be

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: .be, Be, BE
ενεστώτας be
γ΄ ενικό ενεστώτα is
αόριστος was, were
παθητική μετοχή been
ενεργητική μετοχή being
αγγλικά ανώμαλα ρήματα
α' ενικό ενεστώτα: am, β' ενικό ενεστώτα και α'/β'/γ' πληθυντικό ενεστώτα: are

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

be < μέση αγγλική been < αγγλοσαξονική beon

be (en)

  1. είμαι, έχω, γίνομαι, χρησιμοποιείται για να ονομάσει πρόσωπα ή πράγματα, να τα περιγράψει ή να δώσει περισσότερες πληροφορίες για αυτά
    ⮡  Today is Monday.
    Σήμερα είναι Δευτέρα.
    ⮡  Who are you?
    Ποιος είσαι;
    ⮡  I am a friend.
    Είμαι φίλος.
    ⮡  -“Who is it?” -“It is me, Paul.
    -«Ποιος είναι;» -«Εγώ, ο Παύλος.»
    ⮡  How old are you?
    Πόσο χρονών είσαι;
    ⮡  Where are you from?
    Από πού είσαι;
    ⮡  I was in love, but not anymore.
    Ήμουν ερωτευμένη, αλλά όχι πια.
    ⮡  Be well!
    Να είσαι καλά!
    ⮡  He was like a brother to me.
    Τον είχα σαν αδερφό σου.
    ⮡  I want to be a doctor.
    Θέλω να γίνω γιατρός.
    ⮡  Don’t be a bad child.
    Μη γίνεσαι κακό παιδί.
  2. είμαι, έχω, χρησιμοποιείται για να περιγράψω μια κατάσταση ή να πω τι σκέφτομαι για αυτήν
    ⮡  We are tired.
    Είμαστε κουρασμένοι.
    ⮡  How are you?
    Πώς είστε/έχετε;
    ⮡  I am right/wrong.
    Έχω δίκιο/άδικο.
    ⮡  I am on good terms with them.
    Τα έχω καλά μαζί τους.
    ⮡  Why are they in mourning?
    Γιατί έχουν πένθος;
    ⮡  It is windy/raining.
    Έχει αέρα/βροχή.
    ⮡  We are in for a storm.
    Θα έχουμε θύελλα.
    ⮡  How is it that you don’t know him?
    Πώς γίνεται να μην τον ξέρεις; (ως απρόσωπο ρήμα)
  3. (there + is/are/κτλ.) υπάρχει, έχει
    ⮡  I did not know there was food.
    Δεν ήξερα ότι υπήρξε φαγητό.
    ⮡  There are branches all over Greece.
    Υποκαταστήματα υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα.
    ⮡  Is there anyone to help me?
    Δεν υπάρχει κανείς να με βοηθήσει;
    ⮡  There are two trees in the yard.
    Στην αυλή έχει δύο δέντρα.
    ⮡  There was once a house here.
    Εδώ είχε κάποτε ένα σπίτι.
    ⮡  -“Is there bread?” -“No, it’s gone.”
    Έχει ψωμί;» -«Όχι, τελείωσε.»
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exist
  4. (αμετάβατο) είμαι, βρίσκομαι, έρχομαι, είμαι σε ένα τόπο
    ⮡  Where were you yesterday/all morning?
    Πού ήσουν χτες/όλο το πρωί;
    ⮡  I will be with you next year.
    Θα είμαι μαζί σας του χρόνου.
    ⮡  The glass is on the table.
    Το ποτήρι είναι στο τραπέζι.
    ⮡  The factory is near a school.
    Το εργοστάσιο βρίσκεται κοντά σ' ένα σχολείο.
    ⮡  When he opened his eyes, he didn’t know where he was.
    Όταν άνοιξε τα μάτια του, δεν ήξερε που βρισκόταν.
    ⮡  You have to be there every day in the morning.
    Πρέπει να βρίσκεσαι εκεί κάθε μέρα το πρωί.
    ⮡  I will be there in a minute.
