Μετάβαση στο περιεχόμενο

Παλάτι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το Παλάτι Σβέριν, στη Γερμανία.

Παλάτι ή ανάκτορο είναι μεγάλο κτίριο στο οποίο κατοικεί ένας αρχηγός κράτους, όπως ένας αυτοκράτορας ή βασιλιάς (άναξ), ή ένας υψηλόβαθμος αξιωματούχος, όπως αρχιεπίσκοπος ή επίσκοπος. Η λέξη «παλάτι» προέρχεται από τη λατινική λέξη Palātium, δηλαδή την οικία του Αυγούστου στον Παλατίνο λόφο της Ρώμης.[1] Το όνομα διατηρήθηκε και στη Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη) για το ανάκτορο του Αυτοκράτορα, το οποίο λεγόταν Ιερόν Παλάτιον. Η εκδοχή της λέξης σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες είναι palais (γαλλ.), palace (αγγλ.), palazzo (ιταλ.), palacio (ισπαν.) palast (γερμ.) και ο όρος εφαρμόζεται για μία μεγάλη ιδιωτική κατοικία της αριστοκρατίας στην πόλη. Στην εποχή μας τα παλάτια, ως ιστορικά κτίρια, χρησιμοποιούνται ως κοινοβούλια, μουσεία, ξενοδοχεία ή γραφεία. Το παλάτι διαφέρει από το κάστρο, που είναι οχυρωμένο.

Η αγγλική λέξη προέρχεται από τα παλαιά γαλλικά palais (αυτοκρατορική κατοικία), από το λατινικό Palātium, το όνομα του Παλατίνου λόφου, ενός από τους λόφους της αρχαίας Ρώμης. Το αρχικό «παλάτιον» στον λόφο του Παλατίνου ήταν η έδρα της αυτοκρατορικής εξουσίας, ενώ το «καπιτώλιο» στον Καπιτωλίνο λόφο ήταν ο θρησκευτικός πυρήνας της Ρώμης. Πολύ μετά την ανάπτυξη της πόλης στους επτά λόφους, ο Παλατίνος παρέμεινε μια επιθυμητή για κατοίκηση περιοχή. Ο Αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος ζούσε εκεί σε ένα επίτηδες μέτριο σπίτι, που ξεχώριζε από τα γειτονικά του μόνο από τις δύο δάφνες, που φυτεύτηκαν για να πλαισιώνουν την εξώπορτα, ως ένδειξη θριάμβου, που παραχωρήθηκε από τη Σύγκλητο. Οι απόγονοί του, ιδιαίτερα ο Νέρωνας με τον Χρυσό Οίκο (Domus Aurea), μεγέθυναν το κτίριο και τους χώρους του ξανά και ξανά, μέχρι που κατέλαβαν την κορυφή του λόφου. Η λέξη Παλάτιον έφτασε να σημαίνει την κατοικία του Αυτοκράτορα, και όχι τη γειτονιά στην κορυφή του λόφου.

Στη δυτική Ευρώπη το παλάτιο με την έννοια της «διακυβέρνησης» μπορεί να αναγνωριστεί σε μια παρατήρηση του Παύλου του Διάκονου, γράφοντας π. το 790 και περιγράφοντας γεγονότα της δεκαετίας του 660: «Όταν ο Γκρίμουαλντ ξεκίνησε για το Μπενεβέντουμ, εμπιστεύτηκε το παλάτι του στον Λούπο» (Historia Langobardorum, V.xvii). Ταυτόχρονα, ο Καρλομάγνος αναβίωνε συνειδητά τη ρωμαϊκή έκφραση στο «παλάτι» του στο Άαχεν, από το οποίο έχει απομείνει μόνο το παρεκκλήσιό του. Τον 9ο αι. το «παλάτι» υποδείκνυε τη στέγαση και της κυβέρνησης και ο συνεχώς ταξιδεύων Καρλομάγνος έκτισε δεκατέσσερα. Κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα, το palas ήταν συνήθως εκείνο το μέρος ενός αυτοκρατορικού παλατιού (ή Kaiserpfalz), που στέγαζε τη Μεγάλη Αίθουσα, όπου διεξάγονταν οι κρατικές υποθέσεις. Συνέχισε να χρησιμοποιείται ως έδρα της κυβέρνησης σε ορισμένες γερμανικές πόλεις. Στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Γερμανίας οι ισχυροί ανεξάρτητοι εκλέκτορες έφτασαν να στεγάζονται σε ανάκτορα (Paläste). Αυτό έχει χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη ότι η εξουσία ήταν ευρέως κατανεμημένη στην αυτοκρατορία: όπως και σε πιο συγκεντρωτικές μοναρχίες, μόνο η κατοικία του μονάρχη θα ήταν ένα παλάτιο. Στη σύγχρονη εποχή, ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί από αρχαιολόγους και ιστορικούς σε μεγάλες κατασκευές, που στέγαζαν συνδυασμένο ηγεμόνα, αυλή και γραφειοκρατία σε «πολιτισμούς του παλατιού». Σε ανεπίσημη χρήση, ο όρος "παλάτι" μπορεί να επεκταθεί σε μια μεγάλη κατοικία οποιουδήποτε είδους.

