέγχυμα; 2. απόχρεμψη η οποία είναι είτε πυώδης είτε
50
βλεννοπυώδης; 3. αιμόπτυση που μπορεί να κυμαίνεται από την αποβολή αιματηρών
πτυέλων έως και την αποβολή μεγάλης ποσότητας (έως και 1000ml) αίματος που
οδηγεί στον θάνατο. Στην περίπτωση της αποβολής μεγάλης ποσότητας αίματος, το
αίμα αυτό προέρχεται από την ρήξη ανευρυσμάτων τα οποία βρίσκονται στο τοίχωμα
των αγγείων που περιβάλλουν τα σπήλαια. Μάλιστα ο θάνατος προέρχεται από
αιμορραγική καταπληξία (αιμορραγικό shock) ή από πνιγμονή λόγω εισρόφησης
μεγάλης ποσότητας αίματος μέσα στους βρόγχους υγιών πνευμονικών περιοχών που
βρίσκονται κοντά στα πνευμονικά σπήλαια; 4. θωρακικός πόνος ο οποίος εμφανίζεται
σε φυματικές βλάβες που εντοπίζονται σε περιφερικές θέσεις του πνευμονικού
παρεγχύματος κοντά στον υπεζωκότα ο οποίος διαθέτει νευρικές απολήξεις που
ερεθίζονται και δημιουργείται έτσι το αίσθημα του πόνου. Ο πόνος παρατηρείται
στην φάση αποκατάστασης της νόσου όπου λαμβάνει χώρα ρίκνωση και έλξη των
συμφύσεων που δημιουργήθηκαν κατά την εξέλιξη της πάθησης, με αποτέλεσμα να
έλκεται και ο υπεζωκότας και να εμφανίζεται ο πόνος; 5. δύσπνοια η οποία
παρατηρείται σε εκτεταμένες μορφές της ΧΠΦ οι οποίες συνοδεύονται και από
πυρετό ιδιαίτερα όταν η νόσος επιπλέκεται και με πνευμοθώρακα. Η δύσπνοια επίσης
μπορεί να οφείλεται και στην ανάπτυξη εκτεταμένων ινώσεων που παρατηρούνται
στην φάση της αποκατάστασης της νόσου. Οι ινώσεις που προαναφέρθηκαν
περιορίζουν σε έκταση το υγιές πνευμονικό παρέγχυμα το οποίο εναπομένει, γεγονός
το οποίο οδηγεί στην εμφάνιση αναπνευστικής ανεπάρκειας; 6. κυάνωση ; 7. ρίκνωση
του ημιθωρακίου στο οποίο εντοπίζεται η νόσος.
Αναφέρεται πως η κυάνωση και η ρίκνωση του ημιθωρακίου είναι ευρήματα της
κλινικής εικόνας της ΧΠΦ τα οποία γίνονται αντιληπτά με την επισκόπηση.
55
10. Πνευμονική Εμβολή (ΠΕ): με τον όρο αυτό αποδίδεται το σύνολο των
κλινικών εκδηλώσεων οι οποίες προκαλούνται εξαιτίας της αιφνίδιας απόφραξης της
πνευμονικής αρτηρίας ή των κλάδων αυτής. Η προαναφερόμενη απόφραξη οφείλεται
σε θρόμβο ο οποίος προέρχεται από το φλεβικό δίκτυο των κάτω άκρων, ή της
πυέλου ή από τις δεξιές καρδιακές κοιλότητες. Οι παράγοντες που προδιαθέτουν στην
δημιουργία των θρόμβων είναι οι εξής: 1. η φλεβική στάση, 2. η υπερπηκτικότητα
του αίματος και 3. ανωμαλίες στο ενδοθήλιο του αγγειακού τοιχώματος.
Η μεγάλη ηλικία, η κατάκλιση στο κρεβάτι για μεγάλο χρονικό διάστημα, η
ακινησία των κάτω άκρων, η καρδιακή ανεπάρκεια, η παχυσαρκία, οι χειρουργικές
επεμβάσεις στην πύελο και στην κοιλιακή χώρα, το έμφραγμα στην δεξιά κοιλία, η
κολπική μαρμαρυγή, η περίοδος μετά από τον τοκετό, η χρησιμοποίηση
αντισυλληπτικών φαρμάκων, τα κατάγματα στα κάτω άκρα καθώς και τα
νεοπλάσματα είναι καταστάσεις που προδιαθέτουν ακόμη περισσότερο στην
δημιουργία των θρόμβων.
Από πλευράς παθοφυσιολογίας, η πνευμονική εμβολή προκαλεί εγκατάσταση
καρδιογενούς καταπληξίας ως προς την λειτουργία της δεξιάς κοιλίας. Πιο
συγκεκριμένα, στην πνευμονική εμβολή επέρχεται απόφραξη της πνευμονικής
αγγειακής κοίτης, λόγω του φλεβικού θρόμβου που εγκαθίσταται στην πνευμονική
αγγειακή κοίτη, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το μεταφορτίο της δεξιάς κοιλίας
δηλαδή να αυξάνονται οι αντιστάσεις τις οποίες θα πρέπει να υπερνικήσει η δεξιά
κοιλία για να προωθήσει το φλεβικό αίμα που αυτή περιέχει προς την πνευμονική
αρτηρία. Η αύξηση στο μεταφορτίο της δεξιάς κοιλίας προκαλεί με την σειρά της και
αύξηση των πιέσεων που επικρατούν μέσα στην δεξιά κοιλία με αποτέλεσμα αυτή να
διατείνεται και να επέρχεται και ανεπάρκεια στην τριγλώχινα βαλβίδα λόγω ατελούς
συγκλείσεώς της κατά την φάση της διαστολής της δεξιάς κοιλίας. Στην συνέχεια η
αυξημένη πίεση που επικρατεί μέσα στην δεξιά κοιλία μεταφέρεται και προς τα πίσω
δηλαδή και προς τον δεξιό κόλπο και τελικά επικρατεί οξεία κάμψη της δεξιάς
κοιλίας. Τονίζεται πως όταν η δεξιά κοιλία είναι φυσιολογική τότε προκειμένου να
υπάρξει αύξηση του μεταφορτίου της δεξιάς κοιλίας θα πρέπει να αποφραχθεί η
πνευμονική αγγειακή κοίτη σε έκταση μεγαλύτερη από το 25%, επί της συνολικής
εκτάσεως την οποία καταλαμβάνει η πνευμονική αγγειακή κοίτη. Εφόσον όμως η
δεξιά κοιλία εμφανίζει ήδη επιβαρυμένη λειτουργία, τότε ακόμη και με απόφραξη
ενός ή δύο μικρών κλάδων της πνευμονικής αρτηρίας επέρχεται η ίδια ακριβώς
αιμοδυναμική επιβάρυνση η οποία μπορεί να επέλθει με την απόφραξη από τον
56
φλεβικό θρόμβο έκτασης 25% επί της συνολικού εμβαδού της πνευμονικής αγγειακής
κοίτης.
Η κλινική εικόνα της πνευμονικής εμβολής εξαρτάται από το μέγεθος της
απόφραξης της ροής του φλεβικού αίματος στην πνευμονική αρτηρία. Ανάλογα με το
«μέγεθος» της μείωσης της φλεβικής ροής στην πνευμονική αρτηρία, η πνευμονική
εμβολή διακρίνεται στις παρακάτω μορφές:
1. μικρή πνευμονική εμβολή,
2. οξεία μαζική πνευμονική εμβολή,
3. υποξεία μαζική πνευμονική εμβολή και
4. χρόνια πνευμονική εμβολή.
Η κλινική εικόνα για την κάθε μία από τις προαναφερόμενες μορφές,
διαφοροποιείται ως ακολούθως:
1. Μικρή πνευμονική εμβολή: στην περίπτωση αυτή τα έμβολα είναι μικρά,
σπάνια προκαλούν απόφραξη στα πνευμονικά αρτηριακά αγγεία και διαλύονται από
μόνα τους. Τα κλινικά συμπτώματα είναι βήχας, πλευριτικός πόνος, αιμόπτυση,
δύσπνοια, ταχύπνοια, πυρετός και τέλος διόγκωση με ευαισθησία και πόνο στην
περιοχή της γαστροκνημίας όταν η προέλευση των εμβόλων είναι το εν τω βάθει
φλεβικό δίκτυο των κάτω άκρων.
2. Οξεία μαζική πνευμονική εμβολή: στην περίπτωση αυτή αποφράσσεται το
50% η και περισσότερο του πνευμονικού αρτηριακού δικτύου. Τα κλινικά
συμπτώματα είναι κυάνωση, δύσπνοια, αιμόπτυση, πόνος πίσω από το στέρνο,
λιποθυμία και schock ή καρδιακή ανακοπή. Τα 2 / 3 των ασθενών καταλήγουν εντός
των δύο πρώτων ωρών από την οξεία μαζική εισβολή του φλεβικού θρόμβου.
3. Υποξεία μαζική πνευμονική εμβολή: στην περίπτωση αυτή η κλινική εικόνα
δεν είναι έντονη και πολλές φορές μπορεί να διαφύγει της προσοχής του ιατρού. Τα
κλινικά συμπτώματα είναι βήχας και ελαφρά δύσπνοια του ασθενή. Στην υποξεία
μαζική πνευμονική εμβολή η διάγνωση μπορεί να καθυστερήσει και να τεθεί ακόμη
και μετά πάροδο δύο εβδομάδων ύστερα από το οξύ επεισόδιο.
4. Χρόνια πνευμονική εμβολή: στην περίπτωση αυτή λαμβάνει χώρα διαρκής
παρουσία εμβολικών επεισοδίων, δηλαδή συνεχείς αποφράξεις μικρών πνευμονικών
αρτηριακών αγγείων, τα οποία οδηγούν σε μία συνεχή αύξηση του μεταφορτίου της
δεξιάς κοιλίας, δηλαδή της πιέσεως που επικρατεί στο εσωτερικό του στελέχους της
πνευμονικής αρτηρίας οπότε μιλάει κανείς για εγκατάσταση χρόνιας πνευμονικής
57
υπέρτασης. Η κλινική εικόνα της χρόνιας πνευμονικής εμβολής χαρακτηρίζεται από
κυάνωση, έντονη δύσπνοια, ανάπτυξη περιφερικών οιδημάτων (δηλαδή κυρίως στα
άκρα) και ασκίτη (ανάπτυξη υγρού στην περιτοναϊκή κοιλότητα).
Με τον όρο «καρκίνος του πνεύμονα» εννοούμε τους όγκους που αναπτύσσονται
στους βρόγχους οι οποίοι διακλαδίζονται μέσα στους πνεύμονες (πρόκειται για
ανάπτυξη νεοπλασίας στο βρογχικό δένδρο από το επίπεδο των λοβαίων βρόγχων και
κάτω) ενώ ο πνευμονικός καρκίνος ονομάζεται και βρογχοπνευμονικός καρκίνος.
1913: έγινε η πρώτη επιτυχής ιστολογική διάγνωση καρκίνου του πνεύμονα.
1920: έγινε η πρώτη επιτυχής λήψη βιοψίας πνεύμονα με καρκίνο με
βρογχοσκόπηση.
1933: έγινε η πρώτη επιτυχημένη πνευμονεκτομή από τον Graham.
Παράγοντες που επιδρούν στην αύξηση των κρουσμάτων του καρκίνου του
πνεύμονα είναι: η μόλυνση του ατμοσφαιρικού αέρα, το κάπνισμα, το ιστορικό των
πνευμονικών νοσημάτων ( π.χ. βρογχεκτασίες, σαρκοείδωση, διάχυτη πνευμονική
ίνωση, σκληρόδερμα), η ακτινοβολία (π.χ. ιατροί ακτινολόγοι, ακτινοθεραπευτές),
γενετικοί και ανοσολογικοί παράγοντες.
Ο βρογχογενής πνευμονικός καρκίνος προέρχεται από διαταραχή στα βασικά
κύτταρα του βρογχικού επιθηλίου. Προσβάλλει σε ποσοστό 50-60 φορές περισσότερο
τον δεξιό πνεύμονα. Επίσης όγκοι του πνευμονικού ιστού που είναι ευμεγέθεις και
βρίσκονται περιφερικά, δηλαδή σχετικά μακριά από τις πύλες του πνεύμονα,
εμφανίζουν το χαρακτηριστικό να τήκονται στο κέντρο τους και να δημιουργούνται
με τον τρόπο αυτό κοιλότητες οι οποίες μπορεί να γεμίζουν με πύον και με
νεκρώματα ιστών που προκαλούν υψηλό πυρετό και αίσθημα κακουχίας (πρόκειται
για τα πνευμονικά κακοήθη αποστήματα).
61
βραχιόνιο πλέγμα και μπορεί αυτό να εκληφθεί σαν αρθρίτιδα και να χαθεί έτσι
πολύτιμος διαγνωστικός και θεραπευτικός χρόνος.
Οι καρκίνοι που αναπτύσσονται κεντρικά στο πνεύμονα προσβάλλουν κυρίως
τα όργανα του μεσοθωρακίου. Οι μεταστάσεις που προκαλεί ο πνευμονικός καρκίνος
γίνονται μέσω του κυκλοφορικού συστήματος και είναι αιματογενείς ή λεμφογενείς.
Πιο συχνές (72%) είναι οι λεμφογενείς μεταστάσεις, με πολύ γρηγορότερο χρόνο
ανάπτυξης. Πολύ εύκολα προσβάλλονται τα λεμφογάγγλια που υπάρχουν στις
μασχάλες και στους βουβώνες. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικό και επικίνδυνο γνώρισμα
του καρκίνου του πνεύμονα που αφορά στον αριστερό κάτω λοβό είναι ότι όταν
έχουν προσβληθεί και τα λεμφογάγγλια του αριστερού κάτω λοβού, τότε αυτά δίνουν
ταχύτατες μεταστάσεις και στον δεξιό κάτω λοβό.
Τα κλινικά συμπτώματα στον καρκίνο του πνεύμονα είναι:
Βράγχος φωνής το οποίο οφείλεται σε διήθηση του παλίνδρομου λαρυγγικού
νεύρου. Στον καρκίνο του πνεύμονα παρατηρούνται επίσης από τον θώρακα τα εξής:
ατελεκτασία, πλευρίτιδα, πνευμονίτιδα, εισπνευστικός συριγμός και διάταση
συνήθως της άνω κοίλης φλέβας την οποία διηθεί ο καρκίνος πνευμονικός κυρίως της
κορυφής του δεξιού πνεύμονα.
Στον καρκίνο του πνεύμονα εμφανίζονται και τα λεγόμενα
παρανεοπλασματικά σύνδρομα. Τα παρανεοπλασματικά σύνδρομα είναι εκδηλώσεις
κλινικών συμπτωμάτων σε σημεία του οργανισμού εκτός θώρακος σε ασθενείς οι
οποίοι μπορεί να πάσχουν είτε από σπλαχνικό είτε από βρογχοπνευμονικό καρκίνο.
Τα παρανεοπλασματικά σύνδρομα εκδηλώνουν συμπτωματολογία όχι εκείνη που
εκδηλώνει ο βρογχοπνευμονικός ή ο σπλαγχινικός καρκίνος, αλλά συμπτωματολογία
τελείως διαφορετική. Για να εμφανιστούν παρανεοπλασματικά σύνδρομα θα πρέπει ο
πνευμονικός καρκίνος να βρίσκεται σε λανθάνουσα μορφή και η διαγνωστική αξία
των παρανεοπλασματικών συνδρόμων έγκειται στο γεγονός ότι αυτά όταν
εκδηλώσουν κλινική συμπτωματολογία διεγείρουν σε μεγάλο βαθμό την κλινική
υποψία για ανάπτυξη πρωτοπαθούς πνευμονικού όγκου ο οποίος έτσι μπορεί να
διαγνωστεί πολύ πιο έγκαιρα και πριν να δοθούν μεταστάσεις.
Τα παρανεοπλασματικά σύνδρομα που θα πρέπει να κινητοποιήσουν την
προσοχή και την υποψία για πιθανή ύπαρξη πρωτοπαθούς πνευμονικού όγκου είναι
τα παρακάτω:
1. Υπερέκκριση ACTH εξαιτίας της υπερλειτουργίας του φλοιού των
επινεφριδίων.
62
2. Υπερέκκριση Αντιδιουρητικής ορμόνης (ADH)
3. Γυναικομαστία
4. Υπερκαλιαιμία (η φυσιολογική τιμή του Καλίου είναι 4-5 χιλιοϊστοϊσοδύναμα
ανά λίτρο (mEq/L))
5. Μελάνωση στο δέρμα.
6. Πληκτροδακτυλία (είναι ανώδυνη διόγκωση των τελικών φαλάγγων στα άνω
και στα κάτω άκρα που παίρνουν τελικά την όψη πλήκτρου τυμπάνου. Το
χρώμα των ονύχων είναι συνήθως κυανό)
7. Υπερτροφική οστεοαρθροπάθεια (πρόκειται για επώδυνη φλεγμονώδη
διόγκωση των αρθρώσεων του καρπού και του γόνατος).
