ἐλελίσφακος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ελελίφασκος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐλελίσφακος οἱ ἐλελίσφακοι
      γενική τοῦ ἐλελισφάκου τῶν ἐλελισφάκων
      δοτική τῷ ἐλελισφάκ τοῖς ἐλελισφάκοις
    αιτιατική τὸν ἐλελίσφακον τοὺς ἐλελισφάκους
     κλητική ! ἐλελίσφακε ἐλελίσφακοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐλελισφάκω
γεν-δοτ τοῖν  ἐλελισφάκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐλελίσφακος < ἐλελί(ζω) + σφάκος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἐλελίσφακος αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]