αργάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Το λήμμα αυτό χρειάζεται βοήθεια! Μήπως μπορείτε να βοηθήσετε; Ευχαριστούμε. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αργάζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὀργάζω (μαλάσσω, ζυμώνω) με τροπή [o] > [a] από συμπροφορά με μόρια όπως να, θα και ανασυλλαβισμό [na orˈɣazo > narˈɣazo > n arˈɣazo] όπου το [a] υπερισχύει.[1] (→ δείτε και τις λέξεις ὀργάω και ὄργον)
- Διαφορετική ετυμολογία για τη μεσαιωνική ελληνική ἀργάζω (ασχολούμαι, μηχανεύομαι, κατεργάζομαι δέρματα), τύπο του ἐργάζω[2] με τροπή [e] > [a] από συμπροφορά με ρηματικά μόρια και ανασυλλαβισμό.[3] < αρχαία ελληνική ἐργάζομαι → δείτε ἔργον
- Δείτε και ο αργαλειός, το αργαλειό (ἐργαλεῖον)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aɾˈɣa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐γά‐ζω
Ρήμα
[επεξεργασία]αργάζω, αόρ.: άργασα, παθ.φωνή: αργάζομαι, π.αόρ.: αργάστηκα, μτχ.π.π.: αργασμένος
- (δημοτική) κατεργάζομαι δέρματα
- ⮡ δεν αργάζεται καλά τούτο το πετσί, πάρε άλλο να φτιάξεις
- (δημοτική) δέρνω πολύ, ξυλοκοπώ
- έκφραση: του άργασαν το τομάρι / το πετσί / το κορμί
- (δημοτική) σκληραίνω, ροζιάζω
- ⮡ αργάσανε τα χέρια μου απ' το πολύ σκάψιμο
- (δημοτική) άλλες σημασίες[4]
- ξεραίνομαι (για χωράφια)
- οργώνω
- σχεδιάζω κάτι κακό
- → δείτε τη μετοχή αργασμένος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Παροιμίες
[επεξεργασία]- άλλ' αργάζει ο βούβαλος κι άλλα ο βουβαλάρης (άλλα σχεδιάζουμε στο νου μας, άλλα συμβαίνουν στην πράξη)
- αν δεν τ' αργάσεις το πετσί, παπούτσι δεν το κάνεις (αν δεν πάθεις πολλά, δε βάζεις μυαλό)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανάργαστος
- άργαση, έργαση
- άργασμα
- αργασμένος (μετοχή)
- αργαστός, άργαστος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατεργάζομαι δέρματα
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αργάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ ἐργάζω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
[επεξεργασία]- αργάζω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Μπορείτε να βοηθήσετε
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δημοτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)