8. Πολυερυθραιμία (πάνω από 52% αιματοκρίτης)
9. Εωσινοφιλία ή Ηωσινοφιλία
10. Λευχαιμία μυελογενής
64
ΝΟΣΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΙΜΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ:
1. Σιδηροπενική αναιμία
2. Μεγαλοβλαστική αναιμία
3. Απλαστική αναιμία
4. Αιμολυτική αναιμία (συμπεριλαμβανομένων των δρεπανώσεων)
5. Διαταραχές λευκοκυττάρων (ουδετερόφιλη, λευκοκυττάρωση, ηωσινοφιλία,
λεμφοκυττάρωση, μονοπυρήνωνη, ουδετεροπενία)
6. Χρόνια μυελογενής λευχαιμία
7. Οξεία λευχαιμία
8. Πολλαπλούν μυέλωμα
9. Νόσος Hodgkin (λεμφώματα)
ΤΥΠΟΙ ΑΝΑΙΜΙΑΣ: Οι αναιμίες διακρίνονται στα παρακάτω είδη: α)
ορθόχρωμη/ορθοκυτταρική, β) υπόχρωμη/ μικροκυτταρική γ) μακροκυτταρική
Α) στην ορθόχρωμη αναιμία παρατηρείται φυσιολογικό MCV+MCH. Σε αυτές
ανήκουν οι αναιμίες εκείνες που δημιουργούνται από χρόνιες παθήσεις, από
νεοπλασίες, από νεφρική ανεπάρκεια καθώς και η απλαστική αναιμία.
Β) στις υπόχρωμες αναιμίες παρατηρούνται χαμηλές τιμές για το MCV+MCH.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα υπόχρωμων αναιμιών είναι η σιδηροπενική αναιμία, η
θαλασσαιμία και η σιδηροβλαστική αναιμία.
Γ) Αναφορικά με τις μακροκυτταρικές αναιμίες παρατηρείται αυξημένη τιμή στο
MCV. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μακροκυτταρικής αναιμίας είναι η
μεγαλοβλαστική αναιμία. Επίσης, παθολογικές καταστάσεις όπως είναι η
δικτυοερυθροκυττάρωση, ο αλκοολισμός, ο υποθυρεοειδισμός, θεραπείες στις οποίες
χρησιμοποιούνται κυτταροτοξικά φάρμακα, όλα αυτά μπορεί να οδηγήσουν στην
εμφάνιση μακροκυτταρικής αναιμίας.
1) ΣΙΔΗΡΟΠΕΝΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ:
Η έλλειψη σιδήρου (Fe) αποτελεί τη συχνότερη αιτία αναιμίας σε όλο τον κόσμο. Η
σιδηροπενική αναιμία προκαλείται συνήθως από τον συνδυασμό της ανεπαρκούς
πρόσληψης του σιδήρου καθώς και από την υπέρμετρη απώλειά του. Παρατηρείται
συνήθως στις γυναίκες πριν την εμμηνόπαυση καθώς και στα παιδιά.
65
Οι καθημερινές ανάγκες του οργανισμού σε σίδηρο είναι 1mgγια τους άντρες και
2mg για τις γυναίκες. Στις ανεπτυγμένες χώρες του δυτικού κόσμου η καθημερινή
διατροφή συμπεριλαμβάνει από 15-20mg εκ των οποίων απορροφάται μόνο το 10%.
Η έλλειψη σιδήρου χαρακτηρίζεται ως σιδηροπενία. Σε σοβαρού βαθμού σιδηροπενία
προκαλούνται αλλοιώσεις στους ιστούς. Τέτοιες χαρακτηριστικές αλλοιώσεις είναι η
ατροφία του βλεννογόνου της γλώσσας και η ατροφία του βλεννογόνου του
στομάχου. Η ατροφία του βλεννογόνου του στομάχου επιφέρει μειωμένη γαστρική
έκκριση, η οποία επανέρχεται σε φυσιολογικά επίπεδα όταν αποκατασταθεί η
σιδηροπενία.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ: Ατονία, δύσπνοια, εύθρυπτα νύχια, γλωσσίτιδα, ανώδυνες
ραγάδες στις γωνίες του στόματος και δυσφαγία (πόνος στην κατάποση). Ακόμη,
μπορεί να υπάρξουν σπληνομεγαλία και ωχρότητα δέρματος.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ: 1. Ελάττωση της αιμοσφαιρίνης
2. χαμηλός σίδηρος ορού
3. ερυθρά αιμοσφαίρια που είναι μικρά σε μέγεθος (μικροκύτταρα) ενώ συγχρόνως
εμφανίζουν ποικιλοκυττάρωση (διαφορές στο σχήμα των ερυθρών) και
ανισοκυττάρωση (διαφορές στο μέγεθος των ερυθρών).
4. ελάττωση της φεριτίνης του ορού
5. εξαφάνιση ή ελάττωση των κοκκίων σιδήρου απ’ τον μυελό των οστών, ο οποίος
μπορεί να εμφανίσει υπερπλασία.
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ:
Άλλες αναιμίες οι οποίες είναι υπόχρωμες και δημιουργούν παρόμοια συμπτώματα με
την σιδηροπενική αναιμία χωρίς όμως να είναι σιδηροπενική αναιμία είναι οι εξής: η
θαλασσαιμία (κυρίως η ελάσσων μορφή της), η σιδηροβλαστική αναιμία καθώς και η
αναιμία των χρόνιων παθήσεων.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ:
Η θεραπεία της σιδηροπενικής αναιμίας έχει 2 κατευθύνσεις: η πρώτη είναι η
αποκατάσταση των αποθεμάτων του σιδήρου με σκοπό τη διόρθωση της αναιμίας και
η δεύτερη είναι η διόρθωση και η θεραπεία των πιθανών βλαβών από το
γαστρεντερικό σύστημα. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις που μπορεί βοηθητικά να
γίνουν μεταγγίσεις συμπυκνωμένων ερυθρών.
ΑΙΤΙΕΣ ΕΛΑΤΤΩΜΕΝΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΕΡΥΘΡΟΚΥΤΤΑΡΩΝ:
1. Ανεπαρκής σύνθεση αιμοσφαιρίνης η οποία προκαλείται από έλλειψη σιδήρου,
από θαλασσαιμία καθώς και από σιδηροβλαστική αναιμία.
66
2. Ανεπαρκής σύνθεση DNA
3. Από μεγαλοβλαστική αναιμία που οφείλεται σε έλλειψη Β12, σε έλλειψη φυλλικού
οξέος καθώς και σε άλλα σπάνια αίτια.
4. Από ανεπάρκεια ή από διήθηση του μυελού των οστών όπως συμβαίνει στην
απλαστική αναιμία, στο μυέλωμα, στις λευχαιμίες, στα λεμφώματα και στα
καρκινώματα.
5. Σε υποθυρεοειδισμό και σε έλλειψη της ερυθροποιητίνης που εμφανίζεται στη
νεφρική ανεπάρκεια.
Εκτός των όσων προαναφέρθηκαν ελάττωση στον αριθμό των ερυθροκυττάρων
προκαλείται από την αιμόλυση και από την χρόνια απώλεια αίματος. Τονίζεται ότι η
χρόνια απώλεια αίματος προκαλεί σιδηροπενική αναιμία.
2) ΜΕΓΑΛΟΒΛΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ
Η μεγαλοβλαστική αναιμία οφείλεται σε ελαττωματική σύνθεση του DNA. Η
σύνθεσή του είναι ελαττωματική εάν υπάρχει είτε έλλειψη Β12 είτε έλλειψη
φυλλικού οξέος. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα από τον μυελό των οστών όταν
υπάρχει μεγαλοβλαστική αναιμία είναι ότι εμφανίζονται πρόδρομες μορφές
ερυθροκυττάρων τα οποία παρουσιάζουν μεγάλους πυρήνες και διαταραχές στη
χρωματίνη.
Η έλλειψη της Β12 καθώς και του φυλλικού οξέος επηρεάζει τη σύνθεση του DNA
και τα αποτελέσματα αυτής της επίδρασης είναι ιδιαίτερα αισθητά σε όλα α κύτταρα
των ιστών που πολλαπλασιάζονται γρήγορα. Τέτοια κύτταρα είναι τα κύτταρα στο
μυελό των οστών, τα επιθηλιακά κύτταρα καθώς και τα κύτταρα των γεννητικών
αδένων. Ακόμη, η έλλειψη Β12 προσβάλλει το ΚΝΣ.
Οι πηγές του φυλλικού οξέος είναι τα φρέσκα πράσινα λαχανικά, η ζύμη και το ήπαρ.
Το φυλλικό οξύ απορροφάται στο λεπτό έντερο, χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερη θέση
απορρόφησης στο εσωτερικό των τοιχωμάτων του λεπτού εντέρου. Η μέση ημερήσια
πρόσληψη του φυλλικού οξέος είναι 400mg εκ των οποίων χρησιμοποιούνται για τις
ανάγκες του οργανισμού 100mg/ημέρα. Η τιμή του φυλλικού οξέος είναι
αλληλένδετη και εξαρτάται από την τιμή που έχει η Β12.
Η Β12 αποτελείται από μια ομάδα ουσιών που λέγονται κοβαλαμίνες. Από όλες τις
κοβαλαμίνες η πλέον ενδιαφέρουσα είναι η μεθυλοκοβαλαμίνη. Σε θεραπευτικές
ανάγκες του οργανισμού χρησιμοποιείται η υδροξυκοβαλαμίνη. Για την απορρόφηση
67
της Β12 από τον οργανισμό απαιτείται και η συνεργασία μιας ουσίας η οποία
ονομάζεται ενδογενής παράγοντας ή παράγοντας Castle (IntrinsicFactor, IF).
Ο ενδογενής παράγοντας εκκρίνεται από τα κύτταρα του θόλου του στομάχου. Το
σύμπλεγμα IFκαι Β12 απορροφάται από ειδικούς υποδοχείς που βρίσκονται στον
τελικό ειλεό. Η μέση ημερήσια πρόσληψη της Β12 ανέρχεται σε 100μg, ενώ οι
ημερήσιες ανάγκες σε Β12 ανέρχονται σε 2μg. Τα αποθέματα της Β12 στον
οργανισμό ανέρχονται σε 2-4μg και υπάρχουν στο ήπαρ.
Η χρόνια έλλειψη της Β12 οδηγεί στην εμφάνιση μεγαλοβλαστικής αναιμίας η οποία
είναι μια κακοήθης αναιμία που αποδίδεται στην έλλειψη του ενδογενούς παράγοντα
εξαιτίας υπάρχουσας ανοσολογικής βλάβης στον γαστρικό βλεννογόνο.
Η κακοήθης μεγαλοβλαστική αναιμία έχει την τάση να είναι νόσος κληρονομικού
χαρακτήρα που συνοδεύει και άλλες παθήσεις με ανοσολογικό υπόστρωμα όπως είναι
ο υποθυρεοειδισμός, η ρευματοειδής αρθρίτιδα και ο σακχαρώδης διαβήτης. Στους
ασθενείς με κακοήθη μεγαλοβλαστική αναιμία, μπορεί να υπάρχουν στον ορό του
αίματος αντιθυρεοειδικά αντισώματα και επίσης αντισώματα έναντι των κυττάρων
του γαστρικού βλεννογόνου.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ:
Η κλινική εικόνα της κακοήθους μεγαλοβλαστικης αναιμίας χαρακτηρίζεται από τα
συμπτώματα της αναιμίας της ίδιας όπως ζάλη, αδυναμία και καταβολή δυνάμεων.
Επίσης, μπορεί να υπάρχει επώδυνη γλωσσίτιδα, υπαισθησία και αιμωδίες στα άνω
και κάτω άκρα. Μπορεί ακόμη να υπάρχουν αστάθεια στο βάδισμα, θάμβος οράσεως
και ψυχικές διαταραχές όπως είναι η κατάθλιψη, η σύγχυση και οι ψευδαισθήσεις. Ο
ασθενής μπορεί ακόμα να παρουσιάσει πυρετό, ελαφρύ ίκτερο, ο οποίος οφείλεται
στην αιμόλυση και την ατελή παραγωγή των ερυθροκυττάρων, ενώ μπορεί ακόμη να
παρατηρηθούν λεύκη και σπληνομεγαλία. Στα κλινικά συμπτώματα προστίθεται η
περιφερική νευρίτιδα, η απώλεια της εν τω βάθει αισθητικότητας, η σπαστική
παραπληγία και η άνοια.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ:
1. Η γενική αίματος δείχνει πολύ χαμηλή τιμή αιμοσφαιρίνης (3g/dl), αλλά όμως στις
αρχόμενες μορφές της κακοήθους μεγαλοβλαστικής αναιμίας, η αιμοσφαιρίνη μπορεί
να είναι φυσιολογική. Στο περιφερικό αίμα εμφανίζονται μακροκύτταρα τα οποία
έχουν σχήμα ωοειδές. Η τιμή της MCV (Μέσος Όγκος Ερυθρών) είναι υψηλή περί τα
100fl και σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να φτάσει >130fl. (ΦΤ: 82-83fl)
68
2. Στο περιφερικό αίμα τα ερυθρά εκτός από την μακροκυττάρωση, δηλ. την
εμφάνιση ωοειδούς σχήματος, θα παρουσιάζουν επίσης ανισοκυττάρωση και
ποικιλοκυττάρωση. Μπορεί επίσης στο περιφερικό αίμα να παρατηρηθούν
λευκοπενία και θρομβοπενία (ελαττωμένος αριθμός αιμοπεταλίων). Επίσης,
ευρήματα μπορεί να υπάρξουν και στα πολυμορφοπύρηνα λευκοκύτταρα στα οποία ο
πυρήνας ενώ συνήθως έχει 2-3 λόβια, αυτά μπορεί να υπερβούν ακόμη και τα 6.
3. Η τιμή της Β12 στον ορό θα βρεθεί είτε χαμηλή είτε στα χαμηλότερα φυσιολογικά
όρια, ενώ εφόσον ο ασθενής εμφανίζει και νευρολογικές επιπλοκές, τότε η τιμή της
Β12 θα είναι πολύ χαμηλή.
4. Επηρεάζονται τόσο η βασική όσο και η μέγιστη γαστρική οξύτητα και το pH του
στομάχου δεν πέφτει <6.
5. Πολύ βασική είναι η ακτινολογική εξέταση του πεπτικού συστήματος προκειμένου
να αποκλειστούν άλλες αιτίες έλλειψης της Β12 και συχνά ο στόμαχος παρουσιάζει
εκδηλώσεις ατροφίας του βλεννογόνου του, δηλ. εμφανίζεται σαν γυμνός ή
σωληνοειδής στόμαχος.
Οι ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ που εμφανίζονται στην κακοήθη μεγαλοβλαστική αναιμία είναι η
υποξία καθώς και η εκφύλιση του νωτιαίου μυελού. Μπορεί ακόμη να παρατηρηθεί
και καρκίνος του στομάχου.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ:
Η θεραπεία της κακοήθους μεγαλοβλαστικής αναιμίας είναι η χορήγηση Β12 με τη
μορφή της υδροξυκοβαλαμίνης. Συνήθως, η θεραπεία αρχίζει με μεγάλη δοσολογία,
δηλ. με 6 ενέσεις του 1mg που γίνονται με ρυθμό 1 ένεση κάθε δεύτερη μέρα
ιδιαίτερα αν υπάρχει νευρολογική συμμετοχή. Στη συνέχεια, χορηγούνται 250μg Β12
σε ενέσιμη μορφή ενδομυϊκά και για μια φορά το μήνα αλλά σε όλη τη διάρκεια της
ζωής. Θα πρέπει σε όλη τη διάρκεια της ζωής να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στη
διατήρηση των ηλεκτρολυτών ιδιαίτερα του καλίου ενώ μπορεί καμιά φορά να
απαιτηθεί και η μετάγγιση συμπυκνωμένων ερυθρών.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η θεραπεία της κακοήθους μεγαλοβλαστικής αναιμίας να γίνεται
μόνο με φυλλικό οξύ διότι υπάρχει κίνδυνος να ελαττωθεί η στάθμη του Β12 στον
ορό και να προκληθούν νευρολογικές βλάβες.
Οι ασθενείς με κακοήθη μεγαλοβλαστική αναιμία θα πρέπει να παρακολουθούνται
συχνά, διότι υπάρχει κίνδυνος ανάπτυξης μυξοιδήματος.
69
3) ΑΙΜΟΛΥΤΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ
Αιμολυτική είναι η αναιμία εκείνη στην οποία παρατηρείται ότι ελαττώνεται ο χρόνος
ζωής των ερυθρών που φυσιολογικά ανέρχεται από 100-120 ημέρες. Η αιμολυτική
αναιμία οφείλεται σε πρόωρη καταστροφή του αριθμού των ερυθροκυττάρων, η
οποία δεν μπορεί να αντισταθμιστεί από τα καινούρια ερυθρά που ο μυελός παράγει.
Η πρόωρη καταστροφή των ερυθροκυττάρων οφείλεται σε ενδογενείς διαταραχές των
ερυθρών, αλλά μπορεί να οφείλεται και σε παράγοντες που δεν σχετίζονται με τα
ερυθρά αιμοσφαίρια όπως είναι τα αντισώματα. Ακόμη, σε όλα τα είδη των
αιμολυτικών αναιμιών παρατηρείται δικτυοερυρθοκυττάρωση (δηλ. αύξηση του
αριθμού των δικτυοερυθροκυττάρων, τα οποία είναι η τελευταία μορφή της εξέλιξης
του ερυθρού αιμοσφαιρίου πριν αυτό εισέλθει ως ώριμο απύρηνο ερυθρό
αιμοσφαίριο στο περιφερικό αίμα, προερχόμενο από τον μυελό των οστών. Ο
αυξημένος αριθμός των δικτυοερυθροκυττάρων δηλώνει αυξημένη προσπάθεια
παραγωγής ερυθρών αιμοσφαιρίων από τον μυελό των οστών). Σε ορισμένες μορφές
αιμολυτικής αναιμίας, μπορεί να υπάρχουν και μορφολογικές ανωμαλίες όπως
σφαιροκύτταρα, καθώς επίσης και κομματιασμένα ερυθρά που ονομάζονται
σχιστοκύτταρα.
Η καταστροφή των ερυρθοκυττάρων μπορεί να συμβεί είτε στο δικτυοενδοθηλιακό
σύστημα οπότε ονομάζεται εξωαγγειακή αιμόλυση, είτε πιο σπάνια, μέσα στα αγγεία
οπότε ονομάζεται ενδοαγγειακή αιμόλυση.
