ασάλευτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασάλευτα < ασάλευτος + -α < αρχαία ελληνική ἀσάλευτος
Επίρρημα
[επεξεργασία]ασάλευτα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασάλευτα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ασάλευτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασάλευτος