βρόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βρόμος | οἱ | βρόμοι |
γενική | τοῦ | βρόμου | τῶν | βρόμων |
δοτική | τῷ | βρόμῳ | τοῖς | βρόμοις |
αιτιατική | τὸν | βρόμον | τοὺς | βρόμους |
κλητική ὦ! | βρόμε | βρόμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βρόμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βρόμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- βρόμος < βρέμω (κροτώ με πάταγο) < πιθανόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰrem-
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βρόμος, -ου αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- βρόμος: για τις μορφές βρωμ- βρομ- → δείτε βρῶμος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βρόμος, -ου αρσενικό
- άλλη μορφή του βρῶμος: δυσοσμία, βρόμα
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Σημασιολογική μεταβολή σε: δυσωδία, άσχημη μυρωδιά. (δείτε ετυμολογία του βρομώ και βρόμα)
Ετυμολογία 3
[επεξεργασία]- βρόμος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βρόμος, -ου αρσενικό
Πηγές
[επεξεργασία]- βρόμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βρόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)