Στην ενδοαγγειακή αιμόλυση απελευθερώνεται μέσα στο πλάσμα η αιμοσφαιρίνη η
οποία συνδέεται με μια πρωτεΐνη μεταφοράς που λέγεται απτοσφαιρίνη και
μεταφέρεται στο δικτυοενδοθηλιακό σύστημα. Όταν κορεσθούν οι απτοσφαιρίνες,
τότε η αιμοσφαιρίνη συνδέεται με την λευκωματίνη, με αποτέλεσμα να σχηματίζεται
μεθαιμο-λευκωματίνη η οποία εμφανίζεται στα ούρα.
Συμπερασματικά, στην ενδοαγγειακή αιμόλυση παρατηρούνται αιμοσφαιριναιμία,
μεθαιμολευκωματιναιμία και ελάττωση ή ακόμη και εξαφάνιση των απτοσφαιρινών,
αιμοσφαιρινουρία και αιμοσιδηρινουρία.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ:
Στην αιμολυτική αναιμία εμφανίζεται ίκτερος, ο οποίος συνήθως είναι ελαφρύς,
αιμοσφαιρινουρία, πόνοι στην άνω κοιλιακή χώρα, εξαιτίας χολολιθίασης, εξέλκωση
των κνημών, πόνοι από τα οστά, ωχρότητα και σπληνομεγαλία.
ΑΙΤΙΑ ΑΙΜΟΛΥΤΙΚΗΣ ΑΝΑΙΜΙΑΣ:
70
1) Συγγενείς ανωμαλίες των ερυθροκυττάρων όπως είναι η συγγενής
σφαιροκυττάρωση, η συγγενής ελλειπτοκυττάρωση, ελαττωματική παραγωγή
ενζύμων από τον οργανισμό, όπως είναι η έλλειψη της σταφυλικής κινάσης, η
έλλειψη της γλυκοζο-6-φωσφορικής αδυδρογονάσης (G6PD) καθώς και η
ελαττωματική αιμοσφαιρίνη. Ελαττωματική αιμοσφαιρίνη (Hb) είναι οι S, C,
P(υπάρχουν 3 είδη παθολογικών αιμοσφαιρινών)
2) Αίτιες επίκτητης αιμολυτικής αναιμίας: αυτοάνοση αιμολυτική αναιμία, ισοάνοση
αιμολυτική αναιμία, (δηλ. αναιμία που προκύπτει από μετάγγιση ασύμβατου αίματος)
αιμολυτική νόσος των νεογνών, ελονοσία, σηψαιμίες, φάρμακα και χημικές ουσίες,
ηπατοπάθειες, τεχνητές καρδιακές βαλβίδες, υπερσπληνισμός, μικροαγγειοπαθητική
αιμολυτική αναιμία, κακοήθη νεοπλάσματα κ.α.
G6PD
Η έλλειψη του G6PDαποτελεί πλέον μια από τις πιο συχνές γενετικές διαταραχές
στον κόσμο, ενώ παρατηρείται κυρίως σε νέγρους και σε ανθρώπους μεσογειακών
και ανατολικών λαών. Η έλλειψη του G6PD κληρονομείται με τον φυλοσύνδετο
χαρακτήρα και γίνεται κλινικά φανερή στους άνδρες και στις ομόζυγες γυναίκες. Η
G6PD είναι ένζυμο της μεταβολικής οδού της φωσφορικής πεντόξης.
Η μεταβολική οδός της φωσφορικής πεντόζης αποτελεί τον κύριο προστατευτικό
μηχανισμό των ερυθροκυττάρων απέναντι στους διάφορους οξειδωτικούς
παράγοντες. Όταν απουσιάζει η G6PD, τότε η αιμόλυση προκαλείται που παθαίνουν
οι συστατικές ουσίες των ερυθροκυττάρων, συμπεριλαμβανομένης και της
αιμοσφαιρίνης.
Το αποτέλεσμα αυτής της οξείδωσης είναι η δημιουργία μεθαιμοσφαιρίνης καθώς και
η δημιουργία σωματιδίων Heinz.
Τα σωματίδια του Heinz δεν είναι παρά ιζήματα της οξειδωμένης αιμοσφαιρίνης.
Αποθηκεύονται στον σπλήνα και όταν απομακρυνθούν από αυτόν και εισέλθουν στην
κυκλοφορία τότε προκαλούν βλάβες στη μεμβράνη των ερυθρών και επέρχεται
αιμόλυση.
Τα περισσότερα άτομα τα οποία πάσχουν από έλλειψη του ενζύμου G6PD είναι
ασυμπτωματικά μέχρι τη χρονική στιγμή κατά την οποία θα εκτεθούν στην επίδραση
είτε οξειδωτικών φαρμάκων, είτε χημικών ουσιών, οπότε μπορεί να παρατηρηθεί
βαριά αιμόλυση η οποία συνήθως υποχωρεί από μόνη της. Τέτοιες οξειδωτικές ουσίες
είναι τα φάρμακα κατά της ελονοσίας, όπως η πριμακίνη, οι σουλφοναμίδες, η
71
δαψόνη, η νιτροφουραντοΐνη καθώς και η βιταμίνη Κ η οποία χορηγείται στα
νεογνά.
Ακόμη, τα άτομα με έλλειψη του ένζυμου G6PD παρουσιάζουν ευαισθησία και
αιμόλυση στα κουκιά και στη ναφθάλινη.
Ο προσδιορισμός για την ταυτοποίηση της έλλειψης του ενζύμου G6PD θα πρέπει να
γίνεται όταν σταματήσει η αιμόλυση διότι κατά τη διάρκειά της τα νέα ερυθρά που
παράγονται από τον μυελό των οστών έχουν επαρκή ποσότητα ενζύμου.
ΔΡΕΠΑΝΩΣΕΙΣ:
Οι δρεπανώσεις αποτελούν ομάδα παθολογικών καταστάσεων στις οποίες υπάρχει
παθολογική αιμοσφαιρίνη (Hbs) είτε μόνη της είτε μαζί με άλλες αιμοσφαιρίνες. Το
αποτέλεσμα της ύπαρξης της Hbs είναι να παρατηρηθεί δρεπάνωση των ερυθρών
αιμοσφαιρίων. Δρεπάνωση σημαίνει ότι το κάθε ερυθρό αιμοσφαίριο προσλαμβάνει
σχήμα δρεπάνου, γεγονός που οδηγεί σε ελάττωση του εμβαδού των ερυθρών άρα και
σε ελαττωμένη πρόσληψη οξυγόνου από το κάθε ερυθρό. Η πλέον σημαντική
επιπλοκή της δρεπάνωσης των ερυθρών είναι η εμφάνιση της δρεπανοκυτταρικής
αναιμίας κατά την οποία ιδιαίτερα στην ομόζυγη μορφή της νόσου υπάρχει σε μεγάλο
ποσοστό παθολογική αιμοσφαιρίνη ς.
Οι αιτίες που προκαλούν την δρεπάνωση των ερυθρών στους ομοζυγώτες είναι οι
εξής:
1. Υποξυγοναιμία: ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια της αναισθησίας
2. Λοιμώξεις
3. Διαταραχές της οξεοβασικής ισορροπίας που οδηγούν σε οξεώσεις
(μεταβολική οξέωση, αναπνευστική οξέωση)
4. Αφυδάτωση
5. Ψύξη
Εξαιτίας της δρεπάνωσης θα προκληθεί αιμόλυση των ερυθρών αιμοσφαιρίων
η οποία συνδυάζεται με δημιουργία εμφράκτων στους ιστούς. Λόγω της
δρεπάνωσης παρατηρείται κρυστάλλωση της αιμοσφαιρίνης. Εξαιτίας του
δρεπανοειδούς σχήματος των ερυθρών θα συμβεί ρήξη της ερυροκυτταρικής
μεμβράνης, την οποία ρήξη προκαλεί η κρυσταλλοποιημένη αιμοσφαιρίνη.
Παράλληλα, εξαιτίας της κρυστάλλωσης η αιμοσφαιρίνη θρυμματίζεται και
τα θραύσματα που προκύπτουν μεταφέρονται στους ιστούς με την
κυκλοφορία του αίματος προκαλώντας αποφρακτικά φαινόμενα (έμφραγμα).
72
Έμφρακτα μπορούν να παρατηρηθούν σε πολλούς ιστούς αλλά κυρίως
παρουσιάζονται στους πνεύμονες, στο σπλήνα, στα οστά, στους νεφρούς, στο
έντερο και στο ΚΝΣ. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της δρεπανοκυτταρικής
αναιμίας είναι ότι η συγκεκριμένη πάθηση συνοδεύεται από σειρά κρίσεων οι
οποίες προκαλούνται από τις δρεπανώσεις, που με τη σειρά τους
εμφανίζουνται εφόσον συμβούν κάποιο από τα εκλυτικά αίτια που
προαναφέρθηκαν.
Το πλέον σημαντικό στην αντιμετώπιση της συγκεκριμένης πάθησης είναι η
πρόληψη προκειμένου να αποκλειστεί η εμφάνιση οποιουδήποτε από τα αίτια
που προαναφέρθηκαν.
ΛΕΥΚΗ ΣΕΙΡΑ:
Στη λευκή σειρά ανήκουν τα λευκοκύτταρα τα οποία διακρίνονται σε δύο είδη: τα
μυελικά και τα λεμφικά λευκοκύτταρα. Τα μυελικά λευκοκύτταρα σχηματίζονται
στον μυελό των οστών και χωρίζονται με τη σειρά τους στα κοκκιοκύτταρα και στα
μονοπύρηνα ή μακροφάγα. Τα κοκκιοκύτταρα και τα μονοκύτταρα προστατεύουν τον
οργανισμό από τις λοιμώξεις με την διαδικασία της φαγοκυττάρωσης.
Τα λεμφικά λευκοκύτταρα σχετίζονται με την χυμική και με την κυτταρική ανοσία.
Τα λεμφικά λευκοκύτταρα είναι ετερογενή, γεγονός που σημαίνει ότι άλλα εξ’ αυτών
παράγονται από τον μυελό των οστών και άλλα από τα λεμφικά όργανα.
Κατά την εκτίμηση της εξέτασης της γενικής αίματος έχει πολύ μεγάλη σημασία για
τη διάγνωση διαφόρων παθολογικών καταστάσεων, η αξιολόγηση του
λευκοκυτταρικού τύπου. Ο λευκοκυτταρικός τύπος δείχνει ποια είναι η φυσιολογική
κατανομή ( ποσοστά) των διαφόρων ειδών των λευκών αιμοσφαιρίων στο περιφερικό
αίμα.
Τα είδη των λευκοκυττάρων τα οποία αναλύονται στον λευκοκυτταρικό τύπο είναι τα
ουδετερόφιλα, τα λεμφοκύτταρα, τα μονοκύτταρα, τα ηωσινόφιλα και τα βασεόφιλα.
Οι φυσιολογικές τιμές και τα ποσοστά για το κάθε ένα από τα συγκεκριμένα είδη
λεμφοκυττάρων έχουν ως εξής:
1. Ουδετερόφιλα: 2,5-7,5x 109/lt αίματος ποσοστό 40-75%
2. Λεμφοκύτταρα: 1,5-3,5x 109/lt αίματος ποσοστό 20-45%
3. Μονοκύτταρα: 0,2-0,8x 109/lt αίματος ποσοστό 2-10%
4. Ηωσινόφιλα: 0,4-0,44 x 109/lt αίματος ποσοστό 1-6%
5. Βασεόφιλα: 0,0-0,10 x 109/lt αίματος ποσοστό 0-1%
73
ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΕΙΣ ΤΩΝ ΛΕΥΚΩΝ ΑΙΜΟΣΦΑΙΡΙΩΝ
1. ΟΥΔΕΤΕΡΟΦΙΛΗ ΛΕΥΚΟΚΥΤΤΑΡΩΣΗ:
Στην ουδετερόφιλη λευκοκυττάρωση ο αριθμός των ουδετερόφιλων είναι
μεγαλύτερος από 7,5x 109/lt αίματος. Οι παράγοντες εκείνοι που επηρεάζουν
τον απόλυτο αριθμό των ουδετερόφιλων είναι η υπερένταση και το ψυχικό
στρες, η σωματική άσκηση και το είδος της τροφής. Ο αριθμός των
ουδετερόφιλων είναι μικρότερος τις πρωινές ώρες και μεγαλύτερος τις
βραδινές ώρες. Η αύξηση του απόλυτου αριθμού των ουδετερόφιλων
θεωρείται φυσιολογική κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων μηνών της
κυήσεως. Άλλοι παράγοντες που προκαλούν αύξηση στον απόλυτο αριθμό
των ουδετερόφιλων είναι οι λοιμώξεις από πυογόνους κόκκους, η νέκρωση
των ιστών όπως συμβαίνει χαρακτηριστικά στο έμφραγμα του μυοκαρδίου, οι
αιμορραγίες, τα κακοήθη νεοπλάσματα με χαρακτηριστικό παράδειγμα το
ηπάτωμα, η μεταβολική διαβητική κέτωση (παραγωγή κετονοσωμάτων από
τον υπερβολικό μεταβολισμό του πυροσταφυλικού και του γαλακτικού οξέος)
και τέλος οι διάφορες μυελουπερπλαστικές διαταραχές.
2. ΗΩΣΙΝΟΦΙΛΙΑ:
Πρόκειται για την παθολογική κατάσταση στην οποία ο αριθμός των
ηωσινόφιλων είναι μεγαλύτερος από 0,4x 109/lt αίματος. Οι παθολογικές
καταστάσεις οι οποίες προκαλούν παθολογική αύξηση των ηωσινόφιλων είναι
οι αλλεργίες, το άσθμα και οι ευαισθησίες σε διάφορα φάρμακα.
Χαρακτηριστική πάθηση που συνοδεύεται από αύξηση των ηωσινόφιλων
είναι η πνευμονική ηωσινοφιλία ή αλλιώς σύνδρομο Loeffler το οποίο
προκαλείται από παράσιτα. Η ηωσινοφιλία μπορεί να προκληθεί και από
δερματικές παθήσεις όπως είναι η πέμφιγα και η δερματική αποφολίδωση. Η
ηωσινοφιλία προκαλείται επίσης, από πολλές λοιμώξεις ιδιαίτερα στην
περίοδο της ανάρρωσης καθώς και από κακοήθη νοσήματα όπως είναι η
νόσος του Hodgkin.
3. ΛΕΜΦΟΚΥΤΤΑΡΩΣΗ:
Όταν η παθολογική κατάσταση στην οποία ο αριθμός των λεμφοκυττάρων
είναι μεγαλύτερος από 3, 5x 109/lt αίματος. Οι παθολογικές καταστάσεις οι
οποίες προκαλούν παθολογική αύξηση στον αριθμό των λεμφοκυττάρων είναι
74
οι ιογενείς λοιμώξεις κυρίως στα παιδιά με χαρακτηριστικό παράδειγμα την
ιλαρά και την παρωτίτιδα, η λοιμώδης ηπατίτιδα, η λιμώδης μονοπυρήνωση, ο
κοκκύτης, η οξεία ή η χρόνια λεμφογενής λευχαιμία και η βρουκέλλωση ή
μελιταίος πυρετός.
4. ΜΟΝΟΠΥΡΗΝΩΣΗ:
Πρόκειται για την παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο αριθμός των
μονοπύρηνων υπερβαίνει τα 0,8x 109/lt αίματος. Χαρακτηριστικές παθήσεις
που προκαλούν αύξηση στον απόλυτο αριθμό και στο ποσοστό των
μονοπυρήνων είναι η φυματίωση, η μικροβιακή ενδοκαρδίτιδα που δεν
εμφανίζεται σε οξεία μορφή, οι λοιμώξεις από πρωτόζωα, η λοιμώδης
μονοπυρήνωση. Τα κακοήθη νοσήματα όπως είναι τα καρκινώματα και οι
χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου όπως η νόσος Chrohn.
5. ΟΥΔΕΤΕΡΟΠΕΝΙΑ:
Πρόκειται για την παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο αριθμός των
ουδετερόφιλων κυμαίνεται περί το 2, 5x 109/lt αίματος. Οι αιτίες που μπορεί
να προκαλέσουν ουδετεροπενία είναι πολλές και συγκεκριμένα: 1) απλαστική
αναιμία, 2) διήθηση του μυελού των οστών από λευχαιμία ή καρκίνωμα, 3)
λοιμώξεις που οφείλονται σε ιούς όπως είναι η γρίπη και η ιλαρά, η ερυθρά
και η παρωτίτιδα. 4) ο υπερσπληνισμός δηλ. η διόγκωση το σπλήνα, που
παρατηρείται κυρίως στο σύνδρομο Felty. Το σύνδρομο Felty είναι μια μορφή
ρευματοειδούς αρθρίτιδας που συνδυάζεται με διόγκωση του σπλήνα. 5)
λοιμώξεις από βακτηρίδια όπως ο τύφος, η βρουκέλλωση και η κεγχροειδής
φυματίωση,6) λοιμώξεις που οφείλονται σε πρωτόζωα όπως η λεϊσμανίαση ή
νόσος καλ- Αζάρ καθώς και η ελονοσία (προκαλείται από το πλασμώδιο
laveran). 7) σηψαιμία που προκαλείται από gram – βακτηρίδια, 8)
μεγαλοβλαστική αναιμία, 9) αυτοάνοσα νοσήματα όπως είναι ο συστηματικός
ερυθρηματώδης λύκος (Σ.Ε.Λ)
ΑΠΛΑΣΤΙΚΗ ΑΝΑΙΜΙΑ:
Η απλαστική αναιμία είναι εκείνη η παθολογική κατάσταση στην οποία παρατηρείται
ελάττωση του αριθμού των αρχέγονων αιμοποιητικών κυττάρων ή ακόμα και
διαταραχή στη λειτουργία των κυττάρων χωρίς να ελαττώνεται ο αριθμός τους.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της απλαστικής αναιμίας είναι ότι δεν υπάρχει διήθηση
στον μυελό των οστών ενώ παράλληλα όλοι οι παράγοντες που χρειάζονται για την
75
αιμοποίηση είναι φυσιολογικοί. Στην απλαστική αναιμία παρατηρείται ότι
προσβάλλονται τόσο η ερυθρή σειρά όσο και η λευκή σειρά, οπότε μπορεί να
εμφανιστούν λευκοπενία, θρομβοπενία (δηλ. πτώση του φυσιολογικού αριθμού των
αιμοπεταλίων) καθώς και αναιμία διαφόρου βαθμού.
