Συγχρονη Κοινωνιολογική Θεωρία Νίκος Ναγόπουλος Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 99

Συγχρονη Κοινωνιολογική Θεωρία

Νίκος Ναγόπουλος

Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Από την παραδοσιακή στη σύγχρονη


κοινωνιολογική θεωρία
Τι είναι η κοινωνιολογική σκέψη και πότε ξεκινά;

Κοινωνικές θεωρίες με προσανατολισμό το δίκαιο της λογικής. Ο άνθρωπος δημιουργεί για τον
εαυτό του μια «τεχνητή» κοινωνική τάξη.

Φιλελεύθερα κοινωνικά μοντέλα στην κλασική πολιτική οικονομία: Η κοινωνική οργάνωση ζωής
έχει τη δική της νομοτέλεια.

Οι νέες εκκινήσεις στην κοινωνική επιστήμη κατά τα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα:
η απολυτότητα των κοινωνικών σχέσεων στη μαρξιστική σκέψη.

Η «θετική» μελέτη της κοινωνίας: «Η εξήγηση του κοινωνικού μόνο με το κοινωνικό», η


κοινωνική θεωρία ως θεωρία της δράσης.
 Auguste Comte (Γαλλία 1798-1857): Θετική στροφή στην κοινωνική επιστήμη και την
Κοινωνιολογία.

 Emile Durkheim (Γαλλία 1858-1917): Η εξήγηση του κοινωνικού με το κοινωνικό.


 Πρόβλημα εκκίνησης: η αναζήτηση του κοινωνικού δεσμού.
 Ο δυϊσμός της ανθρώπινης φύσης: ατομικό και κοινωνικό.
 Καταμερισμός εργασίας και αλληλεγγύη: απόψεις ολοκλήρωσης των σύγχρονων κοινωνιών.

 Max Weber (Γερμανία 1864-1920): Η Κοινωνιολογία ως επιστήμη της νοηματικά


προσανατολισμένης κοινωνικής πράξης.
 Πραγματικό αντικείμενο γνώσης της κοινωνιολογίας: Υποκειμενικά νοηματοδοτημένος
προσανατολισμός του κάθε ανθρώπου
 Βασικές έννοιες της κοινωνιολογίας- Ιδεότυποι
 Καπιταλισμός και προτεσταντική ηθική- Υποκειμενική πράξη και κοινωνία

Θεωρία 1η
Η Κοινωνιολογία της θεωρίας της συμπεριφοράς:
George Caspar Homans

 Θέση του προβλήματος και γνωσιακό ενδιαφέρον.


 Μεθοδολογικές σκέψεις.
 Γενικές υποθέσεις της κοινωνιολογικής θεωρίας της συμπεριφοράς.
Θεωρία 2η
Συμβολική αλληλόδραση:
George Herbert Mead
 Θέση του προβλήματος και γνωσιακό ενδιαφέρον.
 Η ξεχωριστή θέση του ανθρώπου: το «ζώο που χρησιμοποιεί σύμβολα».
 Συμβολικά διαμεσολαβημένη αλληλόδραση.
 Συνείδηση.
 Ταυτότητα (Εαυτός - εμένα).
 Κοινωνία.

Θεωρία 3η
Φαινομενολογική Κοινωνιολογία: Alfred Schütz

 Θέση του προβλήματος και γνωσιακό ενδιαφέρον.


 Φαινομενολογική φιλοσοφία: ορισμός προβλήματος – μέθοδος – σημασία για
τις κοινωνικές επιστήμες.
 Ανάλυση του «βιόκοσμου».
 Η διδασκαλία της μεθόδου μιας «κατανοούσας Κοινωνιολογίας».
Θεωρία 4η
Υλιστική κοινωνική θεωρία: Karl Marx

 Θέση του προβλήματος και γνωσιακό ενδιαφέρον.


 Η αντιπαράθεση με τον Hegel και τον Feuerbach.
 Ο ιστορικός υλισμός.
 Η σχέση βάσης και εποικοδομήματος, το Είναι και το Συνειδέναι.
 Ταξική πάλη και κοινωνική αλλαγή.
 Η ανάλυση του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος.

Θεωρία 5η
Ο στρουκτουραλισμός: Claude Levi-Strauss

 Θέση του προβλήματος και γνωσιακό ενδιαφέρον.


 Οι συγκεκριμένες μορφές της κοινωνικής συμβίωσης.
 Οι συγκεκριμένες μορφές και το μοντέλο.
 Μοντέλο και δομή.
 Οι μη συνειδητές αρχές του ανθρώπινου πνεύματος.
 Παράδειγμα: Η δομή του γάμου και της συγγένειας.
Θεωρία 6η
Συστημική θεωρία της θεωρητικής δράσης:
Talcott Parsons
 Θέση του προβλήματος και γνωσιακό ενδιαφέρον.
 Το δομο – λειτουργικό πλαίσιο αναφοράς της δράσης.
 Δράση- Λειτουργία- Δομή- Σύστημα.
 Συστήματα δράσης στο πλαίσιο αναφοράς της δράσης.
 Οι μεταβλητές προτύπου.
 Το παράδειγμα AGIL.
 Το σχήμα AGIL και τα υπο-συστήματα του συστήματος δράσης.
 Η θεωρία των συμβολικών μέσων.
 Παράδειγμα: Τα ακαδημαϊκά επαγγέλματα και το Πανεπιστήμιο.

Θεωρία 7η
Θεωρία της σύγκρουσης:
Ralf Dahrendorf

 Θέση του προβλήματος και γνωσιακό ενδιαφέρον


 Τοποθέτηση, σημασία και αξίωση της θεωρίας της σύγκρουσης
 Η έννοια της σύγκρουσης και το πεδίο εξήγησής της
 Βασικές αρχές της ανθρώπινης κοινωνικοποίησης
 Το τρίπτυχο της νόρμας, της κύρωσης και της κυριαρχίας
 Η κυριαρχία ως δομική αφετηρία κοινωνικών συγκρούσεων
 «Ταξικές συγκρούσεις» και κοινωνική αλλαγή. Η ταξική θεωρία του Dahrendorf
 Η γένεση των ομάδων σύγκρουσης
 Διαστάσεις της μεταβλητότητας των κοινωνικών συγκρούσεων
 Διευθέτηση συγκρούσεων
Θεωρία 8η
Θεωρία της διαδικασίας και της κοινωνικής συνοχής:
Norbert Elias
 Θέση του προβλήματος και γνωσιακό ενδιαφέρον.
 Η στροφή προς τα μοντέλα διαδικασίας.
 Η έννοια της δόμησης.
 Ανθρωπολογικές βασικές τοποθετήσεις.
 Ισορροπία Εμείς-Εγώ.
 Η θεωρία του «διπλού συνδέσμου».
 Η πρωτόγονη ή προ-επιστημονική εικόνα του κόσμου, η μεταβολή της και οι συνέπειες
αυτής της διαδικασίας.
 Οι κοινωνικοί μηχανισμοί της πολιτισμικής διαδικασίας.
 Παράδειγμα: η πολιτισμική διαδικασία.

Θεωρία 9η
Κοινωνικά συστήματα ως συστήματα αυτοαναφοράς:
Niklas Luhmann

 Θέση του προβλήματος και γνωσιακό ενδιαφέρον.


 Συστήματα αυτό – αναφοράς.
 Κοινωνικά συστήματα ως συστήματα αυτοαναφοράς.
 Η κοινωνία και τα υποσυστήματά της.
Θεωρία 10η
Κριτική θεωρία: Jürgen Habermas
 Θέση του προβλήματος και γνωσιακό ενδιαφέρον.
 Δικαιολόγηση μιας φιλοσοφικής – κριτικής επιστημονικής άποψης.
 Εξέλιξη μιας κριτικής κοινωνικής θεωρίας.
 Βάσεις της θεωρίας της δράσης.
 Εγκατάσταση της συστημικής θεωρίας.
 Κοινωνία.
 Κοινωνική εξέλιξη.
 Διάγνωση του παρόντος: Το εγχείρημα της νεωτερικότητας και η ανολοκλήρωτη
πραγματοποίησή του υπό συνθήκες καπιταλισμού.
 Το νεωτερικό ως κοινωνικό- πολιτισμικό δυναμικό εξέλιξης.
 Το καπιταλιστικό νεωτερικό μοντέλο ως μια ιστορική- εμπειρική πραγματικότητα.
 Κριτική θεωρία – επεξήγηση μέσω παραδείγματος.
 Η σημασία της κριτικής θεωρίας στη σημερινή Κοινωνιολογία.

Θεωρία 11η
Φεμινιστική κοινωνιολογία: Regina Becker – Schmidt
 Αφετηρία και γνωσιακό ενδιαφέρον
 «Έρευνα για γυναικεία θέματα» - μεθοδολογικές βάσεις μιας φεμινιστικής
Κοινωνιολογίας
 Θεωρητική θεμελίωση: Η έννοια της «διπλής κοινωνικοποίησης»
 Φεμινιστική διάγνωση του παρόντος Ι: Η διαφορετική «κοινωνικοποίηση»
ανδρών και γυναικών στην σημερινή κοινωνία
 Φεμινιστική διάγνωση του παρόντος ΙΙ: Κοινωνικοποίηση και διαμόρφωση
ταυτότητας – οντικές - ιστορικές ρίζες της διαφοράς μεταξύ των φύλων
 «Διπλή κοινωνικοποίηση» - ένα παράδειγμα εφαρμογής
Θεωρία 12η
Μεταμοντέρνα κοινωνιολογία
 Αφετηρία και γνωσιακό ενδιαφέρον.
 Φιλοσοφικές βάσεις : Jean – François Lyotard.
 Το τέλος των «μεγάλων αφηγήσεων»- περί της κριτικής του Διαφωτισμού και της μοντέρνας
ιστορικής φιλοσοφίας.
 «Διάσωση των διαφορών»- Περί της αιτιολόγησης του «μετα-μοντέρνου» με βάση τη γλωσσική
φιλοσοφία.
 Μεταμοντέρνα κοινωνιολογική θεωρία: Richard Harvey Brown.
 Ο προσδιορισμός του τομέα ως αντικειμένου: Η κοινωνία ως αντικείμενο.
 Status, μέθοδος και κοινωνική λειτουργία των κοινωνικών επιστημών.
 Κοινωνικές επιστήμες και πολιτική πρακτική.
 H «κοινωνία των κινδύνων» (Ulrich Beck) – μια περίπτωση κοινωνικού μεταμοντερνισμού;
 «Το (απλό) μοντέρνο»: Η βιομηχανική κοινωνία.
 «Μετα-μοντέρνο (αναστοχαστικά) μοντέρνο»: Η κοινωνία της διακινδύνευσης.
 Η επίδραση της «μεταμοντέρνας» στη «μοντέρνα» Κοινωνιολογία.

Η Κοινωνιολογία και οι Κοινωνιολογίες


 Κοινωνιολογική σύγκριση θεωριών.
 Κοινωνιολογικά παραδείγματα και το βασικό παράδειγμα – συζήτηση.
 Κοινωνιολογικά παραδείγματα και το βασικό παράδειγμα – απεικονίσεις
της σχέσης τους.
 G. C. Homans  R. Dahrendorf
 G. H. Mead  N. Elias
 A. Schütz  N. Luhmann
 K. Marx  J. Habermas
 C. Lévi-Strauss  Φεμινιστική κοινωνιολογία
 T. Parsons  Η κοινωνιολογία του μετα-μοντέρνου
ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ
George Caspar Homans (1919-1989)

■ Ο Homans παρουσιάζει την αποδοτικότητα της θεωρίας κατά


την εξήγηση θεμελιωδών κοινωνικών διαδικασιών.

■ The Human Group (1950) η θεωρία σημαίνει ένα σύστημα


εμπειρικών γενικεύσεων (υποθέσεις) που συνδέονται με
λογικό τρόπο μεταξύ τους και αναφέρονται στη συμπεριφορά
των ανθρώπων σε μικρές ομάδες.

■ Social Behavior as exchange (1958) ανήγαγε τις εμπειρικές


γενικεύσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε ομάδες
διαδικασιών ανταλλαγής μεταξύ δρώντων που ακολουθούν
ένα σχέδιο δράσης ορθολογικού υπολογισμού.
■ Social Behavior: Its Elementary Forms (1968) η στοχευμένη
ανθρώπινη-ορθολογική συμπεριφορά ερμηνεύεται ως αποτέλεσμα
εργαλειακών διεργασιών (δηλαδή διαδικασιών μάθησης που
ρυθμίζονται από εξωτερικά ερεθίσματα καθώς και από ψυχολογικού
τύπου κανονικότητες).

■ Κατά αυτό τον τρόπο ο Homans συνέδεσε την κοινωνική συμπεριφορά


του ανθρώπου με την ψυχολογία της συμπεριφοράς (συμπεριφοριστική
μαθησιακή θεωρία).
– John B. Watson
– Iwan P. Pawlow
– Edward L. Thorndike

Χαρακτηριστικά γνωρίσματα της συμπεριφοριστικής ψυχολογίας

■ ο προσανατολισμός στην πορεία και τη μέθοδο των φυσικών επιστημών, οι


οποίες στηρίζονται σε ακριβείς μεθόδους
■ η συγκέντρωση της έρευνας στην εμπειρικά παρατηρήσιμη συμπεριφορά.
■ η απόρριψη της ενδοσκόπησης (αυτο-παρατήρησης) ως μεθόδου
■ η παράλειψη όλων των εννοιών που χαρακτηρίζουν την εσωτερική πλευρά του
βιώματος (όπως η ψυχή, η συνείδηση, η συναίσθηση κ.λπ.)
■ η αναζήτηση συνδέσεων μεταξύ ερεθίσματος-αντίδρασης (ανάλογες με τις
συνδέσεις αιτίου και αποτελέσματος στη φυσική) και γενικών νόμων που
ρυθμίζουν αυτές τις συνδέσεις.
■ η χρήση του πειράματος (κατά κύριο λόγο με ζώα) υπό αυστηρές
εργαστηριακές συνθήκες ως μεθόδου.
■ Η κριτική του Homans επικεντρώνεται αρχικά στις μεγάλες γενικές θεωρίες της δομο -
λειτουργικής κοινωνιολογίας του Parsons.
– Μπορεί κανείς με τη βοήθεια αυτών των «μεγάλων θεωριών» να περιγράψει ίσως
συγκεκριμένες πλευρές του κόσμου, αλλά δεν μπορεί να εξηγήσει τις εμπειρικές
τακτικότητες.

– Μια επιστημονική εξήγηση απαιτεί εκτός από εννοιακά σχήματα και ένα σύστημα
εμπειρικών υποθέσεων.

– Η θεωρία του Parsons δεν περιλαμβάνει όμως σύμφωνα με τον Homans τέτοιες
υποθέσεις.
■ Ο Homans ασκεί κριτική στη λειτουργική θεωρία ως τέτοια και όχι στις εμπειρικές εργασίες.
– Συχνά οι έρευνες οδήγησαν στην ανακάλυψη εμπειρικών κανονικοτήτων, εμπειρικών
υποθέσεων με περιορισμένο βαθμό γενικότητας, που κατά τη γνώμη του αποτελούν και
τα πιο πολύτιμα στοιχεία του πλούτου της γνώσης των κοινωνικών επιστημών.
– Η αποστολή της κοινωνιολογίας δεν είναι όμως μόνο η ανακάλυψη τέτοιων εμπειρικά
παρατηρήσιμων σχέσεων, αλλά και η εξήγησή του.

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ
Η αποστολή των εμπειρικών επιστημών, ή των επιστημών που στηρίζονται στη μελέτη των
εμπειρικών φαινομένων είναι η ανακάλυψη και η εξήγηση των συνδέσεων μεταξύ των
φαινομένων αυτών σε διάφορους τομείς της πραγματικότητας που αυτές εξετάζουν.

■ Ανακάλυψη
– Η επιστήμη εργάζεται εδώ με τη λεγόμενη επαγωγική μέθοδο, δηλαδή οι
επιστήμονες καταλήγουν με βάση παρατηρήσεις που έκαναν σε γενικές
κανονικότητες (υποθέσεις).

– Για να μιλήσουμε για μια πραγματική ανακάλυψη με την έννοια της γενίκευσης
μιας εμπειρικά παρατηρήσιμης σύνδεσης, δηλαδή με την έννοια μιας
εμπειρικής υπόθεσης, πρέπει να δηλώνεται εκτός από κάτι σχετικά με τη
σύνδεση ή το είδος της σχέσης και ο τρόπος της συγκεκριμένης σύνδεσης.
Παράδειγμα: «Η ζήτηση συγκεκριμένων αγαθών επηρεάζει την τιμή τους».
– Δεν αποτελεί υπόθεση/ ανακάλυψη
– Απουσιάζει το «πώς» συμπεριφέρεται η μια μεταβλητη σε συνάρτηση με την
άλλη.

■ Θεωρία
– Η αποστολή των εμπειρικών επιστημών ολοκληρώνεται με την εξήγηση των
κανονικοτήτων, συνδέσεων και υποθέσεων που ανακαλύφθηκαν από τις
επιστήμες αυτές.
– Προκειμένου να εξηγήσουμε μια εμπειρική κανονικότητα χρειαζόμαστε μια
θεωρία.
– Μια θεωρία είναι ένα παραγωγικό (απαγωγικό) σύστημα: ιεραρχική ταξινόμηση
από τις γενικές υποθέσεις ή κανονικότητες (αρχικές συνθήκες ) στις λογικά
εξαγόμενες συνδέσεις των εκάστοτε γενικών υποθέσεων (θεωρήματα).

 Εξήγηση
– Η εξήγηση ενός φαινομένου αναφέρεται ουσιαστικά στη λογική συναγωγή της
προς εξήγηση κατάστασης (Explandandum/ εξηγητέο) -εδώ η εμπειρική
κανονικότητα– με τη βοήθεια του εξηγούντος (Explanans), δηλαδή με μια
θεωρία και διαφορετικές επιμέρους συνθήκες.
– Η εξήγηση είναι μια παραγωγική διαδικασία.
– Μια υπόθεση στη χαμηλότερη βαθμίδα ενός θεωρητικού συστήματος (μια
υπόθεση με μειωμένο βαθμό γενικότητας) μπορεί να εξηγηθεί μόνο με τη
βοήθεια γενικότερων υποθέσεων.
Εφόσον δεν μπορούμε να εξηγήσουμε τίποτα χωρίς μια θεωρία τότε ποιο
είδος θεωρίας χρησιμοποιείται σε κάθε τύπο εξήγησης;
■ ψυχολογική εξήγηση
■ δομική εξήγηση: πώς το προς εξήγηση φαινόμενο δεν εμφανίζεται απομονωμένα αλλά αποτελεί
στοιχείο μιας μεγαλύτερης σύνδεσης.
■ Οι στρουκτουραλιστές επισημαίνουν ότι η εμπειρική κανονικότητα δεν είναι απομονωμένη, αλλά
αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου προτύπου ωστόσο, δεν προσφέρουν, σύμφωνα με τον Homans,
κάποια εξήγηση για τις εμπειρικές κανονικότητες που έχουν ανακαλύψει.
■ λειτουργιστική εξήγηση: Οι λειτουργιστές , όπως και οι στρουκτουραλιστές, ενδιαφέρονται για τις
κοινωνικές ρυθμίσεις, όπως οι νόρμες, οι ρόλοι, οι θεσμοί, ως εργαλεία ρύθμισης και συντονισμού της
συμπεριφοράς.
– στόχος των λειτουργιστών είναι να οικοδομήσουν ένα σύστημα θεμελιωδών υποθέσεων
σχετικά με τα στοιχεία των κοινωνιών ως τέτοια.
– Μια λειτουργιστική θεωρία δεν επιδιώκει να ανακαλύψει το αίτιο της επίδρασης, αλλά το αίτιο
του σκοπού των θεσμών
– Οι λειτουργιστικές θεωρίες χαρακτηρίζονται αντίστοιχα από τον Homans ως τελεολογικές ( Οι
εξηγήσεις στις οποίες το εξηγητέο συνάγεται από συγκεκριμένους στόχους ή σκοπούς
ονομάζονται τελεολογικές)
– Οι λειτουργιστικές θεωρίες αναφέρονται στην επιβίωση και στην ισορροπία των κοινωνιών.
Επιδιώκουν να αποτυπώσουν τις πραγματικές προϋποθέσεις των κοινωνιών. Μεταξύ άλλων
εξετάζουν το ποιοι τύποι θεσμών είναι απαραίτητοι για την επιβίωση των κοινωνιών.

Ζητήματα που προκύπτουν από τις λειτουργιστικές


θεωρίες, κατά τον Homans:
■ Με τη βοήθεια τέτοιων λειτουργιστικών υποθέσεων επιβίωσης ή ισορροπίας μπορεί να
εξηγηθεί στην καλύτερη περίπτωση μόνο η ύπαρξη συγκεκριμένων τύπων θεσμών σε μια
κοινωνία. Αυτό που δεν μπορεί όμως να εξηγηθεί με τέτοιες υποθέσεις είναι το γιατί σε μια
συγκεκριμένη κοινωνία υπάρχει ακριβώς αυτός ή κάποιος άλλος θεσμός (π.χ. ένα
Κοινοβούλιο).

■ Η επιβίωση και η ισορροπία είναι έννοιες που, καθώς αναφέρονται σε ανθρώπινες ομάδες
και κοινωνίες, είναι αρκετά ασαφείς. Εφόσον εξαιτίας της ασάφειας της έννοιας της
επιβίωσης και της ισορροπίας οι γενικές λειτουργιστικές υποθέσεις δεν μπορούν να
ελεγχθούν ή να εξεταστούν κριτικά με εμπειρικό τρόπο, οι λειτουργιστικές θεωρίες εντέλει,
σύμφωνα με τον Homans, δεν αποτελούν εμπειρικές-επιστημονικές θεωρίες.
– Π.χ. Με ποια έννοια μπορεί, για παράδειγμα, να ειπωθεί ότι η αυστριακή κοινωνία
επιβίωσε; Το βασίλειο των Babenberger ή το βασίλειο των Αψβούργων ωστόσο δεν
επιβίωσαν ούτε σε εδαφικό αλλά ούτε και σε θεσμικό επίπεδο.
Αντιπαράθεση του Homans με:
■ Οι ιστορικές εξηγήσεις περιλαμβάνουν γενικές υποθέσεις, μόνο που συνήθως δεν
διατυπώνονται ρητά, αλλά θεωρούνται αυτονόητη προϋπόθεση: υπόθεση
ορθολογικότητας: «Κάθε άνθρωπος, όταν πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε εναλλακτικές
δράσεις, θα επιλέξει κατά πάσα πιθανότητα εκείνη για την οποία –ανάλογα με την
εκτίμηση που κάνει τη δεδομένη χρονική στιγμή– το γινόμενο της αξίας (w) του
αποτελέσματος και της πιθανότητας (p) για την επίτευξη του αποτελέσματος είναι το
μεγαλύτερο. Και όσο μεγαλύτερη είναι η τιμή του p επί w για μια δράση σε σύγκριση με
την εναλλακτική της, τόσο πιο πιθανό είναι να επιλέξει την πρώτη δράση».

■ Εάν εντάξει κανείς τώρα αυτή την υπόθεση στο εξηγούν (Explanans) του εξηγητικού μας
σχήματος με τη μορφή ενός «νόμου», σε συνδυασμό με την πληροφορία ότι ο Ναπολέων
δεν είχε μεγαλύτερη επιθυμία από την κατάκτηση της Ρωσίας και ότι θεωρούσε την
επιτυχία της δράσης αυτής διασφαλισμένη, ως επιμέρους συνθήκη, τότε το εξηγητέο, η
εισβολή στη Ρωσία, αποτελεί πραγματικά μια εξήγηση.