Τα πρώιμα αρχαία ανάκτορα περιλαμβάνουν τα ασσυριακά ανάκτορα στη Νιμρούντ και τη Νινευή, το μινωικό ανάκτορο στην Κνωσό και τα περσικά ανάκτορα στην Περσέπολη και τα Σούσα. Είναι γνωστα επίσης τα ελληνιστικά ανάκτορα που οικοδόμησαν οι Διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου και καταλάμβαναν τεράστιες εκτάσεις στη Μακεδονία (Πέλλα), την Αίγυπτο (Αλεξάνδρεια), την Αντιόχεια στη Συρία και την Πέργαμο. Τα ανάκτορα στην Ανατολική Ασία, όπως τα αυτοκρατορικά ανάκτορα της Ιαπωνίας, της Κορέας, του Βιετνάμ, της Ταϋλάνδης, της Ινδονησίας και μεγάλες ξύλινες κατασκευές στην Απαγορευμένη Πόλη της Κίνας, αποτελούνται από πολλά χαμηλά περίπτερα, που περιβάλλονται από τεράστιους, περιφραγμένους κήπους, σε αντίθεση με τα ανάκτορα ενός κτιρίου Μεσαιωνική δυτική Ευρώπη. Ανάκτορα κτίστηκαν επίσης από μετακλασικά αφρικανικά βασίλεια, όπως η αυτοκρατορία Aσάντι. Πριν από την καταστροφή του κατά τη διάρκεια του Γ΄ Αγγλο-Ασάντινού Πολέμου, το βασιλικό παλάτι Aσάντι στο Kουμάσι της Γκάνας περιγράφτηκε από τους Άγγλους εξερευνητές Tόμας-Έντουαρντ Μπόουντις και Γουίνγουντ Ρηντ ως "ένα απέραντο κτίριο από μια ποικιλία από επιμήκεις αυλές και κανονικές πλατείες".

Μεσαιωνικά ανάκτορα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Γκρούτχουζεμουζεουμ (Gruuthusemuseum) είναι ένα μουσείο εφαρμοσμένων τεχνών στη Μπρυζ, που βρίσκεται στο μεσαιωνικό Gruuthuse, το ανάκτορο του Λουί ντε Γκρούτχουζε. Η συλλογή που περιέχει κυμαίνεται από τον 15ο έως τον 19ο αι.

Πιθανώς τον 13ο αι. μια πλούσια οικογένεια από την Μπρυζ έλαβε το μονοπώλιο να επιβάλλει φόρους στα σιτηρά και έκτισε μια αποθήκη γι' αυτά. Το κτίριο άλλαξε στις αρχές του 15ου αι. από τον Γιαν Δ΄ φαν ντερ Άα σε ένα πολυτελές σπίτι για την οικογένειά του, το οποίο στη συνέχεια άλλαξε το όνομά του σε "Φαν Γκρούτχουζε" ("οικία του Γκρούτ"). Ο γιος του Λουί ντε Γκρούτχουζε πρόσθεσε μια δεύτερη πτέρυγα στο σπίτι και το 1472 ένα παρεκκλήσιο. Αυτό συνέδεσε την οικία με την παρακείμενη Εκκλησία της Παναγίας του Μπριζ.

Η πόλη Mέχελεν στεγάζει πολλά ανάκτορα εντός των τειχών (intra muros):

Το "Χοφ φαν Κάμεραϊκ" (Hof van Kamerijk) ή "Παλάτι της Μαργαρίτας της Υόρκης", κτήριο του 15ου αι. ονομάζεται επίσης "Κάιζερσχοφ" (Keizershof, "Αυλή του Αυτοκράτορα"), επειδή πολλοί βασιλόπαιδες διέμεναν εδώ και έλαβαν εκπαίδευση σε αυτή την αυλή, συμπεριλαμβανομένου του Κάρολου Ε΄ (δούκα της Βουργουνδίας, αρχιδούκα της Αυστρίας, Α΄ ως βασιλιά της Ισπανίας και Ε΄ ως αυτοκράτορα της Γερμανίας).

