Παράρτημα:Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)/2

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Γλώσσα: Αρχαία ελληνικά » Παράρτημα:Γραμματική » Παράρτημα:Ουσιαστικά
1η κλίση :: 2η κλίση :: 3η κλίση :: ανώμαλα
για τους συντάκτες: Κατηγορία:Πρότυπα για 2κλιτα

2η κλίση ουσιαστικών « Κατηγορία:Ουσιαστικά κατά την κλίση (αρχαία ελληνικά) & ελληνιστική κοινή

Κατηγορία:Δευτερόκλιτα ουσιαστικά - Second declension of Ancient Greek nouns

Περιεχόμενα - Ουσιαστικά - 2η κλίση ευρετήριο καταλήξεων #Κλιτικοί πίνακες

ασυναίρετα (ονομαστική-γενική)

συνηρημένα (ασυναίρετες & συνηρημένες ονομαστικές)

αττικόκλιτα (ονομαστική-γενική)

ιδιόκλιτο:

Κανόνες 2ης κλίσης

• για τα συνηρημένα • για τα αττικόκλιτα

Πηγές

2η κλίση

[επεξεργασία]

Κατηγορία:Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
Η δεύτερη κλίση των ουσιαστικών ονομάζεται και ο-κλίση (ενώ η 1η κλίση, λέγεται άλφα‑κλίση)
Τα αρσενικά και τα θηλυκά έχουν τις ίδιες καταλήξεις.

Πίνακες

[επεξεργασία]

αρσενικά θηλυκά

[επεξεργασία]

-ός οξύτονα

[επεξεργασία]
για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-'ναός'}}
※ νέα ελληνικά
#όπως «ναός»
#όπως «οδός»
#όπως «γιατρός»


Κατηγορία:ναός   373 λέξεις. 
-ός, -οῦ οξύτονα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ναο-
ονομαστική ναός οἱ ναοί
      γενική τοῦ ναοῦ τῶν ναῶν
      δοτική τῷ να τοῖς ναοῖς
    αιτιατική τὸν ναόν τοὺς ναούς
     κλητική ! ναέ ναοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ναώ
γεν-δοτ τοῖν  ναοῖν
όπως
ναός, τοῦ ναοῦ
ὁδός, τῆς οδοῦ
ὁ/ἡ ἰατρός, τοῦ/τῆς ἰατροῦ

Παρατηρήσεις:

  • θεός - η κλητική ενικού μεταγενέστερη, (ὦ θεός ή θεέ)
  • ἀδελφός - η κλητική ενικού με αναβιβασμό τόνου ὦ ἄδελφε
  • ποιητικός τύπος δοτικής πληθυντικού, σε -οισι

ΠΗΓΕΣ: §233, 234 Smyth

-ος παροξύτονα προπερισπώμενα

[επεξεργασία]
για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-'δρόμος'}}
※ νέα ελληνικά
όπως «δρόμος»
όπως «νόσος»
όπως «ζωγράφος»
Κατηγορία:δρόμος 380 λέξεις. 
-ος, -ου παροξύτονα ή προπερισπώμενα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δρόμος οἱ δρόμοι
      γενική τοῦ δρόμου τῶν δρόμων
      δοτική τῷ δρόμ τοῖς δρόμοις
    αιτιατική τὸν δρόμον τοὺς δρόμους
     κλητική ! δρόμε δρόμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δρόμω
γεν-δοτ τοῖν  δρόμοιν
όπως
δρόμος, τοῦ δρόμου
νῆσος, τῆς νήσου
ὁ/ἡ ἵππος, τοῦ/τῆς ἵππου

-ος προπαροξύτονα

[επεξεργασία]
για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-'θρίαμβος'}}
※ νέα ελληνικά
#όπως «καρδινάλιος»
#όπως «άμπελος»
Κατηγορία:θρίαμβος 417 λέξεις. 
-ος, -ου προπαροξύτονα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θρίαμβος οἱ θρίαμβοι
      γενική τοῦ θριάμβου τῶν θριάμβων
      δοτική τῷ θριάμβ τοῖς θριάμβοις
    αιτιατική τὸν θρίαμβον τοὺς θριάμβους
     κλητική ! θρίαμβε θρίαμβοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θριάμβω
γεν-δοτ τοῖν  θριάμβοιν
όπως
θρίαμβος, τοῦ θριάμβου
κάμινος, τῆς καμίνου
ὁ/ἡ κάμηλος, τοῦ/τῆς καμήλου

ουδέτερα

[επεξεργασία]

-όν οξύτονα παροξύτονα προπερισπώμενα

[επεξεργασία]
για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-'φυτόν'}} {{grc-κλίση-'τέκνον'}}
※ νέα ελληνικά
#όπως «βουνό»
Κατηγορία:φυτόν   29 λέξεις. 
όπως τὸ φυτόν, τοῦ φυτοῦ
Κατηγορία:τέκνον 183 λέξεις. 
όπως τὸ τέκνον, τοῦ τέκνου, τὸ στοιχεῖον, τοῦ στοιχείου
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ φυτόν τὰ φυτᾰ́
      γενική τοῦ φυτοῦ τῶν φυτῶν
      δοτική τῷ φυτ τοῖς φυτοῖς
    αιτιατική τὸ φυτόν τὰ φυτᾰ́
     κλητική ! φυτόν φυτᾰ́
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυτώ
γεν-δοτ τοῖν  φυτοῖν
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ τέκνον τὰ τέκν
      γενική τοῦ τέκνου τῶν τέκνων
      δοτική τῷ τέκν τοῖς τέκνοις
    αιτιατική τὸ τέκνον τὰ τέκν
     κλητική ! τέκνον τέκν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τέκνω
γεν-δοτ τοῖν  τέκνοιν

-ον προπαροξύτονα

[επεξεργασία]
για τους συντάκτες:
{{grc-κλίση-'πρόσωπον'}}
{{grc-κλίση-'Γλυκέριον'}}
※ νέα ελληνικά
#όπως «βούτυρο»
Κατηγορία:πρόσωπον   597 λέξεις. 
Και ειδική κλίση: χαϊδευτικά, για τα κορίτσια μας!
Κατηγορία:Γλυκέριον   6 λέξεις. 
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πρόσωπον τὰ πρόσωπ
      γενική τοῦ προσώπου τῶν προσώπων
      δοτική τῷ προσώπ τοῖς προσώποις
    αιτιατική τὸ πρόσωπον τὰ πρόσωπ
     κλητική ! πρόσωπον πρόσωπ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσώπω
γεν-δοτ τοῖν  προσώποιν
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική /τὸ Γλυκέριον
      γενική τῆς/τοῦ Γλυκερίου
      δοτική τῇ/τῷ Γλυκερί
    αιτιατική τὴν/τὸ Γλυκέριον
     κλητική ! Γλυκέριον
Θηλυκό ή ουδέτερο. Δεν μαρτυρείται πληθυντικός.
Συνήθως, στην ονομαστική, αιτιατική και κλητικού ενικού.

Πίνακες συνηρημένων

[επεξεργασία]
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. χρειάζεται βοήθεια από φιλόλογο για ξεκαθάρσιμα κλιτικών τύπων στα ῥόος ῥοῦς χόος χοῦς.


για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-'πλους'}} {{grc-κλίση-'θυγατριδούς'}}
Ομάδα:πλόος πλοῦς   16 λέξεις. 

Κατηγορία:πλόος   8 λέξεις. 
Κατηγορία:πλοῦς   8 λέξεις. 

Ομάδα:θυγατριδέος θυγατριδοῦς   5 λέξεις. 

Κατηγορία:θυγατριδέος   2 λέξεις. 
Κατηγορία:θυγατριδοῦς   3 λέξεις. 

  • Λέξεις για τις οικογενειακές σχέσεις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πλοο- > πλου-
ονομαστική πλόος > πλοῦς οἱ πλόοι   > πλοῖ
      γενική τοῦ πλόου > πλοῦ τῶν πλόων > πλῶν
      δοτική τῷ πλό   > πλ τοῖς πλόοις > πλοῖς
    αιτιατική τὸν πλόον > πλοῦν τοὺς πλόους > πλοῦς
     κλητική ! πλόε   > πλοῦ πλόοι   > πλοῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλόω   > πλώ
γεν-δοτ τοῖν  πλόοιν > πλοῖν
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
θυγατριδεο- > θυγατριδου-
ονομαστική θυγατριδέος > θυγατριδοῦς οἱ θυγατριδέοι   > θυγατριδοῖ
      γενική τοῦ θυγατριδέου > θυγατριδοῦ τῶν θυγατριδέων > θυγατριδῶν
      δοτική τῷ θυγατριδέ   > θυγατριδ τοῖς θυγατριδέοις > θυγατριδοῖς
    αιτιατική τὸν θυγατριδέον > θυγατριδοῦν τοὺς θυγατριδέους > θυγατριδοῦς
     κλητική ! θυγατριδέε   > θυγατριδοῦ θυγατριδέοι   > θυγατριδοῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θυγατριδέω   > θυγατριδώ
γεν-δοτ τοῖν  θυγατριδέοιν > θυγατριδοῖν

για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-'περίπλους'}}
※ νέα ελληνικά
#όπως «απόπλους»
Ομάδα:περίπλοος περίπλους   3 λέξεις. 