■ εξηγήσεις στην οικονομία: Οι οικονομικοί επιστήμονες εξηγούν τα οικονομικά


γεγονότα που τους ενδιαφέρουν, όπως τις τιμές των αγαθών, τη ζήτηση για
συγκεκριμένα αγαθά ή τις μεταβολές αυτών των μεγεθών με τη βοήθεια γενικών
οικονομικών υποθέσεων και διαφορετικών επιμέρους συνθηκών. Εδώ πρόκειται,
σύμφωνα με τον Homans, κατά κύριο λόγο για ορθές επιστημονικές εξηγήσεις.
■ Οι υποθέσεις που χρησιμοποιούνται κατά τις εξηγήσεις αυτές, όπως οι νόμοι της
προσφοράς και της ζήτησης, ο νόμος περί τιμών, είναι όλες υποθέσεις γενικού
χαρακτήρα.
■ Π.χ. (υπόθεση ορθολογικότητας) ότι τα οικονομικά υποκείμενα κατά την αύξηση
της τιμής ενός αγαθού Χ (εφόσον υπάρχουν υποκατάστατα) θα επιλέξουν άλλα
αγαθά, γεγονός που θα οδηγήσει τότε σε μειωμένη ζήτηση για το αγαθό Χ.

■ Οι οικονομολόγοι διαπιστώνουν κατά τη μεταβολή των προτιμήσεων των


οικονομικών υποκειμένων μια μεταβολή των εξωτερικών δεδομένων. Εφόσον οι
οικονομολόγοι δεν αναλύουν οι ίδιοι αυτές τις διαδικασίες μετασχηματισμού, η
οικονομία κατά τον Homans αποτελεί μια ανιστόρητη επιστήμη.
ψυχολογικές εξηγήσεις
■ συνήθως διατυπώνονται από τους ψυχολόγους
■ δηλώνουν υποθέσεις που διατυπώνονται στο εξηγούν, και οι οποίες αναφέρονται στη
συμπεριφορά των ανθρώπων ως όντα ενός γένους.
■ Αναφέρονται επομένως στη συμπεριφορά των ίδιων των ανθρώπων και όχι, όπως οι
γενικές λειτουργιστικές υποθέσεις, σε κάποιες συνθήκες κατάστασης ή ισορροπίας ομάδων
ή κοινωνιών.
■ Αυτές οι υποθέσεις αναφέρονται στο πώς οι άνθρωποι συμπεριφέρονται κάτω από
διαφορετικές επιμέρους συνθήκες.
■ Προϋποτίθεται ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά ακολουθεί κάποιες οικουμενικές
κανονικότητες.
■ Μεταβλητές είναι μόνο οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιείται η
συμπεριφορά. Ένα μέρος αυτών των μεταβλητών επιμέρους συνθηκών, όπως οι δομές
προτίμησης ή οι δομές αξιών των ανθρώπων, μπορεί να εξηγηθεί στο μεταξύ από τις
γενικές ψυχολογικές υποθέσεις.
■ Αυτές οι υποθέσεις είναι τα θεωρήματα της συμπεριφοριστικής μαθησιακής θεωρίας
(θεωρία της συμπεριφοράς).
■ Η συμπεριφοριστική μαθησιακή θεωρία περιλαμβάνει τη θεωρία της ορθολογικής δράσης.
■ Η ψυχολογική μαθησιακή θεωρία μπορεί όμως και να εξηγήσει τις αξίες και τις
προτιμήσεις των ατόμων που η ίδια εξετάζει.

Η ανάλυση του Homans για τα διαφορετικά είδη εξήγησης που


χρησιμοποιούνται από τις κοινωνικές επιστήμες δεν προσφέρει επομένως
κάποια σαφή εικόνα:

■ Οι στρουκτουραλιστικές θεωρίες δεν προσφέρουν εξηγήσεις. Δεν αποτελούν παραγωγικά


συστήματα αλλά επιστημονικές ανακαλύψεις, οι οποίες απαιτούν εξήγηση. Οι
λειτουργιστικές θεωρίες δεν προσφέρουν εξηγήσεις στις κοινωνικές επιστήμες, επειδή δεν
περιλαμβάνουν εμπειρικές υποθέσεις. Οι ιστορικές και οικονομικές εξηγήσεις είναι σωστές,
αλλά εντέλει ψυχολογικές εξηγήσεις.
■ Έτσι, για τον Homans στις κοινωνικές επιστήμες υπάρχει μόνο ένα είδος εξήγησης,
συγκεκριμένα η εξήγηση της δράσης που αναλαμβάνουν τα άτομα με αναγωγή στα
θεωρήματα της συμπεριφοριστικής ψυχολογίας (γενικές εξηγητικές υποθέσεις).
■ Η ψυχολογική εξήγηση είναι επιπλέον η μοναδικά αιτιώδης κοινωνικοεπιστημονική
εξήγηση.
■ Οι λειτουργιστικές εξηγήσεις, ανεξάρτητα από την προβληματική της αβεβαιότητας των
κεντρικών τους μεταβλητών, όπως η επιβίωση και η ισορροπία, δεν προσφέρουν κάποια
αιτιώδη εξήγηση. Δεν δείχνουν το αίτιο της επίδρασης αλλά το αίτιο του σκοπού των
φαινομένων.
■ Οι κοινωνιολόγοι και οι στρουκτουραλιστές, όπως και οι λειτουργιστές , επισημαίνουν
συχνά ότι οι θεσμοί έχουν μια ύπαρξη ανεξάρτητη από τα μεμονωμένα άτομα. Κατά
αυτό τον τρόπο αποτελούν αναδυόμενα φαινόμενα που επιδρούν εξωτερικά όπως τα
υλικά αντικείμενα στους ανθρώπους.
■ Ο Homans αυτό το παραδέχεται. Απλώς συμπληρώνει ότι τόσο η δημιουργία όσο και η
επίδραση των θεσμών μπορούν να εξηγηθούν μόνο με τη βοήθεια της
συμπεριφοριστικής ψυχολογίας.
■ Γιατί οι άνθρωποι κατά τις δράσεις τους προσανατολίζονται με βάση συγκεκριμένες
αξίες ή νόρμες;
– Κοινωνιολόγοι: συνήθως το κάνουν επειδή έχουν υιοθετήσει αυτές τις αξίες και
τις νόρμες.
– Homans: η υιοθέτηση είναι απλώς μια άλλη λέξη για τη μάθηση.

ΓΕΝΙΚΕΣ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ


ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
ΤΗΣ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ
Οι γενικές εξηγητικές υποθέσεις, σύμφωνα με τον Homans, είναι σήμερα σε όλες τις
κοινωνικές επιστήμες, επομένως και στην κοινωνιολογία, οι υποθέσεις της
συμπεριφοριστικής μαθησιακής θεωρίας.
Υπόθεση 1 (υπόθεση της επιτυχίας): «Όσο πιο συχνά
ανταμείβεται η δραστηριότητα ενός ατόμου, τόσο
μεγαλύτερη πιθανότητα έχει το άτομο να επαναλάβει τη
δραστηριότητα αυτή»
■ Στην αντίθετη περίπτωση λέμε ότι η εκμαθημένη συμπεριφορά διαγράφεται.
■ Η υπόθεση της επιτυχίας απαιτεί δύο συμπληρωματικές διατυπώσεις:
– Σημασία δεν έχει μόνο η συχνότητα (δηλαδή ο απόλυτος αριθμός) των αποκτηθέντων
ανταμοιβών, αλλά και η τακτικότητα, με την οποία ανταμείβεται η συμπεριφορά (κατά τη
διάρκεια ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος).
■ Πχ: (όπως στο ψάρεμα) Αν η ανταμοιβή προσφέρεται σε τακτικά διαστήματα (ο ψαράς πιάνει ένα
ψάρι κάθε πέντε λεπτά), τότε κατά την απομάκρυνση της ανταμοιβής η εκμαθημένη
συμπεριφορά διαγράφεται ταχύτερα απ’ ό,τι όταν η ανταμοιβή προσφέρεται σε άτακτα χρονικά
διαστήματα.
– πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ένας άνθρωπος συνήθως μπορεί να επιλέξει ταυτόχρονα
μεταξύ πολλαπλών εναλλακτικών δραστηριοτήτων, που θα εξαρτηθεί από τη σχετική
συχνότητα με την οποία οι μεμονωμένες συμπεριφορές ανταμείφθηκαν στο παρελθόν σε
σύγκριση με τις άλλες διαθέσιμες προς επιλογή συμπεριφορές

Υπόθεση 2 (υπόθεση των ερεθισμάτων): Όταν στο παρελθόν μια δραστηριότητα, η


οποία συνοδευόταν από ένα συγκεκριμένο ερέθισμα ή από ένα πλήθος ερεθισμάτων,
ανταμείβεται, «τότε, όσο πιο παρόμοια είναι τα σημερινά ερεθίσματα με τα παρελθοντικά,
τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει ένα άτομο να εκτελέσει αυτήν ή κάποια παρόμοια
δραστηριότητα»

■ Το μόνο στοιχείο που ασκεί επίδραση στη συμπεριφορά με την έννοια της υπόθεσης των
ερεθισμάτων είναι οι συνοδευτικές συνθήκες της συμπεριφοράς, οι οποίες γίνονται και
αντιληπτές από τον δρώντα ως τέτοιες.
■ Η υπόθεση των ερεθισμάτων αιτιολογεί την τάση των ανθρώπων προς τη γενικευμένη
συμπεριφορά, δηλαδή μια άπαξ εκμαθημένη συμπεριφορά χρησιμοποιείται και σε άλλες αλλά
παρόμοιες καταστάσεις.
■ Η υπόθεση των ερεθισμάτων σε συνδυασμό με την υπόθεση της επιτυχίας αιτιολογεί και τη
διαδικασία που χαρακτηρίζουμε ως διαφοροποίηση.
■ Αυτές οι δύο πρώτες υποθέσεις υποδηλώνουν ότι η τρέχουσα συμπεριφορά ενός ατόμου είναι
εκμαθημένη.
■ Διαδικασία μάθησης: προηγούμενες συμπεριφορές- συνοδευτικές συνθήκες αυτής της
συμπεριφοράς- άμεσες/έμμεσες εμπειρίες
■ Έτσι ένας ψαράς, για παράδειγμα, ο οποίος σε μια βουνίσια λίμνη πάντα πιάνει ψάρια
με συγκεκριμένα σκουλήκια ως δόλωμα, στο επόμενο ψάρεμά του σε αυτή τη λίμνη ή
σε μία άλλη, αλλά παρόμοια βουνίσια λίμνη, κατά πάσα πιθανότητα θα επιχειρήσει να
ψαρέψει πάλι με τα ίδια δολώματα. Φυσικά, στο ενδιάμεσο θα μπορούσε να ψαρέψει
και με άλλα δολώματα. Εάν όμως δεν πιάσει ψάρια με αυτά, θα επιστρέψει σύντομα
στην προηγούμενη συμπεριφορά του.

■ Έτσι, ένας ψαράς, ο οποίος κάνει την καλύτερη ψαριά του σε μια λίμνη
επαναλαμβανόμενα νωρίς το πρωί μεταξύ 5 και 6 η ώρα, θα προτιμήσει και σε άλλα
νερά τις πρώτες πρωινές ώρες για το ψάρεμά του. Ο επιτυχημένος κυνηγός,
ταυτόχρονα, εάν αναζητά μια νέα ή επιπρόσθετη απασχόληση, θα προτιμήσει μια
τέτοια απασχόληση που θα μοιάζει κατά κάποιον τρόπο με το ψάρεμα, όπως το
κυνήγι. (γενικευμένη συμπεριφορά)

Υπόθεση 3 (υπόθεση των αξιών): «Όσο πιο πολύτιμή είναι η


ανταμοιβή μιας δραστηριότητας για ένα άτομο, τόσο
μεγαλύτερες πιθανότητες έχει το άτομο αυτό να εκτελέσει τη
δραστηριότητα»
■ Πχ:, θα μπορούσαμε να σηκωθούμε ένα Σάββατο 5 η ώρα το πρωί και να πάμε για
ψάρεμα ή να μείνουμε στο κρεβάτι και να συνεχίσουμε τον ύπνο. Αυτό που θα
κάνουμε τελικά θα εξαρτηθεί από τη σχέση των ανταμοιβών των δύο
δραστηριοτήτων.
■ Η πιθανότητα ανάληψης μιας δράσης εξαρτάται, εκτός από την αξία ανταμοιβής, και από
την πιθανότητα επιτυχίας της δράσης.
■ Αρνητικές ανταμοιβές, τιμωρία (Ο Homans επίσης τονίζει σε αυτό το πλαίσιο ότι η αποφυγή
μιας τιμωρίας αποτελεί μια ανταμοιβή από μόνη της).
■ Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι συνήθως μπορούμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε
περισσότερες δυνατότητες.
■ Εάν χαρακτηρίσουμε την αξία ανταμοιβής της μη υλοποιημένης δραστηριότητας ως
κόστος της πραγματοποιημένης δραστηριότητας, τότε μπορούμε επίσης να πούμε ότι η
πιθανότητα εκτέλεσης μιας πράξης εξαρτάται από την καθαρή αξία της ανταμοιβής,
δηλαδή από την ανταμοιβή μείον το κόστος.
■ Μια άπαξ ήδη εγκαινιασμένη δραστηριότητα επηρεάζει τις καθαρές αξίες ανταμοιβής
όλων των άλλων προς επιλογή δραστηριοτήτων.
■ Η καθαρή αξία ανταμοιβής της πρώτης εναλλακτικής (ξύπνημα και ψάρεμα)
αποτελείται από την αξία ανταμοιβής αυτής της δραστηριότητας μείον το
κόστος. Το κόστος αποτελείται από τη χαμένη ανταμοιβή της δεύτερης
εναλλακτικής (παραμονή στο κρεβάτι και συνέχεια του ύπνου). Εάν το
εξεταζόμενο πρόσωπο σηκώθηκε μία φορά και πήγε στο σημείο ψαρέματος,
τότε η πλήρης αξία ανταμοιβής της δεύτερης εναλλακτικής (παραμονή στο
κρεβάτι και συνέχεια του ύπνου) δεν μπορεί πλέον να υλοποιηθεί. Θα μπορούσε
βέβαια πάντα να στρίψει το αυτοκίνητο, να γυρίσει σπίτι και να πέσει για ύπνο,
αλλά αυτό θα αύξανε το κόστος αυτής της εναλλακτικής και έτσι θα μείωνε την
καθαρή αξία ανταμοιβής που θα μπορούσε να υλοποιηθεί.

■ Η αξία ανταμοιβής κατατάσσεται σε συγκεκριμένα «μεγέθη». Σε αυτό το πλαίσιο


μιλάμε και για «μονάδες ανταμοιβής».

Υπόθεση 4 (υπόθεση θυσίας-κορεσμού): «Όσο πιο συχνά ένα άτομο


έχει αποκτήσει στο κοντινό παρελθόν μια συγκεκριμένη ανταμοιβή,
τόσο λιγότερο πολύτιμη γίνεται για το ίδιο άτομο κάθε πρόσθετη
μονάδα ανταμοιβής»

■ Ο Homans αναφέρεται σε αυτή την υπόθεση στο «εγγύτερο» παρελθόν. Το τι εννοείται με


αυτό διαφέρει ανάλογα με το είδος της ανταμοιβής.

■ Μπορούμε με τη βοήθεια της υπόθεσης στέρησης - κορεσμού να δηλώσουμε κάτι


σχετικά με την αξία του είδους ανταμοιβής εντελώς ανεξάρτητα από την έκταση της
δραστηριότητας που χρησιμοποιείται για την ανταμοιβή αυτή.

– Πχ: η τροφή είναι πάντα πιο πολύτιμη για έναν άνθρωπο ο οποίος δεν έχει
αποκτήσει εδώ και καιρό αυτό το είδος ανταμοιβής.
Υπόθεση 5 (υπόθεση απόγνωσης-επιθετικότητας): Όταν η δραστηριότητα
ενός ατόμου δεν ανταμείβεται σύμφωνα με τις προσδοκίες του ή όταν
απροσδόκητα τιμωρείται, το άτομο θυμώνει και στον θυμό του αυτό τα
αποτελέσματα της επιθετικής συμπεριφοράς τού προσφέρουν ανταμοιβή»

– Πχ: Ένας άνδρας, ανεβασμένος πάνω σε μια σκάλα, προσπαθεί να κρεμάσει έναν
πίνακα στον τοίχο. Κατά την προσπάθεια αυτή χτυπάει με το σφυρί το δάχτυλό του
και όχι το καρφί. Ο άνδρας αναφωνεί, η σκάλα τραντάζεται και πέφτουν και οι δυο
στο πάτωμα. Ο άνδρας σηκώνεται βρίζοντας και αρχίζει να κλοτσάει τη σκάλα.

■ Η συναισθηματικότητα παίζει μεγάλο ρόλο στην ανθρώπινη συμπεριφορά.


■ Φαίνεται να πρόκειται για μια εντελώς αυτόματα εξελισσόμενη διαδικασία ωστόσο πολλές
πλευρές αυτής της συνθήκης είναι εκμαθημένες.
■ Σχετίζεται με το τι έχουμε βιώσει ως ανταμοιβή και τι ως τιμωρία.
■ Μαθαίνουμε πώς να διαχειριζόμαστε τα συναισθήματα.

Οι κανονικότητες είναι στενά συνδεδεμένες η μία με την άλλη.


Για την εξήγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς πρέπει να
χρησιμοποιήσουμε ταυτόχρονα και τις πέντε υποθέσεις.

■ Όταν η δραστηριότητα ενός ατόμου δεν ανταμείβεται σύμφωνα με τις προσδοκίες του ή
απροσδόκητα τιμωρείται, τότε το άτομο θυμώνει και μέσα στον θυμό του τα αποτελέσματα της
επιθετικής συμπεριφοράς τού προσφέρουν ανταμοιβή.
■ Αυτό που προσδοκά ένα άτομο σε μια συγκεκριμένη κατάσταση προσδιορίζεται από την υπόθεση
των ερεθισμάτων. Εάν τα τρέχοντα ερεθίσματα είναι προηγούμενα ερεθίσματα, η ύπαρξη των
οποίων αντάμειψε παλιότερα ένα άτομο κατά την εκτέλεση μιας δραστηριότητας, τότε το άτομο
θα προσδοκά ότι κατά την εκτέλεση της ίδιας δραστηριότητας θα ανταμειφθεί και πάλι. Εάν η
ανταμοιβή δεν προσφερθεί ή αν το άτομο τιμωρηθεί απροσδόκητα, τότε σύμφωνα με την υπόθεση
της απόγνωσης-επιθετικότητας το άτομο θα θυμώσει.
■ Και μάλιστα, όσο πιο συχνά ανταμείφθηκε στο παρελθόν (υπόθεση επιτυχίας) και όσο πιο πολύτιμη
ήταν η προσδοκώμενη αυτή ανταμοιβή (υπόθεση αξιών), τόσο περισσότερο θα θυμώσει. Επίσης,
όσο μεγαλύτερο είναι το χρονικό διάστημα που χρειάστηκε το άτομο να στερηθεί ήδη την
προσδοκώμενη ανταμοιβή (υπόθεση στέρησης -κορεσμού), τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η αξία
της ανταμοιβής. Εάν το άτομο δεν αποκτήσει ξανά στο μέλλον την προσδοκώμενη ανταμοιβή μέσα
στην ίδια κατάσταση, τότε θα θυμώνει λιγότερο (υπόθεση επιτυχίας)
■ Με τη βοήθεια των υποθέσεων της συμπεριφοριστικής μαθησιακής θεωρίας μπορούμε,
σύμφωνα με τον Homans, να εξηγήσουμε την ανθρώπινη συμπεριφορά.
■ Σε αυτήν υπάγονται συγκεκριμένοι ιδιαίτεροι τύποι της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όπως
η κοινωνική συμπεριφορά του ανθρώπου.
■ Πρέπει απλώς να λάβουμε υπόψη μας ότι στην κοινωνική συμπεριφορά οι σχετικές
ανταμοιβές και τιμωρίες δεν είναι κάποια φυσικά αντικείμενα, όπως στην περίπτωση των
παραδειγμάτων που εξετάσαμε προηγουμένως, αλλά πράξεις ή δραστηριότητες άλλων
ατόμων.
■ Ο ισχυρισμός ότι η συμπεριφορά του ανθρώπου, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής
του συμπεριφοράς, μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις γενικές αρχές της συμπεριφοριστικής
ψυχολογίας δε σημαίνει ούτε ότι υποθέτουμε πως η ανθρώπινη φύση είναι παντού ίδια
ούτε ότι οι άνθρωποι συμπεριφέρονται παντού με τον ίδιο τρόπο. Ίδιες είναι μόνο οι
γενικές αρχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
■ Δεν είναι σωστό κατά την εξήγηση των κοινωνικών φαινομένων να λαμβάνουμε υπόψη τη
συμπεριφορά κάθε μεμονωμένου ατόμου.
■ Προσδοκούμε ότι οι άνθρωποι με παρόμοιες εμπειρίες θα συμπεριφερθούν παρόμοια σε
παρόμοιες καταστάσεις

Ποιος είναι λοιπόν ο λόγος για τον οποίο πολλοί κοινωνιολόγοι


τοποθετούνται τόσο κατηγορηματικά εναντίον του ισχυρισμού ότι η
κοινωνιολογία μπορεί να περιοριστεί στην ψυχολογία;

■ Ο πρώτος λόγος βρίσκεται στο ίδιο το θέμα: Το ότι οι κοινωνικές δομές είναι αποτελέσματα
αποφάσεων μεμονωμένων ατόμων δεν σημαίνει βέβαια ότι, έτσι όπως είναι, αποτελούσαν
επιθυμία ενός ατόμου ή ότι προγραμματίστηκαν από κάποιο άτομο. Απλώς αποτελούν το
πολλαπλά απρόβλεπτο προϊόν της αλληλεπίδρασης των ανθρώπινων δράσεων.
■ Ο δεύτερος λόγος αναφέρεται στην επιστήμη της ψυχολογίας: Οι κανονικότητες της
συμπεριφοριστικής ψυχολογίας ήταν ανέκαθεν γνωστές. Δεν χρειάστηκε να τις
ανακαλύψουμε. Αυτό δεν ταίριαζε και δεν ταιριάζει στην εικόνα που έδωσαν πολλοί
κοινωνιολόγοι στην επιστήμη τους. Αυτή η εικόνα προσδιορίζεται έντονα από τις φυσικές
επιστήμες, στις οποίες η μεγαλύτερη επιστημονική απόδοση είναι η ανακάλυψη γενικών
κανονικοτήτων.
■ Ο τρίτος λόγος είναι επίσης λόγος της επιστήμης της ψυχολογίας: Ο Homans υποθέτει ότι
πολλοί εκπρόσωποί της θεωρούν ότι η υπαρξιακή τους αιτιολόγηση απειλείται από την
προσπάθεια περιορισμού των κανονικοτήτων της κοινωνιολογίας σε αυτές της ψυχολογίας.
Τουλάχιστον το σίγουρο είναι ότι φοβούνται για την αυτονομία τους.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

■ Ο Homans περιγράφει στο βιβλίο του Βασικές μορφές της


κοινωνικής συμπεριφοράς (1968) μεταξύ άλλων το πώς
προέκυψαν λόγω των κανονικοτήτων της συμπεριφοριστικής
μαθησιακής θεωρίας μεταξύ των ανθρώπων οι κοινωνικές
διαδράσεις, οι επαναλαμβανόμενες κοινωνικές διαδράσεις,
δηλαδή οι κοινωνικές σχέσεις, και τέλος η γνωστή στην
κοινωνιολογία τάση της επέκτασης των κοινωνικών σχέσεων.
Σε αυτό το βιβλίο φαίνεται όμως και το πώς μπορούμε να
εξηγήσουμε με τη βοήθεια αυτών των υποθέσεων τη
δημιουργία κοινωνικών κανόνων.
Υπόθεση:
■ Σε ένα δικηγορικό γραφείο εργάζονται δύο άτομα. Το άτομο Α
απασχολείται εδώ και πολλά χρόνια στο ανάλογο τμήμα και
είναι εξοικειωμένο με όλες τις πτυχές της εργασίας. Το άτομο
Β είναι νέο σε αυτή τη θέση και έχει ελάχιστη εμπειρία με τη
συγκεκριμένη δραστηριότητα. Ας υποθέσουμε ότι το άτομο Β
κατά την επεξεργασία μιας δικογραφίας συναντά ένα
πρόβλημα που δεν μπορεί να λύσει μόνο του. Μπορεί μόνο να
προσπαθήσει να λύσει το πρόβλημα με το να πάρει όμοιες ή
ανάλογες υποθέσεις από το αρχείο και να τις μελετήσει (λύση
1). Μπορεί όμως και να ζητήσει τη βοήθεια του ατόμου Α
(λύση 2). Τι θα πράξει τελικά;

■ Η πιθανότητα ότι θα ζητήσει τη συμβουλή του ατόμου Α


αυξάνεται, πρώτον, όσο πιο όμοια είναι τα ερεθίσματα στην
τρέχουσα κατάσταση με τα ερεθίσματα σύμφωνα με τα οποία
το άτομο Β ζήτησε βοήθεια από κάποιον και ανταμείφθηκε με
μια αντίστοιχη υποστήριξη (υπόθεση ερεθισμάτων), δεύτερον,
όσο πιο συχνά του δόθηκε βοήθεια στο παρελθόν (υπόθεση
επιτυχίας) και, τρίτον, όσο πιο υψηλά αποτιμά το άτομο Β την
καθαρή αξία ανταμοιβής της λύσης 2 σε σχέση με την καθαρή
αξία ανταμοιβής της λύσης 1 (προσωπική επίλυση του
προβλήματος) (υπόθεση αξίας).
■ Μια τακτικά επαναλαμβανόμενη ανταλλαγή ανταμοιβών μεταξύ των ανθρώπων, ή, αν
θέλουμε, μια τακτικά επαναλαμβανόμενη κοινωνική αλληλεπίδραση, χαρακτηρίζεται και ως
κοινωνική σχέση.

