εράνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εράνισμα < ερανίζομαι + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εράνισμα ουδέτερο
- απάνθισμα κειμένων, δοκιμίων ή φράσεων
- μουσικό ποτπουρί
- συλλογή
- ταξινόμηση
- εκλεκτική σύνθεση
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εράνισμα
|