    Θα έρθω σ' ένα λεπτό!
  5. (αμετάβατο, be from) είμαι από, χρησιμοποιείται για να πει πού γεννήθηκε κάποιος ή πού είναι το σπίτι του
    ⮡  She is from Greece.
    Είναι από την Ελλάδα.
    ⮡  I am from the US.
    Είμαι από τις ΗΠΑ.
  6. (αμετάβατο) είμαι, γίνομαι, συμβαίνει σε μια στιγμή ή σε ένα μέρος
    ⮡  The party is on Friday.
    Το πάρτι είναι την Παρασκευή.
    ⮡  When is the wedding going to be?
    Πότε είναι να γίνει ο γάμος;
    ⮡  It can’t be before noon.
    Δεν μπορεί να γίνει πριν απο το μεσημερι.
  7. (αμετάβατο) είμαι, παραμένω σε ένα μέρος
    ⮡  I am here until Christmas.
    Είμαι εδώ μέχρι τα Χριστούγεννα.
  8. (αμετάβατο) είμαι, έρχομαι, παρακολουθώ μια εκδήλωση· είμαι παρών σε ένα μέρος
    ⮡  She will be here soon.
    Θα είναι εδώ σύντομα.
    ⮡  He is here every day.
    Έρχεται εδώ κάθε μέρα.
     συνώνυμα: come
  9. είμαι, χρησιμοποιείται για να μιλήσω για το χρόνο
    ⮡  It is twenty five to two.
    Είναι δύο παρά εικοσιπέντε.
  10. έχω, κοστίζει χρήματα
    ⮡  How much is this book?
    Πόσο έχει αυτό το βιβλίο;
  11. κάνω, γίνομαι, είναι ίσο με
    ⮡  Five and five is ten.
    Πέντε και πέντε κάνει δέκα.
    ⮡  We are five with your brother.
    Γινόμαστε πέντε με τον αδερφό σου.
  12. (αμετάβατο) είμαι, πάω, περνάω, γυρίζω, χρησιμοποιείται μόνο στα perfect tenses, επισκέπτομαι κάπου
    ⮡  I have been in Athens for ten years.
    Είμαι στην Αθήνα δέκα χρόνια.
    ⮡  Where have you been all morning?
    Πού ήσουν όλο το πρωί;
    ⮡  I had been to Paris.
    Είχα πάει στο Παρίσι.
    ⮡  I have been there.
    Έχω πάει εκεί.
    ⮡  Has the mailman been by maybe?
    Μήπως πέρασε ο ταχυδρόμος;
    ⮡  The milkman has just been here.
    Μόλις πέρασε ο γαλατάς.
    ⮡  I have been all over Europe.
    Έχω γυρίσει όλη την Ευρώπη.
    ⮡  Where have you been all day?
    Πού γυρίζεις όλη την ημέρα;
  13. (auxiliary verb, + ενεργητική μετοχή του ρήματος) χρησιμοποιείται να σχηματίσει το continuous aspect, είδος χρόνων ρημάτων που δηλώνει η πράξη που γίνεται συνέχεια, παρατεταμένα (→ δείτε τον όρο continuous tenses)
    • σχηματίζει τον χρόνο ρήματος το present continuous και το present perfect continuous, δηλώνει κάτι που γίνεται κατ' εξακολούθηση στο παρόν
      ⮡  I am walking to school.
      Περπατάω στο σχολείο.
      ⮡  She is finishing her book.
      Τελειώνει το βιβλίο της.
      ⮡  They are talking with their friends.
      Μιλούν με τους φίλους τους.
      ⮡  He has been snoring and won’t let me sleep!
      Ροχαλίζει και δε μ΄ αφήνει να κοιμηθώ!
    • σχηματίζει τον χρόνο ρήματος το past continuous και το past perfect continuous
      ⮡  I was walking when I found a dollar.
      Περπατούσα όταν βρήκα ένα δολάριο.
      ⮡  We were talking when he came in.
      Μιλούσαμε όταν μπήκε μέσα.
      ⮡  I had been sleeping when she called me.
      Κοιμόμουν όταν μου τηλεφώνησε.