Το "Χοφ φαν Σαβόγιε " ή "Ανάκτορο της Μαργαρίτας της Αυστρίας", συζύγου του Φιλιβέρτου Β΄ της Σαβοΐας, κτήριο των αρχών του 16ου αι. και ένα από τα πρώτα αναγεννησιακά κτίρια στη βόρεια Ευρώπη.

Το "Χοφ φαν Μπούσλεϋντεν", ένα αναγεννησιακό ανάκτορο των αρχών του 16ου αι. του Χιερόνυμους φαν Μπούσλεϋντεν· το «ανάκτορο του Αρχιεπισκόπου», κτήριο του 18ου αι. και η επίσημη έδρα του Αρχιεπισκόπου της Ρωμαιοκαθολικής επαρχίας του Βελγίου· το "Χοφ φαν Παλέρμο", ανάκτορο του 15ου αι. του Γιαν Α΄ Καρόντελετ· το "Χοφ φαν Ζόογκστρατεν", ανάκτορο του 16ου αι. του Άντοον Α΄ φαν Λάλαϊνγκ· το "Χοφ φαν Νάσσαου", κτίριο του 15ου αι. που χρησίμευε ως προσωρινή Αυλή της Μαργαρίτας της Υόρκης, όταν αυτή έφτασε στο Mέχελεν μετά το γάμο της με τον Κάρολο τον Τολμηρό δούκα της Βουργουνδίας· το "Χοφ φαν Κόρτενμπαχ", κτήριο του 16ου αι.· το "Χοφ φαν Κόλομα", ανάκτορο του 18ου αι. του Γιαν-Ερνστ Κόλομα, βαρώνου του Σανκτ-Πιέτερς Λέεουβ και μέλους της οικογένειας Κολόμα.

Η πόλη των Βρυξελλών έχει επίσης πολλά εναπομείναντα και αξιόλογα ανάκτορα intra muros: "Το Βασιλικό Ανάκτορο των Βρυξελλών", που είναι το επίσημο παλάτι του βασιλιά και της βασίλισσας των Βέλγων, το ανάκτορο Έγκμοντ, το ανάκτορο του πρίγκιπα Καρόλου-Αλεξάνδρου της Λωρραίνης και το Οτέλ Ερερά.

Στη Γαλλία υπήρξε σαφής διάκριση μεταξύ ενός κάστρου (château) και ενός ανακτόρου (palais). Το ανάκτορο ήταν πάντα αστικό, όπως το Ανάκτορο της Πόλης (Palais de la Cité) στο Παρίσι, που ήταν το βασιλικό ανάκτορο της Γαλλίας και τώρα είναι το ανώτατο δικαστήριο της Γαλλίας, ή το ανάκτορο των Παπών στην Αβινιόν.

Το κάστρο, αντίθετα, βρισκόταν πάντα σε αγροτικές περιοχές, υποστηριζόταν από τον οικισμό του, ακόμη και όταν δεν ήταν πλέον στην πραγματικότητα οχυρωμένο. Οι ομιλητές της αγγλικής σκέφτονται το "Παλάτι των Βερσαλλιών", επειδή ήταν η κατοικία του βασιλιά της Γαλλίας και ο βασιλιάς ήταν η πηγή της εξουσίας, αν και το κτίριο παρέμενε πάντα το Château de Versailles για τους Γάλλους και η έδρα της κυβέρνησης υπό το παλαιό καθεστώς παρέμεινε το Παλάτι του Λούβρου. Το Λούβρο είχε ξεκινήσει ως οχυρωμένο Κάστρο του Λούβρου (Château du Louvre) στην άκρη του Παρισιού, αλλά όταν στη συνέχεια έγινε έδρα της κυβέρνησης, χωρίς την οχυρωμένη αρχιτεκτονική του και περικυκλωμένο εντελώς από την πόλη, εξελίχθηκε στο Palais du Louvre .

Το ιδιαίτερο μέγαρο (hôtel particulier) παραμένει ο όρος για μια αστική κατοικία, που βρίσκεται μεταξύ αυλής και κήπου (entre cour et jardin), δηλ. πίσω από έναν προαύλιο χώρο και ανοίγει σε έναν κήπο. Όταν βρίσκεται απευθείας σε δρόμους, είναι σπίτι (maisons). Οι επίσκοποι είχαν πάντα ένα ανάκτορο (palais) στην πόλη της επισκοπής τους, ένα μέγαρο (hôtel) σε άλλες πόλεις, αν και μπορεί να κατέχουν κάστρα (chateaux).