Κατηγορία:περίπλοος   1 λέξεις. 
Κατηγορία:περίπλους   2 λέξεις. 

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
περίπλοο-
ονομαστική περίπλοος > περίπλους οἱ περίπλοοι   > περίπλοι
      γενική τοῦ περιπλόου > περίπλου τῶν περιπλόων > περίπλων
      δοτική τῷ περιπλό   > περίπλ τοῖς περιπλόοις > περίπλοις
    αιτιατική τὸν περίπλοον > περίπλουν τοὺς περιπλόους > περίπλους
     κλητική ! περίπλοε   > περίπλου περίπλοοι   > περίπλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  περιπλόω   > περίπλω
γεν-δοτ τοῖν  περιπλόοιν > περίπλοιν

για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-'οστούν'}}
παροξύτονα ασυναίρετα Ομάδα:ὀστέον ὀστοῦν   2 λέξεις. 

Κατηγορία:ὀστέον   1 λέξεις. 
Κατηγορία:ὀστοῦν   1 λέξεις. 

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ὀστεο- > ὀστου-
ονομαστική τὸ ὀστέον > ὀστοῦν τὰ ὀστέ   > ὀστ
      γενική τοῦ ὀστέου > ὀστοῦ τῶν ὀστέων > ὀστῶν
      δοτική τῷ ὀστέ   > ὀστ τοῖς ὀστέοις > ὀστοῖς
    αιτιατική τὸ ὀστέον > ὀστοῦν τὰ ὀστέ   > ὀστ
     κλητική ! ὀστέον > ὀστοῦν ὀστέ   > ὀστ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὀστέω   > ὀστώ
γεν-δοτ τοῖν  ὀστέοιν   > ὀστοῖν


για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-'κάνεον'}}
προπαροξύτονα ασυναίρετα Ομάδα:κάνεον κανοῦν   2 λέξεις. 

Κατηγορία:κάνεον   1 λέξεις. 
Κατηγορία:κανοῦν   1 λέξεις. 

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
κᾰνεο-> κᾰνου-
ονομαστική τὸ κάνεον > κανοῦν τὰ κάνε   > καν
      γενική τοῦ κανέου > κανοῦ τῶν κανέων > κανῶν
      δοτική τῷ κανέ   > καν τοῖς κανέοις > κανοῖς
    αιτιατική τὸ κάνεον > κανοῦν τὰ κάνε   > καν
     κλητική ! κάνεον > κανοῦν κάνε   > καν
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κανέω   > κανώ
γεν-δοτ τοῖν  κανέοιν   > κανοῖν

Πίνακες αττικόκλιτων

[επεξεργασία]

προέρχονται από κατάληξη που είχε το ο πριν από μακρό φωνήεν:

-εως < -ηος

Περισσότερα στις #Αττικόκλιτα-Σημειώσεις
ΠΗΓΕΣ: §237 #Smyth

για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-'νεώς'}} {{grc-κλίση-'λαγῶς'}}
-ώς οξύτονα Κατηγορία:νεώς   4 λέξεις. 
  -ῶς περισπώμενα Κατηγορία:λαγῶς   3 λέξεις. 
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
νεω- < ιωνικός: νηο- (ναο-)
ονομαστική νεώς οἱ νε
      γενική τοῦ νεώ τῶν νεών
      δοτική τῷ νε τοῖς νεῴς
    αιτιατική τὸν νεών τοὺς νεώς
     κλητική ! νεώς νε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  νεώ
γεν-δοτ τοῖν  νεῴν


 
Δείτε το ιδιόκλιτο #Νεκῶς
που δεν είναι αττιόκλιτο αλλά έχει παρόμοιες καταλήξεις.

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
λᾰγω-
ονομαστική λαγῶς οἱ λαγ
      γενική τοῦ λαγ τῶν λαγῶν
      δοτική τῷ λαγ τοῖς λαγῷς
    αιτιατική τὸν λαγῶν τοὺς λαγῶς
     κλητική ! λαγῶς λαγ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  λαγ
γεν-δοτ τοῖν  λαγῷν

κλίση Νεικῶς

Ανήκει στα Ιδιόκλιτα: Νεκῶς και μοιάζει πολύ με τα αττικόκλιτα της 2ης κλίσης όπως το #λαγῶς.
Ξενικά κύρια ονόματα. Μόνο στον ενικό.

