08 - Το δίκτυο των σιδηροδρόμων
08 - Το δίκτυο των σιδηροδρόμων
08 - Το δίκτυο των σιδηροδρόμων
1. Αφού µελετήσετε τα παραθέµατα και λάβετε υπόψη τις σχετικές πληροφορίες του σχολικού
βιβλίου, να σχολιάσετε τη φράση του βιβλίου σας: «… Ο σιδηρόδροµος έγινε το σύµβολο των νέων
καιρών... και το συνώνυµο της ανάπτυξης στον 19ο αιώνα».
~ Α.Ν. Βερναρδάκη, Περί του εν Ελλάδι Εµπορίου, εν Αθήναις 1885, σελ. 348 - 349.
2. Λαµβάνοντας υπόψη το κείµενο των πηγών και τις σχετικές πληροφορίες του σχολικού βιβλίου, να
εξηγήσετε γιατί «το σιδηροδροµικό δίκτυο (της Ελλάδας) δεν κατάφερε να εκπληρώσει τις
αναπτυξιακές προσδοκίες που στηρίχθηκαν πάνω του».
Οι σιδηρόδροµοι είναι µέσον ή όργανον µεταφοράς, και όπως παν όργανον πρέπει να ήναι ανάλογον
και σύµµετρον προς τον σκοπόν του όπως ήναι χρήσιµον, ούτω και οι σιδηρόδροµοι, ίνα ώσι χρήσιµοι,
πρέπει ν’ αποφέρωσι τουλάχιστον τα της εκµεταλλεύσεώς των, ως και τον τόκον και το χρεωλύσιον των
δαπανηθέντων κεφαλαίων.
~ Σ. Τζόκα, Ανάπτυξη και Εκσυγχρονισµός στην Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα. Υπανάπτυξη ή Εξαρτηµένη
Ανάπτυξη, εκδ. Θεµέλιο, Αθήνα 1998, σελ. 26 - 27.
3. Με βάση το παράθεµα και τις ιστορικές σας γνώσεις: α) Να σχολιάσετε τη φράση του παραθέµατος
«ο μύθος των ελληνικών σιδηροδρόµων αποπνέει µια ιδιαίτερη ειρωνεία». β) Να χαρακτηρίσετε τη
σχέση ανάµεσα στο σιδηροδροµικό δίκτυο και στην ναυτιλία.
Ο µύθος των ελληνικών σιδηροδρόµων αποπνέει µια ιδιαίτερη ειρωνεία. Η πρώτη φάση της
κατασκευής τους (1880-1890) ξεκίνησε σχεδόν σαν αντίδραση ενοχής που η χώρα είχε τόσο πολύ αργήσει
να προσχωρήσει στη νέα θρησκεία· και από τότε προβάλλεται ως το αναµφίβολο σηµάδι της ελληνικής
µετάβασης σ’ ένα είδος καπιταλισµού. Από πολλές, όµως απόψεις, η χρησιµότητά τους για µια διαδικασία
µετάβασης ήταν αµφισβητήσιµη αν όχι τελείως αρνητική. Το ολικό µήκος γραµµών (λιγότερο από 750
µίλια το 1890, περίπου 850 το 1909) δείχνει ότι η ένεση επενδύσεων δεν ήταν αρκετή για να δηµιουργήσει
συνθήκες οικονοµικής απογείωσης. Αλλά και µεγαλύτερες να ήταν οι επενδύσεις, πάλι θα ήταν σχεδόν
άχρηστες. Η κατασκευή σιδηροδρόµων δεν µπορούσε να παίξει τονωτικό ρόλο για ανύπαρκτους
βιοµηχανικούς κατασκευαστές δικτύου και τροχαίου υλικού, ούτε ήταν αρκετά ισχυρό κίνητρο για να
δηµιουργηθούν τέτοιες βιοµηχανίες σε µια χώρα που δεν είχε αρκετό σίδερο και κάρβουνο. Είναι
χαρακτηριστική η αντίθεση µε άλλες χώρες, όπου η κατασκευή σιδηροδρόµων λειτούργησε ως καίριος
παράγοντας του καπιταλιστικού µετασχηµατισµού περισσότερο µε τις επενέργειές της στην εκβιοµηχάνιση
παρά µε την ωφέλειά της για τις µεταφορές. Άλλωστε η σύµπτωση της παγκόσµιας οικονοµικής κρίσης δεν
επέτρεψε στην Ελλάδα ούτε καν τα ισχνά οφέλη από την κατασκευή των σιδηροδρόµων, που ήταν εφικτά
µέσα στις υπανάπτυκτες συνθήκες της οικονοµίας της. Αυτά τα οφέλη χρησίµευσαν τελικά µόνο στο να
µετριάσουν και να καθυστερήσουν κάπως τη ζηµιά της χώρας από τη διεθνή κρίση, ένα είδος άθελης
τονωτικής ένεσης.
