Τι Είναι η Θεωρία Της Προσκόλλησης Ψυχολογια
Τι Είναι η Θεωρία Της Προσκόλλησης Ψυχολογια
Τι Είναι η Θεωρία Της Προσκόλλησης Ψυχολογια
Υπάρχουν 4 είδη δεσμού τα οποία μπορούμε να παρατηρήσουμε μεταξύ γονέα και παιδιού: ο
ασφαλής, ο ανασφαλής δεσμός τύπου αποφυγής, ο ανασφαλής δεσμός τύπου αμφιθυμίας και ο
αποδιοργανωμένος. Ο ασφαλής δεσμός είναι αυτός που θέλουμε και χαρακτηρίζεται από τα εξής
στοιχεία : το παιδί δείχνει δυσαρέσκεια όταν αποχωρίζεται τον γονιό του, χαίρεται όταν επιστρέφει
και προτιμάει γενικά τους γονείς του από άλλους ανθρώπους. Ο αποφευκτικός δεσμός
χαρακτηρίζεται από απουσία προτίμησης των γονιών έναντι των ξένων. Αυτά τα παιδιά σπάνια
αναζητούν τους γονείς τους προκειμένου να παρηγορηθούν.
Ο αμφιθυμικός δεσμός χαρακτηρίζεται από δυσφορία όταν το παιδί αποχωρίζεται τον γονιό του
αλλά χωρίς κατευνασμό της δυσφορίας όταν ο γονιός επιστρέφει και αρκετά συχνά από
επιθετικότητα προς αυτόν τον γονιό. Τέλος, ο αποδιοργανωμένος δεσμός χαρακτηρίζεται από έναν
συνδυασμό συμπεριφορών αποφυγής και άγχους. Τα τελευταία τρία είδη δεσμών συγκροτούν μαζί
αυτό που ονομάζουμε «ανασφαλή δεσμό».
Aν και ο Dr. Sears δημιούργησε τον όρο Attachment Parenting, ακόμα και οι 7 αρχές του
προέρχονται από την εργασία του John Bowlby. Ο Bowlby στην αρχική του έρευνα θεώρησε ότι η
ύπαρξη του αρχικού ασφαλούς δεσμού ευνοήθηκε σε περιβάλλοντα κοινωνιών κυνηγών-
τροφοσυλλεκτών. Αυτές οι κοινωνίες είχαν πολλά κοινά στοιχεία με αυτό που ο Dr. Sears ονόμασε
Attachment Parenting και με αυτά που μελέτησε η Darcia Narvaez. Τα βρέφη σε αυτές τις
κοινωνίες θηλάζουν όποτε θελήσουν, έχουν διαρκή σωματική επαφή με τους γονείς τους, έχουν
άμεση ανταπόκριση από τον γονιό τους όταν κλαίνε, κοιμούνται κοντά στους γονείς τους και
έρχονται στον κόσμο φυσικά, χωρίς παρεμβάσεις ( και δίνονται στους γονείς τους αμέσως μόλις
γεννηθούν). Κατά την άποψη του Bowlby αυτό το είδος συμπεριφοράς ευνόησε την άμεση
ανταπόκριση και άρα τον ασφαλή δεσμό. Ο χρόνος για να αναπτυχθεί αυτός ο δεσμός είχε
υποτεθεί ότι ήταν ανάμεσα στους 6 μήνες και τα 2 χρόνια.
Φυσικά, ξέρουμε πλέον ότι τα μωρά και τα παιδιά θα δημιουργήσουν ασφαλείς δεσμούς μέσω
πολλών πρακτικών γονεϊκότητας αρκεί πάντα ο γονιός να ανταποκρίνεται στο παιδί και τις ανάγκες
του. Επιπροσθέτως, το χρονικό πλαίσιο που έθεσε ο Bowlby είναι σωστό ως σύσταση και όχι ως
μια φάση αυστηρά οριοθετημένη. Πάντως, ναι, τα δύο πρώτα χρόνια είναι γενικά τα πιο σημαντικά
για την ανάπτυξη ασφαλούς δεσμού.
Τι σημαίνει αυτό για τη γονεϊκότητα ασφαλούς δεσμού; Αρχικά, ας ξεκαθαρίσουμε ότι οι 7 αρχές για
τις οποίες κάνει λόγο ο Dr. Sears ( τα 7 Bs του όπως λέγονται: birth bonding, breastfeeding,
babywearing, bedding close to a baby, belief in the language value of your baby’s cry, beware
baby trainers, and balance) δεν είναι απαράβατοι κανόνες προκειμένου να δημιουργηθεί ο
ασφαλής δεσμός.
