순수 동사

Pure verbs

순수한 동사, 즉 성악 동사그리스어동사로, 단어 줄기모음으로 끝나는 동사들이다(diphthong모노퐁).

오리진스

그리스 순수 동사는 앞의 프로토-인도-유럽 언어에서 몇 가지 파생 유형에 배정될 수 있다.

Most of the verbs in -αω are derived from nominal ā-stems by forming the present tense with the suffix -i̯e-/-i̯o-: νικάω < *νῑκᾱ-i̯o- ‘to win, prevail’, from νίκα ‘victory’; τιμάω < *τῑμᾱ-i̯o- ‘to honor, revere’, from τιμά ‘honor’. 이 클래스의 동사 몇 개, 예: ΔράωΩ 'to do', σπάωω 'to, pull'이다.

Verbs in -εω are derived from a range of nominal stems: φιλέω < *φιλε-i̯o- ‘to love’, from φίλος ‘dear, beloved’; τελέω < *τελεσ-i̯o- ‘to finish’, from τέλος ‘target, destination’; φωνέω < *φωνε-i̯o- ‘to make a sound’, from φονή ‘sound’; μαρτυρέω < *μαρτυρε-i̯o- ‘to testify’, from μάρτυς ‚witness’. 이 클래스에서 밑줄친 동사의 예로는 ῥέω < *ῥϝϝωωω 'to flow', ζέωω < *ζεσωωω 'to boil'이다.

-οΩ의 동사는 주로 명목상의 오스템에서 유래한 사실성: ΔδόωΩ '명확하고 명백하다'에서, Δολλωωωω '노예하고 정복한다'에서, Δωωωωωωωω'에서, Δουυυωωςςς'에서 '서번트, 노예'에서 유래한 사실이다.

-ιω의 동사는 명목상의 i-stem: μίωωωωωω '분노할 것'에서, μιςςς ' 'anger, phorn'에서 유래한다.

-υω의 동사 중에는 amongυυ의 '생성, 발행'과 같이 밑줄친 동사는 물론, u-stems에서 파생된 일부 교파 동사(예: μωωθωωωωωω, drunk drunk drunkωω, drunk drunk drunk drunk)의 '와인'도 있다.

-ευω의 동사는 명목 자음 줄기에서 유래한다: παιδ 'ωωωωωωω '교육하다', Δαῖςςωωωωω'에서, Δουυςςςς'에서, Δ, slave slaveςςςςςς 'servant, slave'에서 유래한다.

-αι Ω의 동사는 u로 끝나는 뿌리에서 -iee-/-ioo-suffix로 파생된다. ααα < < < < <-i̯o-'to break, wail.'

결합

다음 표는 고전적인 다락방 그리스어로 '해결하기 위하여, 자유하기 위하여, 파괴하기 위하여' 순동사 λῡ́ν의 결합형태를 보여준다.