Ακόµα και στον τοµέα των µεταφορών η εισφορά του σιδηροδρόµου στην ανάπτυξη της χώρας δεν
ήταν αποφασιστική, όχι µόνο γιατί το δίκτυο δεν είχε παντού το ίδιο πλάτος γραµµών αλλά και γιατί είχε
κατασκευαστεί ώστε να εξυπηρετεί κυρίως παράλιες περιοχές. Ο ανταγωνισµός της ναυτιλίας θα ήταν ίσως
µικρότερη απειλή σ’ εποχή οικονοµικής άνθησης· έφτασε να είναι σοβαρό εµπόδιο στις συνθήκες οξύτατης
κρίσης, που είχαν προξενήσει έναν πόλεµο τιµών στην αγορά των ναυτικών µεταφορών. Πράγµατι, αν ο
ανταγωνισµός µε τη ναυτιλία ήταν ζηµιογόνος για τους σιδηροδρόµους, ήταν ακόµα πιο πολύ για τη
ναυτιλία. Οι σιδηρόδροµοι την ανταγωνίστηκαν όχι µόνο µε τη λειτουργία τους αλλά και µε το ίδιο γεγονός
ότι κατασκευάστηκαν. Το στήσιµο τους απορρόφησε τεράστια κονδύλια, που διαφορετικά θα µπορούσαν
ίσως να επενδυθούν έγκαιρα στον ναυτιλιακό τοµέα. Εκεί ήταν που η Ελλάδα είχε κάποιο είδος συγκριτικού
πλεονεκτήµατος. Γιατί µια ανανεωµένη ελληνική ναυτιλία δε θα βασιζόταν µόνο στην παράδοση: το άλλο
της στήριγµα θα ήταν οι οµογενείς επιχειρηµατίες, µε την παγκόσµια εµπορική και χρηµατιστική τους
δραστηριότητα. Η ολική χωρητικότητα του ελληνικού στόλου έµεινε έτσι στάσιµη για µισό περίπου αιώνα
(1860-1901) σε µια περίοδο τεράστιας ναυτιλιακής ανάπτυξης στη ∆ύση. Μεταξύ 1850 και 1880 η Βρετανία
αύξησε κατά 1600% τη χωρητικότητα του ατµοκίνητου στόλου της, ο υπόλοιπος κόσµος κατά 440% ... Η
εσφαλµένη επιλογή είναι λοιπόν ακόµα πιο οφθαλµοφανής στον συσχετισµό της µε τα συγκριτικά
πλεονεκτήµατα της χώρας. Για µια χώρα όπως η Ελλάδα, που αφενός είχε µεγάλη ναυτική παράδοση και
αφετέρου αντιµετώπιζε τεράστιες γεωφυσικές δυσχέρειες στην κατασκευή σιδηροδρόµων, ήταν σαφώς
πρωθύστερη µια κρατική πολιτική, µε την οποία υποστηρίζονταν οι σιδηροδροµικές επενδύσεις µεταξύ
1880 και 1910, ενώ η υποστήριξη προς την ατµοκίνητη ναυτιλία ήταν ανέκαθεν συγκριτικά ασήµαντη, τόσο
κατά την κρίσιµη περίοδο 1830-1870, όσο και µεταγενέστερα.
Αυτή η αίσθηση λανθασµένων επιλογών δεν αλλάζει, αν δει κανείς και τις ειδικότερες απόψεις του
προβλήµατος. Οι συνέπειες, π.χ. που είχε η απαρχαίωση των ελληνικών ιστιοφόρων στην ελληνική ναυτιλία
και στη διεθνή ανταγωνιστικότητά της θα είχαν αµβλυνθεί, αν µέρος του απαρχαιωµένου δυναµικού µε τα
πληρώµατά του έβρισκε απασχόληση στη λίγο-πολύ αναπτυσσόµενη τότε εσωτερική αγορά. Αυτός όµως θα
ήταν δυνατό µόνο αν δεν υπήρχε ο ανταγωνισµός του παράλιου σιδηροδροµικού δικτύου. Το ότι αυτό δεν
µπόρεσε να συµβεί, είχε µια παρενέργεια µε σηµαντικές µακροπρόθεσµες συνέπειες: αυτή η επιπόλαιη
αχρήστευση υποτίµησε σε υψηλό βαθµό ένα µεγάλο µέρος του µικρού ολικού κεφαλαίου που είχε σωρεύσει
η εγχώρια αστική τάξη, το µέρος εκείνο που είχε επενδυθεί στη ναυτιλία, και µείωσε δραστικά την
ικανότητά του να γεννά κέρδη. Αυτός ήταν ένας από τους σηµαντικότερους λόγους, για τους οποίους ο πιο
ελπιδοφόρος τοµέας της ελληνικής οικονοµίας και το πιο εύρωστο τµήµα της εγχώριας αστικής τάξης
καταδικάστηκαν σε µια µακρόχρονη χειµέρια νάρκη. Όσο για τους σιδηρόδροµους, το ολικό µήκος του
δικτύου έφτασε µόλις τα 1600 µίλια σχεδόν ένα ολόκληρο αιώνα αργότερα, και αυτό σε µία χώρα που είχε
πια διπλή έκταση, τετραπλό πληθυσµό και 50-70 φορές µεγαλύτερο εισόδηµα από την Ελλάδα του 1890· οι
σιδηροδροµικές εκµεταλλεύσεις είχαν πάντα έλλειµµα, όχι µόνο γιατί οι σιδηρόδροµοι είναι συνήθως
παθητικοί σε όλο τον κόσµο, αλλά κυρίως γιατί υπήρχαν οι ειδικές ελληνικές συνθήκες που αναφέρθηκαν·
και οι κυβερνήσεις του 20ου αιώνα δεν συνέχισαν ουσιαστικά την προσπάθεια ανάπτυξης του δικτύου,
ακριβώς επειδή έδειξε ότι δεν ήταν ούτε κοινωνικά επικερδές µεταφορικό µέσο, ούτε κίνητρο για την
εγχώρια βιοµηχανία. Έτσι η «ηρωική εποχή» των ελληνικών σιδηροδρόµων στα 1880, η υποτιθέµενη
ένδειξη του καπιταλιστικού µετασχηµατισµού της χώρας, απλώς συντέλεσε σε µια βαρύτατη αύξηση της
ξένης οικονοµικής κυριαρχίας µε µέσο το δηµόσιο χρέος και, τέλος στην πτώχευση του 1893.