    • σχηματίζει τον χρόνο ρήματος το future continuous και το future perfect continuous
      ⮡  I will be sleeping when you wake up.
      Θα κοιμάμαι όταν ξυπνήσεις.
      ⮡  When you arrive, I will have been working since four in the morning.
      Όταν φτάσεις, θα δουλεύω από τις τέσσερις το πρωί.
  14. (auxiliary verb) είμαι, χρησιμοποιείται να σχηματίσει τα question tags
    ⮡  It’s cheap, isn't it?
    Είναι φτηνό, έτσι δεν είναι;
    ⮡  It’s not cheap, is it?
    Δεν είναι φτηνό, έτσι δεν είναι;
    ⮡  The car is going very fast, isn’t it?
    Το αυτοκίνητο πηγαίνει πολύ γρήγορα, δεν πηγαίνει;
    ⮡  The car isn’t going very fast, (or) is it?
    Το αυτοκίνητο δεν πηγαίνει πολύ γρήγορα, ή πηγαίνει;
  15. (auxiliary verb, + παθητική μετοχή του ρήματος) χρησιμοποιείται να σχηματίσει την παθητική φωνή (passive voice)
    ⮡  The earth is illuminated by the sun.
    Η γη φωτίζεται από τον ήλιο.
  16. (auxiliary verb) χρησιμοποιείται να αποφύγει την επανάληψη του πρώτου ρήματος στο passive voice ή στα continuous tenses
    ⮡  I was not accepted to the university but my friend was. (=was accepted)
    Δεν έγινα δεκτός στο πανεπιστήμιο αλλά ο φίλος μου έγινε δεκτός.
    ⮡  -“Are you coming with us?” -“No, I am not.” (=“No, I am not coming.”)
    -«θα έρθεις μαζί μας;» -«Όχι, δεν έρχομαι.»
  17. (auxiliary verb, be to) πρέπει να, χρησιμοποιείται για να πει τι πρέπει να γίνει
    ⮡  I am to call them once I reach the airport.
    Πρέπει να τους τηλεφωνήσω μόλις φτάσω στο αεροδρόμιο.
    ⮡  We are to solve this problem.
    Πρέπει να λύσουμε αυτό το πρόβλημα.
  18. (auxiliary verb, be to) είμαι να, πρόκειται να, χρησιμοποιείται για να πει τι έχει κανονιστεί να συμβεί
    ⮡  I am to meet him tomorrow.
    Είμαι να τον συναντήσω αύριο.
    ⮡  He said he was to meet him yesterday.
    Είπε ότι ήταν να τον συναντήσει χτες.
    ⮡  Parliament is to meet the day after tomorrow.
    Μεθαύριο πρόκειται να συνεδριάσει η βουλή.
  19. (auxiliary verb, be to) ήταν να, χρησιμοποιείται για να πει τι έγινε αργότερα
    ⮡  It was to turn out bad.
    Ήταν να γίνει το κακό.
  20. (auxiliary verb, be not, never κτλ. to) δεν ήταν να, δεν επέπρωτο να, χρησιμοποιείται για να πει τι δεν μπορούσε ή δεν συνέβη
    ⮡  He was never to see his homeland again.
    Δεν ήταν να ξαναδεί την πατρίδα.
    ⮡  He was to never/was not to see her again.
    Δεν επέπρωτο να την ξαναδεί.
  21. (auxiliary verb, επίσημο, if κάποιος/κάτι were to ή were κάποιος/κάτι to) αν επρόκειτο να
    ⮡  If he were to know…/Were he to know…
    Αν επρόκειτο να μάθει…

Το ρήμα to be κλίνεται στον ενεστώτα ως εξής:

I am, You are, He/She/It is, We are, You are, They are.

Και κλίνεται στον αόριστο ως εξής:

I was, You were, He/She/It was, We were, You were, They were.

Σύνθετα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

be (ro) αρσενικό