■ Ας υποθέσουμε:
– ότι έπειτα από μια μακρά σχέση το άτομο Α ξαφνικά αρνηθεί να προσφέρει βοήθεια στο
άτομο Β. Αυτό θα θύμωνε το άτομο Β, το οποίο θα προσπαθούσε να ανταποδώσει με
κάποιον τρόπο αυτήν την προσβολή στο άτομο Α (υπόθεση απόγνωσης- επιθετικότητας).
– ότι το άτομο Β έχει μάθει να συγκρατείται σε ανάλογες περιπτώσεις και ότι θα
προσπαθήσει αρχικά να πείσει το άτομο Α με επιχειρήματα. Τι θα μπορούσε να
ισχυρισθεί ; Θα μπορούσε να πει, για παράδειγμα, ότι απλώς δεν μπορεί να καταλάβει
την άρνηση του Α για βοήθεια μια και οι δυο τους είναι τόσο καλοί φίλοι και μια που το
ίδιο το άτομο χρειάζεται τη βοήθεια αυτή επειγόντως. Σε κάθε περίπτωση δεν θα
περίμενε ποτέ αυτή τη συμπεριφορά από το Α.

■ Με τον τρόπο αυτό το άτομο Β εκφράζει μια προσδοκία και παράλληλα τονίζει ότι και
άλλα άτομα στη θέση του θα είχαν την ίδια προσδοκία. Το άτομο Β θα έβαζε έτσι στο παιχνίδι
μια γενική προσδοκία ή μια νόρμα.

■ Με τη βοήθεια των υποθέσεων της συμπεριφοριστικής ψυχολογίας μπορούν να εξηγηθούν


με τον ίδιο τρόπο όλα τα θεμελιώδη κοινωνικά φαινόμενα, όπως η συμμόρφωση και η
απόκλιση, η συνεργασία και η αντιπαράθεση, η ηγεσία και η δύναμη, η κοινωνική
διαστρωμάτωση και οι κοινωνικοί έλεγχοι κ.λπ.

■ Οι εξηγήσεις είναι «εξηγήσεις κατ’ αρχήν», δηλαδή επισημαίνεται κάτω από ποιες
προϋποθέσεις μπορεί να προκύψει ο ένας ή ο άλλος τύπος κοινωνικών φαινομένων.

■ Η εξήγηση συγκεκριμένων ιστορικών φαινομένων, είναι ακόμη πιο δύσκολη καθώς για μια
εξήγηση με την ακριβή έννοια του όρου πρέπει να έχουμε στη διάθεσή μας όλες τις
σχετικές επιμέρους συνθήκες.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΞΕΛΙΞΗ ΚΑΙ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΙΔΡΑΣΕΩΝ

■ Ο Homans συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους θεωρητικούς της κοινωνιολογίας.

■ Η αναγωγή της κοινωνιολογίας στη συμπεριφοριστική ψυχολογία, έγινε αποδεκτό από


ελάχιστους μόνο κοινωνιολόγους.

■ Ο Homans θεωρείται ένας από τους θεμελιωτές της λεγόμενης «θεωρίας της ορθολογικής
επιλογής», αλλιώς Rational Choice Theory. Η «θεωρία της ορθολογικής επιλογής» ανήκει
σήμερα στις πιο δυναμικά εξελισσόμενες κοινωνιολογικές προσεγγίσεις. Η προσέγγιση αυτή
όμως δεν περιορίζεται μόνο στην κοινωνιολογία, καθώς στους πιο σημαντικούς
εκπροσώπους της ανήκουν εκτός από κοινωνιολόγοι και οικονομολόγοι, όπως ο Mancur
Olson και πολιτικοί επιστήμονες, όπως ο Thomas C. Schelling.
ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΑΛΛΗΛΟΔΡΑΣΗ

GEORGE HERBERT MEAD


(1863- 1931)

3.1 Θέση του προβλήματος και γνωσιακό


ενδιαφέρον
 Ο αμερικανός George Herbert Mead είναι συνιδρυτής
μιας κοινωνικής θεωρίας, η οποία προσδιορίζει την
ανθρώπινη συμπεριφορά ως μια συμβολικά
διαμεσολαβημένη αλληλόδραση, και μέσω αυτής εξηγεί
τη δημιουργία της συνείδησης, του ατόμου και της
κοινωνίας.

 Ρεύματα που επηρέασαν την ανάπτυξη της σκέψης του:


 Θετικά
 Η εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου
 Ο αμερικανικός πραγματισμός
 Ο γερμανικός ιδεαλισμός
 Αρνητικά
 Συμπεριφοριστική ψυχολογία
3.2 Η ξεχωριστή θέση του ανθρώπου: το «ζώο
που χρησιμοποιεί σύμβολα»
 Πώς αιτιολογείται, σύμφωνα με τον Mead, η ξεχωριστή θέση
του ανθρώπου;
 Α.
 Ορίζει ως βασική προϋπόθεση τη «φτώχεια του ενστίκτου» και το
«άνοιγμα στον κόσμο» του ανθρώπου: Σε αντίθεση με άλλα έμβια
όντα, ο άνθρωπος δεν περιορίζεται στη συμπεριφορά του από
φυσικές ορμές και ένστικτα.

 Η ανθρώπινη συμπεριφορά προσδιορίζεται περισσότερο


συμβολικά, ρυθμίζεται μέσω της προφορικής επικοινωνίας, η οποία
εξυπηρετεί τόσο τον καθορισμό και τη μετάδοση των προσδοκιών
συμπεριφοράς όσο και την ερμηνεία και την κατανόηση του
περιβάλλοντος.

 Ο άνθρωπος μπορεί σε κάποιον βαθμό να επιλέξει το περιβάλλον


«του», την οικολογική του γωνιά, και να την αναμορφώνει ανάλογα
με τις ανάγκες του.

 Β.
 προϋποθέτει ότι στον άνθρωπο τη θέση της φυσιολογικής
διαφοροποίησης λαμβάνει η αρχή της κοινωνικής
διαφοροποίησης.
 Η δυνατότητα αντιστροφής και μεταβολής της κοινωνικής
διαφοροποίησης αναγνωρίζεται ως πλεονέκτημα και από μια
άλλη άποψη: αναφορικά με την ελευθερία του ανθρώπου να
καταπολεμά δομές τάξεων και στρωμάτων που εγκυμονούν
αντιπαραθέσεις και του φαίνονται «άδικες».
 Γ.
 Η εξελικτική προσαρμογή της ανθρωπότητας βασίζεται στη
στοχευμένη επινόηση και τη συστηματική δοκιμή λύσεων για
προβλήματα προσαρμογής.
 Η ικανότητα για τη συνειδητή προσαρμογή πηγάζει από την ικανότητα
χρήσης συμβόλων, η οποία διευκολύνει το συνειδητό
συμπεριφέρεσθαι καθώς και τη συνειδητή (αυτο-)παρατήρηση.
 Δ.
 Ικανότητα για τον έλεγχο του περιβάλλοντος και για την
αύξηση αυτού του ελέγχου.
 Ο άνθρωπος είναι σε θέση να αυξήσει σημαντικά τον έλεγχο
–που προσδιορίζεται από συνειδητές διαδικασίες μάθησης–,
να τον τελειοποιήσει και έτσι να καθορίσει τελικά μόνος του
το περιβάλλον στο οποίο ζει.

3.3 Συμβολικά διαμεσολαβημένη αλληλόδραση


 Είναι η χαρακτηριστική μορφή κοινωνικής συμπεριφοράς
για τους ανθρώπους.
 Η κοινωνική συμπεριφορά ή δράση εμφανίζεται όταν
«…ένα άτομο λειτουργεί μέσω της δράσης του ως
κινητήριο ερέθισμα για την αντίδραση ενός άλλου
ατόμου».

 μορφές ή βαθμίδες της κοινωνικής συμπεριφοράς:


 1. αλληλόδραση που μεταδίδεται μέσω χειρονομιών
 2. συμβολικά διαμεσολαβημένη αλληλόδραση
Αλληλόδραση που μεταδίδεται μέσω χειρονομιών
 «χειρονομίες»: «…οι αφετηριακές στιγμές των δράσεων
που πρόκειται να εκδηλωθούν … είναι αυτές που
προκαλούν ενστικτώδεις αντιδράσεις σε άλλα έμβια
όντα».

 Οι χειρονομίες είναι πρώιμες μορφές της γλώσσας στον


βαθμό που λαμβάνουν τη θέση της δράσης που δεν έχει
ακόμη πραγματοποιηθεί και στον βαθμό που τη
συμβολίζουν και την «υποδηλώνουν».

 Προκαλούν συγκεκριμένες αντιδράσεις και πρόθεση για


δράση.

Συμβολικά διαμεσολαβημένη αλληλόδραση


 οι αφετηριακές στιγμές της δράσης και οι χειρονομίες
 «…προκαλούν στο άτομο που τις εκτελεί την ίδια στάση
απέναντι στον εαυτό του όπως και απέναντι στα άλλα άτομα»
 αυτή η λήψη της στάσης των Άλλων βάζει το άτομο σε θέση
να προσαρμόσει την περαιτέρω συμπεριφορά του με βάση
αυτή τη στάση στα δικά του δεδομένα.
 «σημαντικές χειρονομίες» ή «σημαντικά σύμβολα»
 Χειρονομίες που εκπληρώνουν τη λειτουργία της πρόκλησης
των ίδιων αντιδράσεων στο άτομο που δρα, όπως και στο
άτομο που αποτελεί τον αποδέκτη αυτών των δράσεων και
που επιτρέπουν έναν έλεγχο της δράσης με βάση τις
αναληφθείσες στάσεις του Άλλου
 «φωνητικές χειρονομίες» ή «ακουστικές χειρονομίες»
 κατάλληλες να αναλάβουν τη λειτουργία των σημαντικών
συμβόλων, επειδή μπορούν να γίνουν το ίδιο αντιληπτές από
το υποκείμενο δράσης ακριβώς όπως και από τον εταίρο
αλληλόδρασης.

 προϋπόθεση αλληλόδρασης
 η ύπαρξη κοινών σημαντικών συμβόλων

 Όλα αυτά ισχύουν και για τη συμπεριφορά αναφορικά


με «φυσικά αντικείμενα».

3.4 Συνείδηση
 Τα ανθρώπινα έμβια όντα διακρίνονται, μεταξύ άλλων,
από το γεγονός ότι γνωρίζουν για τις σχέσεις με το
περιβάλλον τους, επομένως διαθέτουν συνείδηση.

 Γνώση περί της σημασίας των αντικειμένων.

 Αυτή η γνώση αυξάνεται στην αλληλεπίδραση με


άλλους από μια «…διαδικασία της ανάλυσης των ίδιων
μας των αντιδράσεων στα ερεθίσματά τους».

 Η συνείδηση είναι οργανωμένη στη μορφή


«σημαντικών συμβόλων», στη μορφή της γλώσσας.
 Σκέψη
 «παιχνίδι των (σημαντικών) χειρονομιών εντός του ατόμου, ως
«μια συνομιλία από έξω προς τα μέσα».

 «πνεύμα» ή «πνευματικότητα»
 η ικανότητα του ανθρώπου να αναλογίζεται συνειδητά και να
ελέγχει ενεργά τις σχέσεις του περιβάλλοντός του, η οποία
στηρίζεται στη χρήση σημαντικών συμβόλων.

3.5 Ταυτότητα (εαυτός)


 ένα άτομο κατέχει μία ταυτότητα, στο βαθμό που μπορεί να
διαθέτει την ικανότητα να καταστήσει τον εαυτό του ως
αντικείμενο και να αναπτύξει μια συνείδηση στην οποία να
προσδίδει τη σημασία που το ίδιο επιθυμεί.
 «ανάληψη του ρόλου άλλων»
 Ο Mead διακρίνει κατά την αυτο-ιστορική οικοδόμηση μιας
ταυτότητας ή ενός εαυτού δύο βήματα:
 το παιχνίδι (play): το παιδί αναλαμβάνει μεμονωμένους
ρόλους.
 το οργανωμένο παιχνίδι (game): ο συμμετέχων «…(πρέπει)
να είναι διατεθειμένος να αναλάβει τη στάση όλων των
ατόμων που συμμετέχουν στο παιχνίδι», ενώ αυτοί οι
διαφορετικοί ρόλοι «έχουν μια καθοριστική σχέση ο ένας με
τον άλλο».
 «ο γενικευμένος Άλλος»
 Η οργανωμένη κοινωνία, εντός της οποίας το άτομο οικοδομεί την
ταυτότητά του.
 «ο σημαντικός Άλλος»
 τα συγκεκριμένα πρόσωπα αναφοράς, που μεταδίδουν στο άτομο τις στάσεις
της ομάδας και αντιπροσωπεύουν τον γενικευμένο Άλλο.

 Το άθροισμα των στοιχείων που αποκτήθηκαν κατά την ανάληψη


ρόλων αποτελεί από δομικής άποψης μόνο ένα μέρος και από
χρονικής άποψης μόνο μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο της
ταυτότητας και του Εαυτού, μία χρονική περίοδο η οποία
χαρακτηρίζεται ως «Εμέ (Me)».

 Μαζί με αυτό υπάρχει – με τη μορφή μιας αυθόρμητης, ενστικτώδους


αντίδρασης που επίσης ξεπηδά από το «ασυνείδητο» απέναντι στη
στάση και την οπτική της ομάδας, η οποία καθορίζει το «Εμέ»– ένα
δεύτερο μέρος καθώς και μια δεύτερη φάση της ταυτότητας και του
Εαυτού: το «Εγώ» (I).

 το «Εγώ» εξαρτάται από πολλές απόψεις και από την


κοινωνία:
 οι μορφές στις οποίες μπορεί να εκφραστεί το «Εγώ» απαιτούν την
αποδοχή από τα άλλα μέλη της κοινωνίας.
 οι μορφές εξωτερίκευσης του «Εγώ» είναι κοινωνικής φύσεως

 Η ταυτότητα του «Εγώ» σχετίζεται με τον βαθμό εκπολιτισμού


της κοινωνίας.

 Η ταυτότητα είναι μια διαρκής διαδικασία που αποτελείται


από το παιχνίδι ανταλλαγής του «Εμέ» και του «Εγώ».

 Μέσω του παιχνιδιού ανταλλαγής του «Εμέ» και του «Εγώ»


ολοκληρώνεται η διαμεσολάβηση μεταξύ ατόμου και
κοινωνίας.

 το εν λόγω παιχνίδι μεσολαβεί ανάμεσα στη δομή των


κινήτρων και την κοινωνία, ανάμεσα στην ανθρώπινη φύση
και τα πολιτισμικά στοιχεία .
3.6 Κοινωνία
 Κοινωνία: το άθροισμα αυτών των Άλλων, την κοινότητα
των ατόμων με τους οποίους το άτομο διατηρεί σχέσεις
αλληλόδρασης και των οποίων η στάση διαμορφώνει τη
βάση του αυτο-προσδιορισμού του και τη βάση του
προγραμματισμού της δράσης του.

 Θεσμοί: οι στάσεις που είναι κοινές σε κάποια κοινότητα


ατόμων σε μια συγκεκριμένη κατάσταση.

 Η θεσμοποίηση δεν υποδηλώνει σε καμία περίπτωση την


ομοιόμορφη συμπεριφορά όλων των συμμετεχόντων στη
αλληλόδραση.

 μηχανισμός διαμόρφωσης της ταυτότητας/ μηχανισμός της


κοινωνικοποίησης.
 Ο άνθρωπος γίνεται μέλος της κοινωνίας όταν υιοθετεί την κοινωνική
οργάνωση και τις οργανωμένες στάσεις της ομάδας στην οποία ανήκει.

 Εάν «…έχει μέσα του το πνεύμα της κοινωνίας»–, τότε η


συμπεριφορά του βρίσκεται κάτω από κοινωνικό έλεγχο.

 Το άτομο μπορεί κατά τη διαδικασία της συμβολικά


διαμεσολαβημένης αλληλόδρασης να αλλάξει τη στάση του
«γενικευμένου Άλλου» και έτσι να συμβάλλει στην περαιτέρω
εξέλιξη της κοινωνίας, στον κοινωνικό μετασχηματισμό.

 «ιδεατή κοινωνία»:ο «γενικευμένος Άλλος» θα ήταν ίδιος με το


σύνολο της ανθρωπότητας και η ανάληψη της στάσης ή του
ρόλου του «γενικευμένου Άλλου» θα ήταν ίδια με την ανάληψη
της στάσης όλων των ανθρώπων.
3.7 Συμβολική αλληλόδραση, επεξηγούμενη με
ένα παράδειγμα από την οικονομία
 το παράδειγμα της ανταλλαγής εμπορευμάτων
 γνώση, συνείδηση για τις ίδιες ανάγκες
 ανάληψη της δράσης και του ρόλου της ανάγκης των Άλλων
 πορεία της ανταλλαγής εξαρτάται από τους υπάρχοντες
θεσμούς
 ειδική γλώσσα: το χρήμα

 «ιδεατή κοινωνία»:
 η ανταλλαγή αγαθών γίνεται σε διεθνές επίπεδο
 οποιοσδήποτε μπορεί να συμμετάσχει σε αυτήν ισότιμα
 αρκεί να κατέχει τη γλώσσα της αγοράς

3.8 Ιστορία επιδράσεων και η περαιτέρω


εξέλιξη

 θεωρία δράσης του Parsons


 αμερικανική σχολή της «Συμβολικής Αλληλόδρασης»
(Herbert Blumer)
 Κριτική Θεωρία (Jürgen Haberms)
Talkott Parsons:

Δομολειτουργισμός

Γενική Θεωρία Κοινωνικής Δράσης – Γιατί είναι κοινωνιολογική

Ατομοκεντρική – βολονταριστική και ταυτόχρονα συνολική


κοινωνική δράση ενσωματώνοντας στην ερμηνεία του πράττειν
τον παράγοντα των κοινωνικών αξιών
Δεν περιορίζεται στην κατανόηση μιας απλής αλυσίδας σχέσεων
μέσων - σκοπού παραβλέποντας το κανονιστικό στοιχείο
Υπέρβαση απλών σχεδίων ορθολογικής επιλογής
Υπέρβαση Θετικισμού, του απλοϊκού ωφελιμισμού καθώς και
της διάκρισης γεγονότων (παρατηρήσιμες συμπεριφορές) από
αξίες (εννοούμενες πράξεις)
Υπαγωγή όλων των κατηγοριών (συμπεριλαμβανομένων και
των οικονομικών) στο πλαίσιο αναφοράς του κοινωνικού πράττειν
Αναφορά σε κοινωνικές ολότητες που δεν πρέπει να
κερματίζονται για τους σκοπούς της κοινωνικής έρευνας
Αλληλεξάρτηση – κανονιστικότητα – δομικές σχέσεις -
συστημική ολοκλήρωση
Κοινωνικό σύστημα

Υπερκαθορισμός της δομής έναντι του κοινωνικού υποκειμένου

Συστημική αναγκαιότητα – αναπαραγωγή

Διαφοροποίηση – δυσλειτουργία

Κοινωνική μεταβολή

Λειτουργιστικές και όχι αιτιακές εξηγήσεις

Υποβάθμιση ιστορικών αναστοχαστικών εξηγήσεων

Εννοιολογική και όχι ουσιολογική (τελεολογική) μεθοδολογική


μετατόπιση

Θεώρηση ιδιαίτερα επιρρεπής στον φορμαλισμό

Ο λειτουργισμός αποτελεί περισσότερο μέθοδο, παρά επιστημονική


θεωρία. Αντιλαμβάνεται και δομεί συστημικά τις κοινωνικές και το
σύνολο της κοινωνίας. Οι δομολειτουργιστές πραγματεύονται την
κοινωνία ως ένα σύνθετο σχηματισμό με σταθερές δομές. Το κοινωνικό
σύστημα και τα υποσυστήματα που ενσωματώνει, έχοντας εγγενείς
ικανότητες αυτορύθμισης, επιτυγχάνουν τη συστημική σταθερότητα.

Κυρίαρχες έννοιες  δομή και δράση

«Μεταβλητή» ισορροπία
Όπως στα οργανικά συστήματα, έτσι και στα κοινωνικά δεν είναι
δυνατόν να επιτευχθεί στατική ισορροπία για δύο λόγους: πάντα το
σύστημα λαμβάνει ένα ερέθισμα που ως μόνη απόκριση/ αντίδραση
έχει τη συστημική αλλαγή και τη συστημική εξέλιξη, αλλά και επειδή
πάντα παρουσιάζεται μία εξωτερική μεταβλητή που επειδή
χαρακτηρίζεται από μεταβλητότητα τείνει να μεταβάλλει τη συστημική
ισορροπία.
 Εννοιολογικό ζεύγος: δομή (κατάσταση) και δράση (φορέας
δράσης)

Εμπεριέχεται και η έννοια της συμπεριφοράς, αλλά δεν θα πρέπει να


ταυτίσουμε τον όρο αυτό με τη δράση, καθώς η δράση συνιστά
συμπεριφορά η συμπεριφορά, όμως, δεν εμπεριέχει απαραίτητα τη
δράση και επειδή η τελευταία εκφράζει μονοσήμαντα μία
συνειδητή επιλογή που, ενδεχομένως, να μην υπάρχει σε μία
σχεδόν «ανακλαστική συμπεριφορά»

 Συνδεσιμότητα/ αλληλεξάρτηση των υποκειμενικών δράσεων σε


ένα συστημικό σύνολο

«Κοινωνική ισορροπία»

Η ηθική δύναμη των θεσμοποιημένων κανόνων εξαρτάται σε τελευταία


ανάλυση από την εσωτερικευμένη συνείδηση ενός πυρήνα φορέων της
κουλτούρας, οι οποίοι κινητοποιούν για λογαριασμό τους τους
ισχυρούς μηχανισμούς της ένοχης συνείδησης και της δίκαιας
αγανάκτησης.

