ερήμωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ερήμωση | οι | ερημώσεις |
γενική | της | ερήμωσης* | των | ερημώσεων |
αιτιατική | την | ερήμωση | τις | ερημώσεις |
κλητική | ερήμωση | ερημώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ερημώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερήμωση < ελληνιστική κοινή ἐρήμωσις < αρχαία ελληνική ἐρημόω / ἐρημῶ < ἐρῆμος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /eˈɾi.mo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ρή‐μω‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ερήμωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ερημώνω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ερήμωση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)