structure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
structure | structures |
structure (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η δομή
- ↪ the structure of the human body - η δομή του ανθρώπινου σώματος
- ↪ the structure of cells - η δομή των κυττάρων
- ↪ the chemical structure of an element - η χημική δομή ενός στοιχείου
- ↪ the structure of a literary work - η δομή ενός λογοτεχνικού έργου
- ↪ Economic/political/social structures are the institutions and rules that govern a state.
- Οι οικονομικές/πολιτικές/κοινωνικές δομές είναι οι θεσμοί και οι κανόνες που διέπουν ένα κράτος.
- το κατασκεύασμα, το οικοδόμημα
- ↪ a huge structure of reinforced concrete - ένα πελώριο κατασκεύασμα από μπετόν αρμέ
- ↪ The excavations revealed traces of an ancient structure.
- Οι ανασκαφές αποκάλυψαν ίχνη αρχαίου οικοδομήματος.
- (πληροφορική) η δομή (ομαδοποίηση) δεδομένων (βλ. data structure)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | structure |
γ΄ ενικό ενεστώτα | structures |
αόριστος | structured |
παθητική μετοχή | structured |
ενεργητική μετοχή | structuring |
structure (en)
- δομώ, διαρθρώνω
- ↪ The author structures his material into three sections.
- Ο συγγραφέας διαρθρώνει το υλικό του σε τρεις ενότητες.
- ↪ The novel is structured in a simple sequence of episodes.
- Το μυθιστόρημα διαρθρώνεται με απλή παράταξη των επεισοδίων.
- ↪ The author structures his material into three sections.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
structure | structures |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]structure (fr) θηλυκό