Με το πέρασμα στη μοντέρνα κοινωνία και την αύξηση της


διαφοροποίησης, μέσα από τον καταμερισμό της εργασίας, η
ομοιομορφία των πίστεων και των ηθικών αξιών μειώνεται. Όμως, η
συνοχή της κοινωνίας διατηρείται. Μια νέα μορφή κοινωνικής
αλληλεγγύης αναδύεται, η οποία αναγνωρίζει τη διαφοροποίηση και ,
ταυτόχρονα, στηρίζεται σε αυτήν. Η διαφοροποίηση, μέσα από την
αλληλεξάρτηση, οδηγεί στην ονομαζόμενη «οργανική αλληλεγγύη».
Στις μοντέρνες κοινωνίες η εξειδίκευση απαιτεί συνεργασία και η
συνεργασία αμοιβαιότητα, η οποία, με τη σειρά της, οδηγεί στη
συνεννόηση και στη συναίνεση.
 Ο Πάρσονς, εισηγητής του δομολειτουργισμού, ανέπτυξε, την έννοια
της δομής για να αναδείξει ότι η κοινωνία διαθέτει εγγενώς τόσο
διευρυμένες ικανότητες να ισορροπεί τα συστατικά της στοιχεία που
ενσωματώνει σχεδόν κάθε κοινωνική δράση (και ότι δεν
ενσωματώνει το βαπτίζει ανομικό, ώστε να διατηρεί αψεγάδιαστη την
εικόνα της). Σημαντικό ρόλο, βέβαια, επιτελεί και η
κοινωνικοποίηση, αφού μέσα από αυτή την αέναη διαδικασία
εσωτερικεύονται στο κοινωνικό υποκείμενο οι συστημικές επιταγές,
ουσιαστικά. Περιορίζονται έτσι οι ανομικές συμπεριφορές, δηλαδή οι
συμπεριφορές εκείνες που δεν μπορεί το κοινωνικό σύστημα, είτε να
αφομοιώσει πλήρως, είτε να εξουδετερώσει πλήρως – άλλωστε το
πρώτο ή το δεύτερο ενδεχόμενο δεν αποτελούν τελείως ξέχωρες και
απόλυτα διακριτές πρακτικές.

Ο δομολειτουργισμός του Πάρσονς απέβλεπε όχι τόσο στην


νομιμοποίηση της καπιταλιστικής κοινωνία (παρότι συχνά έπραττε
και αυτό), όσο την εξήγηση και την κατανόηση των ιδιαίτερων
προβλημάτων της. Ο δομολειτουργισμός αποτελεί μέρος μίας
εξελικτικής διαδικασίας που οδηγεί σε αυξανόμενη σταθερότητα και
κοινωνική ολοκλήρωση.

Η Θεωρία του Κοινωνικού Πράττειν


Ο Πάρσονς μέσα από τη θεωρία του, μία θεωρία που δομείται
λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι πρωταρχικό λόγο έχει το σύστημα στο
οποίο το κοινωνικό υποκείμενο οφείλει να εντάσσεται ή να υποτάσσεται
πλήρως, προβάλλει την ικανότητα αυτορρύθμισης του κοινωνικού
μορφώματος. Η δομολειτουργική θεωρία τάσσεται υπέρ μίας ιδεατής
συμπόρευσης που αφορά ένα σύνολο κοινωνικών υποκειμένων που
οφείλουν να έχουν πλήρως εσωτερικεύσει κανονιστικά συστημικά
πρότυπα δράσης – δράσης που πάντα εξυπηρετεί τη δομή και τη σύσταση
του κοινωνικού όλου- και αυτών των συστημικών προτύπων δράσης.

Η κοινωνική ισορροπία προβάλλει ως αποτέλεσμα της προσαρμοστικής


ικανότητας και του επιτυχούς εγκλεισμού στα διάφορα πεδία του
κοινωνικού συστήματος. Ως επέκταση αυτής της συλλογιστικής ό,τι
διαταράσσει την κοινωνική ισορροπία εκλαμβάνεται, για την παρσονική
θεώρηση, ως δυσλειτουργία, αφού ξεπερνά τα συστημικά όρια. Κατά
συνέπεια η κοινωνική ισορροπία επιχειρεί να «αντικειμενοποιήσει το
κοινωνικό υποκείμενο. Με την εσωτερίκευση των προβεβλημένων
κοινωνικοποιητικών κανόνων και πλαισίων επιτυγχάνεται η διαμόρφωση
μια μονόπλευρης σχέσης μεταξύ μονάδας και κοινωνικού συνόλου.
 Η κατάσταση δεν είναι κάτι που εκλαμβάνεται κοινά από όλους τους
φορείς δράσης, αλλά το κάθε κοινωνικό υποκείμενο τοποθετείται
απέναντι σε εκείνη και την εκλαμβάνει πάντα σε συνάρτηση με τον
προσανατολισμό του προς εκείνη. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να
παραγνωρίσουμε το υποκειμενικό στοιχείο αναφορικά με τη θέαση της
κατάστασης, αφού εκείνη βρίσκεται εκτός του ατόμου και πιθανού
δρώντα. Ο τελευταίος θα περιορίσει την εκτίμησή του αναφορικά με την
όποια κατάσταση από τα ίδια τα συστημικά όρια και τα οποία, σε
πιθανή του παρεκτροπή, θα του ασκήσουν πίεση ικανή να τον
επαναφέρει στην πραγματικότητα που εξυπηρετεί τα ίδια τα συστημικά
όρια.

 Ο προσανατολισμός των αξιών αφορά την κοινωνική συμμόρφωση


από πλευράς του κοινωνικού υποκειμένου σε κοινωνικές νόρμες και
αξίες. Διαχωρίζεται σε γνωστικό μέρος (όπως και ο προσανατολισμός
των κινήτρων), στο μέρος που έχει να κάνει με τις εκτιμήσεις του
ατόμου και, τέλος, με το κομμάτι εκείνο που έχει να κάνει με την ηθική
του. Ο προσανατολισμός της δράσης και οι ομαδοποιήσεις/
διαφοροποιήσεις τις οποίες συνέλαβε ο Πάρσονς αποτέλεσαν τη βάση
πάνω στην οποία διαμόρφωσε τον διαχωρισμό/ προσδιορισμό του
κοινωνικού συστήματος, του πολιτιστικού συστήματος και του
συστήματος της προσωπικότητας.

Το Κοινωνικό σύστημα και ζεύγη διαζευκτικών


δυνατοτήτων.

Πώς μπορούμε να συγκρίνουμε τις σχέσεις που αναπτύσσονται


μεταξύ των διάφορων κοινωνικών (υπό)συστημάτων;

Μέσω μεταβλητών. Μεταβλητές που εμπίπτουν στο πλαίσιο


αναφοράς της κάθε κοινωνικής δράσης και που είναι σε θέση να
αναδείξουν τα όποια κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ των δράσεων,
αλλά και το πώς και το κατά πόσον μπορούν να επηρεάσουν οι
τελευταίες την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος.

Για διευκόλυνση ο Πάρσονς διακρίνει πέντε διαζευκτικά ζεύγη. Τα


ζεύγη αυτά αποτελούν πρότυπα προσδοκώμενων κοινωνικών
ρόλων και ο Πάρσονς τα ονομάζει «μεταβλητές προτύπων
(δράσης)», αποτιμώντας τα ως τη μεγαλύτερη επιστημονική του
συνεισφορά. Τα ζεύγη είναι τα εξής:
1. Τέλεση/ επίδοση/ εκτέλεση εναντίον ποιότητας (performance versus
quality). Αφορά την πραγμάτωση σκοπών ή επιλογές δράσης των
ατόμων. Αυτό το δίλημμα πραγματεύεται το τι κρίνεται ως αξιολογικά
ανώτερο. Το δρών πρόσωπο ή η ίδια η πράξη;

2. Συναισθηματισμός/ συγκινησιακότητα εναντίον συναισθηματικής/


συγκινησιακής ουδετερότητας (affectivity versus affective neutrality).
Ένα συναισθηματικό πρότυπο δράσης επιφέρει άμεση συναισθηματική
πληρότητα/ ικανοποιεί απευθείας τα ατομικά συμφέροντα του δρώντα,
ενώ το συγκινησιακά ουδέτερο πρότυπο δράσης απαιτεί την
αυταπάρνηση ορισμένων ατομικών συμφερόντων και μεγαλύτερη
πειθαρχία αναφορικά με την κατεύθυνση της δράσης του κοινωνικού
υποκειμένου. Επιπλέον, το σύνθετο εννοιολογικό δίπολο αυτό
χαρακτηρίζει όλες τις κοινωνικές σχέσεις, είτε με την υιοθέτηση της
πρώτης στάσης από το άτομο, είτε με χρησιμοποίηση της δεύτερης. Για
παράδειγμα μία φιλία ή μία οικογενειακή βεντέτα- δηλαδή θετική και
αρνητική συναισθηματικότητα- (πρώτη στάση) και μία σύναψη
επαγγελματικής συμφωνίας μεταξύ εταιριών παγκόσμιας κλίμακας
(δεύτερη στάση). Υπάρχει, βέβαια, η προβλεψιμότητα από πλευράς του
κοινωνικού συστήματος για περιπτώσεις παρεκκλίσεων και τη
διευθέτησή τους κάθε φορά.

3. Οικουμενικότητα αντί στοχευμένης δράσης/ μερικότητας


(universalism versus particularism). Το αντιθετικό ζεύγος αυτό αφορά τα
αξιακά πρότυπα που κατευθύνουν/ προσανατολίζουν την ατομική
δράση. Το πρώτο σκέλος της αντίθεσης αναφέρεται σε πρότυπα δράσης
κοινής αποδοχής για το κοινωνικό σύνολο, ενώ το δεύτερο σκέλος αφορά
πρότυπα δράσης που έχουν αποδοχή σε μεμονωμένες ομάδες ή
συγκεκριμένους κοινωνικούς δρώντες. Πώς μπορεί να επέμβει, για
παράδειγμα, ο νεποτισμός στην αντίληψη αναφορικά με έναν κοινωνικό
δρώντα από κάποιο μέλλος του συγγενικού του περιβάλλοντος;

4. Ατομικό συμφέρον αντί συλλογικού συμφέροντος ( self-interest versus


collective interest). Το αντιθετικό αυτό ζεύγος αφορά το ποιος
επωφελείται από τον συγκεκριμένο προσανατολισμό της δράσης, η
οποία μπορεί να αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση ατομικών ή κοινωνικών
συμφερόντων αντίστοιχα. Το ατομικό ή το συλλογικό συμφέρον αφορά
και το κίνητρο και το αντίκτυπο της ενέργειας, όπου- ανάλογα με το
πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται μία κατάσταση- δίνεται έμφαση και
προτεραιότητα σε πιο ατομοκεντρικά – ατομικό συμφέρον- ή πιο
«ανθρωπιστικά/ ηθικά» - συλλογικό συμφέρον- κίνητρα και
προσανατολισμούς δράσης. Σε κάθε συστημική δράση, βέβαια,
συνυπάρχουν και οι δύο προσανατολισμοί που προαναφέρθηκαν. Το
κυρίαρχο ζήτημα είναι ποιος υπερισχύει έναντι του άλλου.
5. Ιδιαιτερότητα εναντίον διάχυσης ( specificity versus diffuseness).
Μας φέρνει στο νου το προηγούμενο αντιθετικό ζεύγος, μόνο που
εδώ ορίζεται το εύρος του συμφέροντος και ο ορισμός του είτε ως
στοχευμένο, είτε ως πιο γενικό/ ευρύτερο. Αναφέρθηκε ότι το
αντιθετικό αυτό ζεύγος αποκαλύπτει το εύρος της στάσης του
κοινωνικού υποκειμένου, το πόσο έντονα και ουσιαστικά
αλληλεπιδρά το ένα κοινωνικό υποκείμενο με το άλλο κατά τη
διάρκεια του κοινωνικού τους βίου. Το είδος της σχέσης μεταξύ των
αλληλεπιδρώντων υποκειμένων είναι και ο παράγοντας που ορίζει
το εύρος αυτής της αλληλεπίδρασης, αλλά και πόσο ουσιώδης είναι
εκείνη.

 Ο Πάρσονς υποστηρίζει ότι διαμορφώνοντας τους στόχους και τις


αξίες του ο φορέας δράσης υφίσταται κάποιους περιορισμούς στην
προσπάθειά του να αντιμετωπίσει από τη μία μεριά ορισμένες
βιολογικές και ψυχολογικές ανάγκες του, και από την άλλη τα
κανονιστικά συστήματα του κοινωνικο- πολιτισμικού του
περιβάλλοντος. Για να πραγματώσει τους στόχους του (goal objects)
ο κοινωνικός δρώντας και να καλύψει τις πρωτεύουσες ανάγκες του
(βιολογικές και ψυχολογικές) δεν ενεργεί αυθαίρετα, αλλά και με
βάσει κοινωνικά πρότυπα που (καθ)ορίζουν την κοινωνική δράση.

 Η σύνδεση αντικειμένου- στόχου ( goal object) με τη βούληση του


ατόμου να εφαρμόσει αποδεκτά κοινωνικά πρότυπα δραστηριότητας
σχετικά με το στόχο, τότε ακολουθείται μία συγκεκριμένη και
στοχευμένη δράση για την εκπλήρωση των αναγκών αυτών. Καθώς,
λοιπόν, οι ατομικοί στόχοι δεν είναι πλήρως αποκομμένοι από το
κοινωνικό σύστημα έμμεσα μεριμνούν και για τη σταθερότητά του. Εδώ
έγκειται και η σπουδαιότητα της κοινωνικοποίησης για τον Πάρσονς, οι
προσωπικοί στόχοι να εξασφαλίζουν / διασφαλίζουν και τη
συστημική ισορροπία.

 «Θεωρητικώς, το τελικό προϊόν της κοινωνικοποίησης δεν είναι παρά


ένα άτομο που έχει με επιτυχία εσωτερικεύσει τους πολιτιστικούς
στόχους και τα σταθερά κριτήρια της κοινωνίας του και που έχει το ίδιο
επεξεργαστεί ένα πρότυπο δραστηριοτήτων που εξυπηρετεί
ταυτόχρονα και τις ατομικές και τις κοινωνικές αξίες. Ωστόσο, κεντρική
θέση στη σκέψη του Πάρσονς κατέχει το γεγονός ότι αυτή η διαδικασία
κοινωνικοποίησης ουδέποτε ολοκληρώνεται στην πραγματικότητα και,
στο βαθμό που επιτυγχάνει, έχει πάντα κάποιο κόστος: πάντα
παραμένει κάποια έλλειψη σύμπτωσης και ακολουθίας μεταξύ των
στόχων του ατόμου και των στόχων της κοινωνίας. Οι ατομικοί στόχοι,
μολονότι προφανώς επηρεάζονται και από ψυχολογικές και από
πολιτισμικές πιέσεις, δεν καθορίζονται εξ ολοκλήρου ούτε από το άτομο
Σχήμα AGIL
Το σχήμα αυτό περιλαμβάνει:
1. την προσαρμογή : αναφέρεται στους πόρους που μπορούμε να
αποκομίσουμε από το περιβάλλον,
2. την επιδίωξη σκοπών : αφορά τις διεργασίες εκείνες που πρέπει
να τελεστούν για την πραγμάτωση κάποιου/ κάθε κοινωνικού
σκοπού,
3. την συναρμογή : εκφράζει την ανάγκη για κοινωνικές
συμπράξεις από πλευράς των κοινωνικών δρώντων εντός του
συστήματος,
4. την δυναμικότητα : εμπερικλείει και την προσφορά κινήτρων
δράσης και την «κατοχή εξισορροπητικών ικανοτήτων» από
πλευράς του συστήματος για να εξυπηρετείται η συστημική
ισορροπία.

Οι παραπάνω έννοιες προβάλλονται ως λειτουργικά


προαπαιτούμενα αφορούν και τα τέσσερα υποσυστήματα δράσης,
το κοινωνικό, το πολιτιστικό/ πολιτισμικό, το οργανισμικό/
οργανικό, το υποσύστημα της προσωπικότητας και, μέσω αυτών,
αναδεικνύεται και η αμοιβαιότητα των μεταξύ τους σχέσεων και οι
Συμβολή των Υποσυστημάτων στο κοινωνικό σύστημα:

(α) Το «Φυσικό-Βιολογικό Υποσύστημα» είναι μάλλον εύκολα


κατανοητό, αφού αναφέρεται στη συνάρτηση της οργανισμικής
πραγματικότητας των ανθρώπων με το περιβάλλον και όλες τις
συνέπιές της.
(β) Το «Υποσύστημα της Προσωπικότητας» περιλαμβάνει τα
αισθήματα, τα κίνητρα, τις επιθυμίες, τους πόθους, τους σκοπούς, τις
στάσεις των ατόμων κ.λ.π.
(γ) Το «Κοινωνικό Υποσύστημα» υποδηλώνει αυτό το οποίο
αντιλαμβανόμεθα ως κοινωνία, τα θεσμικά πλαίσια, τις θέσεις, τους
ρόλους κ.λ.π.
(δ) Το «Πολιτιστικό Υποσύστημα» σηματοδοτεί κύρια το αξιολογικό
πλέγμα, τις ηθικές- κανονιστικές οριοθετήσεις, κ.λ.π.

Εύκολα οδηγούμαστε στη διαπίστωση ότι κάθε υποσύστημα επιτελεί και


μία λειτουργία του σχήματος AGIL. Η «Προσαρμογή» επιτελείται από το
«Φυσικό/ Βιολογικό Υποσύστημα», η «Επίτευξη Σκοπών» αναφέρεται
κυρίως στο «Υποσύστημα της Προσωπικότητας», εύκολά καταλαβαίνουμε
ότι στην «Ενσωμάτωση» τον πρώτο λόγο έχει το «Κοινωνικό
Υποσύστημα» και τέλος, το «Πολιτιστικό Υποσύστημα» αναλαμβάνει τη
διαδικασία «Διατήρησης των Προτύπων».
«Κοινωνικό Σύστημα»

1)Προσαρμογή (Adaptation). Για τον Πάρσονς η οικονομία επιδιώκει


«ψηλότερο επίπεδο» κοινωνικής ζωής. Έτσι, κάθε κοινωνία οφείλει να
κάνει τις απαραίτητες παρεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον
προκειμένου να επιζήσει. Οι περιβαλλοντικοί πόροι αποτελούν την
απαραίτητη προϋπόθεση για την κοινωνική ζωή. Η προσαρμογή είναι,
ουσιαστικά, η ένταξη του δρώντος υποκειμένου στο κοινωνικό
σύστημα, κάτι που επιδρά θετικά και στο τελευταίο διασφαλίζοντας τη
συστημική ισορροπία. Μέσα από την προσαρμογή του κοινωνικού
υποκειμένου πραγματώνονται και στόχοι του ίδιου του συστήματος, το
οποίο «ανεξαρτητοποιείται» περισσότερο μέσα από τη διαδικασία αυτή
2)Επίτευξη στόχου (Goal attainment).Αυτή συνδέεται με την πολιτική
και η λειτουργία της έχει σκοπό την ενσωμάτωση των μελών της
κοινωνίας. Σε κάθε κοινωνία, είναι αναγκαία, η συνεννόηση μεταξύ των
μελλών της, καθώς και μία συμφωνία για τις προτεραιότητες και τους
σκοπούς της. Το πολιτικό και το διοικητικό υπό- σύστημα λειτουργεί με
κατεύθυνση τον καθορισμό και την επιτυχία των σκοπών και των
προτεραιοτήτων αυτών.

3) Ένταξη (Integration). Αυτή συνδέεται με το σύστημα


διαστρωμάτωσης. Ο έλεγχος, ο συντονισμός και η διατήρηση της
εσωτερικής τάξης του συστήματος αποτελούν αναγκαίες
προϋποθέσεις για την ύπαρξη της κοινωνίας. Η εκκλησία, το
εκπαιδευτικό σύστημα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κ.λ.π.,
διαιωνίζουν την ομοιογένεια των κοινωνικών αξιών. Ταυτόχρονα, ο
κοινωνικός έλεγχος ενισχύεται μέσα από άλλους θεσμούς όπως είναι
η πολιτική, ο στρατός, η δικαιοσύνη κ.λ.π.

4) Λανθάνουσα κατάσταση (Latency or Pattern Maintenance). Η


λειτουργία της έχει κατεύθυνση την κοινωνικοποίηση των μελών της
κοινωνίας. Προκειμένου να πετύχει το σκοπό αυτό, είναι απαραίτητα
μία συμφωνία για ένα γενικό πολιτισμικό σύστημα αξιών. Τα μέλη
κάθε κοινωνίας πρέπει να παίζουν τους αναγκαίους ρόλους και να
συμμορφώνονται προς τις «γενικά αποδεκτές» αξίες της κοινωνίας.
Θεσμοί τέτοιοι, όπως η οικογένεια, το σχολείο κ.λ.π., έχουν ευθύνη
για αυτό
«Η κοινωνική μεταβολή»

Για τον καλύτερο προσδιορισμό της κοινωνικής μεταβολής ο Πάρσονς


εισήγαγε δύο επιστημονικούς όρους, τις δομικές εντάσεις ή δομικές
τάσεις ( structural strains) και τα θεμελιώδη συμφέροντα (vested
interests).

Μέσα από τη δομική ένταση προβάλλεται μία εσωτερική ένταση


με την οποία έρχεται αντιμέτωπο το άτομο όταν οι κοινωνικοί ρόλοι
αποδεικνύονται κατώτεροι των προσδοκιών του. Τότε, τα άτομα
διαψεύδονται από τους θεσμοποιημένους ρόλους και κανόνες και αυτό
έχει ως αποτέλεσμα να τους αμφισβητούν. Η στάση, όμως, που
υιοθετούν έχει αντίκτυπο στο υποσύστημα της προσωπικότητας και το
άτομο ενδέχεται να εμφανίσει στρες, διαστρεβλωμένη εικόνα για την
πραγματικότητα, επιθετικές τάσεις και δυσκολίες προσαρμογής ή και
επιθετικότητα ακόμα απέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Έτσι, το άτομο
αναπτύσσει νέους αμυντικούς μηχανισμούς απέναντι στο σύστημα και
αυτό επιφέρει δύο θετικές συνέπειες, αφενός, την επαναφορά της
ισορροπίας του συστήματος και, αφετέρου, την κοινωνική επανένταξη
του ατόμου.

ΣΥΣΤΗΜΙΚH ΘΕΩΡIΑ ΤΗΣ


ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΗΣ:
Talcott Parsons (1902-1979)
7.1 Θέση του προβλήματος και γνωσιακό
ενδιαφέρον
• «Το σύνολο είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των
μερών του».

• Οι γενικές διατυπώσεις μπορούν να ερμηνευθούν μέσω


συγκεκριμένων πεδίων προσέγγισης του αντικειμένου.

• Ο Parsons θεωρείται στην ενδιάμεση φάση του έργου του ο


ιδρυτής και κύριος εκπρόσωπος της δομολειτουργικής
θεωρίας της δράσης.

• θέση σύγκλισης: τα κοινά σημεία που παρουσιάζουν οι


πολύ διαφορετικά σχεδιασμένες θεωρίες των
σημαντικότερων κοινωνικών επιστημόνων (κοινωνιολόγων,
οικονομολόγων, κοινωνικών ψυχολόγων) της εποχής.

7.2 Το δομολειτουργικό πλαίσιο αναφοράς της


δράσης 7.2.2 Δράση – λειτουργία – δομή –
σύστημα
• Δράση: μια συμπεριφορά που μπορεί να αναλυθεί μέσα
από μια σειρά δομικών συστατικών:
• οι συνθήκες
• τα μέσα της δράσης ως συστατικά στοιχεία της κατάστασης ενός δρώντα
• οι υποκειμενικοί στόχοι
• οι νόρμες
• μια ενέργεια ή ένα κίνητρο για την εκτέλεση των δράσεων

• Λειτουργίες των δράσεων λανθάνουσες (ασυνείδητες


«αντικειμενικές»)
φανερές (συνειδητές)
• Δομή: «…εκείνα τα στοιχεία του συστήματος που είναι
ανεξάρτητα από τις βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις στη
σχέση συστήματος-περιβάλλοντος. Επομένως, η έννοια
της δομής χαρακτηρίζει συστημικά στοιχεία που
μπορούν να θεωρηθούν σταθερές σε ένα συγκεκριμένο
πλαίσιο σε σύγκριση με άλλα στοιχεία».

• Φαινόμενα τα οποία παρουσιάζουν μια δομή μπορούν να


εξεταστούν ως συστήματα.

• Το σύστημα της δράσης και τα υποσυστήματά του


αποτελούν ανοιχτά συστήματα.

7.2.2 Συστήματα δράσης στο πλαίσιο αναφοράς


της δράσης

• Κάθε σύστημα σε ένα συγκεκριμένο στάδιο εξέλιξης


χρησιμοποιεί στοιχεία των κατώτερων σταδίων για την
οικοδόμησή του.

• Το κατώτερο στάδιο της δημιουργίας συστημάτων που


εμφανίζεται στον ανθρώπινο κόσμο της ζωής διαμορφώνεται
από φυσικοχημικά συστήματα.