Εαν η θεωρία του Bowlby και άλλων σημαίνει κάτι αυτό είναι ότι μας ενημερώνει για την ύπαρξη
πρακτικών οι οποίες μπορούν να μας βοηθήσουν να αναπτύξουμε έναν υγιή δεσμό με το παιδί
μας. Συντελούν στο να μας κρατούν κοντά στα παιδιά μας διασφαλίζοντας μια αίσθηση ασφάλειας
στο μωρό και ταυτοχρόνως, καθώς είμαστε τόσο κοντά ανταποκρινόμαστε περισσότερο στις
ανάγκες του. Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι αυτές οι πρακτικές είναι οι μόνες που υπάρχουν. Οι
άνθρωποι ξεχνάνε ότι οι πρακτικές αυτές είναι απλά εργαλεία και αν δε τις αντιμετωπίζουμε ως
εργαλεία αλλά ως κανόνες, τότε παύουμε να αφουγκραζόμαστε και να ανταποκρινόμαστε και
συνεπώς αγνοούμε τη βάση του ασφαλούς δεσμού.
Ποια είναι λοιπόν η βασική αρχή της θεωρίας ασφαλούς δεσμού και της γονεϊκότητας ασφαλούς
δεσμού; Είναι η ανταπόκριση. Είναι να ακούμε το μωρό μας και να ανταποκρινόμαστε στις ανάγκες
του. Και στην αρχή της ζωής το μωρό έχει ανάγκες. Καθώς μεγαλώνει θα υπάρχουν και επιθυμίες
αλλά είτε το πιστεύετε είτε όχι στις περισσότερες περιπτώσεις αυτό που του προκαλεί δυσφορία
και ένταση είναι οι ανάγκες. Και καλό είναι να θυμόμαστε ότι οι ανάγκες του είναι διαφορετικές από
τις δικές μας και δεν πρέπει να έχουμε ενήλικες προσδοκίες από το παιδί σε σχέση με το τι πρέπει
να αντέχει και τι όχι..
3
Υπάρχουν και κάποια ακόμα ζητήματα. Πρώτον, συχνά μένει εκτός συζήτησης η ιδιοσυγκρασία του
κάθε παιδιού. Κάποια παιδιά είναι εξίσου ικανοποιημένα είτε κοιμούνται με τους γονείς τους είτε
κοιμούνται σε κούνια μέσα στο δωμάτιό τους. Κάποια δεν αντέχουν να μην έχουν διαρκή σωματική
επαφή. Κάποια χαίρονται να κάνουν βόλτες με το καροτσάκι και κάποια όχι. Κάποια θα
ευχαριστιούνται με τον θηλασμό και θα τον συνεχίσουν πολύ καιρό ενώ κάποια άλλα θα
ευχαριστηθούν, θα τον απολαύσουν μέχρι κάποιο σημείο και θα σταματήσουν νωρίτερα. Οι αρχές
του attachment parenting είναι πιο πιθανό να βοηθήσουν τους γονείς που έχουν παιδιά με
περισσότερες ανάγκες. Κάποιοι γονείς μπορούν να είναι παρόντες και να ανταποκρίνονται στα
παιδιά τους απλά θεωρώντας ότι το κλάμα του παιδιού τους σημαίνει κάτι και απαντώντας
κατάλληλα. Μπορεί να δίνουν στο παιδί τους ξένο γάλα, να είχαν μια τραυματική γέννα, να
κοιμούνται χωριστά, να χρησιμοποιούν καροτσάκι, αλλά, θεωρούν ότι το παιδί τους προσπαθεί να
εκφράσει κάτι με το κλάμα του. Δεν το αγνοούν και ανταποκρίνονται σε αυτό. Αυτή η ανταπόκριση
είναι που χτίζει τον ασφαλή δεσμό (αν και πολλοί γονείς παιδιών με πολλές ανάγκες λένε ότι αν
πιστεύεις στο κλάμα του παιδιού το πιο πιθανό είναι ότι θα κάνεις και πολλά από αυτά που
θεωρούνται οι αρχές του attachment parenting αυθόρμητα). Θα συνιστούσαν πολλοί γονείς να
δοκιμάσει κάποιος νέος γονιός τη διαρκή σωματική επαφή μέσω slings ή την συν-κοίμηση ή τον
θηλασμό; Σίγουρα. Όχι, όμως, γιατί το παιδί του δε θα αναπτύξει αλλιώς ασφαλή δεσμό, αλλά,
επειδή όλες αυτές οι πρακτικές διευκολύνουν την εξέλιξη αυτής της διαδικασίας.
Το δεύτερο θέμα είναι ότι έχουμε ακούσια περιορίσει αυτού του είδους τη γονεϊκότητα στα πολύ
μικρά παιδιά. Ξέρουμε ότι ο ασφαλής δεσμός δημιουργείται κυρίως τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής
. Όπως και να’χει, όμως, ένας γονιός που μπορεί να έχασε το τρένο κατά τα πρώτα χρόνια της
ζωής του παιδιού του ως προς την ανταπόκριση κι έρχεται κάποια στιγμή που συνειδητοποιεί ότι
οφείλει να ακούει το παιδί του και να του παρέχει αυτά που χρειάζεται είναι ένας γονιός που μπορεί
να δημιουργήσει έναν ασφαλή δεσμό (αν και ο δρόμος που θα έχει να διανύσει θα είναι
μακρύτερος και πιο δύσκολος). Ομοίως, ένας γονιός που ακολουθεί πιστά τις αρχές του
attachment parenting αλλά σταματάει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του παιδιού του όταν αρχίζει
να μιλάει ή προσφέρει την αγάπη του υπό συνθήκες παύει να ευνοεί τη συνέχιση του ασφαλούς
δεσμού.
Αν θέλετε οπωσδήποτε έναν ορισμό να σκέφτεστε την ανταπόκριση γιατί αυτή θα οδηγήσει σε
έναν πραγματικά ασφαλή δεσμό. Τι ακριβώς σημαίνει η ανταπόκριση έχει να κάνει με πολλούς
παράγοντες και δεν εξαντλείται ούτε προκύπτει μόνο από τις καθορισμένες αρχές του attachment
parenting.
4
Άτοµα µε ασφαλή τύπο δεσµού χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα αυτοεκτίµησης και έχουν
γενικά προσδοκίες ότι άτοµα του κοινωνικού περίγυρου θα ανταποκριθούν όταν κανείς τους
χρειαστεί. Οι ασφαλείς τύποι έχουν λοιπόν ένα σχήµα διαπροσωπικών σχέσεων που είναι θετικό
για τον εαυτό τους και τους άλλους.
Ο τύπος της εµµονής (preoccupied) χαρακτηρίζεται από µια αρνητική εικόνα για τον εαυτό και µια
θετική εικόνα για τους άλλους, γεγονός που τα καθιστά άτοµα υποχωρητικά και εύκολα σε
εκµετάλλευση συναισθηµατικά. Ο τύπος αποφυγής (avoidant) ενέχει αρνητικά µοντέλα για τον
εαυτό και τους άλλους, που διακρίνονται σε δύο ειδικότερους τύπους αποφυγής: τον απορριπτικό
(dismissing) και τον φοβικό (fearful). Ο απορριπτικός τύπος αποφυγής χαρακτηρίζεται από µια
εξιδανικευµένα θετική εικόνα για τον εαυτό (ιδεατό εγώ) και µια αρνητική εικόνα για τους άλλους.
Είναι συνήθως άτοµα που είχαν γονείς απόµακρους αλλά που γενικά φρόντιζαν για τις ανάγκες
τους. Ο φοβικός τύπος αποφυγής έχει µια αρνητική εικόνα και για τον εαυτό και για τους άλλους.
Είναι συνήθως άτοµα µε γονείς επιθετικούς απέναντί τους ή που έπασχαν από κατάθλιψη.
5
Ήδη από τη στιγμή της γέννησης του, το βρέφος αλληλοεπιδρά με τη μητέρα του παρέχοντας
μηνύματα που εκφράζουν τις ανάγκες και την διάθεση του (αν νιώθει χαρά, φόβο, αν πεινάει,
κρυώνει κτλ.).
Ο τρόπος που η μητέρα θα ανταποκριθεί στα μηνύματα αυτά έχει καθοριστική σημασία καθώς το
βρέφος μαθαίνει κατά πόσο μπορεί να στηριχτεί σε εκείνη για του προσφέρει ασφάλεια και
παρηγοριά. Η ποιότητα της σχέσης αυτής στη πορεία επεκτείνεται για να συμπεριλάβει τις
προσδοκίες που το παιδί θα αναπτύξει για τον εαυτό του, τους άλλους αλλά και για τον κόσμο
γύρω του.