현재 지시적 하위절제 선택적 명령적 불완전함(Ind.)
1. sg.액션 λῡ́ω λῡ́ω λῡ́οιμι ἔλῡον
2. sg.액션 λῡ́εις λῡ́ηις λῡ́οις λῡ́ε ἔλῡες
3. sg.액션 λῡ́ει λῡ́ηι λῡ́οι λῡέτω ἔλῡε(ν)
1. 플. 행동. λῡ́ομεν λῡ́ωμεν λῡ́οιμεν ἐλῡ́ομεν
2. 플. 행동. λῡ́ετε λῡ́ητε λῡ́οιτε λῡ́ετε έλῡ́ετε
3. 플. 행동. λῡ́ουσι(ν) λῡ́ωσι(ν) λῡ́οιεν λῡόντων ἔλῡον
2. du. 연기. λῡ́ετον λῡ́ητον λῡ́οιτον λῡ́ετον ἐλῡ́ετον
3. du. 행동. λῡ́ετον λῡ́ητον λῡοίτην λῡέτων ἐλῡέτην
1. sg.mp. λῡ́ομαι λῡ́ωμαι λῡοίμην ἐλῡόμην
2. sg.mp. λῡ́ηι[A 1] λῡ́ηι λῡ́οιο λῡ́ου ἐλῡ́ου
3. sg.mp. λῡ́εται λῡ́ηται λῡ́οιτο λῡέσθω ἐλῡ́ετο
1. MP. λῡόμεθα λῡώμεθα λῡοίμεθα ἐλῡόμεθα
2. MP. λῡ́εσθε λῡ́ησθε λῡ́οισθε λῡ́εσθε έλῡ́εσθε
3. pl. λῡ́ονται λῡ́ωνται λῡ́οιντο λῡέσθων[A 2] ἐλῡόμεθον
1. du.mp. λῡόμεθον λῡώμεθον λῡοίμεθον ἐλῡόμεθον
2. du. mp. λῡ́εσθον λῡ́ησθον λῡ́οισθον λῡ́εσθον ἐλῡ́εσθον
3. du. mp. λῡ́εσθον λῡ́ησθον λῡοίσθην λῡέσθων ἐλῡέσθην
  1. ^ 바이폼: λῡ́́ι.
  2. ^ 포스트클래식 byform: λῡέσωωαν.
아오리스트 지시적 하위절제 선택적 명령적 Ind. Fut. Opt. Fut.
1. sg.액션 ἔλῡσα λῡ́σω λῡ́σαιμι λῡ́σω λῡ́σοιμι
2. sg.액션 ἔλῡσας λῡ́σηις λῡ́σειας[A 1] λῡ́σον λῡ́σεις λῡ́σοις
3. sg.액션 ἔλῡσε(ν) λῡ́σηι λῡ́σειε(ν)[A 2] λῡσάτω λῡ́σει λῡ́σοι
1. 플. 행동. ἐλῡ́σαμεν λῡ́σωμεν λῡ́σαιμεν λῡ́σομεν λῡ́σοιμεν
2. 플. 행동. ἐλῡ́σατε λῡ́σητε λῡ́σαιτε λῡ́σατε λῡ́σετε λῡ́σοιτε
3. 플. 행동. ἔλῡσαν λῡ́σωσι(ν) λῡ́σειαν[A 3] λῡσάντων[A 4] λῡ́σουσι(ν) λῡ́σοιεν
2. du. 연기. ἐλῡ́σατον λῡ́σητον λῡ́σαιτον λῡ́σατον λῡ́σετον λῡ́σοιτον
3. du. 행동. ἐλῡσάτην λῡ́σητον λῡσαίτην λῡσάτων λῡ́σετον λῡσοίτην
1. sg. med. ἐλῡσάμην λῡ́σωμαι λῡσαίμην λῡ́σομαι λῡσοίμην
2. sg. med. ἔλῡσω λῡ́σηι λῡ́σαιο λῡ́σαι λῡ́σηι λῡ́σοιο
3. sg. med. λῡ́σατο λῡ́σηται λῡ́σαιτο λῡσάσθω λῡ́σεται λῡ́σοιτο
1. 플랩 메디컬 ἐλῡσάμεθα λῡσώμεθα λῡσαίμεθα λῡσόμεθα λῡσοίμεθα
2.플.메드. ἐλῡ́σασθε λῡ́σησθε λῡ́σαισθε λῡ́σασθε λῡ́σεσθε λῡ́σοισθε
3. pl. med. ἐλῡ́σαντο λῡ́σωνται λῡ́σαιντο λῡσάσθων[A 5] λῡ́σονται λῡ́σοιντο
1. du. med. ἐλῡσάμεθον λῡσώμεθον λῡσαίμεθον λῡσόμεθον λῡσοίμεθον
2. du. med. ἐλῡ́σαθον λῡ́σησθον λῡ́σαισθον λῡ́σασθον λῡ́σεσθον λῡ́σοισθον
3. du. med. ἐλῡσάσθην λῡ́σησθον λῡσαίσθην λῡσάσθων λῡ́σεσθον λῡσοίσθην
1. sg. 패스. ελύθην λυθῶ λυθείην λυθήσομαι λυθησοίμην
2. sg. 패스. ἐλύθης λυθῆις λυθείης λύθητι λυθήσηι λυθήσοιο
3. sg. 패스. ἐλύθη λυθῆι λυθείη λυθήτω λυθήσεται λυθήσοιτο
1. pl. ple. ἐλύθημεν λυθῶμεν λυθεῖμεν[A 6] λυθησόμεθα λυθησοίμεθα
2. pl. pass. ἐλύθητε λυθῆτε λυθεῖτε[A 7] λύθητε λυθήσεσθε λυθήσοισθε
3. 플. 패스. ἐλύθησαν λυθῶσι(ν) λυθεῖεν[A 8] λυθέντων[A 9] λυθήσονται λυθήσοιντο
1. du. pass. λυθησόμεθον λυθησοίμεθον
2. du. pass. ἐλύθητον λυθῆτον λυθεῖτον[A 10] λύθητον λυθήσεσθον λυθήσοισθον