• Η δημιουργία συστημάτων δράσης πραγματοποιείται όταν


προκύπτει μια «διακοπή αλληλεξάρτησης» λόγω της έλλειψης
επαρκών «εσωτερικών οργανωτών» (εγγενών ρυθμιστικών
λειτουργιών) της ανθρώπινης συμπεριφοράς.

• Τελικό σύστημα: ένα περαιτέρω επίπεδο της δημιουργίας των


συστημάτων δράσης
7.2.3 Οι μεταβλητές προτύπου

• Με τις μεταβλητές προτύπου ο Parsons δημιούργησε μια


ενσωμάτωση και σύνδεση των σημαντικότερων
κοινωνιολογικών θεωριών στο πλαίσιο αναφοράς της
δράσης του.

• Πέντε διχοτόμες εναλλακτικές αποφάσεων:


• Συναισθηματικότητα-συναισθηματική ουδετερότητα
• Αυτο-προσανατολισμός-συλλογικός προσανατολισμός
• Οικουμενικότητα-απομονωτισμός
• Εξειδίκευση-ασάφεια
• Ascription (προσκύρωση)-achievement (επίτευγμα)

αναφέρονται αποκλειστικά σε αποφάσεις σχετικά


με την αντίληψη απέναντι σε κοινωνικά αντικείμενα
7.3 Το παράδειγμα AGIL
7.3.1 Το Σχήμα AGIL και τα υποσυστήματα του
συστήματος δράσης

• Εάν διασταυρώσει κανείς τις «χωρικές» και «χρονικές»


διαστάσεις, τότε προκύπτουν τέσσερις βασικές
λειτουργίες, οι οποίες πρέπει να εκπληρώνονται στη
θεωρία του Parsons κατά τη συγκρότηση και διατήρηση
ενός συστήματος:

• Adaption (προσαρμογή)
• Goal Attainment (επίτευξη στόχου)
• Integration (ολοκλήρωση)
• Latent Pattern Maintenance (λανθάνουσα διατήρηση της δομής)

• Για τον χαρακτηρισμό του χρονικού άξονα στο σύστημα της


δράσης, χρησιμοποιούνται συνήθως με βάση τις
οικονομικές διαδικασίες οι όροι «εργαλειακός» και
«καταναλωτικός».
7.3.2 Η θεωρία των συμβολικών μέσων

7.4 Παράδειγμα: Τα ακαδημαϊκά


επαγγέλματα και το πανεπιστήμιο
• Τα ακαδημαϊκά επαγγέλματα χαρακτηρίζονται ατύπως
μέσω συλλογικού προσανατολισμού με την έννοια των
μεταβλητών προτύπου.

• Αυτό που αιτιολογεί την εξουσία ενός ακαδημαϊκού δεν


είναι οι έμφυτες ικανότητες που του αποδίδονται, όπως
στις παραδοσιακές κοινωνίες (Ascription), αλλά οι
αποκτηθείσες ικανότητές του (Achievement).

• Σημαντικό στοιχείο είναι η οικουμενικότητα.


• πολιτισμικό σύστημα καταπίστευσης:
• τύπος δράσης που προσανατολίζεται στις πολιτισμικές αξίες

• Ο Parsons περιγράφει την πολύπλευρη λειτουργικότητα του


πανεπιστημίου για το συνολικό σύστημα δράσης.

• Στο σύστημα δράσης υπάρχουν «Ζώνες ερμηνείας»


(«συμπλέγματα»).

• Για τον γνωσιακό (προσαρμοστικό) τρόπο προσανατολισμού


προκύπτει ένα γνωσιακό σύμπλεγμα που περιλαμβάνει:
• τα γνωσιακά νοηματικά συστήματα (τη γνώση)
• περαιτέρω ορθολογικές κοινωνικές δράσεις (οικονομία και
υποσύστημα ορθολογισμού του συστήματος καταπίστευσης)
• μερίδια της προσωπικότητας (εσωτερικευμένοι γνωσιακοί
προσανατολισμοί και δεξιότητες)
• μερίδια συμπεριφορικού συστήματος (ευφυΐα)

Θεωρία της σύγκρουσης:

Ralf Dahrendorf (1929-2009)


8.1 Θέση του προβλήματος και γνωσιακό ενδιαφέρον
 Κάθε μακρο-κοινωνιολογικά προσανατολισμένη
θεωρητική προσέγγιση έρχεται αντιμέτωπη με το
πρόβλημα ότι πρέπει να λάβει υπόψη της δύο βασικές
πλευρές των ανθρώπινων συστημάτων κοινωνικοποίησης:

 Α) τα κοινωνικά συστήματα αποτελούν σχετικά διαρκείς


συνδέσεις δομής
 Β) οι συνδέσεις αυτές έχουν δυνατότητες προσαρμογής
και μεταβολής, τόσο σε μερικούς τομείς όσο και ως
συνολικές συνδέσεις.

 Κατ’αναλογία ο Dahrendorf επιχειρεί τον διαχωρισμό


ιδεοτυπικά ανάμεσα σε δύο βασικούς προσανατολισμούς
της κοινωνιολογικής κοινωνικής θεωρίας.

 Α) το πρόβλημα της τάξης «Τι είναι αυτό που κρατά την


κοινωνία ενωμένη;»

 Πρόκειται για το πρόβλημα της ολοκλήρωσης και του


συντονισμού/επεξεργασίας των δράσεων και των στόχων της
δράσης των κοινωνικών δρώντων, είτε αυτοί εξετάζονται ως
ατομικοί δρώντες είτε ως συλλογικοί.
 Κεντρική σημασία για την ερμηνεία έχουν και κάποιες έννοιες
που αναφέρονται στην ολοκλήρωση (οι νόρμες, οι αξίες, οι
ρόλοι, οι θεσμοί, τα υποσυστήματα κ.λπ.)
 Η προσέγγιση του δομο-λειτουργισμού του Parsons (κατά τον
Dahrendorf) απευθύνεται σε αυτή ακριβώς την κατεύθυνση
του ερωτήματος.
 Β) το πρόβλημα του μετασχηματισμού «Ποιες είναι οι
κινητήριες δυνάμεις της κοινωνικής ανάπτυξης;»

 Πρόκειται για τη διαδικασία, τη μεταβολή μιας


δεδομένης δομής ή την αντίδραση των κοινωνιών σε
κινδύνους που μπορεί να οφείλονται είτε σε ενδογενείς
είτε σε εξωγενείς αιτίες.

 ενδογενείς κίνδυνοι (εντός της κοινωνικής δομικής


σύνδεσης): η διαδικασία του καταμερισμού εργασίας, η
λειτουργική διαφοροποίηση, η αποκλίνουσα
συμπεριφορά, η κινητικότητα, οι συγκρούσεις μεταξύ
ατόμων και/ή ομάδων κ.λπ.

 εξωγενείς κίνδυνοι (εκτός της κοινωνικής δομικής


σύνδεσης): οι πόλεμοι, οι φυσικές καταστροφές κ.λπ.

 Κατά αυτό τον τρόπο, η κοινωνία ερμηνεύεται ως μια δυναμική


κοινωνική σύνδεση με το ενδεχόμενο της σύγκρουσης, η οποία
βρίσκεται σε μια μόνιμη διαδικασία μεταβολής.

 Και οι δύο θεωρητικές δυνατές προσεγγίσεις του προβλήματος:


 Δε συμπεριφέρονται με αντιμαχόμενο τρόπο η μια απέναντι στην
άλλη.
 Και οι δύο γίνονται αντιληπτές ως γνωσιακά μοντέλα ίσης ισχύος, τα
οποία τονίζουν διαφορετικές πλευρές του προβλήματος.

 «Και οι δύο θεωρίες μπορούν να εργαστούν ευρέως με τις ίδιες


κατηγορίες, αν και τονίζουν διαφορετικές πλευρές του
θέματος. Ενώ για τη θεωρία της ολοκλήρωσης η κοινωνία
μοιάζει με μια, έστω και ελλιπώς συναρθρωμένη ολότητα που
θα έπρεπε να περιλαμβάνει όλα τα επιμέρους στοιχεία που την
πλαισιώνουν, η θεωρία της σύγκρουσης αντιμετωπίζει την
κοινωνία μάλλον ως μια υπερβολή, η οποία βέβαια έχει τα δύο
σημεία εστίασης, αλλά από πολλές κατευθύνσεις είναι ανοιχτή
και εμφανίζεται ως ένας τομέας εντάσεων μεταξύ των
καθοριστικών δυνάμεων» (Dahrendorf 1969, σ. 113).
8.2 Τοποθέτηση, σημασία και αξίωση της θεωρίας της
σύγκρουσης
 Δεν υπάρχει θεωρία που να εξετάζει με ορθό τρόπο τη
διαδικασία του κοινωνικού μετασχηματισμού υπό όλες τις
σχετικές προϋποθέσεις.
 Αυτή η έλλειψη οφείλεται:
 στον θεμελιώδη ορισμό του προβλήματος.
 σε συγκεκριμένες παραδοχέςς και σε περιεχομενικές αιτιολογήσεις
του κοινωνικού μετασχηματισμού υπό το πρίσμα των εμπειρικών
ελέγχων.
 Προσέγγιση Parsons
 έχει τοποθετήσει σε υπερβολικά κεντρική θέση τη σκέψη της τάξης και
της ολοκλήρωσης.
 η κοινωνία εμφανίζεται εντεύθεν ως ένα κοινωνικό σύστημα που λίγο
ή πολύ βρίσκεται σε ισορροπία.
 Η διατήρηση του συστήματος μετατρέπεται σε μέγεθος-στόχου, στο
οποίο προσαρμόζονται και είναι ενσωματωμένες όλες οι δράσεις και
οι διαδικασίες που πραγματοποιούνται εντός του συστήματος.

 Οι προϋποθέσεις και κατά αυτό τον τρόπο και οι βασικές


υποθέσεις για ένα τέτοιο «σύστημα σε (σχετική) ισορροπία»
είναι:
 σε δομικό επίπεδο:
 η σχετική σταθερότητα των μεμονωμένων στοιχείων του συστήματος
 μια αντίστοιχη σχετική έλλειψη συγκρούσεων εντός αυτών
 η θετική λειτουργικότητα των στοιχείων αναφορικά με το σύνολο
 σε επίπεδο αξιών:
 μια κανονιστική βασική συναίνεση των συστημικών δρώντων σχετικά με
τις βασικές αξίες του συστήματος.
 Άρα
 οι κοινωνικές διαδικασίες, όπως ίσως οι συγκρούσεις και η
αποκλίνουσα συμπεριφορά, μοιάζουν περισσότερο ως
ασυνήθιστα, οιονεί παθολογικά φαινόμενα, καθώς είναι
δυσλειτουργικά για τη διατήρηση της ισορροπίας του
συστήματος, επομένως της κοινωνικής διάρθρωσης της τάξης.
 Ο κοινωνικός μετασχηματισμός υπό αυτή την έννοια πολύ
δύσκολα θα μπορούσε να γίνει αντιληπτός ως εσωτερικό στοιχείο
κάθε κοινωνικού συστήματος.
 Προσέγγιση Μαρξιστικής Θεωρίας
 Η κινητήριος δύναμη της κοινωνικής ανάπτυξης (άρα και του
κοινωνικού μετασχηματισμού) είναι για τον Marx οι συγκρούσεις
μεταξύ ανταγωνιστικών ομάδων συμφερόντων -των τάξεων- οι
οποίες βρίσκονται σε μια σχέση αντινομίας και εκ διαμέτρου
αντιτιθέμενες λόγω των σχέσεων ιδιοκτησίας.

 Όλες οι κοινωνικές σχέσεις κυριαρχίας πηγάζουν εντέλει από τις


σχέσεις παραγωγής.

 Ο Dahrendorf εκτιμά ότι η θεωρία περί αναγκαιότητας της ταξικής


πάλης είναι παραποιημένη: Η ταξική πάλη με την έννοια που της
προσδίδει ο Marx δεν έγινε ποτέ, περισσότερο εξαλείφθηκαν τα όρια
μεταξύ των τάξεων, κατά κύριο λόγο εξαιτίας των αυξανόμενων
πιθανοτήτων κινητικότητας στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία.

 Αυτή η εξέλιξη χαρακτηρίστηκε μεταξύ άλλων ως «θεσμοθέτηση της


ταξικής αντίθεσης» (Geiger) ή και ως «ισοπέδωση της ταξικής
κοινωνίας» (Schelsky).

 Προσέγγιση Dahrendorf
 αντιτιθέμενη στη δομολειτουργική θεωρία
 τροποποιημένη επεξεργασία ή μετεξέλιξη των απόψεων του Marx.

 Οι βασικές υποθέσεις ενός τρόπου εξέτασης με βάση τη θεωρία της


σύγκρουσης έρχονται σε αντίθεση με τον Parsons σε:
 δομικό επίπεδο: προϋπόθεση είναι η θεμελιώδης αστάθεια των
συστημικών στοιχείων. Τα στοιχεία αυτά βρίσκονται σε μια συγκρουσιακή
σχέση και όλα συνεισφέρουν στη συνεχή μεταβολή της κοινωνίας.
 αντιπαραθέτει στην υπόθεση της κανονιστικής βασικής συναίνεσης, τον
ισχυρισμό ότι κάθε κοινωνία διατηρείται μέσω της πίεσης που ασκούν
κάποια από τα μέλη της σε κάποια άλλα.
 Θεωρεί τη βασική θέση του Marx (ότι η σύγκρουση ανάμεσα στις
κοινωνικές ομάδες προσφέρει ένα ερμηνευτικό μοντέλο για τον
κοινωνικό μετασχηματισμό) θεωρητικά γόνιμη αλλά την τροποποιεί
καθώς ορίζει με διαφορετικό τρόπο το δομικό σημείο εκκίνησης για
την πιθανή σύνθεση ομάδων: Οι σχέσεις κυριαρχίας ερμηνεύονται
ως παράγοντες που προκαλούν τη σύγκρουση, χωρίς αυτές να
πηγάζουν αιτιωδώς από τις σχέσεις παραγωγής (σχέσεις
ιδιοκτησίας).
8.3 Η έννοια της σύγκρουσης και το πεδίο εξήγησης της
θεωρίας της σύγκρουσης
 δυνητικός τομέας αντικειμένου της προσέγγισης της θεωρίας
των συγκρούσεων:
 Προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη την απαίτηση του Dahrendorf
ότι ο ρόλος των συγκρούσεων πρέπει να εξετάζεται μόνο
αναφορικά με τον κοινωνικό μετασχηματισμό ενδογενών
αιτίων, αφετέρου ότι οι συγκρούσεις πρέπει να θεωρούνται ένα
βασικό γεγονός της ανθρώπινης συμβίωσης, ως εσωτερικό
στοιχείο της δομής.

 Το πλήθος των πιθανών συγκρούσεων περιορίζεται σε


κοινωνικές συγκρούσεις: δομικά δημιουργημένες σχέσεις
αντίθεσης ανάμεσα στα στοιχεία μιας κοινωνίας ως ένα
υπάρχον βασικό σύνολο.

 Χωρίς να χρειάζεται να εκδηλωθούν κοινωνικές συγκρούσεις,


αυτές είναι συν-δεδομένες με λανθάνοντα τρόπο σε κάθε
κοινωνική δομική σύνδεση.

 Σημαντική υπόθεση του Dahrendorf: οι συγκρούσεις


διχοτομούνται θεμελιωδώς, επομένως εκδηλώνονται
πάντα μεταξύ δύο μόνο αντιμαχόμενων στοιχείων. Στην
περίπτωση περισσότερων συγκρουόμενων ομάδων, αυτό
επομένως σημαίνει έναν σχηματισμό συνασπισμού
διχοτόμησης με την εσωτερική διαφοροποίηση της
εκάστοτε ομάδας σύγκρουσης (συνασπισμού).

 Για να ταξινομηθεί λίγο καλύτερα ο πιθανός τομέας


ερμηνείας, ο Dahrendorf προτείνει να γίνει ένας
διαχωρισμός των κοινωνικών συγκρούσεων σε δύο
διαστάσεις, συγκεκριμένα τη διάσταση του «εύρους των
κοινωνικών μονάδων» και τη διάσταση «της σχέσης
τάξης εντός και μεταξύ αυτών των μονάδων».
 H προσέγγιση της θεωρίας της σύγκρουσης στοχεύει σε
ομαδικές συγκρούσεις, στις οποίες το γεγονός της
ανώτερης ή κατώτερης κατάταξης είναι δεδομένο.

 Σε γενικές γραμμές οι κοινωνικές συγκρούσεις αφορούν


πάντα τις ευκαιρίες ζωής, επομένως τις ατομικές
δυνατότητες διαμόρφωσης της ζωής.

 Με την έννοια των ευκαιριών ζωής ο Dahrendorf εννοεί:


 ένα κοινωνικο-δομικό προκαθορισμένο περιθώριο
δυνατοτήτων της ατομικής δράσης, δηλαδή οι ευκαιρίες ζωής
συνδέονται άμεσα με κοινωνικές θέσεις και (ταξικές)
καταστάσεις που είναι τυπικές για συγκεκριμένες κοινωνικές
οργανώσεις.
 μια συνάρτηση δύο κοινωνικά-δομικά καθορισμένων
συστατικών μερών, των επιλογών και των συνδέσεων, που
μπορεί να ποικίλλουν ανεξάρτητα το ένα από το άλλο
 Οι επιλογές αποτελούν έναν ειδικό συνδυασμό δύο
συστατικών μερών, των δικαιωμάτων και της
προσφοράς.

 Τα δικαιώματα κατέχουν μια κανονιστική ιδιότητα,


εφόσον θέτουν όρια ανάμεσα στη συμμετοχή και μη
συμμετοχή σε έναν κοινωνικό σύνδεσμο.

 Σε κάθε δικαίωμα πρέπει να αντιστοιχεί και μια


προσφορά, ένα φάσμα από υλικές και μη υλικές
δυνατότητες επιλογής, που είναι προσβάσιμο μόνο μέσω
των δικαιωμάτων.

 Συνδέσεις (κοινωνικοπολιτισμικές ρίζες των ανθρώπων)


 οι δεσμοί και οι αναφορές, μέσα στα οποία τοποθετούνται οι
άνθρωποι χάρη στις θέσεις και τους ρόλους τους.
 Είναι προκαθορισμένες σε επίπεδο κοινωνικό και δομικό.
 Η ανταλλακτική σχέση των επιλογών και των συνδέσεων
καθορίζει τις ευκαιρίες ζωής.

 Κατά πόσο μπορεί να δημιουργηθεί μια ιδανική σχέση


δυνατοτήτων επιλογής (επιλογών) και κοινωνικής δέσμευσης /
ολοκλήρωσης (συνδέσεις), και κατά αυτόν τον τρόπο να
δημιουργηθούν και ιδανικές ευκαιρίες ζωής για τα μέλη μιας
κοινωνίας;

 Στην περίπτωση των ταξικών συγκρούσεων οι δυνατότητες του


ενός (του «κυριαρχούμενου», των «εξαρτημένων») μπορούν
να δομηθούν προκαταβολικά με αποφασιστικό τρόπο από τις
αποφάσεις άλλων (των «κυρίαρχων»).
8.4 Βασικές αρχές της ανθρώπινης κοινωνικοποίησης: Το
τρίπτυχο της νόρμας, της κύρωσης και της κυριαρχίας.

 Η σύγκρουση και ο μετασχηματισμός είναι παγκόσμια


φαινόμενα κι αυτό γιατί ανεξάρτητα από την εκάστοτε
ειδική μορφή της κοινωνίας, αποτελούν ένα βασικό
κοινωνικό γεγονός για την ανθρώπινη συμβίωση. Δηλ.
δεν μπορούμε να διανοηθούμε κάποιο ανθρώπινο
κοινωνικό σύστημα όπου οι συγκρούσεις –και κατά αυτό
τον τρόπο και ένα δυναμικό κοινωνικής μεταβολής – θα
απουσιάζουν ως ένα στοιχείο διαδικασίας εσωτερικό
και συνθετικό του συστήματος.

 Ανθρωπολογική αιτιολόγηση:
 Ο άνθρωπος και η ανθρώπινη φύση δεν είναι a priori
κοινωνικά (με την έννοια ότι ο άνθρωπος δεν φέρει μαζί
του κανέναν έμφυτο τρόπο συμπεριφοράς που του
επέβαλε η κοινωνία).
 Έτσι όμως υποθέτουμε ότι η σχέση μεταξύ των
ανθρώπων είναι κατά κύριο λόγο συγκρουσιακή.
 Άρα απαραίτητη προϋπόθεση για μια κοινωνική
συμβίωση είναι κατά συνέπεια η δημιουργία της
κοινωνικής συμπεριφοράς, και εφόσον αυτή δεν είναι
προκαθορισμένη ως ένας φυσικός τρόπος συμπεριφοράς,
μπορεί μόνο να εξαχθεί υποχρεωτικά ως κανονιστική.
 Ο χαρακτηρισμός των ανθρώπινων κοινωνιών ως ηθικών
κοινωνιών (Durkheim) οδηγεί έτσι άμεσα στο τρίπτυχο
νόρμες – κυρώσεις – κυριαρχία, το οποίο σύμφωνα με
τον Dahrendorf πρέπει να αποτελεί σημείο εκκίνησης
κάθε κοινωνιολογικής εξήγησης των κοινωνικών
φαινομένων.

 η συμπεριφορά των μελών της ρυθμίζεται μέσω νορμών.


 η ισχύς των νορμών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις
αντίστοιχες θετικές και αρνητικές κυρώσεις, που σκοπό έχουν
την αξιοπιστία τους.
 που η δυνατότητα της επιβολής των κυρώσεων είναι πάντοτε
έκφραση και σημαντικό συστατικό στοιχείο της κυριαρχίας.

 Η ολοκλήρωση μιας κοινωνίας γίνεται με βάση τον


καταναγκασμό (νόρμες- κυρώσεις- κυριαρχία) που ασκείται
από ανθρώπους σε ανθρώπους με σκοπό τη δημιουργία ενός
συνόλου με δυνατότητες δράσης.

 Ο οικουμενικός χαρακτήρας του καταναγκασμού και της


κυριαρχίας αντιστοιχεί σε επίπεδο δράσης με τον
οικουμενικό χαρακτήρα της σύγκρουσης ως μια μόνιμα
διατρεχόμενη διαδικασία αμφισβήτησης των φαινομένων της
κοινωνικής ανισότητας που πηγάζουν από τις κυριαρχικές
δομές.

 εννοείται η παντοτινή παρουσία του φαινομένου της κοινωνικής


διαστρωμάτωσης μέσω της οποίας ρυθμίζονται οι ευκαιρίες ζωής.

 Οι συγκρούσεις, επομένως, εννοούνται ως παράγοντες που


ενυπάρχουν στα κοινωνικά συστήματα και συγκροτούνται
σε δομικό επίπεδο.
8.5 Η κυριαρχία ως δομική αφετηρία κοινωνικών συγκρούσεων

 Οι διαφορές τάξης αποτελούν εκδηλώσεις κοινωνικής


ανισότητας, και αυτή πηγάζει πάντοτε από τη θεμελιώδη
σχέση υπό την οποία αλληλεπιδρούν οι άνθρωποι,
δηλαδή τον καταναγκασμό.

 Πάντοτε οι ανισότητες για τον Dahrendorf πηγάζουν από


την άνιση κατανομή νομιμοποιημένης ισχύος.

 Εντός των ενώσεων κυριαρχίας οι κοινωνικές θέσεις


νοούνται έτσι ως ονομαστικά κατανεμημένες και όχι ως
συνεχείς κλιμακώσεις. Οι συνέχειες αυτές μπορούν να
εμφανιστούν μόνο εντός των δύο συνόλων θέσεων.
 Κυρίαρχων
 Κυριαρχούμενων

 Με τον όρο «κυριαρχία» ο Dahrendorf, μαζί με τον Weber, κατανοεί


«την ευκαιρία ανεύρεσης της υπακοής για μια διαταγή συγκεκριμένου
περιεχομένου από καθορισμένα άτομα». Η διατύπωση αυτού του
ορισμού μπορεί να διασαφηνιστεί σύμφωνα με πέντε πλευρές:
 Η κυριαρχία χαρακτηρίζει μια σχέση ανώτερης και κατώτερης κατάταξης
μεταξύ δύο εκάστοτε μονάδων ή συνόλων».

