βρόμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: βρώμος, βρῶμος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βρόμος οἱ βρόμοι
      γενική τοῦ βρόμου τῶν βρόμων
      δοτική τῷ βρόμ τοῖς βρόμοις
    αιτιατική τὸν βρόμον τοὺς βρόμους
     κλητική ! βρόμε βρόμοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βρόμω
γεν-δοτ τοῖν  βρόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
βρόμος < βρέμω (κροτώ με πάταγο) < πιθανόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰrem-

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βρόμος, -ου αρσενικό

  1. τριγμός, κρότος, πάταγος
  2. ταραχή
  3. μανία

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
βρόμος: για τις μορφές βρωμ- βρομ- → δείτε  βρῶμος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βρόμος, -ου αρσενικό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 3

[επεξεργασία]
βρόμος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βρόμος, -ου αρσενικό