désertification
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
désertification | désertifications |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]désertification (fr) θηλυκό
- η ερήμωση, η ερημοποίηση
ενικός | πληθυντικός |
désertification | désertifications |
désertification (fr) θηλυκό