travel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
travel | travels |
travel (en)
- το ταξίδι, σειρά πολλών ταξιδιών, περιήγηση
- ⮡ space travel - διαστημικό ταξίδι
- ⮡ I read "Gulliver's Travels" by Jonathan Swift when I was young.
- Διάβασα τα «Ταξίδια του Γκιούλιβερ» του Τζόναθαν Σουιφτ όταν ήμουν μικρή.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | travel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | travels |
αόριστος | travelled, traveled |
παθητική μετοχή | travelled, traveled |
ενεργητική μετοχή | travelling, traveling |
travel (en)
- ταξιδεύω
- ⮡ Do you travel often? - Ταξιδεύεις/ταξιδεύετε συχνά;