structure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
structure structures

structure (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δομή
    the structure of the human body - η δομή του ανθρώπινου σώματος
    the structure of cells - η δομή των κυττάρων
    the chemical structure of an element - η χημική δομή ενός στοιχείου
    the structure of a literary work - η δομή ενός λογοτεχνικού έργου
    Economic/political/social structures are the institutions and rules that govern a state.
    Οι οικονομικές/πολιτικές/κοινωνικές δομές είναι οι θεσμοί και οι κανόνες που διέπουν ένα κράτος.
  2. το κατασκεύασμα, το οικοδόμημα
    a huge structure of reinforced concrete - ένα πελώριο κατασκεύασμα από μπετόν αρμέ
    The excavations revealed traces of an ancient structure.
    Οι ανασκαφές αποκάλυψαν ίχνη αρχαίου οικοδομήματος.
  3. (πληροφορική) η δομή (ομαδοποίηση) δεδομένων (βλ. data structure)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
ενεστώτας structure
γ΄ ενικό ενεστώτα structures
αόριστος structured
παθητική μετοχή structured
ενεργητική μετοχή structuring

structure (en)

  • δομώ, διαρθρώνω
    The author structures his material into three sections.
    Ο συγγραφέας διαρθρώνει το υλικό του σε τρεις ενότητες.
    The novel is structured in a simple sequence of episodes.
    Το μυθιστόρημα διαρθρώνεται με απλή παράταξη των επεισοδίων.



      ενικός         πληθυντικός  
structure structures

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

structure (fr) θηλυκό