ελιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ελιά, ΕΛΙΑ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ελιά οι ελιές
      γενική της ελιάς των ελιών
    αιτιατική την ελιά τις ελιές
     κλητική ελιά ελιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Δέντρο ελιάς.
Καρποί ελιάς.
Ελαιόδεντρα, ελιές.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ελιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐλιά με συνίζηση < αρχαία ελληνική ἐλαία[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /eˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐λιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ελιά θηλυκό

  1. (δέντρο) αιωνόβιο και αειθαλές δένδρο με στιλπνά ωοειδή φύλλα, στρεβλό (συνήθως) κορμό, με γκρίζο φλοιό και καρπό ωοειδούς σχήματος και πράσινο και σκληρό περικάρπιο, που, όταν ωριμάσει, μαυρίζει και μαλακώνει. Καλλιεργείται κυρίως στις μεσογειακές χώρες
    ※  στους λόφους του Βοσπόρου δεν υπάρχουν ελιές, ενώ τα κωνοφόρα είναι λιγοστά. Τους σκεπάζει ένα πυκνό χαλί από δέντρα όλων των ειδών. Βελανιδιές, καστανιές, συκιές, οξιές, λεύκες, μανόλιες, φτελιές, και φλαμουριές σκεπάζουν τους λόφους και τις κοιλάδες φτάνοντας μέχρι το νερό (Αλέξανδρος Μασσαβέτας, Κωνσταντινούπολη. Η πόλη των απόντων, εκδ. Πατάκης, 2016)
    ⮡  φυτεύω ελιές
    ⮡  έχει ένα κτήμα με ελιές
    ⮡  Η θεά Αθηνά δώρισε στους Αθηναίους ένα κλαδί ελιάς.
  2. (τρόφιμο) ο καρπός του ομώνυμου δέντρου, που γίνεται βρώσιμος με ποικίλες ειδικές επεξεργασίες και είναι η πηγή για το μαγειρικό λάδι
    ⮡  Μου αρέσουν οι μαύρες ελιές.
  3. μελανόχρωμη κηλίδα του δέρματος που συνήθως εξέχει κι οφείλεται στην υπερβολική έκκριση μελανίνης
    ⮡  έχει μια ελιά στο μάγουλο
  4. το κρέας από το σβέρκο βοοειδών, ο σβέρκος
  5. (ανατομία) βουβώνας

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

και

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]