Εάν υπάρχει βλάβη στον μυελό των οστών η οποία οδηγεί στην εμφάνιση απλαστικής
αναιμίας, η βλάβη μπορεί να οφείλεται σε φάρμακα, σε χημικές ουσίες ή σε ιούς. Τα
πλέον γνωστά αίτια της απλαστικής αναιμίας είναι μυελοκατασταλτικά φάρμακα τα
οποία δίνονται σε νεοπλασματικές παθήσεις του μυελού των οστών με
χαρακτηριστικό παράδειγμα φαρμάκων, τη βουσουλφάνη (myleran) η οποία έχει
σοβαρές κυτταροτοξικές επιδράσεις. Άλλα φάρμακα για τα οποία υπάρχει μεγάλος
κίνδυνος εμφάνισης απλαστικής αναιμίας από την χορήγησή τους είναι η
χλωραμφενικόλη, οι σουλφονακίδες, οι πενικιλλομύνη, τα αντιεπιλληπτικά φάρμακα
όπως είναι η διφαινυλυδαντοίνη καθώς και τα άλατα χρυσού που χορηγούνται στις
περιπτώσεις ρευματοειδούς αρθρίτιδας. Εκτός από τα φάρματα, χημικές ουσίες που
προκαλούν απλαστική αναιμία είναι το βενζόλιο, η τολουόλη και το DDT που είναι
εντομοκτόνο το οποίο με τον ψεκασμό περνούσε στις καλλιέργειες των φυτών με
αποτέλεσμα να εισέρχεται στην τροφική αλυσίδα και όταν οι συγκεντρώσεις του στο
αίμα των ανθρώπων έφτανε σε ένα ορισμένο ποσοστό και περισσότερο να προκαλεί
απλαστική αναιμία.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ:
Η κλινική εικόνα χαρακτηρίζεται από τα συμπτώματα της αναιμίας, από τα
συμπτώματα της θρομβοκυτοπενίας στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι εκχυμώσεις,
αιμορραγίες από τους βλεννογόνους καθώς και εγκεφαλική αιμορραγία. Στην κλινική
εικόνα συμπεριλαμβάνεται και η ωχρότητα ενώ επίσης μπορεί να εμφανιστεί και
αιμορραγική αμφιβληστροειδοπάθεια. Ακόμη, μπορεί να παρατηρηθούν λοιμώξεις
στο δέρμα και σηψαιμία.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ:
Η γενική εξέταση αίματος μπορεί να δείξει σοβαρού βαθμού αναιμία. Τα
δικτυοερυθροκύτταρα τα οποία είναι η τελευταία μορφή των άωρων ερυθροκυττάρων
πριν αυτά χάσουν τον πυρήνα τους και μεταπέσουν σε ώριμα, απύρηνα αιμοσφαίρια,
μπορεί να απουσιάζουν ή να είναι λίγα. Από εργαστηριακής άποψης τα άσχημα
προγνωστικά σημεία είναι τα εξής: α) αιμοπετάλια <20x 109/lt αίματος, β)
ουδετερόφιλα <10 x 109/lt αίματος, γ) δικτυοερυθροκύτταρα <10 x 109/lt αίματος ή
0,1%
76
Εάν γίνει παρακέντηση του μυελού των οστών, τότε μπορεί να ληφθεί με την
παρακέντηση ΜΟΝΟ αίμα χωρίς να υπάρχει καθόλου μυελός των οστών.
ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ:
Παθήσεις που μπορεί να δώσουν παρόμοια συμπτώματα με την απλαστική αναιμία
χωρίς να είναι απλαστική αναιμία, είναι η διήθηση του μυελού των οστών είτε από
καρκίνωμα είτε από λεύκωμα, η βαριά μεγαλοβλαστική αναιμία, ο υπερσπληνισμός
και η κεγχροειδής φυματίωση.
78
ΘΕΡΑΠΕΙΑ:
Η θεραπεία στην χρόνια μυελογενή λευχαιμία είναι παρηγορητική και χωρίς ιδιαίτερο
αποτέλεσμα. Ο μέσος όρος επιβίωσης από τη στιγμή της διάγνωσης της νόσου
ανέρχεται στα 4 έτη. Σπάνιες είναι οι περιπτώσεις που αναφέρεται επιβίωση έως 10
έτη.
Το φάρμακο εκλογής το οποίο χρησιμοποιείται είναι η βουσουλφάνη (Myleran). Η
βουσουλφάνη χορηγείται σε ημερήσια δόση από 2-6mg έως ότου ο αριθμός των
λευκών αιμοσφαιρίων να φτάσει στα 20x109 /lt. Σε περίπτωση που τα λευκά παρά το
ότι έχουν υποχωρήσει σε αριθμό μετά την έναρξη της θεραπείας σε βουσουλφάνη,
αυξηθούν εκ νέου σε βαθμό που θα φτάσει τα 100x109 /lt τότε η βουσουλφάνη
επαναχορηγείται. Δεν συνιστάται η συνεχιζόμενη θεραπεία με βουσουλφάνη διότι το
φάρμακο αυτό μπορεί να προκαλέσει μυελική απλασία, δηλ. σχεδόν πλήρη
καταστολή της λειτουργίας του μυελού των οστών που θα καταλήξει στον θάνατο.
2) ΟΞΕΙΑ ΛΕΥΧΑΙΜΙΑ
Η οξεία λευχαιμία είναι η πάθηση εκείνη στην οποία παρατηρείται ανεξέλεγκτος
πολλαπλασιασμός των βλαστών. Βλάστες ονομάζονται τα αρχέγονα αιμοποιητικά
κύτταρα τα οποία υπάρχουν στον μυελό των οστών. Στην οξεία λευχαιμία οι βλάστες
που πολλαπλασιάζονται χωρίς έλεγχο αντικαθιστούν τα φυσιολογικά μυελικά
κύτταρα. Στη νόσο αυτή, οι βλάστες μπορεί να εμφανιστούν ακόμη και στο
περιφερικό αίμα. Οι αιτίες της εμφάνισης της οξείας λευχαιμίας είναι οι ιοί, οι
γενετικές ανωμαλίες, η ιονίζουσα ακτινοβολία καθώς επίσης και η λήψη
συγκεκριμένων φαρμάκων.
Αναφορικά με τις γενετικές ανωμαλίες οξεία λευχαιμία μπορεί να εμφανιστεί σε
άτομα με σύνδρομο Down ή σύνδρομο Fanconi.
Αναφορικά με την ιονίζουσα ακτινοβολία έχει αποδειχτεί ότι αυτή έχει δυσμενείς
συνέπειες και προωθεί την εμφάνιση οξείας λευχαιμίας στους ασθενείς εκείνους που
υποβάλλονται σε μακροχρόνια επίδραση ακτινών Χ για τη θεραπεία της
αγκυλοποιητικής σπονδυλίτιδας στους ακτινολόγους που δεν λαμβάνουν
αποτελεσματικά προστατευτικά μέτρα καθώς και στα άτομα που επιβίωσαν μετά την
έκρηξη ατομικών βομβών.
Αναφορικά με τη λήψη φαρμάκων τα οποία ενοχοποιούνται για την εμφάνιση οξείας
λευχαιμίας, τέτοια φάρμακα είναι η φαινυλοβουταζόνη, η αλκυλιωτικοί παράγοντες
καθώς και το βενζόλιο. Το βενζόλιο και τα παράγωγά του υπάρχουν στα προϊόντα
79
του καπνού στο τσιγάρο. Η οξεία λευχαιμία χωρίζεται σε 2 επιμέρους είδη που είναι
η οξεία λεμφοβλαστική αναιμία και η οξεία μυελογενής λευχαιμία. Στην οξεία
λεμφοβλαστική λευχαιμία αναφέρονται περιπτώσεις με κακή πρόγνωση όπως είναι οι
λευχαιμίες που οφείλονται στα Τ κύτταρα και που χρειάζονται εντατική θεραπεία. Το
ποσοστό εμφάνισης της οξείας λευχαιμίας στα παιδιά είναι 4 παιδάκια στα 100.000
ανά έτος και 5 ενήλικες στους 100.000 ανά έτος. Οι τύποι της οξείας λευχαιμίας,
οξεία λεμφοβλαστική και οξεία μυελογενής είναι πιο συνηθισμένη στους άντρες.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ:
Στην οξεία λευχαιμία από πλευράς παθολογοανατομικής, παρατηρείται ότι εξαιτίας
της αντικατάστασης του φυσιολογικού μυελού των οστών από τους βλάστες,
καταστέλλεται η φυσιολογική διαδικασία της παραγωγής του αίματος, οπότε
παρατηρούνται αναιμία, θρομβοκυττοπενία, λευκοπενία.
Η κλινική εικόνα συμπεριλαμβάνει τα συμπτώματα της αναιμίας που είναι κυρίως
εύκολη κόπωση με ζάλη και δύσπνοια, αιμορραγία που εντοπίζεται στους
βλεννογόνους και στον αμφιβληστροειδή χιτώνα εξαιτίας κυρίως της
θρομβοκυττοπενίας. Λοιμώξεις λόγω πτώσεως του ανοσοποιητικού, πυρετός, βλάβες
δερματικές εξελκώσεις (πληγές) στο βλεννογόνο του στόματος, κεφαλαλγία, ίκτερος,
διόγκωση των λεμφαδένων και των αμυγδαλών, σπληνομεγαλία ενώ μπορεί να
εμφανιστεί και υπερπλασία στα ούλα.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ:
Για τη διάγνωση της νόσου εντοπίζονται στην γενική αίματος καθώς και στη βιοψία
του μυελού των οστών. Αναφορικά με τη γενική αίματος δεν υπάρχει τυπική
αιματολογική εικόνα για τη διάγνωση της οξείας λευχαιμίας.
Αυτό που τονίζεται στην γενική αίματος για τη συγκεκριμένη νόσο είναι ότι πολύ
συχνά ο αριθμός των αιμοπεταλίων είναι αρκετά χαμηλός και συγκεκριμένα
μικρότερος από 20x109/lt αίματος.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ:
Εάν η οξεία λευχαιμία παραμένει χωρίς θεραπεία τότε η επιβίωση είναι μικρότερη
από λίγους μήνες. Για τα παιδιά ειδικότερα, έχει παρατηρηθεί ότι το 50% από αυτά
επιβιώνουν ακόμη και μετά από 5έτη ενώ μια μεγάλη αναλογία παιδιών μπορεί και να
θεραπευτούν. Η θεραπεία στην οξεία λευχαιμία είναι ογκολυτική. Τα στάδια της
θεραπείας χωρίζονται ως ακολούθως: α) πρόκληση ύφεσης, β) σταθεροποίηση της
νόσου και θεραπεία συντήρησης, γ) θεραπεία προφύλαξης.
ΕΠΕΞΗΓΗΣΗ ΤΩΝ ΠΑΡΑΠΑΝΩ:
80
Α) αναφορικά με την ύφεση ο στόχος της θεραπείας στο στάδιο αυτό είναι η
ελάττωση του αριθμού των λευχαιμικών κυττάρων έως ότου αποκατασταθεί όσο
είναι δυνατόν η φυσιολογική λειτουργία του μυελού των οστών. Σε αυτό το στάδιο, ο
ασθενής τόσο κλινικά όσο και αιματολογικά είναι υγιής και η νόσος θεωρείται ότι
είναι σε ύφεση.
Β) στο στάδιο της σταθεροποίησης, ο σκοπός της θεραπείας είναι η ολοκληρωτική
εξολόθρευση του αριθμού των λευχαιμικών κυττάρων, όσα και να έχουν απομείνει
από αυτά. Η χρονική διάρκεια του σταδίου της σταθεροποίησης πρέπει να είναι
τουλάχιστον 1 χρόνος ή ακόμη και περισσότερο. Στην περίπτωση που κατά τη
διάρκεια της σταθεροποίησης παρατηρηθεί υποτροπή της νόσου τότε η χορήγηση της
θεραπείας του 1ου σταδίου, που είναι το στάδιο της ύφεσης, θα πρέπει να
επαναλαμβάνεται εκ νέου και να είναι πιο εντατική.
Γ) αναφορικά με τη θεραπεία προφύλαξης αναφέρεται ότι στην οξεία λεμφοβλαστική
λευχαιμία, οι υποτροπές αφορούν κυρίως το ΚΝΣ. Επίσης, οι υποτροπές αφορούν και
καρκινικά κύτταρα από τη συγκεκριμένη νόσο, τα οποία ‘κατασκηνώνουν’
εντοπίζονται στους όρχεις. Οι υποτροπές συμβαίνουν διότι τα καρκινικά κύτταρα στο
ΚΝΣ και στους όρχεις δεν προσλαμβάνουν τα θεραπευτικά αποτελέσματα των
κυτταροστατικών φαρμάκων. Η προφυλακτική ακτινοβολία του ΚΝΣ καθώς και η
ενδοραχιαία χορήγηση μεθετρεξάτης παρατηρήθηκε ότι ελάττωσαν σε σημαντικό
βαθμό την εμφάνιση επιπλοκών από το ΚΝΣ και από τους όρχεις.
Τα φάρμακα που χορηγούνται συνολικά για όλες τις κακοήθειες του αιμοποιητικού
συστήματος χαρακτηρίζονται ως ογκολυτικά φάρμακα και ταξινομούνται σε 4
κατηγορίες:
Α) αλκυλιωτικοί παράγοντες: η δράση τους είναι να εμποδίζουν το σχηματισμό των
αλυσίδων του DNA, οπότε να μην γίνεται πολλαπλασιασμός του καρκινικού
κυττάρου. Οι αλκυλιωτικοί παράγοντες είναι τα εξής φάρμακα: 1) μουστίνη:
χορηγείται ενδοφλέβια και δίνεται στο Hodgkin και μη Hodgkin λέμφωμα. Οι
παρενέργειες της μουστίνης είναι η νεύρωση των ιστών, οι εγκεφαλικές βλάβες, ο
ίλιγγος και οι σπασμοί. 2) κυκλοφωσφαμίδη: χορηγείται είτε από το στόμα είτε
ενδοφλεβίως. Δίνεται στο Hodgkin λέμφωμα, στο μυέλωμα, στην οξεία
λεμφοβλαστική λευχαιμία, καθώς και στην χρόνια μυελογενή λευχαιμία. Προκαλεί
αλωπεκία (πλήρης πέσιμο μαλλιών). Αιμορραγική κυστίτιδα και εμφάνιση μεγάλης
διούρησης. 3) Μελφαλάνη: χορηγείται από το στόμα και δίνεται ως θεραπεία στο
μυέλωμα. 4)βουσουλφάνη (myleran): χορηγείται από το στόμα και αποτελεί φάρμακο
81
εκλογής στη χρόνια μυελογενή λευχαιμία. Οι επιπλοκές που προκαλούνται από τη
βουσουλφάνη είναι η αμηνόρροια (σταματά η έμμηνος ρύση), η στειρότητα, η
μελάγχρωση (σκούρο, μελανό δέρμα) του δέρματος, η υπόταση, η απλασία του
μυελού των οστών που δεν είναι αναστρέψιμη. 5) χλωραμβουκίλη: χορηγείται από το
στόμα και δίνεται στο μη Hodgkin λέμφωμα καθώς επίσης και στη χρόνια λεμφογενή
λευχαιμία. Οι επιπλοκές που δημιουργεί είναι ηπατοτοξικότητα και δερματίτιδες
(επικίνδυνες).
Β) αντιμεταβολίτες: παρεμβαίνουν στη σύνθεση του DNA και επομένως
παρεμποδίζουν τον πολλαπλασιασμό των καρκινικών κυττάρων. Οι
χαρακτηριστικότεροι αντιπρόσωποι των αντιμεταβολιτών είναι η μεθοτρεξάτη, η
μερκαπτοπουρίνη, η θειογουανίνη και η κυτταροβήνη.
Μεθοτρεξάτη: είναι ανταγωνιστής του φυλλικού οξέος και χορηγείται από το στόμα,
ενδοφλέβια ή ακόμη και ενδοραχιαία. η μεθοτρεξάτη χορηγείται στην οξεία
λεμφοβλαστική λευχαιμία, καθώς και στο μη Hodgkin λέμφωμα. Οι επιπλοκές της
μεθοτρεξάτης είναι εξελκώσεις από το στόμα, από το έντερο, διάρροιες, ηπατική
βλάβη και επιδείνωση της λειτουργίας των νεφρών, οπότε αυτός είναι ο λόγος που
απαιτείται προσεκτική χορήγηση της μεθοτρεξάτης σε περίπτωση νεφρικής
ανεπάρκειας.