-ως παροξύτονα

[επεξεργασία]
για τους συντάκτες: {{grc-κλίση-'κάλως'}}
Κατηγορία:κάλως   7 λέξεις. 
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
καλω-
ονομαστική κάλως οἱ κάλ
      γενική τοῦ κάλω τῶν κάλων
      δοτική τῷ κάλ τοῖς κάλῳς
    αιτιατική τὸν κάλω τοὺς κάλως
     κλητική ! κάλως κάλ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κάλω
γεν-δοτ τοῖν  κάλῳν

-ως -ων προπαροξύτονα

[επεξεργασία]
για τους συντάκτες:
{{grc-κλίση-'πρόνεως'}}
{{grc-κλίση-'ανώγεων'}}


* #Αττικόκλιτα-Σημειώσεις

Κατηγορία:πρόνεως   6 λέξεις. 
Κατηγορία:ἀνώγεων Ουδέτερα   2 λέξεις. 
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
προνεω-
ονομαστική πρόνεως οἱ πρόνε
      γενική τοῦ πρόνεω τῶν πρόνεων
      δοτική τῷ πρόνε τοῖς πρόνεῳς
    αιτιατική τὸν πρόνεων τοὺς πρόνεως
     κλητική ! πρόνεως πρόνε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πρόνεω
γεν-δοτ τοῖν  πρόνεῳν
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἀνωγεω-
ονομαστική τὸ ἀνώγεων τὰ ἀνώγεω
      γενική τοῦ ἀνώγεω τῶν ἀνώγεω
      δοτική τῷ ἀνώγε τοῖς ἀνώγεῳς
    αιτιατική τὸ ἀνώγεων τὰ ἀνώγεω
     κλητική ! ἀνώγεων ἀνώγεω
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνώγεω
γεν-δοτ τοῖν  ἀνώγεῳν

Γενικοί κανόνες 2ης κλίσης

[επεξεργασία]
  • οι καταλήξεις είναι ίδιες για τα αρσενικά και για τα θηλυκά
  • τα ουδέτερα έχουν ίδιες τις πτώσεις: ονομαστική-αιτιατική-κλητική στον ενικό, και αντίστοιχα, στον πληθυντικό
  • η κατάληξη του άλφα -ᾰ στα ουδέτερα, είναι βραχύχρονη

Συνηρημένα

[επεξεργασία]


Τα συνηρημένα της 2ης κλίσης

  • αρσενικά ή θηλυκά: όπως πλόος > #πλοῦς, ἔκπλοος > #ἔκπλους
  • ουδέτερα: ὀστέον > #ὀστοῦν
  • ΚΑΝΟΝΑΣ: για τα ε και τα ο
    • ο + ο > ου   ό + ο > οῦ
    • ε + ο > ου
    • χάνονται πριν από διφθόγους και άλλα φωνήεντα
    • και δείτε τις συναιρέσεις στους κλιτικούς πίνακες
  • έχουν πάντα σταθερό τον τόνο
    • ακόμη και στα σύνθετα, αντικανονικά: τοῦ ἐκπλόου > τοῦ ἔκπλου (αντί τοῦ *ἐκπλοῦ)
  • ο δυϊκός οξύνεται αντικανονικά (αντί περισπωμένης) πλώ, ὀστώ

!! Εξαιρέσεις

  • το οἰνοχόος δεν έχει συνηρημένους τύπους, γιατί ήταν οἰνοχόϜος. Μόνο, δοτική ενικού οἰνοχῷ

Αττικόκλιτα

[επεξεργασία]

Αττική δεύτερη κλίση με χαρακτηριστικό της κατάληξης το ωμέγα. Υπάγονται στη 2η ο κλίση επειδή προέρχονται από κατάληξη που είχε το ο πριν από μακρό φωνήεν:

-εως < -ηος.

Στην αττική διάλεκτο συνηθίζονταν με ω (ενώ στην Ιωνική με ο).

αττικός τύπος : ὁ λεώς   ιωνικός τύπος  ὁ λαός

Στην ελληνιστική κοινή, έχουν πλέον κατάληξη με όμικρον.


Παρατηρήσεις:

  • έχουν το ωμέγα παντού και διατηρούν τον τόνο αμετακίνητο
  • Ο τόνος διατηρήθηκε όπως στα -αος, (!! ακόμα και στην ονομαστική, με οξεία στην προπαραλήγουσα, παρ' όλο που η λήγουσα είναι μακρά)
    ⮡  Μενέλεως, διατηρώντας τον τονισμό του Μενέλαος
  • αν ακολουθεί γιώτα, τότε παίρνει τη μορφή υπογεγραμμένου (ή προσγεγραμμένου αν πρόκειται για κεφαλαία)
    ⮡  oἱ *λεώ-οι = oἱ λεῴ
  • !! Εξαιρέσεις για την αιτιατική ενικού:
  • Κλητική:
    Ο Smyth δε δίνει κλητική για τα αττικόκλιτα. Επίσης, σχολιάζει τον ποικίλο τονισμό που βρίσκουμε στα κείμενα ως αμφίβολο.