Η χρήση είναι ουσιαστικά η ίδια στην Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία, καθώς και στην πρώην Αυστριακή Αυτοκρατορία. Στη Βιέννη της Αυστρίας όλα τα μεγάλα μέγαρα, που ανήκαν σε αριστοκρατικές ή πολύ πλούσιες οικογένειες, ονομάζονταν παραδοσιακά ανάκτορα (palais), αλλά αυτό δεν ίσχυε ποτέ για τα ίδια τα αυτοκρατορικά ανάκτορα, που ονομάζονταν κάστρο (burg) εντός της πόλης, και πύργος (schloss) όταν ήταν έξω από αυτήν. Στη Γερμανία, ο ευρύτερος όρος ήταν μια σχετικά πρόσφατη εισαγωγή και χρησιμοποιήθηκε μάλλον πιο περιορισμένα.

Ο γερμανικός όρος για το "παλάτι" είναι palast, ο οποίος χρησιμοποιείται ειδικά για μεγάλα ανακτορικά συγκροτήματα και κήπους. Οι μεγάλες εξοχικές κατοικίες συνήθως ονομάζονται schloss (πύργος).

Η Γερμανία προσφέρει μια ποικιλία από περισσότερα από 25.000 πύργους και παλάτια και χιλιάδες μέγαρα. Η χώρα είναι γνωστή για τα παραμυθένια ανακτορικά της κτίρια, όπως το Σανσουσί, το παλάτι Λίντερχοφ, το Χέρενκιμζη, το Σβέτσινγκεν, το Nόρντκιρχεν και το ανάκτορο Σβερίν. Πολλά από αυτά τα κτίρια έχουν ιστορία άνω των 1000 ετών, και κυμαίνονται από απλά οχυρά έως βασιλικές κατοικίες. Πολλά γερμανικά κάστρα μετά τον Μεσαίωνα κτίστηκαν κυρίως ως βασιλικά ή δουκικά ανάκτορα, παρά ως οχυρό κτήριο.

Τα καλύτερα δείγματα του ανακτόρου της Ελλάδας της Εποχής του Χαλκού φαίνονται στις ανασκαφές στις Μυκήνες, την Τίρυνθα και την Πύλο. Ότι επρόκειτο για διοικητικά κέντρα φαίνεται από τα αρχεία, που βρέθηκαν εκεί. Από αρχιτεκτονικής άποψης ήταν κληρονόμοι των μινωικών ανακτόρων, αλλά και άλλων ανακτόρων, που είχαν κτιστεί παλαιότερα στην ηπειρωτική Ελλάδα. Βρίσκονταν γύρω από μια ομάδα αυλών, που η καθεμία ανοίγει σε πολλά δωμάτια διαφορετικών διαστάσεων, όπως αποθήκες και εργαστήρια, καθώς και αίθουσες υποδοχής και χώρους διαμονής. Η καρδιά του παλατιού ήταν το μέγαρον. Αυτή ήταν η αίθουσα του θρόνου, τοποθετημένη γύρω από μια κυκλική εστία, που περιβάλλεται από τέσσερις κίονες, με τον θρόνο να βρίσκεται γενικά στη δεξιά πλευρά κατά την είσοδο στην αίθουσα. Οι σκάλες που βρέθηκαν στο ανάκτορο της Πύλου δείχνουν ότι τα ανάκτορα είχαν δύο ορόφους. Στον τελευταίο όροφο βρίσκονταν πιθανώς οι ιδιωτικές κατοικίες της βασιλικής οικογένειας και μερικές αποθήκες. Αυτά τα ανάκτορα έχουν αποδώσει πληθώρα τεχνουργημάτων και αποσπασματικών τοιχογραφιών.