Μερκαπτοπουρίνη: πρόκειται για ανταγωνιστή της πουρίνης. Η μερκαπτοπουρίνη
χορηγείται από το στόμα και αποτελεί φάρμακο για την οξεία λεμφοβλαστική
λευχαιμία, την οξεία μυελογενή λευχαιμία, καθώς και την χρόνια μυελογενή
λευχαιμία. Οι επιπλοκές που οφείλονται στην μερκαπτοπουρίνη είναι ανορεξία,
ναυτία, εμετός, ίκτερος, αύξηση του ουρικού οξέος κ.α. Σε περίπτωση που η
μεθοτρεξάτη χορηγείται μαζί με αλλοπουρινόλη θα πρέπει να ελαττώνεται διότι θα
επιδεινωθούν οι επιπλοκές που η μερκαπτοπουρίνη προκαλεί.
Κυτταροβήνη: ανταγωνιστής της πυραμιδίνης. Χορηγείται ενδοφλεβίως, υποδορίως
και ενδοραχιαίως. Η κυτταροβήνη είναι φάρμακο το οποίο χορηγείται στην οξεία
μυελογενή λευχαιμία, στην οξεία λεμφογενή λευχαιμία καθώς και στο μη Hodgkin
λέμφωμα. Οι επιπλοκές από τη χορήγηση της κυτταροβήνης είναι η εμφάνιση
μεγαλοβλαστικής αναιμίας, διαταραχές από το γαστρεντερικό σύστημα, ηπατικές
βλάβες και δερματίτιδες.
Γ) Αντιμικροβιακοί παράγοντες: μπορούν και αυτοί να χρησιμοποιηθούν σαν
ογκολυτικά φάρμακα για την καταπολέμηση κακοήθων αιματολογικών παθήσεων. Οι
αντιμικροβιακοί παράγοντες που κυρίως χρησιμοποιούνται σε μια τέτοια εφαρμογή
82
είναι οι νταούνο, (νταουνιρομπικίνη και ντοξορουμπικίνη). Η δράση αυτών των 2
αντιμικροβιακών παραγόντων εντοπίζεται στην παρεμπόδιση της περιέλιξης των
ελίκων του DNA. Τα συγκεκριμένα δύο αντιμικροβιακά φάρμακα χορηγούνται στην
οξεία μυελογενή λευχαιμία, καθώς επίσης και στο μη Hodgkin λέμφωμα.
Χορηγούνται ενδοφλεβίως. Οι επιπλοκές τις οποίες προκαλούν είναι η ναυτία, ο
έμετος, η αλωπεκία, τα δερματικά εξανθήματα, ο πυρετός καθώς επίσης και η
καταστολή του μυελού των οστών. Επίσης, μπορεί να παρατηρηθούν
θρομβοφλεβίτιδα, τοξικότητα μυοκαρδίου, ταχυκαρδία, αρρυθμίες καθώς επίσης και
καρδιακή ανεπάρκεια η οποία δεν είναι αναστρέψιμη. Τονίζεται ότι σε ασθενείς με
καρδιοπάθεια δεν θα πρέπει να χορηγούνται αντιμικροβιακοί παράγοντες ως
ογκολυτικά φάρμακα.
Δ) Διάφοροι άλλοι παράγοντες: άλλες δύο πολύ σημαντικές φαρμακευτικές ουσίες
που δίνονται στα νεοπλάσματα του αιμοποιητικού συστήματος είναι η βινκριστίνη
και η βινβλαστίνη. Χαρακτηρίζονται ως ακλαλοειδή της Βίνκα. Τα αλκαλοειδή της
Βίνκα στηρίζουν την αντινεοπλασματική τους δράση στην παρεμπόδιση του
σχηματισμού της μιτωτικής ατράκτου, οπότε με αυτόν τον τρόπο παρεμποδίζεται ο
πολλαπλασιασμός των νεοπλασματικών κυττάρων. Τα αλκαλοειδή της Βίνκα
χορηγούνται στο Hodgkin λέμφωμα, στο μη Hodgkin λέμφωμα, στην οξεία
λεμφοβλαστική λευχαιμία, καθώς επίσης και στην οξεία μυελογενή λευχαιμία. Οι
επιπλοκές τις οποίες προκαλούν τα αλκαλοειδής της Βίνκα είναι η καταστολή του
μυελού των οστών, οι περιφερικές νευρίτιδες, η εμφάνιση ειλεού εξαιτίας της
προσβολής του ΑΝΣ, οι νευρώσεις του ήπατος, η αλωπεκία και οι διάφορες
νευρώσεις που εμφανίζονται στους ιστούς κατά τόπους.
3) ΠΟΛΛΑΠΛΟΥΝ ΜΥΕΛΩΜΑ
Πρόκειται για πάθηση η οποία οφείλεται στον κακοήθη πολλαπλασιασμό των
πλασματοκυττάρων. Από τα πλαματοκύτταρα παράγονται αντισώματα. Υπάρχουν
διάφορες σειρές ή κλώνοι πλασματοκυττάρων. Ο κάθε κλώνος παράγει ένα μόνο
είδος αντισώματος (ανοσοσφαιρίνη). Επομένως, ο κακοήθης κλώνος εκκρίνει ένα
μόνο είδος ανοσοσφαιρίνης. Όταν η ανοσοσφαιρίνη είναι φυσιολογική τότε
αποτελείται από 2 ζεύγη βαριών και ελαφριών αλυσίδων. Όταν όμως τα
πλασματοκύτταρα είναι κακοήθη τότε η σύνθεση των βαριών και των ελαφριών
αλυσίδων είναι ασύγχρονη με αποτέλεσμα είτε να παράγονται περισσότερες ελαφριές
αλυσίδες ή η σύνθεση των βαριών αλυσίδων να καταστέλλεται τελείως. Οι ελαφριές
83
αλυσίδες που παράγονται περισσότερο βρίσκονται σε περίσσεια και αυτό έχει σαν
αποτέλεσμα η περίσσεια των ελαφριών αλυσίδων να απομακρύνεται μέσω των ούρων
υπό την μορφή λευκώματος που ονομάζεται λεύκωμα Bence Jones. Τα κλινικά
γνωρίσματα του πολλαπλού μυελώματος οφείλονται στους εξής παράγοντες:
Α) στον πολλαπλασιασμό των πλασματοκυττάρων στο μυελό των οστών,
Β) στην υπερπαραγωγή παθολογικών αιμοσφαιρινών
Ο αυξημένος πολλαπλασιασμός των πλασματοκυττάρων στο μυελό των οστών
προκαλεί βλάβες από τα οστά, ενώ η αυξημένη ποσότητα των παθολογικών
ανοσοσφαιρινών οι οποίες ονομάζονται και παραπρωτείνες θα επιφέρει αύξηση στη
γλοιότητα του αίματος. Το λεύκωμα (πρωτείνη) Bence Jones καταστρέφει τα κύτταρα
στα νεφρικά σωληνάρια και προκαλεί την εμφάνιση νεφρικής ανεπάρκειας. Τη
νεφρική αυτή ανεπάρκεια την επιδεινώνει και το ασβέστιο που απελευθερώνεται σε
μεγάλες ποσότητες στο αίμα από την καταστροφή των οστών η οποία προκαλείται
από τον κακοήθη πολλαπλασιασμό των πλασματοκυττάρων. Επίσης, η συσσώρευση
των ελαφριών αλυσίδων στους ιστούς προκαλεί την εμφάνιση αμυλοείδωσης. Η
έλλειψη της παραγωγής φυσιολογικών ανοσοσφαιρινών καταλήγει στην εμφάνιση
λοιμώξεων.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ:
Πόνοι στα οστά, παθολογικά κατάγματα, διαταραχές στην αισθητικότητα
(παραισθησίες), νεφρική ανεπάρκεια, υπερασβεστιαιμία, αυξημένη γλοιότητα του
αίματος και οπτικές διαταραχές. Οι παραισθησίες οφείλονται σε νευρολογικές
επιπλοκές οι οποίες προκαλούνται από συμπίεση του νωτιαίου μυελού εξαιτίας των
παθολογικών καταγμάτων ή από την διήθηση (καταστροφή) των νεύρων εξαιτίας της
αυξημένης συγκέντρωσης του αμυλοειδούς στους ιστούς. Παρατηρείται ακόμη,
διαταραχή στη λειτουργία των αρθρώσεων που οφείλεται στην εναπόθεση του
αμυλοειδούς.
ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ:
1) Αιματολογικές: στη γενική αίματος παρατηρούνται λευκοπένια,
θρομβοκυττοπενία, εμφάνιση πλασματοκυττάρων στο περιφερικό αίμα.
Επίσης, στο περιφερικό αίμα μπορεί να παρατηρηθεί έντονος σχηματισμός
από στήλες (rouleux)ερυθρών αιμοσφαιρίων τα οποία σχηματίζουν
συμπλέγματα μεταξύ τους. Η ΤΚΕ (Ταχύτητα Καθίζησης Ερυθρών) άλλες
φορές μπορεί να είναι φυσιολογική και άλλες φορές παθολογική. Ο μυελός
των οστών μπορεί να δείξει πλασματοκυττάρωση διαφόρου βαθμού και σε
84
διαφορετικές θέσεις, οπότε για τον λόγο αυτό θα χρειαστούν πολλαπλές
παραρακεντήσεις μυελού των οστών για να τεθεί με ασφάλεια η διάγνωση.
2) Βιοχημικές: στο 80%των ασθενών με πολλαπλούν μυέλωμα εμφανίζεται
παθολογική πρωτεΐνη που ονομάζεται διαφορετικά και μονοκλωνική
πρωτεΐνη ή μονοκλωνική παραπρωτεΐνη IgG, IgA, IgM, IgE. Στο 70% των
περιπτώσεων ανευρίσκεται στα ούρα παθολογικό λεύκωμα Bence Jones.
Επίσης, μπορεί να παρατηρηθεί υπερασβεστιαιμία στον ορό του πλάσματος,
αύξηση του ουρικού οξέος στον ορό του πλάσματος και παθολογικές τιμές
κρεατινίνης που δείχνουν επιβάρυνση της νευρικής λειτουργίας.
3) Ακτινολογικός έλεγχος: παρατηρούνται οστεολυτικές βλάβες από το κρανίο,
από τους σπονδύλους και από τα μακρά οστά. Επίσης μπορεί να παρατηρηθεί
και οστεοπόρωση. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις μπορεί από τα οστά να μην
εμφανιστεί καμία απολύτως βλάβη.
4) Διαφορική διάγνωση: α) πλασματοκυττάρωση, β)ρευματοειδής αρθρίτιδα,
γ)καλοήθη λεμφώματα, δ)δευτεροπαθή καρκινώματα (μεταστατικά)
ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ:
Οι επιπλοκές του πολλαπλού μυελώματος από τις οποίες συνήθως κάποιος καταλήγει
είναι τα πολλαπλά κατάγματα, η νεφρική ανεπάρκεια και οι συχνές λοιμώξεις.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ:
Η θεραπεία του πολλαπλού μυελώματος είναι στην ουσία θεραπεία υποστήριξης και
αντιμετώπισης των επιπλοκών που εμφανίζονται. Ο βασικός στόχος της θεραπείας
είναι η ελάττωση της μάζας του μυελωματώδους όγκου.
ΠΡΙΝ από την εφαρμογή κάθε θεραπευτικού σχήματος θα πρέπει οπωσδήποτε να
γίνει εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας, καθώς και των επιπέδων των ιόντων
ασβεστίου στον ορό του ασθενούς.
Σε περίπτωση που υπάρχει υπερασβεστιαιμία,
απαιτείται επείγουσα θεραπεία με ενυδάτωση, με δίαιτα πτωχή σε ασβέστιο και με
χορήγηση κορτικοστεροειδών. Εφόσον, υφίσταται και νεφρική ανεπάρκεια, υπάρχει
σοβαρό ενδεχόμενο ο ασθενής να υποβληθεί σε αιμοκάθαρση. Επίσης, εφόσον η
γλοιότητα του αίματος είναι αυξημένη, τότε προκειμένου αυτό να διορθωθεί, θα
πρέπει να γίνει πλασμαφαίρεση.
85
Τις περισσότερες φορές, επειδή τα παθολογικά κατάγματα στο πολλαπλούν μυέλωμα
επισύρουν έντονο πόνο και δυσλειτουργία στις κινήσεις, θα πρέπει να
αντιμετωπίζονται χειρουργικά με ορθοπεδικές επεμβάσεις.
Η κυριότερη μορφή εμφάνισης του πολλαπλού μυελώματος είναι αυτή ακριβώς η
εμφάνιση των παθολογικών καταγμάτων, ιδίως στην σπονδυλική στήλη.
Ο μέσος όρος επιβίωσης των ασθενών που ανταποκρίνονται στη θεραπεία του
πολλαπλού μυελώματος είναι από 3-4 έτη.
ΛΕΜΦΩΜΑΤΑ
Τα λεμφώματα αποτελούν ομάδα νοσημάτων τα οποία οφείλονται σε κακοήθη
υπερπλασία του λεμφαδενοειδούς ιστού. Ο λεμφαδενοειδής ιστός βρίσκεται κυρίως
στους λεμφαδένες του ανθρωπίνου σώματος, στο ήπαρ, στο μυελό των οστών, στον
σπλήνα, στο έντερο. Ο λεμφαδενοειδής ιστός περιέχει δύο είδη κυττάρων που είναι
τα λεμφοκύτταρα και τα ιστιοκύτταρα. Τα ιστιοκύτταρα ονομάζονται διαφορετικά
και μακροφάγα κύτταρα. Τα λεμφώματα προέρχονται είτε από τη μία είτε από την
άλλη σειρά των κυττάρων του λεμφαδενοειδή ιστού. Η αιτιολογία των λεμφωμάτων
είναι άγνωστη. Έχει αποδοθεί η ανάπτυξη λεμφωμάτων σε προσβολή από ιούς.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το λέμφωμα Burkitt, το οποίο αποδίδεται στην
προσβολή του ανθρώπινου οργανισμού από τον ιό Epstein- Barr. Έχει παρατηρηθεί
ότι η μεγαλύτερη συχνότητα ανάπτυξης λεμφωμάτων εμφανίζεται σε ασθενείς με
ανοσολογικές ανεπάρκειες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σύνδρομο Sjogren
και κοιλιοκάκη. Τα λεμφώματα ταξινομούνται σε δύο κατηγορίες:
Α) Λέμφωμα Hodgkin
Β) Λέμφωμα μη Hodgkin
ΛΕΜΦΩΜΑ HODGKIN
Πρόκειται για εκείνη την μορφή του λεμφώματος που ανταποκρίνεται στην θεραπεία
περισσότερο από κάθε άλλη μορφή. Το πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα του
λεμφώματος Hodgkin είναι ότι παρουσιάζεται πρώιμη απώλεια της κυτταρικής
ανοσίας, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται λοιμώξεις από παθογόνους
μικροοργανισμούς όπως είναι οι μύκητες, οι οποίοι σε φυσιολογικές καταστάσεις δεν
θα προκαλούσαν κανένα είδος λοίμωξης.
Η νόσος του Hodgkin εμφανίζεται αρχικά στα λεμφικά όργανα και στη συνέχεια
αναπτύσσεται και σε άλλα όργανα που δεν περιέχουν λεμφανοειδή ιστό. Από πλευράς
86
παθολογοανατομικής εξέτασης η νόσος αναγνωρίζεται από ένα χαρακτηριστικό
κύτταρο το οποίο ονομάζεται κύτταρο Reed- Sternberg. Το κύτταρο αυτό έχει άφθονο
κυτταρόπλασμα και 2 ή περισσότερους πυρήνες που βρίσκονται τοποθετημένοι ο
ένας απέναντι στον άλλον. Η ακριβής φύση του κυττάρου Reed- Sternberg είναι
άγνωστη. Στην νόσο Hodgkin παρατηρείται ότι ο λεμφαδένας που καταστρέφεται
εμφανίζει διήθηση από λεμφοκύτταρα, από ινώδη ιστό, από ηωσινόφιλα και από
πλασματοκύτταρα. Η επικράτηση των λεμφοκυττάρων ή του ινώδους ιστού
εμφανίζουν σημασία μεγάλη στην πρόγνωση της νόσου. Συγκεκριμένα, όσο πιο
μεγάλη είναι η υπερπλασία των λεμφοκυττάρων τόσο πιο καλύτερη θα είναι η
πρόγνωση.
ΚΛΙΝΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ:
Διάγνωση στους λεμφαδένες κυρίως τους τραχηλικούς και λιγότερο στους
μασχαλιαίους και στους βουβωνικούς χωρίς να υπάρχει πόνος. Πυρετός, αδυναμία
και κακουχία, απώλεια βάρους, νυχτερινοί ιδρώτες (έντονοι), αναιμία η οποία
παρατηρείται μόνο σε προχωρημένα στάδια και πόνος ο οποίος εμφανίζεται ύστερα
από τη λήψη οινοπνεύματος. Σπληνομεγαλία, ηπατομεγαλία, ίκτερος, συλλογή υγρού
στον πνεύμονα με ατελεκτασίες, απόφραξη της άνω κοίλης φλέβας από κακοήθη
υπερπλασία του λεμφαδενοειδούς ιστού που βρίσκεται μέσα στο μεσοθωράκιο,
ασκίτης και προσβολή του ΚΝΣ που μπορεί να οδηγήσει σε παραπληγία.
ΔΙΑΓΝΩΣΗ:
Η διάγνωση της νόσου Hodgkin γίνεται με ιστολογική εξέταση των ιστών που
πάσχουν. Πιο συχνά γίνεται με την ιστολογική εξέταση ενός λεμφαδένα και άλλες
φορές με ιστολογική εξέταση από τον σπλήνα, από το ήπαρ, από τον μυελό των
οστών ή ακόμα και από το δέρμα.
SOS: Κάθε λεμφαδένας που είναι διογκωμένος και η διάγνωσή του επιμείνει για >6
εβδομάδες χωρίς να μπορεί να διαγνωσθεί αιτία διόγκωσης θα πρέπει να θεωρείται
σχεδόν βέβαιο ότι η διάγνωση οφείλεται στη νόσο του Hodgkin.
