dispenser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dispenser (en)
- κάποιος ή κάτι που διανέμει
- αυτόματος πωλητής (το μηχάνημα)
- οποιαδήποτε συσκευή επιτρέπει τη διάθεση ενός πράγματος σε μικρές ή ρυθμιζόμενες ποσότητες
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]dispenser (fr)
- (μεταβατικό) παρέχω, χορηγώ
- (+ de): απαλλάσσω