3. du. pass. ἐλυθήτην λυθῆτον λυθείτην[A 11] λυθήτων λυθήσεσθον λυθησοίσθην
  1. ^ 바이폼: λῡ́́́αας.
  2. ^ 바이폼: λῡ́́́αα.
  3. ^ 바이폼: λῡ́́́αννν.
  4. ^ 포스트클래식 byform: λῡσάωωαν.
  5. ^ 포스트클래식 byform: λῡσάωωωαν.
  6. ^ 바이폼: λυθίημμμμμμ.
  7. ^ 바이폼: λυθίηεεεε.
  8. ^ 바이폼: λυθίηηααν.
  9. ^ 포스트클래식 byform: λυθήωωαν.
  10. ^ 바이폼: λυθίηνννν.
  11. ^ 바이폼: λυθιήνννννν.
퍼펙트 지시적 하위절제 선택적 명령적 더하기Quampert (Ind.) Ind. Fut. 정확해. 선택. 미래. 정확해.
1. sg.액션 λέλυκα (λελύκω)[A 1] (λελύκοιμι)[A 2] ἐπεφύκειν[A 3]
2. sg.액션 λέλυκας (λελύκηις) (λελύκοις) (λέλυκε) ἐλελύκεις[A 4]
3. sg.액션 λέλυκε(ν) (λελύκηι) (λελύκοι) (λελυκέτω) ἐλελύκει(ν)
1. 플. 행동. λελύκαμεν (λελύκωμεν) (λελύκοιμεν) ἐλελύκεμεν[A 5]
2. 플. 행동. λελύκατε (λελύκητε) (λελύκοιτε) (λελύκετε) ἐλελύκετε[A 6]
3. 플. 행동. λελύκασι(ν) (λελύκωσι) (λελύκοιεν) (λελυκέτωσαν) ἐλελύκεσαν[A 7]
2. du. 연기. λελύκατον (λελύκητον) (λελύκοιτον) (λελύκετον) ἐλελύκετον
3. du. 행동. λελύκατον (λελύκητον) (λελυκοίτην) (λελυκέτων) ἐλελυκέτην
1. sg.mp. λέλυμαι λελυμένος/-η/-ον/-α ὦ λελυμένος/-η/-ον/-α εἴην ἐλελύμην λελύσομαι λελυσοίμην
2. sg.mp. λέλυσαι λελυμένος/-η/-ον/-α ἦις λελυμένος/-η/-ον/-α εἴης (λέλυσο) ἐλέλυσο λελύσηι λελύσοιο
3. sg.mp. λέλυται λελυμένος/-η/-ον/-α ἦι λελυμένος/-η/-ον/-α εἴη λελύσθω ἐλέλυτο λελύσεται λελύσοιτο
1. MP. λελύμεθα λελυμένοι/-αι ὦμεν λελυμένοι/-αι εἶμεν ἐλελύμεθα λελυσόμεθα λελυσοίμεθα
2. MP. λέλυσθε λελυμένοι/-αι ἦτε λελυμένοι/-αι εἶτε (λέλυσθε) έλέλυσθε λελύσεσθε λελύσοισθε
3. pl. λέλυνται λελυμένοι/-αι ὦσι(ν) λελυμένοι/-αι εἶεν (λελύσθωσαν) ἐλέλυντο λελύσονται λελύσοιντο
1. du.mp. λελύμεθον λελυμένω ὦμεν λελυμένω εἶμεν ἐλελύμεθον λελυσόμεθον λελυσοίμεθον
2. du. mp. λέλύσθον λελυμένω ἦτον λελυμένω εἶτον (λέλυσθον) ἐλέλυσθον λελύσεσθον λελύσοισθον
3. du. mp. λέλύσθον λελυμένω ἦτον λελυμένω εἶτον (λελύσθων) ἐλελύσθην λελύσεσθον λελυσοίσθην
  1. ^ The subjunctive forms of the mediopassive are consistently formed by the auxiliary verb εἰμί and the perfect passive participle, those of the active voice usually with εἰμί and the perfect active participle: λελυκὼς/-κυῖα/-κὸς/-κότα ὦ, ἦις, ἦ, λελυκότες/-κυίας ὦμεν, ἦτε, ὦσι(ν).
  2. ^ The optative forms of the mediopassive are consistently formed by the auxiliary verb εἰμί and the perfect passive participle, those of the active voice usually with εἰμί and the perfect active participle: λελυκὼς/-κυῖα/-κὸς/-κότα εἴην, εἴἦς, εἴη, λελυκότες/-κυίας εἶμεν, εἶτε, εἶεν.
  3. ^ 구형: ἐλλληηηηη.
  4. ^ 구형: ἐλλύύηςςςς.
  5. ^ 포스트클래식 형태: ἐλεύμμ μενν.
  6. ^ 포스트클래식 형식: ἐλεύκεεεεε.
  7. ^ 포스트클래식 형식: ἐλεύειαααν.