Στην Ουγγαρία γίνεται διάκριση μεταξύ αστικών και αγροτικών κατοικιών. Μόνο οι αστικές κατοικίες της ανώτερης αριστοκρατίας ονομάζονταν palota (παλάτια), οι αγροτικές αρχοντικές ονομάζονταν kastély (μέγαρα) ή στην περίπτωση των μικρότερων εξοχικών κατοικιών kúria. Οι οικογένειες ευγενών γαιοκτημόνων, όπως ο Οίκος των Eστερχάζυ, είχαν συχνά πολλά αρχοντικά στην ύπαιθρο και ανάκτορα στις πόλεις. Το γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, το Ανάκτορο Σάντορ ήταν η κατοικία της οικογένειας Σάντορ τον 19ο αι. Οι βασιλικές κατοικίες ονομάζονταν επίσης ανάκτορα: για παράδειγμα, το θερινό ανάκτορο της Πρώιμης Αναγέννησης του βασιλιά Ματθία Κορβίνου στο Βίσεγκραντ ή το κάστρο της Βούδας που ονομαζόταν Királyi-palota (Βασιλικό Παλάτι). Στο δεύτερο μισό του 19ου αι. τα υπέροχα νέα αστικά μέγαρα της αστικής τάξης στο Aντράσυ υτ και αλλού στη Βουδαπέστη ονομάστηκαν ανάκτορα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Aρ Νουβώ Ανάκτορο Γκρέσχαμ, το οποίο κατασκευάστηκε από ασφαλιστική εταιρεία. Τα μεγάλα δημόσια κτίρια, ακόμη και οι πολυκατοικίες υψηλότερων προδιαγραφών, ονομάζονταν συχνά ανάκτορα (ο σύγχρονος όρος των τελευταίων ήταν bérpalota που σημαίνει ενοικιαζόμενο παλάτι). Για τα σύγχρονα κτίρια ο όρος χρησιμοποιείται σπάνια, με την αξιοσημείωτη εξαίρεση του Παλατιού των Τεχνών.

Στην Ιρλανδία, ο όρος «παλάτι» (ιρλανδικά: pailís) χρησιμοποιείται σπάνια. Η κύρια βασιλική κατοικία στην Ιρλανδία, το Κάστρο του Δουβλίνου, δεν ονομάστηκε ποτέ ανάκτορο, ούτε το Κάστρο Χίλσμπουργκ, η κύρια βασιλική κατοικία της Βόρειας Ιρλανδίας. Η λέξη "παλάτι" περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό σε μεγάλες επίσημες κατοικίες για επισκόπους της Εκκλησίας της Ιρλανδίας:

Στην Ιταλία κάθε αστικό κτίριο που κτίζεται ως μεγάλη κατοικία είναι ένα palazzo. Αυτά συχνά δεν είναι μεγαλύτερα από μία βικτοριανή οικία της πόλης. Δεν ήταν απαραίτητο να είναι κάποιος ευγενής για να θεωρείται το σπίτι του παλάτι. Τα εκατοντάδες palazzi στη Βενετία ανήκαν σχεδόν όλα στην τάξη των πατρικίων της πόλης. Κατά τον Μεσαίωνα λειτουργούσαν και ως αποθήκες και χώροι επιχειρήσεων, καθώς και ως κατοικίες. Το palazzo κάθε οικογένειας ήταν μια κυψέλη, που περιείχε όλα τα μέλη της οικογένειας, αν και μπορεί να μην έδειχνε πάντα ένα μεγάλο αρχιτεκτονικό δημόσιο μέτωπο. Τον 20ο αι., το palazzo στα ιταλικά άρχισε να εφαρμόζεται κατ' επέκταση σε κάθε μεγάλη ωραία πολυκατοικία, καθώς πολλά παλιά palazzi μετατράπηκαν σε αυτή τη χρήση.

Τα μέγαρα του επισκόπου ήταν πάντα palazzi, και η έδρα ενός τοπικού καθεστώτος θα ονομαζόταν επίσης έτσι. Πολλές πρώην πρωτεύουσες εμφανίζουν ένα παλάτι των δουκών, την έδρα του τοπικού δούκα ή του άρχοντα. Στη Φλωρεντία (όπως και για άλλες ισχυρές κοινοτικές κυβερνήσεις), η έδρα της κυβέρνησης ήταν γνωστή ως Palazzo della Signoria. Ωστόσο όταν οι Μέδικοι έγιναν μεγάλοι δούκες της Τοσκάνης, το κέντρο της εξουσίας μετατοπίστηκε στη νέα τους κατοικία στο Palazzo Pitti και το παλαιό κέντρο εξουσίας άρχισε να αναφέρεται ως Palazzo Vecchio.