 Το ανώτερο μέρος (μονάδα, σύνολο) προσδοκά ότι το ίδιο θα μπορεί να


ελέγχει τη συμπεριφορά του κατώτερου μέρους μέσω εντολών,
διαταγών, προειδοποιήσεων, απαγορεύσεων.

 Αυτή η προσδοκία συνδέεται ουσιαστικά με τις κοινωνικές θέσεις,


ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα εκείνων που τις κατέχουν. Η κυριαρχία
χαρακτηρίζει λοιπόν μια θεσμοθετημένη σχέση μεταξύ ατόμων ή
συνόλων.

 Η κυριαρχία περιορίζεται πάντα σε «συγκεκριμένα περιεχόμενα» και


«καθορισμένα άτομα» και (σε αντίθεση με τη δύναμη) δεν αποτελεί
ποτέ τον απόλυτο έλεγχο πάνω σε άλλους.

 Η μη τήρηση των οδηγιών βάσει κυριαρχίας αντιμετωπίζει κυρώσεις. Ένα


νομικό σύστημα (και ένα σύστημα οιονεί νομικών νορμών) ελέγχει την
αποτελεσματικότητα της κυριαρχίας.
 Για να αποδείξει ότι οι πρώιμες (δλδ απλές) κοινωνίες
μπορούν να περιγραφούν ως ενώσεις κυριαρχίας
επιχειρεί να ταξινομήσει την έννοια της κυριαρχίας
λεπτομερέστερα από ότι ο Weber, και από διαφορετικές
οπτικές γωνίες διατηρώντας τον ορισμό της κυριαρχίας
του Locke.

 Σύμφωνα με αυτόν τον ορισμό, η κυριαρχία περιλαμβάνει


την αρμοδιότητα της εκβίασης των νορμών (δικαιοδοσία),
της χρήσης νορμών (εκτέλεση) και του καθορισμού
νορμών (νομοθεσία).

8.6 «Ταξικές συγκρούσεις» και κοινωνική


αλλαγή: Η ταξική θεωρία του Dahrendorf
 Ενώ ο Marx προσπάθησε να ερμηνεύσει τον κοινωνικό
δομικό μετασχηματισμό ως αποτέλεσμα της βασικής
σύγκρουσης μεταξύ δύο ανταγωνιζόμενων τάξεων, οι
οποίες δημιουργούνται με βάση τις σχέσεις ιδιοκτησίας,
ο Dahrendorf απορρίπτει αυτή τη θεωρία ως εμπειρικά
παραποιημένη και θεωρώντας ότι περιλαμβάνει μόνο
ένα αίτιο:

 Οι τάξεις δεν είναι ούτε μια ιδιωτική ιδιοκτησία ούτε


είναι συνδεδεμένες με τη βιομηχανία ή την οικονομία,
αλλά ως δομικό στοιχείο και συντελεστής μεταβολής
της δομής είναι το ίδιο γενικές όσο και ο καθοριστικός
τους λόγος, η κυριαρχία και η κατανομή τους»
 η σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία αποτελεί μια
πλουραλιστική δομή κυριαρχίας, όπου σε διαφορετικά
επίπεδα διαφορετικές θέσεις κυριαρχίας στέκουν η μία δίπλα
στην άλλη, χωρίς αυτοί οι διαφορετικοί τομείς κυριαρχίας να
ανάγονται αποκλειστικά και μόνο σε έναν δομημένο βασικό
τομέα.

 Κριτήριο της δημιουργίας τάξεων, και έτσι για μια ταξική


θεωρία με την έννοια του Dahrendorf, είναι το μερίδιο ή ο
αποκλεισμός από θέσεις κυριαρχίας, όπου επιπλέον
απαιτείται ότι οι τάξεις που δημιουργούνται κατά αυτό τον
τρόπο μπορούν να εννοηθούν ως θεμελιωδώς συγκρουόμενες.

 Η κοινωνική μεταβολή μπορεί να περιγραφεί αναλυτικά τόσο


σε επίπεδο δομικό-οργανωτικό όσο και σε επίπεδο
πολιτισμικό-κανονιστικό, ενώ φυσικά και τα δύο επίπεδα
βρίσκονται σε αλληλεξαρτώμενη σύνδεση.

 Άρα η κοινωνική μεταβολή μπορεί να εξηγηθεί εξωγενώς


(πόλεμος, διάχυση, πολιτιστική αφομοίωση κ.λπ.) ή
ενδογενώς (θεσμοθέτηση της ταξικής αντίθεσης, κοινωνικές
συγκρούσεις, διαφοροποίηση των ρόλων, καταμερισμός
εργασίας κ.λπ.).

 Σχετικά με τον ρόλο των κοινωνικών συγκρούσεων, μπορεί


να εξηγηθεί μόνο μέρος του ενδογενώς προκληθέντος
δομικού μετασχηματισμού. Οι ταξικές συγκρούσεις από την
πλευρά τους αποτελούν έναν μερικό τομέα των κοινωνικών
συγκρούσεων, όπου το αντικείμενο της σύγκρουσης, από
τυπικής άποψης, είναι η νομιμότητα των σχέσεων κυριαρχίας.

 Άρα η ταξική θεωρία του Dahrendorf μπορεί να εννοηθεί


ως μια ειδική περίπτωση μιας γενικής θεωρίας της
σύγκρουσης.
8.7 Η γένεση των ομάδων σύγκρουσης
 Η διαδικασία της δημιουργίας ομάδων σύγκρουσης
μπορεί να διαιρεθεί αναλυτικά σε τρεις φάσεις: τη
δομική αρχική κατάσταση, τη συνειδητοποίηση των
λανθανόντων συμφερόντων και τέλος τη φάση
διαμορφωμένων συγκρούσεων.

 Α ΦΑΣΗ:
 τίθενται οι βασικές προϋποθέσεις σύγκρουσης, δηλαδή
διακρίνονται ιδεοτυπικά οι δυνητικές ομάδες
σύγκρουσης, οι οποίες χαρακτηρίζονται με τον όρο
«οιονεί ομάδες».
 αποτελούν σύνολο διάφορων φορέων κοινωνικών
θέσεων με ίδια λανθάνοντα συμφέροντα, τα οποία
όμως δεν είναι οργανωμένα.

 «λανθάνοντα συμφέροντα»: όλοι οι προσανατολισμοί


συμπεριφοράς που υπόκεινται στους όρους προσδιορισμού
των θέσεων (προσδοκίες ρόλων) και οι οποίοι αιτιολογούν
μια σχέση αντίθεσης ανάμεσα σε δύο σύνολα θέσεων, χωρίς
να είναι απαραίτητα συνειδητοί στους κατόχους των θέσεων.

 Επομένως: τα σύνολα των κοινωνικών θέσεων μπορούν να


διαμορφωθούν για το εκάστοτε είδος της κοινωνικής
σύγκρουσης.

 Το κριτήριο διαφοροποίησης είναι τα «αντικειμενικά»


περιγραφόμενα συμφέροντα που προκαθορίζονται από τις
εκάστοτε θέσεις, τα λεγόμενα λανθάνοντα συμφέροντα.

 Προϋπόθεση: οι θέσεις (η «δομή») ασκούν μια πίεση για την


εκδήλωση συγκεκριμένου τύπου συμπεριφοράς («προσδοκίες
ρόλων») στον κάτοχο της θέσης, χωρίς αυτό να είναι
απαραίτητα συνειδητό στον κάτοχο.
 Β ΦΑΣΗ:
 Η συνειδητοποίηση του λανθάνοντος συμφέροντος που
επιτυγχάνεται μόνον όταν εκπληρώνονται συγκεκριμένες
οργανωτικές προϋποθέσεις.
 κοινωνικές συνθήκες: κοινωνικές σχέσεις (δυνατότητα της συστηματικής
στρατολόγησης ανθρώπων σε οιονεί ομάδες και η προκληθείσα εξ αυτής
συστηματική, διαρκής δημιουργία λανθανόντων συμφερόντων)
δυνατότητα επικοινωνίας.
 τεχνικοί και πολιτικοί παράγοντες επιρροής: (επεξεργασία ενός
προγράμματος και κοινών νορμών, η δημιουργία μιας ηγετικής ομάδας,
υλικοί πόροι κ.λπ), η ελευθερία δημιουργίας συνασπισμού, δλδ η νομική
δυνατότητα της οικοδόμησης και ύπαρξης των ομάδων συμφερόντων.

 Εάν αυτές οι οργανωτικές συνθήκες καλύπτονται, τότε μπορούμε να


μιλάμε για ομάδες συμφερόντων ως οργανωμένα σύνολα ατόμων με τα
ίδια δηλωτικά συμφέροντα.

 «δηλωτικά συμφέροντα»: όλοι οι συνειδητοί προσανατολισμοί


συμπεριφοράς, οι οποίοι θεμελιώνουν μια σχέση αντίθεσης ανάμεσα σε δύο
ομάδες ατόμων.

 Γ ΦΑΣΗ:

 Εκτός από τις αναφερθείσες συνθήκες για τη δημιουργία


ομάδων συμφερόντων, πρέπει να ληφθεί υπόψη και η
κοινωνική αναγκαιότητα για τη δημιουργία αυτή.

 «Η ταξική σύγκρουση είναι εκείνη η μορφή της πάλης η


οποία γίνεται απαραίτητη όταν ένας μεγάλος αριθμός
ατόμων δεν μπορεί να ικανοποιήσει τα συμφέροντά του
μέσω των ατομικών προσπαθειών» (Dahrendorf 1972, σ.
89 κ.έ.).
8.8 Διαστάσεις της μεταβλητότητας των
κοινωνικών συγκρούσεων
 Ο Dahrendorf προσπαθεί τώρα να περιγράψει τις δυνατότητες
ποικιλίας σε δύο ανεξάρτητα αποκλίνουσες διαστάσεις, και
συγκεκριμένα ως προς την «ένταση των συγκρούσεων» και ως
προς τη «βιαιότητα των συγκρούσεων».

 «ένταση των συγκρούσεων»: η κοινωνική σχετικότητα, που


αποδίδεται σε αυτή τη σύγκρουση, που προκύπτει από τον
βαθμό συμμετοχής των ατόμων που δυνητικά επηρεάζονται
από το αντικείμενο της σύγκρουσης (τα μέλη της εικονικής
οιονεί ομάδας) σε αυτή την αντιπαράθεση.
 «βιαιότητα των συγκρούσεων»:
 η σύγκρουση μπορεί να παρουσιάσει διαφορετικές εκδηλώσεις (από
συζήτηση μέχρι πόλεμο).
 Οι συγκρούσεις διεξάγονται εντός δεδομένων κοινωνικών σχέσεων, οι
οποίες κατά συνέπεια επηρεάζουν τις πιθανές μορφές και στις δύο
διαστάσεις.

8.9 Διευθέτηση συγκρούσεων


 οι συγκρούσεις αποτελούν διαρκή και πάντα παρόντα
φαινόμενα των ανθρώπινων κοινωνιών
 οι κοινωνικές συγκρούσεις πηγάζουν συστηματικά από
τις κοινωνικές δομικές σχέσεις
 οι συγκρούσεις λειτουργικά αποτελούν μια κινητήρια
δύναμη για τη διαδικασία του κοινωνικού
μετασχηματισμού.

 Ωστόσο αποτελούν, πάντα δυνητικά, δυνάμεις


διαταραχής και κινδύνου για το σύστημα.

 Πώς ρυθμίζονται οι συγκρούσεις έτσι ώστε η διαδικασία


του κοινωνικού μετασχηματισμού να μπορεί να
πραγματοποιηθεί με όσο το δυνατόν λιγότερες τριβές;
1. βίαιη καταστολή των συγκρούσεων:
 Δεν εξαλείφονται ούτε τα αίτια της σύγκρουσης ούτε το
αντικείμενό της εξαφανίζεται από τον κόσμο.
 Αλλά η σύγκρουση δεν μπορεί πια να εκδηλωθεί
περαιτέρω, και αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση
της δυνητικής αγριότητάς της.

2. ρύθμιση των συγκρούσεων


 η προσπάθεια αντιμετώπισης των αντιθέσεων στη ρίζα
τους.
 Αυτή η μέθοδος αξιώνει να διευθετήσει τις συγκρούσεις
με τέτοιο τρόπο ώστε το αντικείμενό τους ως τέτοιο να
μην ξαναεμφανιστεί.

 Για την αναγνώριση των (δομικά δεδομένων) συγκρούσεων και


τη ρύθμισή τους ώστε να επιτευχθεί ο κοινωνικός δομικός
μετασχηματισμός απαιτούνται τέσσερις προϋποθέσεις:

 1. Αναγνώριση της νομιμότητας των συγκρουσιακών


αντιθέσεων ως κάτι το φυσιολογικό & να μην ερμηνεύονται ως
παθολογικές αποκλίσεις.
 2. Η ρύθμιση των συγκρούσεων μπορεί να αναφέρεται μόνο στη
ρύθμιση των μορφών σύγκρουσης και όχι στα αίτια της
σύγκρουσης.
 3. Όσο καλύτερα διοχετεύονται και οργανώνονται τα αντίθετα
σημεία, τόσο πιο αποτελεσματική είναι η ρύθμιση της
σύγκρουσης, συγκεκριμένα σε κόμματα, συνδικάτα, ενώσεις
κ.ο.κ.
 Πρέπει να ανευρεθούν κάποιοι κανόνες παιχνιδιού για τη
διευθέτηση συγκρούσεων, όπου οι συγκρουόμενοι αντίπαλοι
να θεωρούνται θεμελιωδώς ίδιας αξίας.
 «Πρέπει να τονιστεί για άλλη μία φορά ότι οι
συγκρούσεις δεν εξαφανίζονται μέσω της ρύθμισης.
Εκεί όπου υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν και συγκρούσεις.
Οι μορφές της ρύθμισης, ωστόσο, έχουν επιπτώσεις και
στη βιαιότητα των συγκρούσεων. Η ρυθμισμένη
σύγκρουση αποδυναμώνεται σε κάποιον βαθμό.
Παρόλο που παραμένει αμετάβλητη και μπορεί να είναι
εξαιρετικά έντονη, πραγματοποιείται σε μορφές που
συμφιλιώνονται με μια συνεχώς μεταλλασσόμενη
κοινωνική δομή» (Dahrendorf 1972, σ. 43).
 Ο Elias θεωρεί ότι κεντρική αποστολή της κοινωνιολογίας και της
θεωρητικής εργασίας της είναι η κατασκευή ενός ευρύτερου
θεωρητικού μοντέλου της εξέλιξης της ανθρωπότητας.

 Ενδιαφέρεται για τις μακροπρόθεσμες κοινωνικές διαδικασίες.

 Επιχειρεί να χαρακτηρίσει την ιστορία ως μια διαδικασία η οποία


κατά κύριο λόγο υλοποιείται χωρίς προγραμματισμό και
ρύθμιση, και παρ’ όλα αυτά χαρακτηρίζεται από μια τάξη και
μια εξελικτική κατεύθυνση.

 Απαιτείται μια διαδικαστική-κοινωνιολογική πρόσβαση


επειδή, όσον αφορά τις κοινωνικές εκδηλώσεις, έχουμε πάντα να
κάνουμε με σχέσεις μεταξύ ανθρώπων που ακολουθούν τη δική
τους δυναμική.

 Οι δύο έννοιες-κλειδί στον Elias, που αποτελούν και τα


κεντρικά σημεία θεμελίωσης της θεωρητικής προσέγγισης, είναι
η έννοια της διαδικασίας και η έννοια του σχηματισμού.
 Η επιστήμη κυριαρχήθηκε για πολύ καιρό από την ιδέα της υπεροχής
της ανάλυσης, δηλαδή της κατάτμησης, της διαίρεσης, της
απομόνωσης των μερών κ.λπ. με στόχο την ανακάλυψη νόμιμων
συνδέσεων μεταξύ συγκεκριμένων ιδιοτήτων ή διαστάσεων
ιδιοτήτων των μερικών μονάδων που απομονώνονταν κατά αυτό τον
τρόπο.

Η σύνθεση, δηλαδή η διαδικασία της συνένωσης και του


συνδυασμού με στόχο τη δημιουργία περιπλοκότερων
σχηματισμών, αντίθετα, δεν αποκτούσε το κύρος μιας
επιστημονικής μεθόδου. Αντιμετωπιζόταν ως ένα εργαλείο του
μεταφυσικού στοχασμού.

 Οι δυναμικές διαδικασίες δεν μπορούν να εξεταστούν


με τη βοήθεια των συνηθισμένων αναλυτικών
εργαλείων.

 Οι δυναμικές διαδικασίες είναι αυτο-ρυθμιζόμενες, μη


προγραμματισμένες, νόμιμα διενεργούμενες,
ιστορικές, δηλαδή χωροχρονικά τοποθετούμενες,
στοχευμένες διαδικασίες ολοκλήρωσης και
αποσύνθεσης.
 Πλεγματικές συνδέσεις ή σχηματισμοί: μορφές δομής, τις οποίες
διαμορφώνουν αλληλεξαρτώμενοι άνθρωποι ως άτομα ή ως ομάδες
μεταξύ τους.

 Πολυεπίπεδο μοντέλο των σχέσεων αλληλεξάρτησης, στο


οποίο κατά κανόνα μπορούν διαφορετικές μορφές εξάρτησης να
επικαλύψουν η μία την άλλη.

 Οι άνθρωποι διαμορφώνουν εντεύθεν, ως απαραίτητα


αιτιολογήσιμες λειτουργικά, αμοιβαίες αλυσίδες αλληλεξάρτησης
μεταξύ τους, που εκφράζονται σε ειδικά σχήματα ή πλεγματικές
συνδέσεις, τους σχηματισμούς.

 Εφόσον εμπλέκονται τα εν λόγω πλέγματα ταυτόχρονα αποτελούν λίγο ή πολύ


ασταθείς ισορροπίες ισχύος.
 Οι σχηματισμοί χαρακτηρίζονται σε δεύτερο επίπεδο ως δυναμικές δομές
έντασης.
 Οι σχηματισμοί δεν είναι άχρονοι σχηματισμοί, αλλά γνώρισμά τους είναι το
αποκλειστικά διαδικαστικό τους Είναι, με την έννοια των μόνιμα
κινούμενων αλυσίδων αλληλεξάρτησης.

 Η έννοια της ισχύος:


 ένα εσωτερικό στοιχείο των ανθρώπινων διαδικασιών σχέσης.
 οικουμενικό φαινόμενο, προσδεμένο σε σχέσεις όπου η ισχύς περιλαμβάνει
την έκδηλη δυνατότητα επιρροής των περιθωρίων λήψης απόφασης και έτσι
των ατομικών δυνατοτήτων αυτο-ρύθμισης των άλλων ανθρώπων μέσα σε
μια πλεγματική σύνδεση.
 Είναι μια δομική ιδιαιτερότητα των ανθρωπίνων σχέσεων – όλων των
ανθρωπίνων σχέσεων».
 Η ισχύς στις σχέσεις αλληλεπίδρασης είναι πάντοτε σύγχρονη και αμφίδρομη,
χωρίς ωστόσο να πρέπει να είναι και συμμετρική.
 Δυναμικές ισορροπίες ισχύος, εφόσον οι κατεξοχήν πολυμορφικές πηγές
ισχύος πρέπει να υλοποιηθούν πρώτα από όλα μέσα σε σχέσεις.

 Το αποφασιστικό χαρακτηριστικό των ανθρώπινων πλεγματικών συνδέσεων


είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι μεταβάλλονται καθώς βρίσκονται σε
σχέση ο ένας με τον άλλον.

 Δεν υπάρχει κανένας κοινωνικός δρώντας ως φορέας δράσης, ως αντικείμενο


δράσης, αλλά η κοινωνία είναι γι’ αυτόν αποκλειστικά η «σύνδεση των
λειτουργιών που έχουν οι άνθρωποι ο ένας για τον άλλον».

 τα άτομα και η κοινωνία δεν μπορούν να τοποθετηθούν ως αυτόνομα μεγέθη το


ένα απέναντι στο άλλο, ο Elias μιλάει για την «κοινωνία των ατόμων».

 Oι κοινωνίες και οι υπο-ενότητές τους χαρακτηρίζονται ως διαδικαστικοί


σχηματισμοί, δηλαδή ως σχηματισμοί που βρίσκονται σε μια μόνιμη εξέλιξη. Αυτή η
οπτική στηρίζεται σε συγκεκριμένες ανθρωπολογικές προϋποθέσεις.

 Οικουμενικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου:


 Δυνατότητα μετασχηματισμού του ανθρώπου
 Αναπόφευκτη κοινωνικότητα του ανθρώπου

 Η αποφασιστική, εξελικτικά δημιουργημένη διαφορά του ανθρώπου από τα ζώα


εντοπίζεται στη δυνατότητα της ψυχικής αυτο-ρύθμισης, συγκεκριμένα σε μια
ρύθμιση των ενστίκτων υπό γενετικές προϋποθέσεις.
 Κατά αυτό τον τρόπο, η δυνατότητα μετατροπής των κοινωνικών του σχέσεων
σε μοντέλα είναι δεδομένη για τον άνθρωπο, ενώ η κοινωνική ζωή των ζώων είναι
πάντοτε άμεσα οργανωμένη ανάλογα με τις γενετικά προκαθορισμένες οδηγίες.
 ανθρωπολογικό σημείο σύνδεσης για τη διαδικασία δημιουργίας πολιτισμού
και κράτους :
 ο άνθρωπος εξαρτάται από διαδικασίες μάθησης
 αναπτύσσεται μέσω της κοινωνικοποίησής του

 Η ψυχογένεση και η κοινωνική γένεση είναι αλληλεξαρτώμενες


διαδικασίες, που επηρεάζουν η μία την άλλη από πλευράς της ιστορίας της
εξέλιξης.

 Η παιδική «διαδικασία του να γίνεσαι άνθρωπος» χρησιμοποιείται από τον


Elias ως ευρετικό μοντέλο για την ανάλυση της πολιτισμικής διαδικασίας.

 Η κοινωνική τάξη και οργάνωση δεν μπορεί να κατανοηθεί ως προϊόν


προγραμματισμού και βούλησης ανθρώπων που βρίσκονται σε
πλεγματικές συνδέσεις, και το ίδιο ισχύει και για τις νομοτέλειες, στις οποίες
υπόκειται η τάξη.

 Ο μετασχηματισμός της κοινωνικής τάξης και οργάνωσης δεν γίνεται


αντιληπτός ως ένα χαοτικό και καθαρά τυχαίο συμβάν, αλλά «με τη μη
ακυρώσιμη διαπλοκή δράσεων, αναγκών, σκέψεων και κινήτρων πολλών
ανθρώπων παράγονται δομές και μετασχηματισμοί δομών σε μια ειδική τάξη
και κατεύθυνση, η οποία δεν είναι φυλετική «ζωική – φυσική», ούτε
«πνευματική», η οποία δεν είναι επίσης «ορθολογική» ούτε «ανορθολογική», σε
μια κοινωνική τάξη» (Elias 1988, σ.61).

 Η αλληλεξάρτηση των ανθρώπων είναι εκείνη που οδηγεί σε ένα ειδικό


είδος τάξης, η οποία «είναι πιο πιεστική και ισχυρή από τη θέληση και τη
λογική των μεμονωμένων ατόμων που τη δημιουργούν. Αυτή η πλεγματική
τάξη είναι αυτή που καθορίζει και την πορεία του ιστορικού
μετασχηματισμού».

 Ο κοινωνικός μετασχηματισμός είναι αναπόφευκτος. Αυτή που μπορεί


να επηρεαστεί είναι η μορφή, ο δρόμος και ο ρυθμός του
μετασχηματισμού μέσω της προγραμματισμένης και στη βάση κινήτρων
εκδηλούμενης ανθρώπινης δράσης.
 Αποστολή της κοινωνιολογίας μπορεί κατά συνέπεια να είναι μόνο η
σύνδεση των κοινωνικών εξελικτικών διαδικασιών (μακρο-επίπεδο)
και των μορφών της εξατομίκευσης (μικρο-επίπεδο) και η εξέτασή τους
ως μια ενιαία διαδικασία.