계약동사

현재와 불완전한 시제에서는 α와 α로 대표되는 소리, α와 α로 대표되는 소리, 또한 ε로트 그리스어에서는 보통 다음과 같은 주제 모음과 합쳐진다: μιμά Ω > ῶῶμῶ μῶ ῶ, ωαω ωω ωωω ω ' ωω ' ' ' ' ' ' ' ' ' '. 애이릭어아카도시프리오어 방언에서 이들 동사는 반격계급인 κάλη μμι '내가 부른다'에 가입한다.

인도 법전. 초기 이오닉 그리스어[A 1] 애티크 그리스어 도리아어 레즈비언 그리스어 불완전한 법.
부정사 νῑκάειν νῑκᾶν νῑκῆν νῑ́κᾱν 다락방
1. sg. νῑκάω νῑκῶ νῑκῶ νῑ́καιμι *ἐνῑ́καον > ἐνῑ́κων
2. sg. νῑκάεις νῑκᾶις νῑκῆις νῑ́καις *ἐνῑ́καες > ἐνῑ́κᾱς
3. sg. νῑκάει νῑκᾶι νῑκῆι νῑ́και *ἐνῑ́καε > ἐνῑ́κᾱ
1. pl. νῑκάομεν νῑκῶμεν νῑκᾶμες[A 2] νῑ́κᾱμεν *ἐνῑκάομεν > ἐνῑκῶμεν
2. pl. νῑκάετε νῑκᾶτε νῑκῆτε νῑ́κᾱτε *ἐνῑκάετε > ἐνῑκᾶτε
3. pl. νῑκάουσι νῑκῶσι(ν) νῑκᾶντι[A 3] νῑ́καισι *ἐνῑ́καον > ἐνῑ́κων
  1. ^ 초기 Ionic에서도 계약된 형태는 실제로 계약되지 않은 형태보다 더 흔하다.
  2. ^ 바이폼: νῑῶμ μες.
  3. ^ 바이폼: νῑκῶιιιι.
인도 법전. 초기 이오닉 그리스어[A 1] 애티크 그리스어 도리아어 레즈비언 그리스어 불완전한 법.
인피니티브 φιλέειν φιλεῖν φιλῆν[A 2] φίλην 다락방
1. sg. φιλέω φιλῶ φιλίω[A 3] φίλημι *ἐφίλεον > ἐφίλουν
2. sg. φιλέεις φιλεῖς φιλῆς[A 4] φίλης[A 5] *ἐφιλεες > ἐφίλεις
3. sg. φιλέει φιλεῖ φιλεῖ φίλη *ἐφίλεε > ἐφίλει
1. pl. φιλέομεν φιλοῦμεν φιλίομες[A 6] φίλημεν *ἐφιλέομεν > ἐφιλοῦμεν
2. pl. φιλέετε φιλεῖτε φιλῆτε[A 7] φίλητε *ἐφιλέετε > ἐφιλεῖτε
3. pl. φιλέουσι φιλοῦσι(ν) φιλίοντι[A 8] φίλεισι *ἐφίλεον > ἐφίλουν
  1. ^ 초기 Ionic에서도 계약된 형태는 실제로 계약되지 않은 형태보다 더 흔하다.
  2. ^ 바이폼: φιλε,, φιλνν.
  3. ^ 바이폼: φιλῶ, φιέωωω.
  4. ^ 바이폼: φιλε,, φιλέ,, φιλςς.
  5. ^ 바이폼: φιηηαα.
  6. ^ Byforms: φιλίωμες, φιλῶμες, φιλοῦμες, φιλέομες.
  7. ^ 바이폼: φιλεεεεε.
  8. ^ 바이폼: φιλό,,, φιοο,,, φιλε,,, ,ιλέ,ι,.
인도 법전. 초기 이오닉 그리스어[A 1] 애티크 그리스어 도리아어 레즈비언 그리스어 불완전한 법.
인피니티브 δηλόειν δηλοῦν δηλῶν δήλων 다락방
1. sg. δηλόω δηλῶ δηλῶ δήλωμι *ἐδήλοον > ἐδήλουν
2. sg. δηλόεις δηλοῖς δηλωῖς δήλως *ἐδήλοες > ἐδήλους
3. sg. δηλόει δηλοῖ δηλωῖ δήλω *ἐδήλοε > ἐδήλου
1. pl. δηλόομεν δηλοῦμεν δηλῶμες[A 2] δήλωμεν *ἐδηλόομεν > ἐδηλοῦμεν
2. pl. δηλόετε δηλοῦτε δηλῶτε[A 3] δήλωτε *ἐδηλόετε > ἐδηλοῦτε
3. pl. δηλόουσι δηλοῦσι(ν) δηλῶντι[A 4] δήλοισι *ἐδήλοον > ἐδήλουν
  1. ^ 초기 Ionic에서도 계약된 형태는 실제로 계약되지 않은 형태보다 더 흔하다.
  2. ^ 바이폼: Δηοομ μςς.
  3. ^ 바이폼: Δδλοῦεεε.
  4. ^ 바이폼: Δδλοῦ,,,, φλέιιιιι.