Η νόσος Hodgkin σπάνια διαγιγνώσκεται με τη συνηθισμένη παρακέντηση του
μυελού των οστών. Στις περιπτώσεις εκείνες που υπάρχει ισχυρή υποψία για τη νόσο
και γίνεται βιοψία μυελού των οστών, η βιοψία αυτή θα πρέπει να συνοδεύεται
απαραίτητα από βιοψία οστού. Επίσης, σημαντικό εύρημα είναι ότι στη νόσο
Hodgkin οι συγκεντρώσεις του Ca στο αίμα αυξάνονται. Η παρακολούθηση των
συγκεντρώσεων του Ca στον ορό του αίματος είναι πολύ σημαντική για την
παρακολούθηση τόσο της εξέλιξης της πορείας του ασθενούς με την πρόληψη της
87
θεραπευτικής αγωγής ενώ είναι επίσης ιδιαίτερα χρήσιμος δείκτης και για την
παρακολούθηση της εμφάνισης τυχόν τοπικών υποτροπών της νόσου.
88
ΕΝΔΟΚΡΙΝΕΙΣ ΑΔΕΝΕΣ
Οι ορμόνες οι οποίες συντίθενται από τον θυρεοειδή αδένα είναι η θυροξίνη (Τ4),
η τριωδοθυρονίνη (Τ3) και η καλσιτονίνη. Η καλσιτονίνη παρεμβαίνει στην ρύθμιση
του ασβεστίου. Η Τ4 και η Τ3 παράγονται μέσα στην κολλοειδή ουσία των θυλακίων
του θυρεοειδούς αδένος από την ιωδίωση του αμινοξέος τυροσίνη με την επίδραση
της θυρεοτρόπου ορμόνης (TSH), και μάλιστα η Τ3 περιέχει ένα μόριο ιωδίου
λιγότερο από την Τ4. Η κολλοειδής ουσία διαθέτει θυρεογλοβουλίνη που είναι
πρωτείνη υψηλού μοριακού βάρους. Η καλσιτονίνη παράγεται από κύτταρα τα οποία
είναι διασπαρμένα ανάμεσα στα θυλάκια του θυρεοειδούς.
Υπό συνθήκες φυσιολογικές ο θυρεοειδής αδένας παράγει κυρίως Τ4 και σε
μικρή ποσότητα Τ3. Σε υπερθυρεοειδισμό ή σε ένδεια ιωδίου η κυρίως παραγόμενη
ορμόνη από τον αδένα είναι η Τ3.
Επίσης, υπό φυσιολογικές συνθήκες, το 35% της παραγομένης Τ4 μετατρέπεται
στους ιστούς σε Τ3 και ένα ακόμη περίπου 35% της Τ4 μεταβάλλεται σε ανάστροφη
Τ3 (rT3) η οποία είναι προϊόν αδρανές.
Η δραστηριότητα του θυρεοειδούς αδένος είναι υπό τον έλεγχο της θυρεοτρόπου
ορμόνης της υποφύσεως (TSH), και ακόμη η έκλυση της TSH τελεί με την σειρά της
υπό τον έλεγχο ορμόνης του υποθαλάμου (TRH).
Οι θυρεοειδικές ορμόνες εισέρχονται μέσα στην κυκλοφορία και δεσμεύονται σε
μέγιστο ποσοστό από πρωτείνες του ορού. Συγκεκριμένα, η δέσμευση αυτή
διακρίνεται σε ειδική και σε μη ειδική δέσμευση. Η ειδική δέσμευση γίνεται με την
γλοβουλίνη (Thyroid hormone binding globulin, TBG) καθώς και με την
προαλβουμίνη (Thyroid hormone binding prealbumine, TBPA).
Mη ειδική δέσμευση γίνεται από την αλβουμίνη του ορού.
Υπό φυσιολογικές συνθήκες, η TBG δεσμεύει το 65%-70% των θυρεοειδικών
ορμονών, η TBPA δεσμεύει το 15% και τέλος η αλβουμίνη ένα επίσης 15%. Μικρό
κλάσμα των Τ4 (0.03%) και Τ3 (0.3%) κυκλοφορεί ελέυθερο και μάλιστα η ποσότητα
της Τ3 που κυκλοφορεί ελεύθερη είναι μεγαλύτερη από της Τ4. Υπάρχει επίσης
ισορροπία ανάμεσα στην ποσότητα των θυρεοειδικών ορμονών που κυκλοφορούν
ελεύθερες και στο πολύ μεγάλο κλάσμα που είναι δεσμευμένο με τις πρωτείνες του
ορού.
Δραστηριότητα των θυρεοειδικών ορμονών:
Σύνθεση των πρωτεινών μέσα στα μιτοχόνδρια.
89
Ενεργοποίηση της αντλίας K-Νa της κυτταρικής μεμβράνης με επακόλουθο την
πρόκληση κατανάλωσης μεγάλης ποσότητας ενέργειας.
Σύνδεση της Τ3 με ειδικούς υποδοχείς στον πυρήνα του κυττάρου και σύνθεση
mRNA.
Ανάπτυξη και ωρίμανση του ΚΝΣ καθώς και του σκελετού.
Υποθυρεοειδισμός ο οποίος προκαλεί καθυστέρηση αναπτύξεως και πνευματική
καθυστέρηση.
FT4I (Plasma free thyroxine index): Δείκτης ελέυθερης θυροξίνης στο πλάσμα. Ο
προσδιορισμός στο πλάσμα των επιπέδων των ελεύθερων θυρεοειδικών ορμονών
δείχνει έμμεσα και το ποσοστό των θυρεοειδικών ορμονών που δρούν στους ιστούς.
Ο προσδιορισμός του FT4I είναι πιο χρήσιμος από τον προσδιορισμό της ολικής Τ4
ειδικά στις περιπτώσεις εκείνες που οι τιμές της TBG είναι παθολογικές όπως
συμβαίνει στην κύηση ή στην λήψη αντισυλληπτικών χαπιών. Οι φυσιολογικές τιμές
FT4I είναι 1.5-3.6
90
υποθυρεοειδισμό η TSH > 15Mu/L. Εάν ο υποθυρεοειδισμός είναι δευτεροπαθής η
TSH είναι χαμηλή. Χαμηλή TSH παρατηρείται στον υπερθυρεοειδισμό.
ΥΠΕΡΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ
93
Σχετικά με την χορήγηση του ραδιενεργού ιωδίου, αυτή είναι μία πολύ εύκολη
θεραπεία στην οποία χορηγείται πόσιμο νερό με ραδιενεργό ιώδιο σε δόση τέτοια
που να μπορεί να διατηρηθεί η φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδή. Τα 2/3 των
ασθενών που ακολουθούν αυτή τη θεραπεία γίνονται ευθυρεοειδικοί, ακόμα και αν
τους χορηγηθεί 1 δόση με ραδιενεργό ιώδιο, ενώ εάν κριθεί απαραίτητο μπορεί να
δοθούν και συμπληρωματικές δόσεις. Η σημαντικότερη ανεπιθύμητη ενέργεια αυτής
της θεραπείας είναι το υψηλό ποσοστό υποθυρεοειδισμού που παρουσιάζεται στους
ασθενείς τα επόμενα χρόνια. Η χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου στα παιδιά και κατά τη
διάρκεια της κυήσεως αντενδείκνυται διότι μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση
καρκίνου του θυρεοειδούς. Σε ενήλικες άνω των 45 ετών, η χορήγηση ραδιενεργού
ιωδίου θεωρείται ότι είναι ακίνδυνη.
ΥΠΟΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ
96
ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΦΛΟΙΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΝΕΦΡΙΔΙΩΝ
ΣΥΝΔΡΟΜΟ GUSHING
Είναι μία παθολογική κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται υπερέκκριση των
γλυκοκορτικοειδών από τον φλοιό των επινεφριδίων.
Στο σύνδρομο Gushing και στο 70% των περιπτώσεων η βλάβη είναι
αμφοτερόπλευρη, δηλαδή παρατηρείται στον φλοιό και των δύο επινεφριδίων και η
αιτιολογία της νόσου είναι άγνωστη.
Σε ικανό αριθμό ασθενών με σύνδρομο Gushing υπάρχει όγκος στην υπόφυση, ενώ
σε άλλους ασθενείς υπάρχουν όγκοι στον φλοιό των επινεφριδίων (ποσοστό 5%). Σε
ποσοστό 10% επί του συνόλου των ασθενών με σύνδρομο Gushing, οι αιτίες που
προκαλούν την πάθηση βρίσκονται εκτός των επινεφριδίων και συγκεκριμένα
πρόκειται για αδιαφοροποίητα καρκινώματα που υπάρχουν στους βρόγχους των
πνευμόνων και παράγουν πεπτίδιο, το οποίο έχει σύσταση παρόμοια με τη σύσταση
της φλοιοτρόπου ορμόνης (ACTH). Το σύνδρομο Gushing θα πρέπει υποχρεωτικά να
λαμβάνεται υπόψη, παρά τη σπανιότητά του, στη διαφορική διάγνωση ασθενών που
είναι παχύσαρκοι και εμφανίζουν υπέρταση.
Κλινική εικόνα:
Η κλινική συμπτωματολογία στο σύνδρομο Gushing οφείλεται στο γεγονός ότι οι
πρωτεΐνες καθώς και η ινσουλίνη που παράγει ο οργανισμός καταβολίζονται σε
αυξημένους ρυθμούς από τα γλυκοκορτικοειδή που εκκρίνει ο φλοιός των
επινεφριδίων. Συγκεκριμένα στην κλινική εικόνα συμπεριλαμβάνονται μυϊκή
αδυναμία και ατροφία, λέπτυνση του δέρματος το οποίο εμφανίζει ραβδώσεις σε
χρώμα ερυθρό και ιώδες, ενώ δημιουργούνται εύκολα και μώλωπες. Από τα οστά
εμφανίζονται οστεοπόρωση και εύκολα κατάγματα και ακόμη παρατηρείται και
σακχαρώδης διαβήτης. Σε ασθενείς που ανήκουν στην παιδική ηλικία παρουσιάζεται
αναστολή στην ανάπτυξή τους. Ακόμη οι ασθενείς με αμφοτερόπλευρη υπερπλασία
97
του φλοιού των επινεφριδίων θα παρουσιάζουν μελάγχρωση του δέρματος που
οφείλεται στην αύξηση της φλοιοτρόπου ορμόνης και της λιποτρόπου ορμόνης στην
κυκλοφορία. Παρατηρούνται επίσης παχυσαρκία του κορμού, πανσεληνοειδές
προσωπείο, υπερτρίχωση, αμηνόρροια και ψυχικές διαταραχές οι οποίες φτάνουν έως
και την ψύχωση.
Εργαστηριακές εξετάσεις:
Στο πλάσμα αυξάνονται οι συγκεντρώσεις των κορτικοστεροειδών. Τα
κορτικοστεροειδή εμφανίζονται αυξημένα και στα ούρα. Από την ακτινογραφία στο
τουρκικό εφίππιο μπορεί να παρατηρηθεί όγκος στην υπόφυση, ενώ χρειάζεται
διερεύνηση και για τον εντοπισμό όγκων στον φλοιό των επινεφριδίων.
Οι ασθενείς με σύνδρομο Gushing που έχουν όγκους είτε στα επινεφρίδια είτε
εκτός επινεφριδίων απαιτούν χειρουργική θεραπεία. Εφόσον οι όγκοι είναι
κακοήθεις, αυτοί δεν είναι σίγουρο ότι καταστρέφονται με ακτινοθεραπεία ή με
χημειοθεραπεία. Η πρόγνωση είναι ακόμα χειρότερη στους ασθενείς με
αμφοτερόπλευρη υπερπλασία επινεφριδίων. Η χειρουργική αντιμετώπιση που
συνιστάται είμαι η ολική επινεφριδιεκτομή. Πρόκειται για μία επικίνδυνη επέμβαση
καις ε αυτούς τους ασθενείς χορηγούνται δια βίου γλυκοκορτικοειδή και
αλατοκορτικοειδή. Οι ασθενείς που έχουν υποστεί χειρουργική αφαίρεση των
επινεφριδίων παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν όγκο στην υπόφυση,
γεγονός το οποίο ευνοείται διότι οι ασθενείς αυτοί δεν παράγουν κορτιζόλη. Ακόμη
εμφανίζουν μελάγχρωση του δέρματος που ονομάζεται σύνδρομο Nelson. Ο κίνδυνος
αναπτύξεως όγκου στην υπόφυση στην περίπτωση αμφοτερόπλευρης
επινεφριδιεκτομής μπορεί να αντιμετωπιστεί με μερική ή με ολική καταστροφή της
υπόφυσης.
Ασθενείς με σύνδρομο Gushing που δεν παίρνουν θεραπεία αποβιώνουν σε
χρονικό διάστημα 5 ετών από τη διάγνωση της πάθησης σε ποσοστό 50% και ο
θάνατος οφείλεται σε ισχαιμική καρδιοπάθεια.
99
ΝΟΣΟΣ ΤΟΥ ADDISON
Πρόκειται για μία πάθηση που οφείλεται σε γενική έλλειψη των ορμονών που
παράγονται από τον φλοιό των επινεφριδίων.
Παράγοντες στους οποίους αποδίδεται η εμφάνιση της νόσου είναι η εξής:
1)κεγχροειδής φυματίωση η οποία προκαλεί καταστροφή στα επινεφρίδια,
2)αυτοάνοσες παθήσεις, οι οποίες επιφέρουν ατροφία στον φλοιό των επινεφριδίων.
Πρόκειται για το μεγαλύτερο ποσοστό εμφάνισης της νόσου του Addison, και τα
κυριότερα αυτοάνοσα νοσήματα που προκαλούν την ατροφία του φλοιού των
επινεφριδίων είναι η θυρεοειδίτιδα Hashimoto και η κακοήθης αναιμία. Στον ορό των
ασθενών με θυρεοειδίτιδα Hashimoto ή κακοήθη αναιμία έχουν βρεθεί αντισώματα
που καταστρέφουν τα κύτταρα του φλοιού των επινεφριδίων.
3)μακροχρόνια χορήγηση γλυκοκορτικοειδών με υψηλές δόσεις, η απότομη διακοπή
των οποίων προκαλεί κρίση οξείας επινεφριδιακής ανεπάρκειας η οποία οδηγεί στην
καταστολή της λειτουργίας του φλοιού των επινεφριδίων.
Κλινική εικόνα:
Οξεία συμπτωματολογία από το κυκλοφορικό σύστημα όπως είναι η καταπληξία
και η υπόταση. Παρατηρούνται επίσης πόνοι στην κοιλιακή χώρα, εμετοί, ελάττωση
της ορέξεως, ναυτία, ορθοστατική υπόταση, απώλεια βάρους, καθώς και μελάγχρωση
του δέρματος η οποία εντοπίζεται στους βλεννογόνους του σώματος, στις θηλές των
μαστών και στις πτυχές των παλαμών.
Εργαστηριακές εξετάσεις:
Ελάττωση στις συγκεντρώσεις των κορτικοστεροειδών, στα ούρα και στον ορό του
πλάσματος. Στο πλαίσιο της γενικευμένης έλλειψης των ορμονών που εκκρίνονται
από τον φλοιό των επινεφριδίων, παρατηρείται και έλλειψη της αλδοστερόνης η
οποία προκαλεί αύξηση του καλίου στον ορό του πλάσματος με παράλληλη
ελάττωση της συγκεντρώσεως του νατρίου. Αξίζει να σημειωθεί ότι εάν ο ασθενής
έχει παλαιότερα προσβληθεί από φυματίωση, στην περίπτωση αυτή ο ακτινολογικός
έλεγχος από την κοιλιακή χώρα θα αποκαλύψει αποτιτανώσεις στα επινεφρίδια.
Εφόσον η έλλειψη της παραγωγής των ορμονών από τον φλοιό των επινεφριδίων
είναι οξεία, τότε θα απαιτηθεί χορήγηση υψηλών δόσεων κορτιζόλης που θα
κυμαίνονται από 200mg έως 400mg ανά 24ωρο, ενώ ταυτόχρονα οι ασθενείς αυτοί
θα πρέπει να προσλαμβάνουν υγρά και γλυκόζη. Σε χρόνιες θεραπευτικές αγωγές, η
δοσολογία της κορτιζόλης ανέρχεται από 20-30mg ανά 24ωρο. Στην θεραπευτική
αγωγή των ασθενών με νόσο του Addison θα πρέπει να προστίθεται οπωσδήποτε και
αλατοκορτικοειδές.
100
ΦΑΙΟΧΡΩΜΟΚΥΤΤΩΜΑ
101
ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Πρόκειται για διαταραχή της λειτουργίας του παχέος εντέρου η οποία αποδίδεται
σε παρεκκλίσεις της φυσιολογικής νευρομυϊκής λειτουργίας του παχέος εντέρου. Δεν
παρατηρούνται παθολογοανατομικές βλάβες, αλλά όμως θεωρείται ότι το σύνδρομο
του ευερέθιστου εντέρου αποτελεί πρόδρομη κατάσταση στην εμφάνιση
εκκολπωμάτωσης του παχέος εντέρου.
Οι ασθενείς που εμφανίζουν τη συγκεκριμένη νόσο πάσχουν για μεγάλο χρονικό
διάστημα, πριν την εμφάνιση της νόσου, από διάφορες χρόνιες νευρώσεις και
αγχώδεις καταστάσεις. Στο σύνδρομο αυτό παρατηρούνται αύξηση της
δραστηριότητας των λείων μυϊκών ινών που περιβάλλουν εξωτερικά το τοίχωμα του
παχέος εντέρου, ενώ παράλληλα εμφανίζεται και αύξηση της ενδοαυλικής πίεσης
στην περιοχή του σιγμοειδούς. Σε ορισμένες περιπτώσεις είναι πιθανό να εμφανιστεί
και υπερτροφία των λείων μυϊκών ινών, οι οποίες περιβάλλουν εξωτερικά τα
τοιχώματα του παχέος εντέρου.
