ῥοῦς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ῥόος > ῥοῦς | οἱ | ῥόοι > ῥοῖ |
γενική | τοῦ | ῥόου > ῥοῦ | τῶν | ῥόων > ῥῶν |
δοτική | τῷ | ῥόῳ > ῥῷ | τοῖς | ῥόοις > ῥοῖς |
αιτιατική | τὸν | ῥόον > ῥοῦν | τοὺς | ῥόους > ῥοῦς |
κλητική ὦ! | ῥόε > ῥοῦ | ῥόοι > ῥοῖ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥόω > ῥώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥόοιν > ῥοῖν | ||
2η κλίση, ομάδα 'πλόος πλοῦς', Κατηγορία 'πλοῦς' όπως «πλοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- ῥοῦς < συνηρημένη μορφή του ῥόος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ῥοῦς αρσενικό
- αττικός τύπος του ῥόος
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- ῥοῦς < συνηρημένος τύπος ῥόος < ῥέω. ῥόα, ῥοία και ῥοιή (πιθανόν λόγω του χρώματος που έμοιαζε της ροδιάς. Δείτε Σημειώσεις).
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ῥοῦς αρσενικό ή θηλυκό
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- κοινό δέντρο στην Ελλάδα, από το οποίο έπαιρναν κόκκινη ή πορτοκαλιά βαφή (Cotinus coggygria) ή το ρούδι (Rhus coriaria, Ρους ο βυρσοδεψικός ή σουμάκι) από οποίο έπαιρναν επίσης κόκκινη βαφή αλλά το χρησιμοποιούσαν και ως μπαχαρικό στη Σάμο όπως και ως ίνα για δέρματα
Κλίση
[επεξεργασία]
|
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ῥοῦς, ῥόος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Σελίδες που χρειάζονται έλεγχο
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'πλόος πλοῦς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πλοῦς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πλοῦς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά περισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά περισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις περισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αττική διάλεκτος
- Φυτά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βοῦς' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βοῦς' εξαιρέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βοῦς' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά περισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βοῦς' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με πολλαπλές κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)