Essen

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: essen
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Essen die Essen
γενική des Essens der Essen
δοτική dem Essen den Essen
αιτιατική das Essen die Essen

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
Essen < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του ρήματος essen (τρώω) [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɛsn̩/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Essen (de) ουδέτερο

  1. το φαγητό, η τροφή, το γεύμα
    ⮡  Dieses Essen schmeckt sehr gut.
    Αυτό το φαγητό έχει πολύ καλή γεύση.
     συνώνυμα: Mahl, Speise
  2. η διαδικασία της κατανάλωσης φαγητού
    ⮡  Ich überlege, meine Freunde zum Essen einladen.
    Σκέφτομαι να καλέσω τους φίλους μου για φαγητό.
     συνώνυμα: Mahlzeit

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Παροιμίες

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Essen στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Essen - Duden online.
  2. Essen - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
Essen < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Essen (de)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Essen (it)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Essen < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Essen αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]