Τα καταστήματα στο ισόγειο και τα διαμερίσματα στην κορυφή ενός μοντέρνου palazzo δεν είναι καθόλου ασυνήθιστα: ιστορικά, το ισόγειο ακόμη και του palazzo μίας μεγάλης οικογένειας θα μπορούσαν να είναι εμπορικά και οικιακά γραφεία, συχνά ανοιχτά σε υπηρέτες, εμπόρους, πελάτες και το κοινό, ενώ ο πιο πολυτελής και επίσημος όροφος (γνωστός ως pianο nobile) ήταν για την οικογένεια, μαζί με τους επάνω ορόφους και τα διαμερίσματα, τα οποία θεωρούνταν όλα πιο καθαρά και ασφαλή από αυτά του ισογείου. Υπήρχαν (και υπάρχουν) συχνά ξεχωριστές, μερικές φορές εξωτερικές, σκάλες για τα πιο ταπεινά δωμάτια στη σοφίτα και τη στέγη, που χρησιμοποιούσε το προσωπικό.

Τα σημαντικότερα βασιλικά palazzi της Ιταλίας είναι αυτά στην Καζέρτα, τη Νάπολη, το Παλέρμο, το Τορίνο, καθώς και το ανάκτορο Κουιρινάλε στη Ρώμη.

Μέχρι τον 16ο αι. η Μάλτα ήταν μέρος του Βασιλείου της Σικελίας και η πρωτεύουσα Μντίνα στέγαζε πολλά ανάκτορα για τους ευγενείς, όπως το Παλάτσο Φαλσόν και το Παλάτσο Σάντα Σοφία. Μετά την άφιξη του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη το 1530, οι ιππότες εγκαταστάθηκαν στο Μπίργκου, όπου μέρος του οχυρού Σαντ Άντζελο χρησιμοποιήθηκε ως το ανάκτορο του Μεγάλου Μαγίστρου. Οι ίδιοι οι ιππότες ζούσαν σε καταλύμματα (auberges), αλλά αυτά ήταν περισσότερο μεγάλα σπίτια, παρά ανάκτορα.

Το πρώην βασίλειο της Πολωνίας, γνωστό ως Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία, κάποτε κάλυπτε πάνω από 1.153.465 χλμ2, το οποίο επέτρεψε στους ευγενείς να κτίσουν τις κατοικίες τους οπουδήποτε, από τη σύγχρονη Πολωνία μέχρι τη νότια Εσθονία. Η πολωνική αριστοκρατία (σλάχτα) ευνόησε πολύ την αρχιτεκτονική του μπαρόκ και του ροκοκό της περιόδου. Ο πιο αξιοσημείωτος αρχιτέκτονας που ειδικεύτηκε σε αυτά τα στυλ ήταν ο γεννημένος στην Ολλανδία Τίλμαν φαν Χάμερεν (επίσης γνωστός ως Τίλμαν Γκαμέρσκι), ο οποίος σχεδίασε πολλά διάσημα παλάτια, τόσο για βασιλείς όσο και για ευγενείς, σε όλη την Κοινοπολιτεία. Ο Tίλμαν άφησε επίσης πίσω του μια κληρονομιά κτιρίων, που θεωρούνται διαμάντια της πολωνικής μπαρόκ αρχιτεκτονικής. Τα πιο διάσημα έργα του περιλαμβάνουν το Παλάτι Kρασίνσκι και το Παλάτι των Λουτρών, και τα δύο στη Βαρσοβία, και το Παλάτι Μπρανίτσκι στο Μπιαουίστοκ. Άλλοι ανακτορικοί αρχιτέκτονες στην Πολωνία εκείνη την εποχή ήταν οι Κρίστιαν Πιοτρ Άιγκνερ, Σίμον Μπογκούμιου Ζουγκ, Ντομένικο Μερλίνι και Γιόχαν Κρίστιαν Σουχ.

Προς το παρόν, η Πολωνία διαθέτει εκατοντάδες ανάκτορα και κατοικίες ποικίλου στυλ, σχεδιασμένα από αρχιτέκτονες από όλο τον κόσμο. Μερικά καλύτερα παραδείγματα είναι το Παλάτι του Βιλάνουφ, το Προεδρικό Παλάτι, το Χαλκόστεγο Παλάτι, το Παλάτι της Κυβερνητικής Επιτροπής Εσόδων και Οικονομικών, το Ρογκάλιν, το Παλάτι Γιαμπουονόφσκι, το Παλάτι της Κοζουούφκα, το Παλάτι του Κουροζβένκι και το Παλάτι του Νιεμπόρουφ. Υπάρχουν επίσης πολλά παλάτια, που μοιάζουν με κάστρα ή μεσαιωνικές γοτθικές κατοικίες, κυρίως το Κάστρο της Μόσνα, το Κάστρο Κσιονς και το Βασιλικό Κάστρο της Βαρσοβίας.

