Μάχη της Τραμπάλας
Μάχη της Τραμπάλας | |||
---|---|---|---|
Μέρος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 | |||
Χρονολογία | 5-7 Ιουνίου 1825 | ||
Τόπος | κορυφή Τραμπάλα Αρκαδίας 37°13′30″N 22°09′59″E / 37.2249°N 22.1663°E | ||
Έκβαση | Ήττα των Ελλήνων | ||
Αντιμαχόμενοι | |||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
Δυνάμεις | |||
| |||
Απώλειες | |||
|
Η Μάχη της Τραμπάλας (5-7 Ιουνίου 1825) ήταν μάχη της Επανάστασης του 1821, κατά την οποία οι Έλληνες αντιμετώπισαν τον Ιμπραήμ πασά της Αιγύπτου και ηττήθηκαν. Αποτέλεσμα της μάχης ήταν η διείσδυση του στρατού του Ιμπραήμ στο εσωτερικό της Πελοποννήσου και η κατάληψη της Τριπολιτσάς. Το σημείο της μάχης βρίσκεται βόρεια του χωριού Άκοβος του Ν. Αρκαδίας, στο ύψωμα Τραπεζόραχη, όπου έχει ανεγερθεί μνημείο και ναός της Αγίας Παρασκευής.
Τα γεγονότα πριν τη μάχη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την ήττα των Ελλήνων στο Μανιάκι και τον ηρωικό θάνατο του Παπαφλέσσα στις 20 Μαΐου 1825, ο στρατός του Ιμπραήμ κατέλαβε την Αρκαδιά (Κυπαρισσία). Στη συνέχεια έχοντας ως ορμητήριο τη Μεθώνη και το Νεόκαστρο (Πύλο), από όπου ανεφοδιαζόταν, κατέλαβε αμαχητί την Καλαμάτα και άλλες μεσσηνιακές κωμοπόλεις και τις πυρπόλησε.[1]
Ο Κολοκοτρώνης, ύστερα από την αποφυλάκισή του στις 17 Μαΐου, συμφιλιώθηκε με την κυβέρνηση. Συνειδητοποιώντας πόσο επικίνδυνος και διαφορετικός αντίπαλος από τον Δράμαλη ήταν ο Ιμπραήμ, πρότεινε σειρά οργανωτικών και τακτικών μέτρων για την αντιμετώπιση των Αιγυπτίων, των οποίων την ισχύ και την αποτελεσματική οργάνωση είχε αρχίσει να κατανοεί. Από την Τριπολιτσά, όπου έμειναν έως τα τέλη Μαΐου, ο Κολοκοτρώνης και η κυβέρνηση εφάρμοσαν δραστήρια μέτρα στρατολογίας και εφοδιασμού χάρις στα οποία συγκεντρώθηκαν αρχικά 6.000 άνδρες και τα απαραίτητα εφόδια.[1] Στη συνέχεια συγκέντρωσε το στρατό στα σύνορα Μεσσηνίας και Αρκαδίας, στα Δερβένια του Λεονταρίου (Μακρυπλάγι), σκοπεύοντας να δημιουργήσει στρατόπεδο στη θέση "Σορώκα", όπου υπήρχε μονοπάτι άγνωστο στους Αιγυπτίους. Όμως ο Ιμπραήμ, με ταχύτατη πορεία πρόλαβε να περάσει από το μονοπάτι της Σορώκας, έχοντας ως οδηγούς Τούρκους του Λεονταρίου που είχαν αιχμαλωτίσει και χρησιμοποιούσαν ως δούλους οι Έλληνες. Αυτή η καθυστέρηση να οχυρωθεί η θέση "Σορώκα" αποδείχθηκε καταστροφική για τους Έλληνες.[2]
