οφείλω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οφείλω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀφείλω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /oˈfi.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐φεί‐λω
Ρήμα
[επεξεργασία]οφείλω, πρτ.: όφειλα, παθ.φωνή: οφείλομαι, μτχ.π.ε.: οφειλόμενος, π.πρτ.: οφειλόμουν, ελλειπτικό ρήμα χωρίς συνοπτικούς χρόνους
- χρωστώ (χρηματικό ποσό για κάτι που έχω αγοράσει ή ποσό που έχω δανειστεί)
- ⮡ Τι σας οφείλω; (συνηθισμένη έκφραση για να ρωτήσουμε την τιμή ενός προϊόντος που αγοράσαμε ή την αμοιβή ενός τεχνίτη)
- ⮡ Το ποσό αυτό οφείλεται στον κ. τάδε.
- χρωστάω (αναγνωρίζοντας ευεργεσία που έχω δεχτεί)
- ⮡ Στους γονείς μου οφείλω το ζην και στους δασκάλους μου το ευ ζην.
- έχω ηθική υποχρέωση να κάνω κάτι
- (ως απρόσωπο) → δείτε οφείλεται
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ως μη όφειλε → δείτε ως μη ώφειλε
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | οφείλω | όφειλα | θα οφείλω | να οφείλω | οφείλοντας | |
β' ενικ. | οφείλεις | όφειλες | θα οφείλεις | να οφείλεις | όφειλε | |
γ' ενικ. | οφείλει | όφειλε | θα οφείλει | να οφείλει | ||
α' πληθ. | οφείλουμε | οφείλαμε | θα οφείλουμε | να οφείλουμε | ||
β' πληθ. | οφείλετε | οφείλατε | θα οφείλετε | να οφείλετε | οφείλετε | |
γ' πληθ. | οφείλουν(ε) | όφειλαν οφείλαν(ε) |
θα οφείλουν(ε) | να οφείλουν(ε) |
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | οφείλομαι | οφειλόμουν(α) | θα οφείλομαι | να οφείλομαι | οφειλόμενος | |
β' ενικ. | οφείλεσαι | οφειλόσουν(α) | θα οφείλεσαι | να οφείλεσαι | ||
γ' ενικ. | οφείλεται | οφειλόταν(ε) | θα οφείλεται | να οφείλεται | ||
α' πληθ. | οφειλόμαστε | οφειλόμαστε οφειλόμασταν |
θα οφειλόμαστε | να οφειλόμαστε | ||
β' πληθ. | οφείλεστε | οφειλόσαστε οφειλόσασταν |
θα οφείλεστε | να οφείλεστε | οφείλεστε | |
γ' πληθ. | οφείλονται | οφείλονταν οφειλόντουσαν |
θα οφείλονται | να οφείλονται |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οφείλω
Πηγές
[επεξεργασία]- οφείλω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- οφείλω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα ελλειπτικά (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)