slightly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | slightly |
συγκριτικός | more slightly |
υπερθετικός | most slightly |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]slightly (en)
- ελαφρώς, ελαφρά, ελάχιστα, λίγο
- ⮡ slightly better - ελαφρώς καλύτερος
- ⮡ He was slightly injured.
- Τραυματίστηκε ελαφρά.
- ⮡ Who wants to take part in a slightly dangerous biological experiment?
- Ποιος θέλει να πάρει μέρος σε ένα ελάχιστα επικίνδυνο βιολογικό πείραμα;
- ⮡ The road goes slightly uphill.
- Ο δρόμος ανηφορίζει λίγο.