Έτσι, οι δυνάμεις του Ιμπραήμ, 10.000 πεζοί, όλο το ιππικό του και το ορεινό πυροβολικό του, βρέθηκαν ξαφνικά στα αριστερά του ελληνικού στρατοπέδου, καίγοντας χωριά και προκαλώντας μεγάλο πανικό και σύγχυση στους Έλληνες στρατιώτες και τους αμάχους της περιοχής, που έτρεχαν κυνηγημένοι να σωθούν. Ο Κολοκοτρώνης συγκράτησε με κόπο το αιγυπτιακό ιππικό και διέταξε τους στρατοπεδευμένους στα Δερβένια να έρθουν κοντά του μέχρι να φτάσουν και οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις.[2]
Το βράδυ της 4ης Ιουνίου, οι Αιγύπτιοι κοιμήθηκαν στο χωριό Πολιανή ενώ από τους Έλληνες κατέφθασαν ο Γιωργάκης Γιατράκος με 800 Μυστριώτες, οι οποίοι κατέλαβαν θέσεις στο χωριό Δυρράχι, στο δρόμο προς το Μυστρά, και ο Κανέλλος Δεληγιάννης με τον Γενναίο Κολοκοτρώνη και 3.000 άνδρες, οι οποίοι οχύρωσαν με ψηλά και κλειστά ταμπούρια το βουνό Τραμπάλα. Υπεραισιόδοξο γράμμα του Δεληγιάννη προς την τριμελή επιτροπή στρατολογίας και εφοδιασμού υπό τους Κρεστενίτη, Μπούκουρα και Καράπαυλο, που εστάλη εκείνη τη νύχτα, δείχνει πως οι Έλληνες δεν είχαν συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο που τους περίμενε.[2]
Η μάχη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το πρωί ο στρατός του Ιμπραήμ επιτέθηκε με τις ξιφολόγχες εναντίον ορισμένων σημείων της ελληνικής άμυνας, εκτοπίζοντας από εκεί τους επαναστάτες. Στη συνέχεια οι Αιγύπτιοι στράφηκαν προς το κύριο σημείο της ελληνικής άμυνας, την Τραμπάλα. Ο Γιατράκος με τους Μυστριώτες του κινήθηκε να βοηθήσει αλλά κυνηγήθηκε από τους Αιγυπτίους που του επιτέθηκαν με τις ξιφολόγχες. Για να γλυτώσουν μάλιστα, αυτός και οι άνδρες του αναγκάστηκαν να ορμήσουν σε ένα απότομο μέρος γεμάτο βράχους. Στην προσπάθειά τους αυτή να διαφύγουν, ο ίδιος ο Γιατράκος πληγώθηκε από κλαδί θάμνου που μπήκε κάτω από το σαγόνι του.[3]
Η μάχη συνεχίστηκε τη νύχτα χωρίς αποτέλεσμα, καθώς οι Έλληνες απέκρουαν τις επιθέσεις των Αιγυπτίων από τα ταμπούρια τους. Το πρωί της 7ης Ιουνίου, 9 κανόνια του Ιμπραήμ άρχισαν να βάλλουν με σφοδρότητα εναντίον των Ελλήνων, ενώ το πεζικό των Αιγυπτίων όρμησε να καταλάβει τις γύρω πλαγιές, με σκοπό να διασπάσουν το ελληνικό μέτωπο και να βγουν στο αρκαδικό οροπέδιο. Ο Κολοκοτρώνης τότε, για να τους εμποδίσει, έστειλε εναντίον τους τον Πλαπούτα με λίγους Κυπαρισσιώτες, οι οποίοι οχυρώθηκαν σε ένα μονοπάτι. Όμως μετά από πεισματική μάχη που κράτησε μία ώρα, το σώμα του Πλαπούτα αναγκάστηκε να επιστρέψει στον Κολοκοτρώνη, με αποτέλεσμα ο Ιμπραήμ να επιτύχει το σκοπό του να μπει στο εσωτερικό της Αρκαδίας. Μάλιστα το ιππικό του έφτασε έως το Λεοντάρι, κέντρο εφοδιασμού των Ελλήνων, καίγοντας τα γύρω χωριά.[3]