Κλινική εικόνα:
Παρατηρούνται κοιλιακοί πόνοι, κυρίως μετά την πρόσληψη τροφής, ενώ τα
κόπρανα μπορεί να είναι μικρά και στρογγυλού σχήματος όπως τα κόπρανα του
κουνελιού ή της κατσίκας. Στα κόπρανα μπορεί να υπάρχει και πρόσμιξη βλέννας.
Άλλες φορές το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου οδηγεί σε διάρροια και άλλες
φορές σε δυσκοιλιότητα.
Εργαστηριακές εξετάσεις:
Σε όλους τους ασθενείς με υποψία συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου θα πρέπει να
γίνονται γενική αίματος ώστε να αποκλειστεί η περίπτωση αναιμίας, ταχύτητα
καθιζήσεως (ΤΚΕ) ερυθρών αιμοσφαιρίων ώστε να αποκλειστεί η παρουσία χρόνιων
φλεγμονών ή κακοήθων νοσημάτων ενώ παράλληλα οι ασθενείς αυτοί θα πρέπει να
ελέγχονται ανά 4ετία με κολονοσκόπηση ώστε να αποκλεισθεί σίγουρα η ανάπτυξη
καρκίνου στο παχύ έντερο και η παρουσία πολυπόδων.
Διαφορική διάγνωση:
Παθήσεις οι οποίες προκαλούν την ίδια συμπτωματολογία με το σύνδρομο του
ευερέθιστου εντέρου χωρίς όμως να πρόκειται για ευερέθιστο έντερο είναι ο καρκίνος
102
του παχέος εντέρου, το πεπτικό έλκος, η εκκολπωμάτωση και η νόσος του Chron.
Ειδικά για το πεπτικό έλκος σε αυτό ο πόνος επιδεινώνεται με την πρόσληψη τροφής.
Θεραπεία:
Η πλέον ενδεικνυόμενη και αποτελεσματική θεραπεία στο σύνδρομο του
ευερέθιστου εντέρου είναι η αύξηση του όγκου των κοπράνων. Αυτό μπορεί να γίνει
με την πρόσληψη τροφής που είναι πλούσια σε φυτικές ίνες. Στους ασθενείς με
σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου συνιστάται κάποια φορά και η θεραπευτική
αντιμετώπιση του άγχους και της νευρικής υπερέντασης που έχουν με τη χορήγηση
φαρμάκων όπως είναι η χλωροδιαζεποξίδη σε δοσολογία 5mg ανά 8 ώρες την ημέρα
για χρονικό διάστημα που το καθορίζει ανάλογα ο θεράπων ιατρός.
2) ΓΑΣΤΡΙΤΙΔΑ
104
3) ΓΑΣΤΡΟΔΩΔΕΚΑΔΑΚΤΥΛΙΚΟ ΕΛΚΟΣ
ΠΕΠΤΙΚΟ ΕΛΚΟΣ:
Το πεπτικό έλκος ονομάζεται διαφορετικά και ως γαστρικό έλκος. Στην
πλειονότητα των περιπτώσεων τα γαστρικά έλκη χαρακτηρίζονται από χρονιότητα. Η
εμφάνιση των γαστρικών ελκών έχει οικογενή χαρακτήρα (κληρονομικότητα) και
χαρακτηριστικό γνώρισμά τους είναι ότι πριν από την εμφάνισή τους προηγείται και
ικανό χρονικό διάστημα ελαττωμένη έκκριση HCL (υδροχλωρικού οξέος) από το
στομάχι και όχι υπερέκκρισή του. Το πεπτικό έλκος εμφανίζεται κυρίως σε άτομα με
ομάδα αίματος 0. Τονίζεται ότι στους ασθενείς με χρόνιο γαστρικό έλκος υπάρχει
συχνό ιστορικό χρόνιας γαστρίτιδας. Στο χρόνιο πεπτικό έλκος αν και ο κίνδυνος
είναι μικρός, ωστόσο είναι υπαρκτός για εμφάνιση κακοήθειας. Σε αντίθεση με το
πεπτικό έλκος, το δωδεκαδακτυλικό έλκος συνοδεύεται συχνά από υπερέκκριση
γαστρικού οξέος. Οι άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες εμφανίζουν αυξημένο κίνδυνο
εμφάνισης έλκους και ιδιαίτερα του δωδεκαδακτυλικού έλκους. Το χρόνιο
δωδεκαδακτυλικό έλκος παρατηρείται και αυτό συχνότερα στα άτομα με ομάδα
αίματος 0.
Τόσο για το πεπτικό όσο και για το δωδεκαδακτυλικό έλκος, το άγχος και η
νευρική υπερένταση προκαλούν την εμφάνισή τους. Ακόμη, στους παράγοντες οι
οποίοι έχουν ενοχοποιηθεί για την εμφάνιση του πεπτικού και του δωδεκαδακτυλικού
έλκους, φαίνεται να ανήκει και η ελαττωμένη παραγωγή των διττανθρακικών από το
πάγκρεας και από το έντερο, εφόσον όπως είναι γνωστό τα διττανθρακικά
εξουδετερώνουν το γαστρικό οξύ. Το δωδεκαδακτυλικό έλκος σε αντίθεση με το
πεπτικό δεν εξελίσσεται σε κακοήθεια.
Τα πεπτικά έλκη εντοπίζονται κυρίως στο έλασσον τόξο του στομάχου ή στα
σημεία εκείνα του στομάχου όπου το σώμα συνενώνεται με το άντρο. Αναφορικά με
τα δωδεκαδακτυλικά έλκη, αυτά εντοπίζονται πιο συχνά στον βολβό του
δωδεκαδακτύλου ή ακόμη και στη δεύτερη μοίρα του δωδεκαδακτύλου. Από τα έλκη
του στομάχου τα πλέον κακοήθη είναι αυτά που εντοπίζονται στο μείζον τόξο του
στομάχου ή στο άντρο.
105
Κλινική εικόνα:
Η κλινική εικόνα αναφέρεται τόσο για το πεπτικό όσο και για το δωδεκαδακτυλικό
έλκος και χαρακτηρίζεται από τα εξής:
1)Πόνος. Ο πόνος εντοπίζεται κυρίως στο επιγάστριο. Σε σπάνιες περιπτώσεις μπορεί
να αντανακλά στον θώρακα ή και στην κάτω κοιλιακή χώρα. Ο χαρακτήρας του
πόνου είναι βύθιος (=βαθύς) και καυστικός, ενώ χειροτερεύει στο πεπτικό έλκος με
την πρόσληψη τροφής. Η επιδείνωση του πόνου στο πεπτικό έλκος παρατηρείται
κατά μέσο όρο μισή ώρα ή τρεις ώρες μετά από την πρόσληψη της τροφής και
ανακούφιση παρατηρείται με τον εμετό. Όταν συμβαίνουν τα συμπτώματα του
έλκους αυτά διαρκούν από 2 έως 3 εβδομάδες με μεσοδιαστήματα ηρεμίας τα οποία
μπορεί να κυμαίνονται από μήνες έως και χρόνια. Ο εμετός προκειμένου ο ασθενής
να ανακουφιστεί από τον πόνο, προκαλείται από τον ίδιο τον ασθενή. Εάν ο εμετός
είναι αρκετός σε ποσότητα, τότε στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να σκεφτεί κανείς
την πυλωρική στένωση. Πυλωρική στένωση είναι η κατάσταση στην οποία
εμφανίζεται πάχυνση με επακόλουθη στένωση του πυλωρικού στομίου του στομάχου.
Ειδικά στα άτομα με πεπτικό έλκος μπορεί να παρατηρηθεί και απώλεια βάρους.
Εργαστηριακές εξετάσεις:
Για την διάγνωση του πεπτικού και του δωδεκαδακτυλικού έλκους
χρησιμοποιούνται το βαριούχο γεύμα και η γαστροσκόπηση. Κατά την διαδικασία
της γαστροσκόπησης θα πρέπει απαραίτητα να λαμβάνονται και βιοψίες προς
εξέταση από τον βλεννογόνο του στομάχου. Με την λήψη του βαριούχου γεύματος
γίνεται ακτινολογική εξέταση η οποία μπορεί να αποκαλύψει τα 3/4 όλων των
χρόνιων γαστρικών ελκών και να φανερώσει την ύπαρξη ενός απλού ή κακοήθους
έλκους όπως ναι να εμφανίσει επιπλοκές από τον στόμαχο όπως είναι η πυλωρική
στένωση. Η γαστροσκόπηση με τις βιοψίες είναι ακόμη πιο ασφαλής μέθοδος για την
διάγνωση του πεπτικού ή του δωδεκαδακτυλικού έλκους. Στα πεπτικά έλκη κακοήθης
εξαλλαγή παρατηρείται σε σύνολο 1% έως 7% επί των πεπτικών ελκών. Οι βιοψίες οι
οποίες λαμβάνονται κατά την γαστροσκόπηση θα πρέπει να λαμβάνονται σε αρκετές
θέσεις (3 έως 4) από το βλεννογόνο του στομάχου και του δωδεκαδακτύλου, ώστε η
διάγνωση να τίθεται με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια.
Στις εργαστηριακές εξετάσεις συμπεριλαμβάνονται και η εξέταση των κοπράνων
και η καλλιέργεια κοπράνων για ανεύρεση πιθανής μικροσκοπικής αιμορραγίας, ενώ
θα πρέπει να γίνεται και μέτρηση της ταχύτητας καθιζήσεως παρά το γεγονός ότι η
106
αυξημένη ταχύτητα καθιζήσεως δεν είναι απολύτως διαγνωστική για την ανεύρεση
κακοήθειας.
Οι επιπλοκές που παρατηρούνται στο γαστροδωδεκαδακτυλικό έλκος είναι η
αιμορραγία, η διάτρηση (=τρύπημα) και η πυλωρική στένωση. Οι επιπλοκές
διακρίνονται σε επιπλοκές πεπτικού έλκους και σε επιπλοκές δωδεκαδακτυλικού:
α) Στις επιπλοκές του γαστρικού έλκους συμπεριλαμβάνονται η διάτρηση, η
αιμορραγία, ο στόμαχος δίκην (=σαν) κλεψύδρας, η νεοπλασματική εξαλλαγή και
τέλος το γαστροκολικό συρίγγιο. Το γαστροκολικό συρίγγιο είναι μια παθολογική
επικοινωνία η οποία αναπτύσσεται ανάμεσα στον στόμαχο και στο έντερο.
β) Οι επιπλοκές από το δωδεκαδακτυλικό έλκος είναι η διάτρηση, η πυλωρική
στένωση και η αιμορραγία.
Διαφορική διάγνωση:
Η διαφορική διάγνωση του γαστροδωδεκαδακτυλικού έλκους θα πρέπει να γίνεται
από:
1)διαφραγματοκήλη,
2)χολοκυστίτιδα,
3)καρκίνος στομάχου, καρκίνος παγκρέατος ή καρκίνος παχέος εντέρου,
4)δυσπεψία νευρογενούς αιτιολογίας η οποία αποδίδεται στο σύνδρομο του
ευερέθιστου εντέρου,
5)καρδιολογικά νοσήματα όπως είναι η στηθάγχη ή οι παθήσεις από το θωρακικό
τοίχωμα.
Θεραπεία:
Η θεραπεία διαφέρει ανάμεσα στο γαστρικό ή πεπτικό έλκος και στο
δωδεκαδακτυλικό έλκος. Το δωδεκαδακτυλικό έλκος δεν εξαλλάσσεται ποτέ σε
καρκίνο και αυτός είναι ο λόγος που αντιμετωπίζεται συντηρητικά και όχι
χειρουργικά. Η χειρουργική αντιμετώπιση στο 12δακτυλικό έλκος ενδείκνυται μόνο
στην περίπτωση εκείνη που προκληθούν επιπλοκές όπως είναι η πυλωρική στένωση.
Αναφορικά με το γαστρικό ή πεπτικό έλκος μας ενδιαφέρει πάντοτε να υπάρχει
πλήρης επούλωση του έλκους, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα προκληθεί εξαλλαγή
σε καρκίνο.
Στη συντηρητική αντιμετώπιση του πεπτικού έλκους συνιστάται τροφή υψηλής
βιολογικής αξίας με ταυτόχρονη χορήγηση αντιόξινων φαρμάκων και με τον ασθενή
σε ανάπαυση στο κρεβάτι. Συνιστάται άμεση και πλήρης διακοπή του καπνίσματος.
Εφόσον ο ασθενής είναι αγχώδης θα πρέπει να του χορηγείται αγχολυτική αγωγή και
107
επίσης βιταμίνη C η οποία βοηθάει στην επούλωση του πεπτικού έλκους. Η
χειρουργική αντιμετώπιση του πεπτικού έλκους θα πρέπει να γίνεται εάν
παρατηρηθούν επιπλοκές όπως είναι η διάτρηση του έλκους, η αιμορραγία και η
πυλωρική στένωση. Επίσης χειρουργική αντιμετώπιση για το γαστρικό έλκος
ενδείκνυται σε ασθενείς που είναι μεν καλά στην υγεία τους, αλλά που όμως η
επούλωση του πεπτικού έλκους δεν είναι πλήρης και υπάρχει ο κίνδυνος εξαλλαγής
σε κακοήθεια. Η χειρουργική επέμβαση η οποία ενδείκνυται για την θεραπεία του
πεπτικού έλκους είναι η μερική γαστρεκτομή.
4) ΕΛΚΩΔΗΣ ΚΟΛΙΤΙΔΑ
Η ελκώδης κολίτιδα είναι μια οξεία φλεγμονώδης νόσος που παρατηρείται στον
βλεννογόνο του παχέος εντέρου. Στην ελκώδη κολίτιδα παρατηρούνται διάρροια και
αιμορραγία και η νόσος έχει την τάση να καθίσταται χρόνια. Σύμφωνα με τις πλέον
επικρατούσες απόψεις η εμφάνιση της νόσου αποδίδεται σε ανοσολογική βλάβη, ενώ
θεωρείται υπολογίσιμος παράγοντας για την εμφάνιση της νόσου και ο κληρονομικός
παράγων. Στον ορό ασθενών με ελκώδη κολίτιδα έχουν βρεθεί αντισώματα σε
διάφορα συστατικά από τον βλεννογόνο του παχέος εντέρου. Έχει βρεθεί ακόμα ότι
τα λεμφοκύτταρα ασθενών με ελκώδη κολίτιδα προκαλούν βλάβες σε καλλιέργειες
κυττάρων από το παχύ έντερο.
Στην ελκώδη κολίτιδα μπορεί να προσβληθεί μόνο ένα τμήμα του βλεννογόνου
από το ορθό ή ακόμη να προσβληθεί όλος ο βλεννογόνος του παχέος εντέρου. Ο
βλεννογόνος του παχέος εντέρου ο οποίος προσβάλλεται είναι αιμορραγικός και
φλεγμαίνει, ενώ παρατηρούνται και εξελκώσεις στο βλεννογόνο.
Κλινική εικόνα:
1)Διάρροια, η οποία μπορεί να περιέχει αίμα και βλέννα. Είναι πιθανό να
παρατηρηθούν ημερησίως μέχρι και 10 διαρροϊκές κενώσεις.
2)Αφυδάτωση, η οποία οδηγεί σε ελάττωση των επιπέδων του καλίου στον ορό, ενώ
μπορεί να παρατηρηθεί και καχεξία.
3)Ανορεξία, με δύσπνοια και με καταβολή των δυνάμεων εξαιτίας της αναιμίας που
προκαλείται από την ελκώδη κολίτιδα λόγω των αιμορραγικών κενώσεων.
4)Εγκατάσταση πρωκτίτιδας η οποία με την σειρά της προκαλεί δυσκοιλιότητα και
επιδείνωση της αιμορραγίας από το ορθό.
108
5)Πυρετός, απώλεια βάρους, ευαισθησία στην ψηλάφηση στην περιοχή που
βρίσκεται το παχύ έντερο, σε ορισμένες περιπτώσεις ελκώδους κολίτιδας μπορεί να
παρατηρηθεί και ηπατομεγαλία.
Επιπλοκές από την ελκώδη κολίτιδα:
1)Φλεβοθρόμβωση: πρόκειται για επιπλοκή της ελκώδους κολίτιδας η οποία είναι
δύσκολο να αντιμετωπιστεί διότι τα αντιπηκτικά φάρμακα που δίνονται στην
φλεβοθρόμβωση θα χειροτερέψουν την εντερορραγία. Εάν όμως δεν χορηγηθούν
αντιπηκτικά φάρμακα τότε είναι πολύ αυξημένος ο κίνδυνος του θανάτου από
πνευμονική εμβολή.
2)Προσβάλλεται το δέρμα με αποτέλεσμα να παρατηρηθούν οζώδες ερύθημα,
γαγγραινώδες πυόδερμα και έλκη στις κνήμες. Οι δερματικές επιπλοκές από την
ελκώδη κολίτιδα εμφανίζονται κυρίως όταν η ελκώδης κολίτις είναι ενεργός.
