χείλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χείλος | τα | χείλη |
γενική | του | χείλους | των | χειλέων |
αιτιατική | το | χείλος | τα | χείλη |
κλητική | χείλος | χείλη | ||
Δείτε και το χείλι, τα χείλια. | ||||
Κατηγορία όπως «άνθος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χείλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χεῖλος. Συγκρίνετε με το χείλι & αχείλι.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈçi.los/
- τονικά παρώνυμα: χυλός, χηλός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χείλος ουδέτερο
- (ανατομία) καθένας από τους δύο μυικούς ιστούς του προσώπου που σχηματίζουν εξωτερικά το στόμα
- ↪ προκλητικά χείλη, το άνω χείλος
- η περιοχή γύρω από ένα τραύμα, ένα φυσικό κοίλωμα του σώματος
- ↪ τα χείλη της πληγής, τα χείλη του αιδοίου
- (μεταφορικά) το σημείο που καταλήγει κάθε επιφάνεια
- ↪ τα χείλη του ποτηριού
- ↪ δείτε και την έκφραση στο χείλος του γκρεμού
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- αχειλία
- άχειλος
- διχειλικός (γραμματική, φωνητική)
- δίχειλος (βοτανική)
- επιχείλιος (ιατρική)
- λαγωχειλία (ιατρική)
- ξεχειλίζω
- ξεχείλισμα
- ξέχειλος
- ξεχείλωμα
- ξεχειλώνω
- υπερεκχείλιση
- υπερχειλίζω
- Χειλανθή (ταξινομία, βοτανική)
- χειλεανάγνωση
- χειλεοπλαστική
- χειλοδοντικός (γραμματική, φωνητική)
- χειλοϋπερωικός (γραμματική, φωνητική)
- -χειλο Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -χειλο στο Βικιλεξικό
- Όροι με χειλο — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Εκφράσεις με τη λέξη χείλος
- στο χείλος της αβύσσου
- στο χείλος του αφανισμού
- στο χείλος του γκρεμού
- στο χείλος κατάρρευσης
- στο χείλος χρεοκοπίας
Εκφράσεις με τη λέξη χείλι
- γελάει το χείλι (μου) / γελάει τ' αχείλι (μου)
- κρέμομαι από τα χείλια (κάποιου) / κρέμομαι από τα χείλη
- ψήνω το ψάρι στα χείλια / ψήνω το ψάρι στα χείλη
Συνήθως με τη λέξη χείλη
- επίσημα χείλη
- υπεύθυνα χείλη
Με τη λέξη χείλη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χείλος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- χείλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χείλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άνθος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)