 Η έκταση της εξατομίκευσης διαφαίνεται κατά τον Elias στη λεγόμενη


ισορροπία Εμείς-Εγώ.

 ταυτότητα του Εμείς: ομαδικός προσανατολισμός


 ταυτότητα του Εγώ: προσωπική συνείδηση
 Οι δύο έννοιες είναι συνδεδεμένες μεταξύ τους, δηλαδή η μία δεν νοείται
χωρίς την άλλη.

 Η διαδικασία εξατομίκευσης αποτελεί ένα τυπικό στοιχείο


της πολιτισμικής διαδικασίας, αποτελεί τη συνέπεια μιας
ειδικής μετατόπισης στη δομή των ανθρωπίνων σχέσεων.

 Οι προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση αυτών των ταυτοτήτων


στηρίζονται από την άλλη στη βιολογική οργάνωση του
ανθρώπου.

 Η οικοδόμηση μιας ταυτότητας του Εμείς και μιας


ταυτότητας του Εγώ υπόκεινται η μία στην άλλη: ένα
«Εγώ» δεν μπορεί να υπάρξει μόνο του για τον εαυτό του
χωρίς να συμπεριλάβουμε νοερά μια σχέση με ένα άλλο
«Εγώ».
 Στην κοινωνική διαδικασία υπάρχει ταυτόχρονα και μια
τυποποίηση, οικοδομείται μία «κοινωνική έξις» (Habitus), την
οποία μοιράζεται κανείς με τους Άλλους (π.χ. η κοινή γλώσσα), αλλά
και εξατομικεύεται δηλαδή εξαρτάται από τον κοινωνικό βαθμό
διαφοροποίησης, ακριβώς όπως και από μια ειδική βιολογική
κατάσταση.

 Η «μετέπειτα» ταυτότητα ενός ανθρώπου βρίσκεται πάντα σε μια


άμεση σχέση συνέχειας με την «προηγούμενη» ταυτότητα.

 Όσο πιο διαφοροποιημένη είναι η κοινωνία και όσο πιο πολλές


επιλογές προσφέρει στην ανθρώπινη μνήμη, τόσο περισσότερο
αυξάνονται οι ευκαιρίες εξατομίκευσης και η κοινωνία μπορεί και
προσφέρει διαφορετικές εμπειρίες ζωής.

 «ακινητοποίηση» ή «φαύλος κύκλος» ή «διπλός σύνδεσμος»:


ένα δυναμικό διαδικαστικό μοντέλο με τη βοήθεια του οποίου ο
Elias περιγράφει τους σχηματισμούς τους οποίους διαμορφώνουν
οι άνθρωποι με τη φύση και τις διαφορετικές ανθρώπινες ομάδες
μεταξύ τους.

 Σημαντικό ρόλο σε αυτό το μοντέλο παίζουν κεντρικές μεταβλητές,


οι αντιλήψεις της δέσμευσης και της αποστασιοποίησης.

 Ο μηχανισμός του διπλού συνδέσμου είναι η αυθεντική πηγή


κινητοποίησης της κοινωνικής πορείας της εξέλιξης.
 Έχουμε ένα σχέδιο: έχουμε εφεύρει προκαταβολικά τις δράσεις μας,
επιδιώκουμε κάποιους στόχους και έχουμε ήδη σκεφτεί με ποια μέσα θα
επιτύχουμε τους στόχους αυτούς.
 Ανάμεσα στον βαθμό της συναισθηματικής μας διάθεσης και της
ικανότητας προγραμματισμού των δράσεών μας υπάρχει μια σύνδεση.

 Όσο πιο περιορισμένη και μη ρεαλιστική είναι η γνώση μας για τον
κόσμο, τόσο λιγότερο θα βιώνουμε την ζωή μας ως μια ζωή που μπορεί
να προγραμματιστεί και να ελεγχθεί από εμάς.
 Όσο λιγότερο θεωρούμε τα σημαντικότερα γεγονότα της ζωής μας ως
ελέγχόμενα από εμάς, τόσο πιο ισχυρά θα είναι τα συναισθήματά μας.
 Όσο πιο ισχυρά είναι τα συναισθήματά μας, τόσο λιγότερο είμαστε σε
θέση να ελέγξουμε τη συμπεριφορά μας.

 Για τη ρεαλιστική και λογική σκέψη, απαιτείται μια εσωτερική προθυμία για
την οποία από την άλλη είναι απαραίτητη μια σχετική απόσταση από τη
στιγμιαία κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε.

 Όσο λιγότερο είμαστε σε θέση να ρυθμίσουμε και να ελέγξουμε τις


σκέψεις, τόσο πιο περιορισμένο είναι το περιεχόμενο
πραγματικότητας της γνώσης μας.
 Όσο πιο μη ρεαλιστική είναι η γνώση μας για τις σχετικές πλευρές της
κατάστασής μας, τόσο λιγότερο ελεγχόμενη είναι η κατάστασή μας για
εμάς.
 Όσο λιγότερο θεωρούμε ελεγχόμενη την κατάστασή μας από εμάς τους
ίδιους, τόσο ισχυρότερα θα είναι τα συναισθήματά μας.
 Όσο ισχυρότερα είναι τα συναισθήματά μας, τόσο λιγότερο θα είμαστε
σε θέση να ελέγξουμε τη συμπεριφορά και κατά αυτό τον τρόπο και τη
σκέψη μας κ.ο.κ.
 Οι περισσότερες ανθρώπινες ομάδες μέχρι και σήμερα δεν έχουν
καταφέρει να απελευθερωθούν από τα στοιχεία αβεβαιότητα-
εξάρτηση-συναισθηματικότητα-ανεξέλεγκτη φύση της
συμπεριφοράς και σκέψης που απαρτίζουν τον φαύλο κύκλο.

 Μέσω της τεχνολογικής επανάστασης ο πρόγονός μας ήταν


λιγότερο εξαρτημένος από τη φύση, η δύναμη των συναισθημάτων
του μειώθηκε, και χάρη σε αυτό κατάφερε να κυριαρχήσει
περισσότερο στη συμπεριφορά και έτσι στη σκέψη του, γεγονός
που με τη σειρά οδήγησε στην αύξηση του περιεχομένου της
γνώσης του σε πραγματικότητα.

Η ραγδαία αύξηση των θετικών φυσικο-


επιστημονικών μας γνώσεων πηγάζει από την ήδη
γνωστή αλυσίδα συνδέσεων αιτίου και επίδρασης.

 Υποχώρηση και μετασχηματισμός της


φανταστικής, ανιμιστικής εικόνας του κόσμου
μέσω της αύξησης των ρεαλιστικών γνώσεων των
προγόνων μας.

 Η πορεία δεν είναι αμετάκλητη ή μη αναστρέψιμη,


αλλά μετακλητή και αναστρέψιμη.
 Θεωρία του διπλού συνδέσμου στους σχηματισμούς τους οποίους διαμορφώνουν
μεταξύ τους οι ανθρώπινες ομάδες:
 Δεδομένα κατά την εξήγηση του φαινομένου :
 Η πολιτισμική διαδικασία είναι μια κοινωνική διαδικασία.
 Η πολιτισμική διαδικασία δεν μπορεί να είναι μια διαδικασία που
προγραμματίζεται από ανθρώπους.
 Η πολιτισμική διαδικασία στηρίζεται σε έναν μηχανισμό που δεν έχει
προγραμματιστεί από τους ανθρώπους, επομένως σε έναν απρόσωπο μηχανισμό που
ρυθμίζεται από συνδέσεις αιτίου και επίδρασης χωρίς στόχο, σχέδιο και
θέληση.
 Το μοναδικό στοιχείο που επηρεάζεται από το εξωτερικό της κλειστής και
επιστρεφόμενης στην ίδια αλυσίδα των συνδέσεων αιτίου-επίδρασης είναι η αύξηση
και μείωση της υπολογισιμότητας του ανθρώπινου περιβάλλοντος.
 Αναγωγή της πολιτισμικής διαδικασίας σε έναν απρογραμμάτιστο νόμιμο
μηχανισμού, του οποίου το αποτέλεσμα είναι η αύξηση και μείωση της
υπολογισιμότητας του ανθρώπινου περιβάλλοντος.

 Τόσο τα αίτια όσο και οι επιδράσεις των κοινωνικών γεγονότων


είναι οι προσωπικές μας ανάγκες, τα ιδανικά, οι στόχοι και τα
σχέδια, όσο και οι ανάγκες, τα ιδανικά, οι στόχοι και τα σχέδια των
άλλων ανθρώπων.

 Κοινωνική διαδικασία: μια συνέχεια γεγονότων, των οποίων τα αίτια


και οι επιδράσεις ήταν οι ανθρώπινες ανάγκες, τα ιδανικά, οι στόχοι
και τα σχέδια.

 Αυξάνεται η συναισθηματικότητα, άρα το ανθρώπινο ή κοινωνικό


περιβάλλον του ανθρώπου γίνεται ολοένα και λιγότερο προβλέψιμο,
ελέγξιμο και προγραμματισμένο.

 Με τη μείωση της δυνατότητας ελέγχου της συμπεριφοράς και της


σκέψης μειώθηκε το περιεχόμενο πραγματικότητας της σκέψης.
 Μέσω του σύντομου χρονικού διαστήματος που έχει περάσει από την «εκ
νέου ανακάλυψη» της θεωρίας του Elias, είναι αρκετά δύσκολο να γίνει
μια εκτίμηση της μακροπρόθεσμης επίδρασής της.
 Από τη μία υπάρχει μια σειρά από εργασίες που συνδέονται «θετικά» με
τον Elias
 άλλα έργα αμφισβητούν την προσέγγισή του για εμπειρικούς και
θεωρητικούς λόγους
 τέλος υπάρχει και μια ευρεία αδιαφορία από πλευράς της Κριτικής ή της
Συστημικής Θεωρίας.

Φαινομενολογική
κοινωνιολογία:
Alfred Schütz
(1899- 1959)
4.1 Θέση του προβλήματος και γνωσιακό ενδιαφέρον
 Η κοινωνική πραγματικότητα είναι σχηματισμένη από ένα
ιδιαίτερο υλικό, από το «υποκειμενικό νόημα», επομένως κατέχει
μια «νοηματική δομή».
 Οι κοινωνικές επιστήμες, εάν θέλουν οι έννοιες και οι θεωρίες
τους να ανταποκρίνονται στην κοινωνική πραγματικότητα, είναι
αναγκασμένες να «κατανοήσουν με σαφήνεια» το αντικείμενό
τους.
 ο Schütz στηρίζεται:
 1) στην «κατανοούσα κοινωνιολογία» του Max Weber
 2) στα αποτελέσματα και στις μεθόδους της φαινομενολογικής
φιλοσοφίας του Edmund Husserl.

4.2 Φαινομενολογική φιλοσοφία: Ορισμός


προβλήματος – μέθοδος – σημασία για τις κοινωνικές
επιστήμες

 Στόχος της φαινομενολογικής φιλοσοφίας είναι η επανεξέταση


της χαρακτηρισμένης αφελούς θεωρίας περί αντίληψης και η
ανακάλυψη των οποιωνδήποτε (δι)υποκειμενικών
προϋποθέσεων, στις οποίες στηρίζεται κάθε αντίληψη – στην
καθημερινότητα όσο και στην επιστήμη.

 μέθοδος η ακύρωση της μη κριτικής «φυσικής αντίληψης» έναντι


του κόσμου και η συγκέντρωση στη αντιληπτική δραστηριότητα
της συνείδησης.
Η φαινομενολογία κάνει έναν αρχικό διαχωρισμό
ανάμεσα στο υποκείμενο που αντιλαμβάνεται («Εγώ»)
και στις δικές του αντιλήψεις («πεποιθήσεις») που
αναφέρονται πάντα σε αντικείμενα (« εμπρόθετες») από
τη μία και στο αντιλαμβανόμενο αντικείμενο από την
άλλη.
Προκειμένου να απομονωθούν οι αντιλήψεις του
υποκειμένου και το πεδίο συνείδησης που αναφέρεται
στο αντικείμενο («εμπρόθετο »), ο φαινομενολόγος
χρησιμοποιεί τη διαδικασία της «φαινομενολογικής
μείωσης» ή «παρενθετικoύ κόσμου» ή «καθορισμού της
εποχής»

 Μια αντίληψη δεν αποτελεί κάποιο απομονωμένο γεγονός,


αλλά στοιχείο μιας συνεχούς ροής συνείδησης, αποτέλεσμα
«…μιας πολύ περίπλοκης ερμηνευτικής διαδικασίας, στην οποία
οι παρούσες αντιλήψεις… συνδέονται… με πρωθύστερες
αντιλήψεις».
Παράδειγμα: καρέκλα

 Τα πεδία αντίληψης δεν είναι τετελεσμένα:


 «εσωτερικός ορίζοντας»
 «εξωτερικός ορίζοντας»

 «ειδητική μείωση» ή «οπτική πλάσματος»: πρόκειται


περισσότερο για την ανακάλυψη των ιδιοτήτων και των
χαρακτηριστικών στοιχείων που είναι κοινά για όλα τα στοιχεία
αυτής της τάξης αντικειμένων, μέσω των νοητών εκδοχών ενός
αντικειμένου.
 Η φαινομενολογία δεν ασχολείται εδώ με την πραγματική ύπαρξη
των αντικειμένων, αλλά με τη σύλληψη των κριτηρίων
κατηγοριοποίησης και τυποποίησης της συνειδησιακής
δραστηριότητας δλδ με το νόημα της εννοιακής κατασκευής.
 «δομή παραπομπής»: το νόημα της εννοιακής κατασκευής γίνεται
ξεκάθαρο μόνο σε σύγκριση με άλλες εννοιακές κατασκευές.

 η σημασία της φαινομενολογικής φιλοσοφίας για τις κοινωνικές


επιστήμες εντοπίζεται στο ότι:
 1) μας παρέχει πληροφορίες σχετικά με την οριοθέτηση και τη
συγκρότηση του αντικειμένου της κοινωνικής επιστήμης και κατά
αυτό τον τρόπο είμαστε σε θέση να αναπτύξουμε εννοιακά
εργαλεία που αναφέρονται ειδικά σε αυτό το πεδίο του
αντικειμένου.
 2) μας επιτρέπει να παρουσιάσουμε και να αιτιολογήσουμε τη
μεθοδική ειδική θέση των κοινωνικών επιστημών.

 Στις κοινωνικές επιστήμες ο κυρίαρχος στόχος είναι η


κατανόηση του (ιδίου) νοήματος του κοινωνικού κόσμου. Αυτό
τον σκοπό εξυπηρετεί η κατασκευή ιδεοτυπικών μοντέλων του
κοινωνικού κόσμου.

 Οι ιδεοτυπικές κατασκευές που χρησιμοποιούν οι κοινωνικοί


επιστήμονες για την ερμηνεία του νοήματος που εκδηλώνεται
στον κοινωνικό κόσμο είναι, όπως υποστηρίζει ο Schütz,
«…κατά κάποιον τρόπο κατασκευές δεύτερου βαθμού:
Κατασκευές εκείνων των κατασκευών, οι οποίες
δημιουργήθηκαν στο κοινωνικό πεδίο από τους δρώντες, των
οποίων τη συμπεριφορά παρατηρεί ο επιστήμονας και επιδιώκει
να εξηγήσει σε συμφωνία με τους κανόνες συμπεριφοράς της
επιστήμης του».
4.3 Ανάλυση του «βιόκοσμου»

βιόκοσμος
«κόσμος της καθημερινής ζωής»: αποτελεί έναν
«διϋποκειμενικό πολιτισμικό κόσμο»
Η θεωρία για τον βιόκοσμο συμπληρώνεται με τη
θεωρία των «ποικίλων πραγματικοτήτων».

4.3.1 Η πραγματικότητα του κόσμου της


καθημερινής ζωής
 (1) Ορισμός της κατάστασης και της δράσης στον κόσμο της
καθημερινής ζωής
 η σκέψη και η δράση πραγματοποιούνται στη βάση δύο
εξιδανικεύσεων Η εξιδανίκευση του «και τα λοιπά» και η εξιδανίκευσ
του «μπορώ ξανά και ξανά».
 «διαθέσιμη γνώση» ή «το διαθέσιμο απόθεμα γνώσης»: «ένα
απόθεμα προηγούμενων εμπειριών του κόσμου, είτε δικό μας είτε
μεταδιδόμενο από τους γονείς μας ή τους δασκάλους μας, οι οποίε
διαμορφώνουν κατά αυτό τον τρόπο ένα σχήμα αναφοράς για τη
“διαθέσιμη γνώση” μας».
 ο κόσμος δεν μας φαίνεται πλέον σαν ένα άτακτο χάος
 «κόσμος παροντικής έκτασης»
 «κόσμος πιθανής έκτασης» (επαναδημιουργίας ή επίτευξης)
 Ο κόσμος διαιρεμένος σε παρελθόν, ζωντανό παρόν και μέλλον.
 Η γνώση μας για τον κόσμο διαιρείται σύμφωνα με το μέτρο της
ακρίβειάς του στην οικεία γνώση, τη γνώριμη γνώση (τι- πώς- γιατί;)
και την απλή πίστη (δε γνωρίζω ούτε καν το τι;).
 Το ενδιαφέρον, το οποίο καθορίζει την κατεύθυνση της προσοχής
μου, έχει τις ρίζες του αφενός στη βιογραφικά καθορισμένη
κατάστασή μου, στην οποία εγώ λαμβάνω μια θέση, «…όχι μόνο στο
πλαίσιο του φυσικού χώρου και του κοσμικού χρόνου, όχι μόνο
αναφορικά με το κύρος και τον ρόλο εντός του κοινωνικού
συστήματος, αλλά και με μια ηθική και ιδεολογική θέση».
 «δράση»: «το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, επομένως την
ολοκληρωμένη δράση».
 Η καθημερινή δράση συνήθως είναι σε κάθε περίπτωση μια μερικώς
ορθολογική «δράση ρουτίνας».
 ότι χαρακτηριστικό γνώρισμα της δράσης είναι το γεγονός ότι διαθέτει
κίνητρα
 Τα «κίνητρα προκειμένου να»
 Τα «κίνητρα επειδή»

(2) Τυποποίηση του κοινωνικού κόσμου και κοινωνική σχέση

 Ο κοινωνικός κόσμος μας παρουσιάζεται διαιρεμένος σε ένα «περιβάλλον»,


σε ένα «κοινό περιβάλλον», στο «προ-περιβάλλον» και στο «μετα-
περιβάλλον».
 Στο περιβάλλον συναντάμε ένα άλλο Εγώ ως συνάνθρωπο.
 Οι σχέσεις μεταξύ των συνανθρώπων περιγράφονται από τον Schütz ως
«καθαρές» ή «άμεσες σχέσεις του Εμείς».
 Πέραν του περιβάλλοντος ξεκινά –σε ρέουσα μετάβαση– αυτό που ο Schütz
ονομάζει ως « κοινό κόσμο» των «διπλανών ανθρώπων».
 Υπάρχει μόνο μια «έμμεση κοινωνική σχέση».
 Ο εταίρος αναφοράς μου φαίνεται περισσότερο ως ένας ανώνυμος,
ανταλλάξιμος φορέας ανάληψης λειτουργιών ή ως απλός διαχειριστής.
 Η κατανόηση βασίζεται σε τύπους δράσης.
 αυτο-τυποποίηση: «Εφόσον εγώ ορίζω τον ρόλο του Άλλου, αναλαμβάνω
και ο ίδιος έναν ρόλο».
 «προ-περιβάλλον» («πρόγονοι») επιδρά πάνω μας
 «μετα-περιβάλλον» («απόγονοι») εμείς επιδρούμε σε αυτό
(3) Κοινωνικοποίηση της γνώσης

 Μπορούμε να αλληλεπιδράσουμε και να καταλάβουμε ο


ένας τον άλλον και να καταλήξουμε σε μια μέση σύμφωνη
ερμηνεία της σημασίας του πολιτισμικού κόσμου, επειδή η
γνώση που διαμορφώνει το πλαίσιο αναφοράς της σκέψης,
της δράσης και της κατανόησής μας είναι προϊόν
κοινωνικοποίησης , και μάλιστα από τριπλής άποψης:
διαρθρωτικής
γενετικής
Καταμερισμός της γνώσης

4.3.2 Πέραν του κόσμου της καθημερινής ζωής:


Πολλαπλές περιοχές νοήματος
 Η νοηματική ανθρώπινη δραστηριότητα δεν περιορίζεται στον κόσμο
της καθημερινής ζωής.

 Περιλαμβάνονται κι άλλοι κόσμοι «… των ονείρων, της φαντασίας,


της τέχνης, της θρησκευτικής εμπειρίας, του επιστημονικού
στοχασμού, τον παιδικό κόσμο των παιχνιδιών και τον κόσμο της
τρέλας».

 Καθένας από τους κόσμους αυτούς αποτελεί μια «κλειστή περιοχή


νοήματος» με ένα ιδιαίτερο «στιλ αναγνώρισης».
Τα στιλ αναγνώρισης που επικρατούν διακρίνονται σε έξι διαστάσεις
Βαθμός συνειδησιακής έντασης
Είδος επικρατούσας «εποχής»
Μορφή αυθορμητισμού
Μορφή αυτο-εμπειρίας
Μορφή κοινωνικότητας
Είδος χρονικής προοπτικής

Σε καθεμία από αυτές τις περιοχές νοήματος μπορώ κατά κάποιον
τρόπο να βυθιστώ και έτσι να «της προσφέρω ένα πνεύμα
πραγματικότητας».
 Η αλλαγή από την μία περιοχή νοήματος σε μια άλλη βιώνεται ως
ένα «σοκ».

(1) Ο καθημερινός κόσμος


 Βαθμός συνειδησιακής έντασης: ο υψηλότερος. Η συνείδηση
«ενδιαφέρεται μόνο για τη ζωή και τις απαιτήσεις της».
 Είδος επικρατούσας «εποχής»: «εποχή της φυσικής αντίληψης»
 Μορφή αυθορμητισμού: επίδραση, δηλαδή την πραγματοοίηση
επινοήσεων μέσω της φυσικής δραστηριότητας, η οποία παρακινείται
από τη «βασική ανησυχία» για την ύπαρξή μου ως ανθρώπινου όντος,
από τον φόβο του θανάτου.
 Μορφή αυτο-εμπειρίας: ο δρώντας μαθαίνει στον εαυτό του να
λειτουγεί ως «συνολικός εαυτός».
 Μορφή κοινωνικότητας: βιώνεται ως «κοινός διυποκειμενικός κόσμος
της επικοινωνίας και της κοινωνικής δράσης».
 Είδος χρονικής προοπτικής: «επικρατούσα» πρέπει να ζούμε σε έναν
«τυπικό χρόνο στο σημείο τομής του durée με τον κοσμικό χρόνο».
(2) Ο κόσμος της φαντασίας και των φαντασιώσεων

 Βαθμός συνειδησιακής έντασης: μειώνεται


 Είδος επικρατούσας «εποχής»: θέτουμε τον πραγματικό
κόσμο της καθημερινής ζωής σε «εποχή».
 Μορφή αυθορμητισμού: ελεύθερη φαντασίωση
 Μορφή αυτο-εμπειρίας: Βιώνουμε τους εαυτούς μας ως
«μερικούς εαυτούς» σε φανταστικούς ρόλους.
 Μορφή κοινωνικότητας: Τις φαντασιώσεις μπορεί κανείς
να τις κάνει μόνος του αλλά και από κοινού με άλλους
 Είδος χρονικής προοπτικής: τα «δεσμά του δια-
αντικειμενικού χώρου και του διυποκειμενικού σταθερού
χρόνου» καταργούνται.