Μετά από αυτή την εξέλιξη, οι άνδρες του Γενναίου Κολοκοτρώνη βρέθηκαν σε κίνδυνο να κυκλωθούν και να αιχμαλωτιστούν. Γι' αυτό ο Κολοκοτρώνης τούς ειδοποίησε να συνεχίσουν να μάχονται όλη μέρα, και τη νύχτα, αφού δώσει αυτός το σύνθημα με φωτιές, να επιχειρήσουν έξοδο από τα δυτικά, προς τον Τουρκολέκα και μετά στον Ίσαρη. Η έξοδος έγινε αλλά, λόγω της βιασύνης και της σύγχυσης που επικράτησαν μέσα στην ασέληνη νύχτα, πολλοί άνδρες γκρεμίστηκαν και ταλαιπωρήθηκαν. Οι απώλειες από τη μάχη, το μεγαλύτερο βάρος της οποίας σήκωσε από την ελληνική πλευρά ο Γενναίος Κολοκοτρώνης με τους άνδρες του, ήταν 110 νεκροί και τραυματίες Έλληνες, και 700 περίπου Αιγύπτιοι.[3]
Συνέπειες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η μάχη της Τραμπάλας προκάλεσε μεγάλη απογοήτευση στους Έλληνες λόγω της ταχύτητας προέλασης του Ιμπραήμ και της αποτυχίας του Κολοκοτρώνη να τον σταματήσει. Διαλύθηκαν τα «φροντιστήρια» τα οποία εφοδίαζαν τον ελληνικό στρατό και καθένας προσπαθούσε να σώσει τον εαυτό του και τους δικούς του. Η ελληνική άμυνα κατέρρευσε καθώς οι Τριπολιτσιώτες και διάφοροι άλλοι Πελοποννήσιοι λιποτάκτησαν και μετέβησαν γρήγορα στις ιδιαίτερες πατρίδες τους προκειμένου να διασώσουν τις οικογένειές τους. Επίσης, ο Κωνσταντίνος Μαυρομιχάλης με τους άνδρες του πήγαν στους Μύλους της Αργολίδας ενώ ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, με τον Γενναίο, τον Πλαπούτα, τον Δεληγιάννη, τον Παπατσώνη και άλλους, κατέφυγαν στην ορεινή επαρχία της Καρύταινας, στο Χρυσοβίτσι. Έστειλε όμως ανθρώπους του να ειδοποιήσουν τους κατοίκους της Τριπολιτσάς να φύγουν και να κάψουν την πόλη. Μέσα στη σύγχυση που δημιουργήθηκε, οι Τριπολιτσιώτες νόμισαν ότι κατέφθασε ο Ιμπραήμ και προκλήθηκε ένας από τους φοβερότερους πανικούς στην ιστορία της επανάστασης. Οι κάτοικοι έτρεχαν αλλόφρονες στα γύρω βουνά για να σωθούν και πολλοί έχασαν τα παιδιά τους, τα οποία βρέθηκαν αργότερα να περιπλανώνται μέχρι και το Ναύπλιο. Τρεις μέρες μετά, στις 11 Ιουνίου, ο Ιμπραήμ κατέλαβε αμαχητί την Τριπολιτσά και, αφήνοντας εκεί φρουρά, συνέχισε την πορεία του προς το Ναύπλιο.[3]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Βακαλόπουλος 1975, σελ. 385.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 Βακαλόπουλος 1975, σελ. 386.
- ↑ 3,0 3,1 3,2 3,3 Βακαλόπουλος 1975, σελ. 387.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Βακαλόπουλος, Απόστολος (1975). Ιστορία του Ελληνικού Έθνους - Η Ελληνική Επανάσταση (1821-1832). ΙΒ΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών. σελ. 385-387.