Ο όρος "προσκόλληση" εισήχθη αρχικά από τον Βρετανό ψυχίατρο John Bowlby ο οποίος τόνισε
ότι το βρέφος έχει ανάγκη να αναπτύξει συναισθηματικό δεσμό με ένα ή δύο σημαντικά πρόσωπα
τα οποία θα το προστατεύουν από τον κίνδυνο. Στη συνέχεια η Mary Ainsworth εισήγαγε την
έννοια της «Ασφαλούς Βάσης» κατά την οποία το βρέφος χρησιμοποιεί τη διαθεσιμότητα της
μητέρας του ως ασφαλή βάση για να εξερευνήσει το περιβάλλον και να δοκιμάσει νέες δεξιότητες.
Με άλλα λόγια, η έννοια της προσκόλλησης έχει δύο σημαντικούς ‘ανταγωνιστικούς’ πυρήνες: από
τη μία το βρέφος αναζητά την εγγύτητα και την προστασία της μητέρας του ενώ από την άλλη
επιθυμεί να απομακρυνθεί και να εξερευνήσει τον κόσμο γύρω του γνωρίζοντας όμως ότι η μητέρα
θα βρίσκεται κοντά ως μια ¨ασφαλής βάση¨.
Η M. Ainsworth (1970) εξελίσσοντας περαιτέρω τη θεωρία δεσμού του Bowlby και μετά από
έρευνα οδηγήθηκε στη διάκριση τριών μορφών προσκόλλησης: την ασφαλή, την ανασφαλή και την
αποδιοργανωμένη/αδιαφοροποίητη προσκόλληση. Το είδος της προσκόλλησης που θα αναπτύξει
το βρέφος εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την ανταπόκριση της μητέρας στις ανάγκες του.
Μια μητέρα που ανταποκρίνεται κατάλληλα στις ανάγκες του μωρού της, που είναι σταθερά
διαθέσιμη, ευαίσθητη απέναντι στα μηνύματα του και δεκτική ως προς την δυσφορία του τείνει να
αναπτύσσει έναν ασφαλή δεσμό με το βρέφος.
Από την άλλη, εάν η μητέρα είναι λιγότερο δεκτική και ευαίσθητη απέναντι στις απαιτήσεις του
μωρού της για ασφάλεια και παρηγοριά, δεν είναι διαθέσιμη σε σταθερή βάση ή έχει κάπως
απρόβλεπτο τρόπο ανταπόκρισης στις ανάγκες του είναι πιθανότερο να δημιουργήσει ανασφαλή
δεσμό προσκόλλησης με το βρέφος. Τέλος όταν το βρέφος δέχεται σημαντικά κακής ποιότητα
φροντίδα, όπως πχ. κακοποίηση, είναι πιθανότερο να αναπτύξει μια αποδιοργανωμένη
προσκόλληση προς το πρόσωπο που το φροντίζει.
6
Η φύση και η μορφή αυτής της πρώτης σχέσης που αναπτύσσει το βρέφος με τη μητέρα του
γίνεται μοντέλο για τις μετέπειτα σχέσεις του, προκαλώντας προσδοκίες για το αν θα είναι άξιο
αγάπης και κατά πόσο μπορεί να βασιστεί στους άλλους και να εμπιστευτεί τον κόσμο γύρω του.
Με άλλα λόγια, μια ασφαλής ή ανασφαλής προσκόλληση φαίνεται να δημιουργεί κάποια
‘εσωτερικά μοντέλα εργασίας’ τα οποία επηρεάζουν το πώς βλέπει το άτομο τον εαυτό του ως
βρέφος αλλά και αργότερα ως ενήλικας.
Ο εαυτός του γίνεται αντιληπτός ως άξιος αγάπης και υποστήριξης και το ίδιο αποκτά εμπιστοσύνη
στις ικανότητες του. Οι άλλοι θεωρούνται εξίσου ως άξιοι εμπιστοσύνης και ανταποδοτικοί. Ένα
παιδί με ασφαλή προσκόλληση είναι πιθανό να αναπτύξει ευκολότερα την ανθεκτικότητα, την
ανεξαρτησία, τον έλεγχο των συναισθημάτων του, την ενσυναίσθηση, τις κοινωνικές του
δεξιότητες, τα θετικά του συναισθήματα και την θετική αυτόεκτίμηση.
Από την άλλη μεριά, τα βρέφη που έρχονται σε επαφή με μια μητέρα που δεν ανταποκρίνεται
κατάλληλα στις ανάγκες τους αναπτύσσουν έναν ανασφαλή δεσμό προσκόλλησης, ο οποίος
διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: τον απορριπτικό/αποφευκτικό δεσμό και τον αγχώδη/αμφιθυμικό
δεσμό. Στην πρώτη περίπτωση η μητέρα είναι συχνά απορριπτική, δεν ανταποκρίνεται άμεσα και
συνήθως είναι επικριτική και αντιδρά με θυμό ή τιμωρία όταν το παιδί εκφράζει έντονα
συναισθήματα.