(3) O κόσμος των ονείρων

 Βαθμός συνειδησιακής έντασης: πλήρης χαλάρωση


 Είδος επικρατούσας «εποχής»: η πραγματικότητα του
κόσμου της καθημερινής ζωής «μπαίνει σε παρένθεση»
 Μορφή αυθορμητισμού: Θεωρούμε ότι οι ονειρικές εικόνες
είναι πραγματικές αλλά και «ημερήσια κατάλοιπα».
«Παθητική προσοχή».
 Μορφή αυτο-εμπειρίας: το άτομο που βλέπει ένα όνειρο
βιώνει συχνά τον εαυτό του ως άσκοπα εμπλεκόμενο σε
μια ονειρική δράση.
 Μορφή κοινωνικότητας: «έμμεσης επικοινωνίας».
 Είδος χρονικής προοπτικής: ο σταθερός χρόνος και η
τάξη του διατηρούνται, και ο εσωτερικός χρόνος έχει
αποδεσμευτεί από αυτόν.
(4) Ο κόσμος της επιστημονικής θεωρίας
 Βαθμός συνειδησιακής έντασης: «αμέτοχος παρατηρητής»
 Είδος επικρατούσας «εποχής»: «εποχή της φυσικής αντίληψης». O
επιστήμονας αντίθετα βάζει σε παρένθεση την έλλειψη αμφιβολίας για
την ύπαρξη του κόσμου.
 Μορφή αυθορμητισμού: «θεωρητικός στοχασμός»: δεν έχει σκοπό
«…να κυριαρχήσει στον κόσμο, αλλά να τον παρατηρήσει και, στον
βαθμό που αυτό είναι εφικτό, να τον κατανοήσει».
 Μορφή αυτο-εμπειρίας: Ο επιστήμονας δεν μπορεί να μεταφέρει στην
επιστήμη ολόκληρη την ανθρώπινη ύπαρξή του, αντίστοιχα λοιπόν στον
κόσμο της επιστήμης αποτελεί «… μόνο έναν μερικό εαυτό, ένα “ /Εμέ” (Me)
που διαδραματίζει έναν ρόλο, συγκεκριμένα τον ρόλο του θεωρητικού»
 Μορφή κοινωνικότητας: επιστημονικός διάλογος μόνο με «έμμεση
επικοινωνία
 Είδος χρονικής προοπτικής: η χρονική προοπτική του καθορίζεται από τον
κύκλο επίλυσης των επιστημονικών προβλημάτων.

4.4 Η μεθοδολογία μιας «κατανοούσας κοινωνιολογίας


 Οι κοινωνικές επιστήμες πρέπει να ξεκινούν από την «υποκειμενική
θέση».

 «Ο κοινωνικός επιστήμονας παρατηρεί κάποια γεγονότα στον


κοινωνικό κόσμο ως γεγονότα που προκλήθηκαν από την
ανθρώπινη δραστηριότητα, και αρχίζει να επεξεργάζεται τον τύπο
αυτών των γεγονότων.

 Τοποθετεί τον δικό του ιδεότυπο «…σε ένα περιβάλλον που


περιλαμβάνει κάθε στοιχεία κατάστασης του κοινωνικού κόσμου,
το οποίο σχετίζεται με την άσκηση της εξεταζόμενης και τυπικής
δράσης».
 Πώς μπορεί η κατανόηση μιας δράσης ή σχέσης να είναι
αντικειμενική;

 1) ουδέτερος παρατηρητής: Ο κοινωνικός επιστήμονας δεν συμμετέχει ως


επιστήμονας συναισθηματικά στην πραγματικότητα του καθημερινού
κόσμου.

 2) Όταν ο επιστήμονας τηρεί τα ακόλουθα αξιώματα:


 Αξίωμα της συνάφειας (περιορισμός της αυθαιρεσίας του επιστήμονα
περιορισμός μέσω του εξεταζόμενου προβλήματος)
 Αξίωμα της επάρκειας (μέσω της κατανόησης του νοήματος στον
καθημερινό κόσμο)
 Αξίωμα της λογικής συνοχής (μέσω των νόμων της λογικής)
 Αξίωμα της συμφωνίας (μέσω της προς στιγμή διαθέσιμης θεωρητικής
και μεθοδικής γνώσης και τέλος μέσω των εμπειρικών δεδομένων)

4.6 Περαιτέρω εξέλιξη και ιστορία των επιδράσεων


 Η φαινομενολογική κοινωνιολογία –αρχικά στις ΗΠΑ και έπειτα στην
Ευρώπη– εξαπλώθηκε ευρύτερα και μετεξελίχθηκε.
 «εθνομεθοδολογία»: ερευνά τις μεθόδους και τους κανόνες, με τη βοήθεια
των οποίων τα μέλη της κοινωνίας ερμηνεύουν το περιβάλλον τους και
πραγματοποιούν τη δράση τους.
 Φαινομενολογική κοινωνιολογία της γνώσης: στηρίζεται στην προσέγγιση
της καθημερινής γνώσης του Schütz και επεκτείνει αυτή τη θεωρία σε μια
ευρύτερη θεωρία του διϋποκειμενικού πολιτισμικού κόσμου.
 συστημική θεωρία του Luhmann χρησιμοποιεί τον φαινομενολογικό όρο
του νοήματος.
 Στην Κριτική Θεωρία του Habermas εισήλθε η φαινομενολογική
προσέγγιση του βιόκοσμου.
 Αναγέννηση της φαινομενολογικής κοινωνιολογίας κατά την «πολιτισμική
στροφή» των «πολιτισμικών σπουδών».
Κοινωνιολογία της Υγείας‐ Η εξέλιξη της Κοινωνιολογίας  Μέρος Β  Τμήμα Νοσηλευτικής  ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ‐ Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ηπείρου

Σύγχρονη Κοινωνιολογία 1/1
• Ξεχωρίζουν τρεις σχολές: 
– Α) Η κριτική θεωρία.
– Β) Ο φεμινισμός.
– Γ) Ο μεταμοντερνισμός.

17

Κοινωνιολογία της Υγείας‐ Η εξέλιξη της Κοινωνιολογίας  Μέρος Β  Τμήμα Νοσηλευτικής  ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ‐ Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ηπείρου

Κριτική θεωρία 1/4
• Ο μαρξισμός απογοήτευσε την πλειοψηφία 
των κοινωνιολόγων. 
– Υποβάθμισε τη σημασία του πολιτισμού, τον 
οποίο θεωρούσε μέρος του «εποικοδομήματος» 
που καθορίζεται από τις οικονομικές δυνάμεις.
• Έτσι γεννήθηκε η κριτική θεωρία. 

18
Κοινωνιολογία της Υγείας‐ Η εξέλιξη της Κοινωνιολογίας  Μέρος Β  Τμήμα Νοσηλευτικής  ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ‐ Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ηπείρου

Κριτική θεωρία 2/4
• Οι πρώτοι θεωρητικοί της ήταν γερμανοί κοινωνιολόγοι.
• Κυνηγημένοι από το ναζιστικό καθεστώς, μετανάστευσαν 
τη δεκαετία του ’30 στις Ηνωμένες Πολιτείες. 
• Άσκησαν διπλή κριτική στην κοινωνιολογία:
– Είχε υιοθετήσει μια επιστημονική προσέγγιση που έβλεπε τα 
άτομα ως παθητικές και αβοήθητες οντότητες, φυλακισμένες 
στις κοινωνικές δομές.
– Ανέλυε τις κοινωνίες χωρίς να ανιχνεύει τα κοινωνικά 
προβλήματα και χωρίς να διατυπώνει κάποιο κανονιστικό 
όραμα. 

19

Κοινωνιολογία της Υγείας‐ Η εξέλιξη της Κοινωνιολογίας  Μέρος Β  Τμήμα Νοσηλευτικής  ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ‐ Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ηπείρου

Κριτική θεωρία 3/4
• Υποστήριξαν τα εξής για τη μαζική κουλτούρα (τηλεόραση, 
κινηματογράφος και ποπ μουσική):
– Είναι προϊόν της καπιταλιστικής βιομηχανίας των Μ.Μ.Ε.
– Δεν αποτελεί γνήσια αντανάκλαση των πεποιθήσεων, του γούστου, 
των αξιών, των ιδεών και του τρόπου ζωής των ανθρώπων.
– Παρουσιάζει το πολιτικό σύστημα ως μια καλοπροαίρετη οντότητα 
που στηρίζει την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.
(Άρα ωφελεί το σύνολο). 
– Κατευνάζει, καταπιέζει και ελέγχει τους ανθρώπους, 
(Θα αναγνώριζαν διαφορετικά τις σημαντικές αντιφάσεις και ανισότητες της 
κοινωνικής ζωής).

20
Κοινωνιολογία της Υγείας‐ Η εξέλιξη της Κοινωνιολογίας  Μέρος Β  Τμήμα Νοσηλευτικής  ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ‐ Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ηπείρου

Κριτική θεωρία 4/4
• Η κριτική θεωρία αποτελεί προέκταση αλλά 
και συνιστώσα της θεωρίας των 
συγκρούσεων.
• Άσκησε μεγάλη επιρροή σε δύο άλλα 
σύγχρονα κινήματα της κοινωνιολογίας:
– Φεμινισμό.
– Μεταμοντέρνα κοινωνική θεωρία.

21

Κοινωνιολογία της Υγείας‐ Η εξέλιξη της Κοινωνιολογίας  Μέρος Β  Τμήμα Νοσηλευτικής  ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ‐ Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ηπείρου

Φεμινισμός 1/5
• Πνευματικό κίνημα που ανήκει στις ανθρωπιστικές και 
κοινωνικές επιστήμες.
• Ασκεί σήμερα μεγάλη επιρροή στη μορφή και την 
κατεύθυνση της κοινωνιολογίας.
• Ξεκινά από την παρατήρηση ότι οι γυναίκες είναι απούσες 
από το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνιολογικής θεωρίας και 
έρευνας. 
• Ακόμα κι όταν οι γυναίκες αποτέλεσαν αντικείμενο 
μελέτης, χρησιμοποιήθηκαν ως νοικοκυρές, εργάτριες ή 
ασχολούμενες με άλλα χαμηλού κύρους επαγγέλματα.

22
Κοινωνιολογία της Υγείας‐ Η εξέλιξη της Κοινωνιολογίας  Μέρος Β  Τμήμα Νοσηλευτικής  ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ‐ Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ηπείρου

Φεμινισμός 2/5
• Μελετά τους ρόλους και τις εμπειρίες των 
γυναικών στην κοινωνία. 
– Αναδεικνύει τη συμβολή των γυναικών στην 
κοινωνική ζωή.
– Φωτίζει τις δομές και τις διαδικασίες που 
διαιωνίζουν την ανισότητα των δύο φύλων. 
– Ασκεί κριτική στις καταπιεστικές κοινωνικές 
σχέσεις.
23

Κοινωνιολογία της Υγείας‐ Η εξέλιξη της Κοινωνιολογίας  Μέρος Β  Τμήμα Νοσηλευτικής  ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ‐ Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ηπείρου

Φεμινισμός 3/5
• Ο φεμινισμός δεν είναι μια ενιαία θεωρία αλλά 
ένα εξελισσόμενο σύνολο θεωρητικών 
προσεγγίσεων:
(Φιλελεύθερος φεμινισμός, μαρξιστικός φεμινισμός, 
ψυχαναλυτικός φεμινισμός, ριζοσπαστικός 
φεμινισμός, σοσιαλιστικός φεμινισμός). 
• Οι προσεγγίσεις αυτές ενδιαφέρονται για τις 
εμπειρίες των γυναικών και για την ανισότητα 
των δύο φύλων.

24
Κοινωνιολογία της Υγείας‐ Η εξέλιξη της Κοινωνιολογίας  Μέρος Β  Τμήμα Νοσηλευτικής  ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ‐ Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ηπείρου

Φεμινισμός 4/5
• Από τη φεμινιστική θεωρία και έρευνα προέκυψε ότι η κοινωνική 
εμπειρία και των δύο φύλων δεν είναι καθολική αλλά επηρεάζεται από:
– Την κοινωνική τάξη. 
– Τη φυλή.
– Την εθνότητα.
– Την εθνικότητα.
– Την ηλικία.
– Τη σεξουαλική τους προτίμηση.
– Την κοινωνική θέση στην οικογένεια, στην αγορά εργασίας και στο παγκόσμιο 
οικονομικό σύστημα. 

25

Κοινωνιολογία της Υγείας‐ Η εξέλιξη της Κοινωνιολογίας  Μέρος Β  Τμήμα Νοσηλευτικής  ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ‐ Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ηπείρου

Φεμινισμός 5/5
• Ο κοινωνιολογικός φεμινισμός δίνει ιδιαίτερη 
έμφαση:
– Στις διάφορες μορφές καταπίεσης.
– Στο πώς αυτές αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και με τον 
παράγοντα φύλο.
– Στη συνεπακόλουθη ποικιλία εμπειριών.
– Στις συνέπειες που έχει αυτός ο προσανατολισμός για 
την εξάλειψη κάθε μορφής εκμετάλλευσης και 
καταπίεσης.
26
Κοινωνιολογία της Υγείας‐ Η εξέλιξη της Κοινωνιολογίας  Μέρος Β  Τμήμα Νοσηλευτικής  ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ‐ Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ηπείρου

Μεταμοντερνισμός 1/5
• Πνευματικό κίνημα.
• Έχει επηρεάσει την ακαδημαϊκή θεωρία και έρευνα στη λογοτεχνία, την 
τέχνη, την πολιτική, την επικοινωνία αλλά και την ίδια την κοινωνιολογία. 
• Αμφισβητεί την επιστήμη και την αρχή της αντικειμενικότητας.
• Υποστηρίζει ότι η επιστημονική γνώση:
– Είναι προϊόν των κοινωνικά καθορισμένων συμφερόντων των ερευνητών.
– Είναι επίσης προϊόν των ίδιων των γεγονότων (παράγωγα των κοινωνικών 
διαδικασιών). 
– Απέτυχε να επιλύσει τα κοινωνικά προβλήματα.
– Απέτυχε να αποτρέψει τον πόλεμο και τη γενοκτονία.

27

Κοινωνιολογία της Υγείας‐ Η εξέλιξη της Κοινωνιολογίας  Μέρος Β  Τμήμα Νοσηλευτικής  ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ‐ Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ηπείρου

Μεταμοντερνισμός 2/5
• Πρεσβεύει ότι αναδύεται μια νέα εποχή:
– Δεν κυριαρχείται από τις οικονομίες του 
μοντερνισμού (που βασίζονταν στην παραγωγή 
αγαθών).
– Κυριαρχείται από την παραγωγή και διάδοση εικόνων 
και πληροφοριών μέσω των Μ.Μ.Ε. και των 
υπολογιστών.
– Οι κοινωνίες έχουν πάψει να διαθέτουν κάποια 
βασική δομή και οι αφηρημένες κοινωνικές θεωρίες 
του Marx, του Durkheim, του Weber είναι άχρηστες. 
28
Κοινωνιολογία της Υγείας‐ Η εξέλιξη της Κοινωνιολογίας  Μέρος Β  Τμήμα Νοσηλευτικής  ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ‐ Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ηπείρου

Μεταμοντερνισμός 3/5
• Θεωρεί ότι ο πολιτισμός δεν μεταφέρει κανένα 
ουσιαστικό και διαρκές νόημα. 
(Αμάλγαμα εικόνων, συμβόλων και ιδεών που προέρχονται 
από τα τηλεοπτικά προγράμματα, τις διαφημίσεις, τα 
περιοδικά).
• Τονίζει ότι οι κοινωνικές διαιρέσεις δεν είναι νόμιμες.
(Θα πρέπει να καταργηθούν οι φραγμοί ανάμεσα στις 
φυλές, τις εθνοτικές ομάδες, τα δύο φύλα, τους 
πολιτισμούς, τα έθνη και τα επιστημονικά πεδία).

29

Κοινωνιολογία της Υγείας‐ Η εξέλιξη της Κοινωνιολογίας  Μέρος Β  Τμήμα Νοσηλευτικής  ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ‐ Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ηπείρου

Μεταμοντερνισμός 4/5
• Υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να υπάρξει καμία 
αντικειμενική και αξιόπιστη γνώση για την 
κοινωνική ζωή:
– Ακραία, απαισιόδοξη μορφή του μεταμοντερνισμού.
– Δεν υπάρχουν κοινωνικές και ηθικές αρχές που να 
προσδίδουν νόημα στη ζωή των ανθρώπων.
– Οι άνθρωποι αδυνατούν να ελέγξουν τις διαδικασίες 
που τους καταπιέζουν.

30
Κοινωνιολογία της Υγείας‐ Η εξέλιξη της Κοινωνιολογίας  Μέρος Β  Τμήμα Νοσηλευτικής  ΤΕΙ ΗΠΕΙΡΟΥ ‐ Ανοιχτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ηπείρου

Μεταμοντερνισμός 5/5
• Η συμβολή του μεταμοντερνισμού:
– Εντόπισε τους τρόπους περιορισμού και ελέγχου του σύγχρονου ανθρώπου 
(Μ.Μ.Ε., διαφήμιση, υπολογιστές).
– Πρότεινε τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι μπορούν να 
απελευθερωθούν.
– Διεύρυνε την οπτική της κοινωνιολογίας χάρη στην έμφαση στη 
διεπιστημονική φύση της κοινωνικής έρευνας.
– Ανέδειξε την κοινωνιολογία ως μηχανισμό απομυθοποίησης χάρη στη μέθοδο 
της αποδόμησης κειμένων για την ανάδειξη του κρυφού νοήματός τους.
– Ενθάρρυνε τη διαρκή επανεξέταση των βασικών θεωρητικών της υποθέσεων.

31

Κοινωνικός Κονστρουξιονισμός
• «Κοινωνικός κονστρουξιονισμός» (από το αγγλικό
construction=κατασκευή) ονομάζεται ένα σύνολο
θεωριών που ομαδοποιούνται με βάση το κοινό τους
επιχείρημα αναφορικά με την κοινωνική κατασκευή
της πραγματικότητας.
• Οι πρώτοι ίσως που διατύπωσαν με σαφήνεια το
επιχείρημα ήταν οι Μπέργκερ [Peter L. Berger] και
Λούκμαν [Thomas Luckmann] στο έργο τους «Η
Κοινωνική Κατασκευή της Πραγματικότητας»: «Η
πραγματικότητα κατασκευάζεται κοινωνικά και η
κοινωνιολογία της γνώσης πρέπει να αναλύσει τη
διαδικασία με την οποία αυτό συμβαίνει» (Berger &
Luckmann, 2003: 15).

Ανάλυση Πολιτικού Λόγου


Κοινωνικός Κονστρουξιονισμός (2)
• Αφετηρία τους η πολλαπλότητα των κοινωνικών γνώσεων:
«Αυτό που είναι ‘πραγματικό’ για το Θιβετιανό μοναχό
μπορεί να μην είναι πραγματικό για τον Αμερικανό
επιχειρηματία. Η ‘γνώση’ του εγκληματία διαφέρει από τη
‘γνώση’ του εγκληματολόγου. Συνεπάγεται ότι συγκεκριμένες
συσσωρεύσεις της πραγματικότητας και της γνώσης
αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα κοινωνικά συμφραζόμενα»
(Berger & Luckmann, 2003: 18).
• Το βασικό επιχείρημα της θεωρίας της κοινωνικής
κατασκευής είναι ότι η πραγματικότητα νοηματοδοτείται
μέσα από διαδικασίες κοινωνικής και πολιτικής κατασκευής.
Δεν έχει κάποιο οριστικό νόημα από μόνη της ούτε υπάρχει
κάποιο μοναδικό νόημα, που να το εγγυάται ενδεχομένως
κάποια «ουσία» (της κοινωνίας, του ανθρώπου, κτλ.).

Ανάλυση Πολιτικού Λόγου


Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης Τμήμα Πολιτικών Επιστημών

Ουσία ή κατασκευή;

Ουσιοκρατία Κονστρουξιονισμός
• Υπάρχει μια (αυθύπαρκτη) • Όλα αυτά που θεωρούμε
ουσία στα πράγματα που ουσίες είναι κατασκευές των
καθορίζει αλγοριθμικά το ανθρώπινων κοινοτήτων μέσω
είναι και το νόημα τους. του λόγου που έτσι
• Η ουσία αυτή είναι συνήθως προσδίδουν νόημα στην
διιστορική και άχρονη, το πραγματικότητά τους.
θεμέλιο που εξηγεί • Ισχύει ακόμα (ή κυρίως) και
διαχρονικά την ανθρώπινη για έννοιες και πεποιθήσεις
φύση ή τη λειτουργία του που θεωρούνται αυτονόητες ή
κοινωνικού κόσμου. δεδομένες σε μια κοινωνία.
• Παραδείγματα: η θεϊκή
βούληση, η πρόοδος…
Ανάλυση Πολιτικού Λόγου
Αρχές των θεωριών κοινωνικής
κατασκευής
1. Κριτική στάση προς τις γνώσεις που θεωρούνται δεδομένες: η
γνώση δεν είναι απλά αντανάκλαση της πραγματικότητας, αλλά
προϊόν της αντίληψης μας και της διαμεσολάβησης του λόγου.
2. Ιστορική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα: οι απόψεις και οι γνώσεις
για τον κόσμο «είναι προϊόντα των ιστορικά καθορισμένων
διαδράσεων μεταξύ των ανθρώπων» (Gergen, 1985: 267), είναι
δηλαδή ενδεχομενικά καθορισμένες και όχι αναγκαίες.
3. Σύνδεση γνώσης και κοινωνικών διαδικασιών: Οι τρόποι με τους
οποίους ερμηνεύουμε τον κόσμο αναπαράγονται μέσα από
κοινωνικές διαδικασίες (Burr, 1995: 4).
4. Σύνδεση γνώσης και κοινωνικής δράσης: «διαφορετικές
ερμηνείες του κόσμου οδηγούν και σε διαφορετικές κοινωνικές
πρακτικές. Ως εκ τούτου η κοινωνική κατασκευή της γνώσης και
της αλήθειας έχει κοινωνικές συνέπειες» (Phillips & Jorgensen,
2009: 26).

Ανάλυση Πολιτικού Λόγου


Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης Τμήμα Πολιτικών Επιστημών

Τι είναι η πραγματικότητα;
• Η πραγματικότητα σύμφωνα με τις θεωρίες της
κοινωνικής κατασκευής δεν παύει ούτε να υπάρχει ως
τέτοια, ούτε χάνει την υλικότητά της, επειδή το νόημά
της αναγνωρίζεται ως προϊόν μηχανισμών κοινωνικής
καστασκευής.
• Ο κόσμος νοηματοδοτείται μέσα από ψυχικούς και
κοινωνικούς μηχανισμούς. Οι θεωρίες κοινωνικής
κατασκευής αναζητούν τους μηχανισμούς μέσα από
τους οποίους λαμβάνει χώρα αυτή η διαδικασία.
• Η πραγματικότητα συναποτελείται από αντικείμενα
και υποκείμενα, αλλά και από τις μεταξύ τους σχέσεις.

Ανάλυση Πολιτικού Λόγου


Συστήματα λόγων
• Υπάρχουν συστήματα λόγων τα οποία
επενδύουν με αξία συγκεκριμένα αντικείμενα ή
υποκείμενα, άρα κατασκευάζουν την αντίληψή
μας για την πραγματικότητα.
παράδειγμα : Ο διαφημιστικός λόγος προσπαθεί δια του
λόγου να αποδώσει αξία σε συγκεκριμένα αντικείμενα
αντί άλλων για να μας ωθήσει να τα αγοράσουμε (το
νόημα αυτό κατασκευάζεται, δεν είναι αυτονόητο,
αλλιώς δε θα χρειαζόταν τη διαφήμιση).
• Αντίστοιχοι λόγοι υπάρχουν και στην πολιτική,
όπως το πολιτικό marketing.
Ανάλυση Πολιτικού Λόγου
Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης Τμήμα Πολιτικών Επιστημών

Ταυτότητες και πολιτική


• Πολλά κοινωνικά κινήματα επικέντρωσαν σε αυτή τη
σχετική «ρευστότητα» των ταυτοτήτων. Στο πλαίσιο
της νεωτερικότητας (και ιδίως στην ύστερη
νεωτερικότητα), με την αλλαγή των ρυθμών ζωής,
υπάρχει πολύ μεγαλύτερη δυνατότητα για την
αναζήτηση διαφορετικών ταυτοτήτων (πχ
σεξουαλικές, πολιτισμικές, πολιτικές ταυτότητες).
• Οι μηχανισμοί μέσα από τους οποίους
συναρθρώνονται, εδραιώνονται και αναπαράγονται οι
ταυτότητες είναι πολιτικοί γιατί σε αυτούς
εμπλέκονται επιλογές, συγκρούσεις και αποφάσεις,
και πραγματοποιούνται δια μέσω του λόγου.
Ανάλυση Πολιτικού Λόγου

You might also like