έρανος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | έρανος | οι | έρανοι |
γενική | του | εράνου & έρανου |
των | εράνων |
αιτιατική | τον | έρανο | τους | εράνους |
κλητική | έρανε | έρανοι | ||
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- έρανος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔρανος (δημόσιες συνεισφορές) < αρχαία ελληνική ἔρᾰνος
Προφορά
Ουσιαστικό
έρανος αρσενικό
- οργανωμένη κινητοποίηση για τη συγκέντρωση χρημάτων ή άλλων εισφορών για κοινωφελείς ή φιλανθρωπικούς σκοπούς
- ※ Σ' αυτή την αποθήκη είχανε τα ρούχα που μάζεψε ο έρανος για τους σεισμόπληκτους. (Διονύσης Χαριτόπουλος (1976) Δανεικιά γραβάτα [διηγήματα])
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όροφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)