3)Αρθρίτιδα, η οποία παρατηρείται κυρίως στα γόνατα και στις ποδοκνημικές
αρθρώσεις. Εξαιτίας της ελκώδους κολίτιδας μπορεί να παρατηρηθεί και
αγκυλοποιητική σπονδυλοαρθρίτιδα. Τονίζεται ότι τα συμπτώματα της αρθρίτιδας
από τα γόνατα και από τις ποδοκνημικές αρθρώσεις υποχωρούν τελείως εάν γίνει
χειρουργική επέμβαση κολεκτομής. Τα συμπτώματα από την αγκυλοποιητική
σπονδυλοαρθρίτιδα δεν υποχωρούν ακόμη και κολεκτομή να γίνει και η ελκώδης
κολίτις θεωρείται ότι είναι μία από τις πλέον κύριες αιτίες εμφάνισης
αγκυλοποιητικής σπονδυλοαρθρίτιδας.
4)Εμφάνιση στοματικών ελκών.
5)Εμφάνιση αναιμίας η οποία αποδίδεται σε ανεπάρκεια του μυελού των οστών
καθώς και σε απώλεια αίματος.
6)Βλάβες από τους οφθαλμούς όπως είναι η επισκληρίτιδα και η ιρίτιδα.
7)Προσβολή του ήπατος η οποία σχετίζεται με λιπώδη διήθηση του ήπατος, με
κίρρωση, με χρόνια ενεργό ηπατίτιδα, με καρκίνο των χοληφόρων, με χολόσταση,
καθώς και με σκληρυντική χολαγγειίτιδα. Τονίζεται ότι ακόμη και να γίνει
θεραπευτική χολεκτομή για την αντιμετώπιση της ελκώδους κολίτιδας, παρόλα αυτά
δεν αναστέλλεται η δυσμενής εξέλιξη της ηπατικής βλάβης όταν η βλάβη στο ήπαρ
έχει ήδη αρχίσει.
Διαφορική διάγνωση:
Οι παθήσεις που μπορεί να δώσουν την ίδια συμπτωματολογία με την ελκώδη
κολίτιδα, χωρίς όμως να πρόκειται για ελκώδη κολίτιδα είναι οι παρακάτω:
1)Νόσος του Chron,
109
2)Καρκίνος του παχέος εντέρου,
3)Ισχαιμική κολίτιδα,
4)Δυσεντερία και αμοιβάδωση.
Θεραπεία:
Σε σοβαρές περιπτώσεις οξείας κολίτιδας γίνεται εισαγωγή στο νοσοκομείο και
εφόσον παρατηρείται αναιμία αυτή θα πρέπει οπωσδήποτε να διορθώνεται με
μεταγγίσεις και με χορήγηση σκευασμάτων σιδήρου.
Σε αγχώδεις και νευρωσικούς ασθενείς θα πρέπει οπωσδήποτε να εφαρμόζεται
ψυχοθεραπεία.
Είναι ακόμη απαραίτητη η χορήγηση υγρών και ηλεκτρολυτών όπως είναι το
κάλιο, διότι η επικίνδυνη μείωση των ηλεκτρολυτών οδηγεί σε σοβαρές
καρδιολογικές διαταραχές όπως είναι η καρδιακή ανακοπή. Θα πρέπει να δίνονται
φάρμακα για τις διαρροϊκές κενώσεις, ενώ εφόσον υπάρχουν και κοιλιακοί πόνοι
αυτοί θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με την χορήγηση σπασμολυτικών φαρμάκων. Η
δίαιτα στους ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα θα πρέπει να είναι πλούσια σε βιταμίνες
και σε πρωτεΐνες.
Στην θεραπεία της ελκώδους κολίτιδας έχει θέση και η χορήγηση των
κορτικοστεροειδών όταν τα υπόλοιπα μέτρα όπως η διόρθωση της αναιμίας με
μεταγγίσεις και σίδηρο, η χορήγηση των υγρών καθώς και οποιοδήποτε άλλο είδος
συντηρητικής θεραπείας αποτύχουν. Τα κορτικοστεροειδή εμφανίζουν καλό
αποτέλεσμα σε ποσοστό 40% των περιπτώσεων της οξείας κολίτιδας. Εφόσον η
πορεία της νόσου είναι καλή και σταθερή τότε τα κορτικοστεροειδή θα πρέπει να
διακόπτονται.
Χειρουργική θεραπεία:
Χειρουργική επέμβαση για την ελκώδη κολίτιδα θα πρέπει να γίνεται προκειμένου
να αντιμετωπιστούν επιπλοκές όπως είναι η διάτρηση του παχέος εντέρου καθώς και
η οξεία διάτασή του. Εάν η ελκώδης κολίτιδα είναι καθολική και επεκτείνεται σε όλο
το παχύ έντερο, τότε ακόμη και εάν τα συμπτώματα δεν είναι σοβαρά και δεν
δημιουργούν ιδιαίτερο πρόβλημα, παρόλα αυτά η χειρουργική επέμβαση θα πρέπει να
γίνεται προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος πιθανής εμφάνισης καρκίνου του
παχέος εντέρου. Συνήθως η χειρουργική επέμβαση που ακολουθείται είναι η εκτομή
του παχέος εντέρου και η μόνιμη ειλεοστομία.
110
5) ΝΟΣΟΣ ΤΟΥ CHRON
Πρόκειται για μια χρόνια πάθηση κοκκιοματώδους υφής, η οποία προσβάλει τόσο
το παχύ έντερο όσο και το λεπτό. Πρόκειται για πάθηση η οποία στην Ευρώπη
προσβάλλει κυρίως τα σκανδιναβικά κράτη και την βόρεια Ευρώπη.
Η συχνότερη θέση εντόπισης της νόσου του Chron είναι ο ειλεός. Η νόσος
προσβάλλει κυρίως την υποβλεννογόνια στιβάδα. Παρατηρείται ελάττωση της
διαμέτρου του εντερικού αυλού και πάχυνση στο εντερικό τοίχωμα. Ενίοτε η νόσος
συνοδεύεται και από τον σχηματισμό ελκών στο εντερικό τοίχωμα.
Η παθολογοανατομική εικόνα της νόσου χαρακτηρίζεται από κοκκιώματα τα οποία
διαθέτουν γιγαντοκύτταρα ενώ στις περισσότερες φορές των περιπτώσεων
εμφανίζεται οίδημα καθώς επίσης και διήθηση με πλασματοκύτταρα και με
λεμφοκύτταρα. Στη νόσο του Chron μπορεί να υπάρξει και προσβολή λεμφαδένων.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της νόσου είναι ότι το εντερικό τοίχωμα εμφανίζεται σε
άλλες περιοχές υγιές και σε άλλες περιοχές προσβεβλημένο.
Κλινική εικόνα:
Πυρετός άγνωστης αιτιολογίας, απώλεια βάρους, υπολευκωματιαιμία, προσβολή
δερματική η οποία συνοδεύεται από εμφάνιση ελκών γύρω από τον πρωκτό και από
το στόμα.
Όλα όσα προαναφέρθηκαν αποτελούν γενική συμπτωματολογία της νόσου του
Chron.
Η κλινική εμφάνιση στη νόσο του Chron εξαρτάται από το εάν αυτή εντοπίζεται
στον ειλεό, στη νήστιδα, στο παχύ έντερο και τέλος και στο λεπτό και στο παχύ
έντερο.
Α)Προσβολή του ειλεού από τη νόσο του Chron:
Πυρετός, ανορεξία, διάρροια, απώλεια βάρους, βλάβη στον πρωκτό, πιθανή
ψηλαφητή μάζα στον λαγόνιο βόθρο.
Β)Συμπτώματα από τη νόσο του Chron εάν αυτή εντοπιστεί στη νήστιδα:
Πυρετός, ανορεξία, διάρροια, όπως και διαταραχές της απορρόφησης των
θρεπτικών ουσιών από τη νήστιδα με χαρακτηριστικό γνώρισμα την στεατόρροια
(αποβολή στέατος από το έντερο). Είναι πιθανό να παρατηρηθούν κοιλιακή μάζα και
πάθηση του πρωκτού.
Γ)Συμπτώματα από τη νόσο του Chron όταν αυτή εντοπίζεται στο παχύ έντερο:
111
Διάρροια, αιμορραγία, τεινεσμός, απώλεια βάρους, βλάβες από τον βλεννογόνο
στην περιοχή του σιγμοειδούς, εξελκώσεις, πρωκτίτιδα, υπεραιμία και οίδημα από το
βλεννογόνο του παχέος εντέρου.
Εάν η νόσος του Chron προσβάλλει και το λεπτό έντερο και το παχύ, τότε τα
συμπτώματα μπορεί να συμπεριλάβουν σχεδόν όλα ή συνδυασμό από όσα
προαναφέρθηκαν.
Εργαστηριακές εξετάσεις:
1) Γενική αίματος η οποία θα δείξει αναιμία λόγω έλλειψης σιδήρου, φυλλικού οξέος
και βιταμίνης Β12. Η ΤΚΕ είναι αυξημένη.
2) Εάν η πάθηση εντοπίζεται στη νήστιδα ή και στον ειλεό, τότε θα παρατηρηθούν τα
συμπτώματα της δυσαπορρόφησης με χαρακτηριστικό γνώρισμα την στεατόρροια.
3) Οι τιμές των ηπατικών ενζύμων μπορεί να είναι παθολογικές, διότι η νόσος του
Chron προκαλεί λιπώδη διήθηση από το ήπαρ ή ηπατική κίρρωση.
Από τον βλεννογόνο του παχέος εντέρου και του λεπτού, η ειδική ακτινολογική
εξέταση θα δείξει την δημιουργία συριγγίων, την δημιουργία ελκών, παχύνσεις του
εντερικού βλεννογόνου ή ακόμη και στενώσεις του εντερικού αυλού.
4) Βιοψία: Η νόσος του Chron επιβεβαιώνεται με βιοψία από τα πάσχοντα τμήματα
του λεπτού εντέρου εφόσον αυτό πάσχει, του ορθού, εφόσον αυτό πάσχει, καθώς
επίσης και από βιοψίες οι οποίες μπορεί να προέρχονται από δερματικές βλάβες ή
από πρωκτικά έλκη ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες το παχύ έντερο
και το ορθό εμφανίζονται ότι είναι φαινομενικώς υγιή. Εφόσον η νόσος του Chron
εμφανίζεται και στο παχύ έντερο, τότε στο 80% αυτών των ασθενών θα
παρουσιάζονται πρωκτικές βλάβες.
Διαφορική διάγνωση:
1)Ελκώδης κολίτιδα του παχέος εντέρου,
2)Εκκολπωμάτωση του παχέος εντέρου,
3)Νεόπλασμα του παχέος εντέρου,
4)Φυματίωση του παχέος εντέρου,
5)Λοίμωξη από Yersinia Enterocolitica,
6)Κοιλιοκάκη.
Θεραπεία:
Στην νόσο του Chron απαιτείται θεραπεία που είναι συνδυασμός συντηρητικής και
χειρουργικής αγωγής. Η δίαιτα που χορηγείται θα πρέπει να είναι πλούσια σε
λευκώματα ώστε να προληφθεί η απώλεια βάρους, ενώ θα πρέπει να χορηγείται
112
στους ασθενείς αυτούς και συμπλήρωμα με βιταμίνη Β12. Η χορήγηση λίπους στους
ασθενείς αυτούς θα πρέπει να ελαττώνεται διότι υπάρχει ο κίνδυνος στεατόρροιας.
Σε περίπτωση που έχουν δημιουργηθεί συρίγγια και λοιμώξεις γύρω από τον πρωκτό
απαιτείται η χορήγηση κορτικοστεροειδών και στην περίπτωση αυτή η θεραπεία
αρχίζει με χορήγηση πρεδνιζολόνης σε δόσεις από 30 έως 40 mg ημερησίως per os.
Όταν η θεραπεία με την πρεδνιζολόνη ολοκληρωθεί, τότε η ημερήσια δοσολογία θα
πρέπει να ελαττώνεται προοδευτικά από 5 έως 15 mg πρεδνιζολόνης ημερησίως.
Η χειρουργική επέμβαση στη νόσο του Chron θα πρέπει να γίνεται εάν υπάρχουν
εντερική απόφραξη, συρίγγια ή αποστήματα. Καλό είναι η χειρουργική θεραπεία να
γίνεται μετά το πέρας της θεραπείας με κορτικοστεροειδή. Εάν η νόσος εντοπίζεται
στο παχύ έντερο, τότε ενδείκνυται η εκτομή του τμήματος του παχέος εντέρου που
πάσχει, αλλά όμως εάν έχει προσβληθεί όλο το παχύ έντερο ή το ορθό, τότε η
χειρουργική επέμβαση η οποία ενδείκνυται να γίνει είναι η ειλεοστομία.
6) ΚΟΙΛΙΟΚΑΚΗ
116
1)Προϋπάρχον χρόνιο γαστρικό έλκος. Στην περίπτωση αυτή ακόμη και επούλωση
του έλκους να υπάρξει, δεν είναι εύκολο να υπολογιστεί εάν υφίσταται και κατά πόσο
ακριβής κίνδυνος για ανάπτυξη γαστρικού καρκίνου. Υπό την προϋπόθεση ότι
υπάρχει προηγηθείσα γαστρεκτομή για άλλη αιτία, ο κίνδυνος της ανάπτυξης
καρκίνου στο στομάχι υφίσταται διότι σε γαστρικό κολόβωμα (δηλαδή στο στόμαχο
που απέμεινε) υπάρχει ικανός κίνδυνος για ανάπτυξη γαστρίτιδας.
2)Χρόνια ατροφική γαστρίτιδα, που είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη εφόσον είναι
αυτοάνοσης αιτιολογίας. Στην αυτοάνοση γαστρίτιδα ανευρίσκονται αυτοαντισώματα
του οργανισμού του ίδιου εναντίον των κυττάρων του βλεννογόνου του στομάχου
(αντισώματα ΑΡCΑ) καθώς επίσης ανευρίσκονται και αυτοαντισώματα εναντίον του
ενδογενούς παράγοντα.
3)Εμφάνιση γαστρικού πολύποδα (η παρουσία του γαστρικού πολύποδα ενέχει
μεγάλο κίνδυνο εξαλλαγής του πολύποδα σε γαστρικό καρκίνο).
4)Άτομα με ομάδα αίματος Α. Ιδιαίτερα μεγάλη συχνότητα ανάπτυξης καρκίνου του
στομάχου παρατηρείται και στους κατοίκους της Ιαπωνίας και της Ισλανδίας και αυτό
αποδίδεται πιθανότατα στην τροφή τους, σε μεγάλη ωμών ψαριών και κρέατος.
Αναφορικά με την ανάπτυξη του καρκίνου του στομάχου δεν θα πρέπει να
αγνοείται και η κληρονομικότητα. Τα άτομα με συγγενείς, ειδικά συγγενείς πρώτου
βαθμού που στις οικογένειές τους υπήρξε περιστατικό ανάπτυξης καρκίνου του
στομάχου διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για τη συγκεκριμένη νόσο κατά 3 ή 4 φορές
περισσότερο σε σχέση με άλλα άτομα.
Κλινική εικόνα:
Καταβολή δυνάμεων, απώλεια βάρους, πόνος στο επιγάστριο, εμετός, μερικές
φορές ο καρκίνος μπορεί να είναι ψηλαφητός στο επιγάστριο, ίκτερος εφόσον έχουν
δοθεί μεταστάσεις στο ήπαρ, ασκίτης, και σε ορισμένες περιπτώσεις που ο καρκίνος
εντοπίζεται στον πυλωρό μπορεί να εμφανιστεί πυλωρική στένωση. Χαρακτηριστικό
εύρημα της κλινικής εικόνας ασθενών με και καρκίνο του στομάχου είναι η διόγκωση
που παρατηρείται στους λεμφαδένες της αριστερής υπερκλείδιας χώρας με κύριο
εύρημα τον λεμφαδένα Virchow.
Εργαστηριακές εξετάσεις:
Η πλέον ενδεδειγμένη και ασφαλής εξέταση για τη διάγνωση του καρκίνου του
στομάχου είναι η γαστροσκόπηση. Με την γαστροσκόπηση επιτυγχάνεται η
επισκόπηση του βλεννογόνου του στομάχου ενώ παράλληλα λαμβάνονται και βιοψίες
από τα εσωτερικά τοιχώματα του στομάχου οι οποίες βιοψίες θα εξεταστούν
117
κυτταρολογικά και παθολογοανατομικά. Σε ασθενείς με καρκίνο του στομάχου
μπορεί να υπάρξει αίμα στα κόπρανα και σε ποσοστό 65% εξ αυτών παρατηρείται
και αχλωρυδρία (ελαττωμένη ποσότητα έκκρισης υδροχλωρικού οξέος με
ταυτόχρονη συνοδό ελάττωση της γαστρικής οξύτητας.
Θεραπεία:
Η θεραπεία είναι μόνο χειρουργική. Σε περιπτώσεις που η νόσος διαγνωστεί
έγκαιρα και γίνει ολική αφαίρεση στομάχου η πρόγνωση είναι καλή.
121
Επιπλοκές της ηπατικής κίρρωσης:
1)Κιρσορραγία.
2)Ασκίτης.
3)Πυλαιοσυστηματική εγκεφαλοπάθεια (πρόκειται για την παθολογική εκείνη
κατάσταση κατά την οποία ο εγκέφαλος δηλητηριάζεται από τα προϊόντα που
προέρχονται εξαιτίας της διασπάσεως των πρωτεϊνών. Η πυλαιοσυστηματική
εγκεφαλοπάθεια μπορεί να μιμηθεί διάφορα νευρολογικά νοσήματα όπως είναι η
νόσος του Parkinson, η παραπληγία, η εμφάνιση κώματος κλπ. Δύο χαρακτηριστικά
ευρήματα της πυλαιοσυστηματικής εγκεφαλοπάθειας είναι η ηπατική απόπνοια,
καθώς επίσης και ο πτερυγοειδής τρόμος των δακτύλων των δύο άνω άκρων όταν τα
άκρα αυτά είναι σε έκταση.
122