Λόγω της σχετικά μικρής γεωγραφίας της, τα περισσότερα από τα ανάκτορα της Πορτογαλίας είναι πρώην βασιλικές κατοικίες. Μερικά παραδείγματα πορτογαλικών ανακτόρων είναι το Εθνικό Ανάκτορο της Μάφρα, το Εθνικό Ανάκτορο Πένα, το Παλάτι Μπελέμ, το Εθνικό Ανάκτορο Aγιούντα, το Παλάσιο ντας Νεσεσιντάντες, το Ανάκτορο Ματέους, το Ανάκτορο Ξενοδοχείο του Μπουσάκο, το Παλάσιο ντε Ρεγκαλέιρα και το Παλάσιο ντα Μπρεγιοέιρα.

Τα ανάκτορα στη Ρουμανία, όπως και αλλού στην Ευρώπη, κτίστηκαν αρχικά για βασιλείς, ευγενείς και επισκόπους. Τρία πρώην βασιλικά ανάκτορα στη Ρουμανία είναι το ανάκτορο Κοτροσένι (τώρα η προεδρική κατοικία). το Βασιλικό Ανάκτορο στο Βουκουρέστι, το οποίο τώρα στεγάζει το Εθνικό Μουσείο Τέχνης της Ρουμανίας, και το ανάκτορο της Ελισάβετ. Αν και η Ρουμανία δεν είναι πλέον συνταγματική μοναρχία, η σημερινή κάτοχος του ρουμανικού στέμματος, η πριγκίπισσα Μαργαρίτα της Ρουμανίας συνεχίζει να κατοικεί στο ανάκτορο Eλισαμπέτα στο Βουκουρέστι.

Άλλα ανάκτορα περιλαμβάνουν το ανάκτορο Κρετουλέσκου στο Βουκουρέστι, που κτίστηκε για την οικογένεια Crețulescu, το ανάκτορο Πέλες, που κτίστηκε από τον βασιλιά Κάρολο Α΄ της Ρουμανίας ως βασιλική κατοικία.

Το Ανάκτορο του Κοινοβουλίου (Casa Poporului) από το Βουκουρέστι και το Ανάκτορο του Πολιτισμού στο Ιάσιο (Palatul Culturii) είναι μεγάλα κυβερνητικά κτίρια, και τα δύο κατασκευασμένα αποκλειστικά για κρατική και δημόσια χρήση.

Τα πρώτα ανάκτορα στη Ρωσία κτίστηκαν πριν από περίπου χίλια χρόνια για τους μεγάλους δούκες του Κιέβου. Αυτά δεν σώζονται, αφού έχουν καταστραφεί. Τα κλασικά ανάκτορα κτίστηκαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Τσάρου Πέτρου Α΄ του Μεγάλου και των άμεσων διαδόχων του. Παραδείγματα ρωσικών παλατιών περιλαμβάνουν:

Οι τρεις Σκανδιναβικές χώρες, η Δανία, η Νορβηγία και η Σουηδία έχουν όλες μακρά μοναρχική ιστορία και διαθέτουν πολλά ανάκτορα. Στη Δανία Το ανάκτορο Κρίστιανσμποργκ στην Κοπεγχάγη κτίστηκε ως βασιλικό παλάτι, αλλά τώρα χρησιμοποιείται μόνο για βασιλικές δεξιώσεις. Το ανάκτορο Αμαλίενμποργκ είναι η βασιλική κατοικία της Δανίας από το 1794. Στη Νορβηγία το Βασιλικό Ανάκτορο στο Όσλο χρησιμοποιείται ως βασιλική κατοικία από το 1849. Στη Σουηδία το μεγάλο παλάτι της Στοκχόλμης κτίστηκε το 1760, και παραμένει η επίσημη βασιλική κατοικία, αλλά προς το παρόν χρησιμοποιείται μόνο για επίσημους σκοπούς, ενώ η σουηδική βασιλική οικογένεια κατοικεί στο πιο μέτριο ανάκτορο Ντρότνινγκχολμ.

Οι δύο δυναστείες της μετα-οθωμανικής Σερβίας, Kαρατζεόρτζεβιτς και Oμπρένοβιτς έκτισαν πολυάριθμες κατοικίες σε όλη την επικράτειά τους. Τα πιο εξέχοντα και επίσημα ανάκτορα είναι h Παλαιά Αυλή (Stari Dvor) και η Νέα Αυλή (Novi Dvor) στο κέντρο του Βελιγραδίου και το Βασιλικό Συγκρότημα, που περιλαμβάνει τη Λευκή Αυλή (Beli Dvor) και το Kraljevski Dvor (Βασιλικό Παλάτι) στο προάστιο του Βελιγραδίου, Nτέντινγιε.