Το παιδί βιώνει συχνά την απόρριψη και αναπτύσσει άγχος και φόβο για πιθανή απόρριψη στο
μέλλον. Έτσι προσπαθεί να μην δείχνει αρνητικά συναισθήματα και τροποποιεί την συμπεριφορά
του με σκοπό να είναι αγαπητό από τους άλλους. Αποφεύγει ωστόσο την δημιουργία πολύ στενών
επαφών και γίνεται υπερβολικά αυτό-εξαρτώμενο και ανεξάρτητο. Μπροστά στη μητέρα μπορεί να
μην εκδηλώνει τα όποια δυσάρεστα συναισθήματα του με σκοπό να κερδίσει την προσοχή της
ώστε να ικανοποιηθούν οι ανάγκες του.
Στην δεύτερη περίπτωση, τα παιδιά με αγχώδη/αμφιθυμικό τύπο προσκόλλησης συχνά έχουν μια
μητέρα που δεν είναι σταθερά διαθέσιμη και δεν είναι ευαίσθητη απέναντι στις ανάγκες τους. Τείνει
να αγνοεί τα σήματα του βρέφους για προσοχή και γενικά είναι απρόβλεπτη στην ανταπόκρισή
της. Σε ακραίες περιπτώσεις, οι φόβοι και οι ανησυχίες του παιδιού αγνοούνται πλήρως και το
παιδί νιώθει συναισθηματικά εγκαταλελειμμένο.
Το βρέφος νιώθει ότι συνήθως δε μπορεί να προβλέψει τον τρόπο που θα ανταποκριθεί η μητέρα
στις ανάγκες του. Το παιδί με αυτού του είδους προσκόλληση εμφανίζει αδυναμία ελέγχου της
7
Τα παιδιά με ανασφαλή προσκόλληση και των δύο τύπων θεωρούν τους εαυτούς τους ως μη
αξιόλογους και ανάξιους αγάπης, δεν έχουν εμπιστοσύνη στις ικανότητες τους ενώ οι άλλοι
προσλαμβάνονται ως απορριπτικοί, μη προβλέψιμοι και ίσως τιμωρητικοί.
Τέλος υπάρχουν και τα βρέφη που αναπτύσσουν αποδιοργανωμένο τύπο προσκόλλησης. Σε αυτή
την περίπτωση τα παιδιά έχουν φροντιστές τελείως απρόβλεπτους που παρέχουν κακής ποιότητας
φροντίδα. Συνήθως πρόκειται για περιβάλλοντα όπου οι γονείς είναι είτε χρήστες ουσιών, είτε με
ψυχιατρικές διαταραχές είτε βίαιοι και κακοποιητικοί. Σε αυτή την περίπτωση ο γονέας γίνεται
ταυτόχρονα πηγή παρηγοριάς και φόβου και το παιδί δε μπορεί καθόλου να προβλέψει την
συμπεριφορά του.
Έτσι βρίσκεται συνεχώς σε κατάσταση επαγρύπνησης και άγχους μη γνωρίζοντας πότε θα βιώσει
τον επόμενο κίνδυνο. Ο φόβος είναι πολύ δυνατός και συχνά τα παιδιά αυτά αναζητούν παρηγοριά
και ασφάλεια σε αγνώστους, ενώ δεν επιδιώκουν να απομακρυνθούν και να εξερευνήσουν το
περιβάλλον. Ο εαυτός τους γίνεται αντιληπτός ως μη αξιόλογος και αναξιαγάπητος αλλά και ικανός
να προκαλέσει θυμό και βία στους άλλους. Οι άλλοι θεωρούνται τρομακτικοί, επικίνδυνοι και
απρόβλεπτοι.
Το είδος της προσκόλλησης που αναπτύσσει ένα βρέφος με το βασικό πρόσωπο που το φροντίζει
είναι σημαντικό καθώς καθορίζει όχι μόνο την ανάπτυξη της βρεφικής και παιδικής του ηλικίας
αλλά και αργότερα την ενήλικη του ζωή.
Πολλές είναι οι έρευνες που έχουν δείξει ότι τα παιδιά με ασφαλή προσκόλληση εμφανίζουν
σημαντικότερα επιτεύγματα και επιτυχίες, αποτελεσματικότερη συναισθηματική, κοινωνική και
συμπεριφορική προσαρμογή και καλύτερες κοινωνικές σχέσεις σε σχέση με τα παιδιά με
ανασφαλή ή αποδιοργανωμένη προσκόλληση.