미래 시제형식 계약

애티크 그리스어로 된 일부 동사는 -ίζω Ω으로 표시된 모든 동사들 중 미래형태를 수축시켰으며, 이는 -εΩ으로 표시된 동사의 현재 형태와 같다.

Ind. Fut. ἀγγέλλειν '신고할 것' ἐλᾶν '운전하다, 추격하다' βιάζειν '강력, 코러스' καλεῖν ‘to call’ κτερίζειν '매장하다'
1. sg.액션 ἀγγελῶ ἐλῶ βιῶ καλῶ κτεριῶ
2. sg.액션 ἀγγελεῖς ἐλᾶις βιᾶις καλεῖς κτεριεῖς
3. sg.액션 ἀγγελεῖ ἐλᾶι βιᾶι καλεῖ κτεριεῖ
1. 플. 행동. ἀγγελοῦμεν ἐλῶμεν βιῶμεν καλοῦμεν κτεριοῦμεν
2. 플. 행동. ἀγγελεῖτε ἐλᾶτε βιᾶτε καλεῖτε κτεριεῖτε
3. 플. 행동. ἀγγελοῦσι(ν) ἐλῶσι(ν) βιῶσι(ν) καλοῦσι(ν) κτεριοῦσι(ν)
2. du. 연기. ἀγγελεῖτον ἐλᾶτον βιᾶτον καλεῖτον κτεριεῖτον
3. du. 행동. ἀγγελεῖτον ἐλᾶτον βιᾶτον καλεῖτον κτεριεῖτον
1. sg. med. ἀγγελοῦμαι ἐλῶμαι βιῶμαι καλοῦμαι κτεριοῦμαι
2. sg. med. ἀγγελῆι[A 1] ἐλᾶι βιᾶι καλῆι[A 2] κτεριῆι[A 3]
3. sg. med. ἀγγελεῖται ἐλᾶται βιᾶται καλεῖται κτεριεῖται
1. 플랩 메디컬 ἀγγελοῦμεθα ἐλώμεθα βιώμεθα καλοῦμεθα κτεριοῦμεθα
2.플.메드. ἀγγελεῖσθε ἐλᾶσθε βιᾶσθε καλεῖσθε κτεριεῖσθε
3. pl. med. ἀγγελοῦνται ἐλῶνται βιῶνται καλοῦνται κτεριοῦνται
1. du. med. ἀγγελοῦμεθον ἐλώμεθον βιώμεθον καλοῦμεθον κτεριοῦμεθον
2. du. med. ἀγγελεῖσθον ἐλᾶσθον βιᾶσθον καλεῖσθον κτεριεῖσθον
3. du. med. ἀγγελεῖσθον ἐλᾶσθον βιᾶσθον καλεῖσθον κτεριεῖσθον
  1. ^ 바이폼: ἀγγεῖῖῖῖ.
  2. ^ 바이폼: καλῖῖῖ.
  3. ^ 바이폼: κτερῖῖῖῖ.

문학

  • Carl Darling Buck, 그리스어와 라틴어의 비교 문법, 시카고/런던 1933 페이지 262 ff.
  • Carl Darling Buck, The Grisian Buts, 1955년 시카고, 페이지 122 ff.
  • 장 루이 버누프, 메토드는 에투디에 랑구 그레크, 1835년 파리, 페이지 62 ff.
  • 라파엘 뤼너/프리드리히 블라스, 아우슈튀를리히 그람마티크그리히시첸 스프라체 Erster Teil: Elementar- und Formenlehre II, 3차 개정판, Hannover 1892, 페이지 98 ff, 122 ff, 198 ff.