droiture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
droiture droitures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

droiture (fr) θηλυκό