Με περισσότερα από χίλια χρόνια μοναρχικής ιστορίας, η Ισπανία έχει πολλά δικά της ανάκτορα, που κτίστηκαν για διαφορετικούς μονάρχες ή ευγενείς. Μεταξύ αυτών των ανακτόρων είναι το Βασιλικό Ανάκτορο της Μαδρίτης, που αναφέρεται επίσης ως Palacio Real. Το ανάκτορο είναι το μεγαλύτερο παλάτι στην Ευρώπη με περισσότερα από 2.800 δωμάτια, αλλά αυτή τη στιγμή  χρησιμοποιείται μόνο για κρατικές επιχειρήσεις, ενώ η βασιλική οικογένεια κατοικεί στο μικρότερο Παλάθιο ντε λα Θαρθουέλα.

Εκτός από το Βασιλικό Ανάκτορο της Μαδρίτης, υπάρχοει το Αλκαζάρ της Σεβίλλης (το οποίο αναμειγνύει, με τα λεπτά μαυριτανικά φιλιγκράν, τα ευρωπαϊκά χριστιανικά αρχιτεκτονικά στυλ), η Αλάμπρα, το μοναστήρι του Σαν Λορέντσο ντε Ελ Εσκοριάλ και το Βασιλικό Ανάκτορο του Aρανχουέθ, ένα ωραίο μπαρόκ παλάτι που περιβάλλεται από κήπους. Επί του παρόντος,  η βασιλική οικογένεια και ο πρωθυπουργός ζουν στο πιο λιτό Παλάτι της Θαρθουέλα και στο Παλάτι της Μονκλόα αντίστοιχα.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, με σιωπηρή συμφωνία, δεν υπάρχουν «ανάκτορα», εκτός από εκείνα που χρησιμοποιούνται ως επίσημες κατοικίες των βασιλέων ή των επισκόπων, ανεξάρτητα από το αν βρίσκονται στην πόλη ή την επαρχία. Ωστόσο, δεν χρησιμοποιούν όλα τα ανάκτορα τον όρο στο όνομά τους: βλέπε Ανάκτορο Χόλυρουντ. Έτσι το Παλάτι του Μπήλη (Beaulieu) απέκτησε το όνομά του ακριβώς όταν ο Tόμας Μπόλεϋν το πώλησε στον Ερρίκο Η΄ το 1517. Προηγουμένως ήταν γνωστό ως Γουόκφεϊρς (Walkfares), αλλά όπως πολλά άλλα ανάκτορα, το όνομα έμεινε, ακόμη και όταν έληξε η βασιλική σύνδεση.

Το ανάκτορο Μπλένειμ κτίστηκε, σε διαφορετική τοποθεσία, στους χώρους του παρωχημένου βασιλικού ανακτόρου του Γούντστοκ, και το όνομα ήταν επίσης μέρος της εξαιρετικής τιμής, όταν το σπίτι δόθηκε από ένα ευγνώμον έθνος σε έναν μεγάλο στρατηγό, τον δούκα του Mάρλμπορω. Μαζί με πολλά βασιλικά και επισκοπικά ανάκτορα στην ύπαιθρο, το Μπλένειμ καταδεικνύει ότι το "ανάκτορο" δεν έχει συγκεκριμένη αστική χροιά στα αγγλικά. Σχετικά με τη χρήση του όρου «ανάκτορο» στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι αξιοσημείωτο ότι τα Ανάκτορα του Μπάκιγχαμ ήταν γνωστό ως Οικία του Μπάκιγχαμ, προτού αποκτηθεί από τη μοναρχία.

Το ανάκτορο Μπλένειμ (στην Αγγλία) και το ανάκτορο Χάμιλτον (στη Σκωτία, που κατεδαφίστηκε το 1927) είναι οι μόνες μη βασιλικές και μη επισκοπικές κατοικίες, που έχουν τη λέξη "ανάκτορο" στο όνομά τους, εκτός από το παλάτι Ντάιλκειθ (Dalkeith) στη Σκωτία, που ήταν παλιά η έδρα των δουκών του Μπήκλη (Buccleuch), που κατάγονται από τον Κάρολο Β΄ της Αγγλίας.

  1. American Heritage Dictionary of the English Language (4th έκδοση). Boston: Houghton Mifflin Company. 2006. ISBN 0-618-08230-1.