Αυστραλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αυστραλία | οι | Αυστραλίες |
γενική | της | Αυστραλίας | των | Αυστραλιών |
αιτιατική | την | Αυστραλία | τις | Αυστραλίες |
κλητική | Αυστραλία | Αυστραλίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Αυστραλία < (άμεσο δάνειο) αγγλική Australia < λατινική australis (νότιος) (μαρτυρείται από το 1854)[1]
- Το όνομα προέρχεται από τον 2ο αιώνα και τις ιστορίες για μια άγνωστη γη του Νότου (την terra australis incognita). Ο Άγγλος εξερευνητής Matthew Flinders την ονόμασε Terra Australis που έπειτα συντμήθηκε στη σημερινή ονομασία. Προηγούμενα, οι Ολλανδοί, όταν είχαν εξερευνήσει την Ωκεανία, είχαν δώσει στο νησί το όνομα Nova Hollandicus, δηλαδή Νέα Ολλανδία.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /af.stɾaˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αυ‐στρα‐λί‐α
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Αυστραλία θηλυκό
- γιγαντιαίο νησί (διαστάσεων ηπείρου) στα νοτιοδυτικά του Ειρηνικού και στα ανατολικά του Ινδικού ωκεανού
- κράτος της Ωκεανίας που βρίσκεται στο ομώνυμο νησί με πρωτεύουσα την Καμπέρα, επίσημη γλώσσα τα αγγλικά και νόμισμα το δολάριο Αυστραλίας
- ※ Και ήταν το χίλια εννιακόσια πενήντα οχτώ όταν έσκασε σαν βόμπα στα παιδικά μας αυτιά η είδηση πως η ξαδέρφη μας, η Μάνθα, που τόσο μας αγαπούσε και την αγαπούσαμαν, θά ’φευγε για την Αυστραλία.
- Ειρήνη Καλέντζη, Ύστερα άνοιξε η Αυστραλία, Πρεβεζάνικα Χρονικά, 2017, (53-54), σσ. 359–362.
- ※ Και ήταν το χίλια εννιακόσια πενήντα οχτώ όταν έσκασε σαν βόμπα στα παιδικά μας αυτιά η είδηση πως η ξαδέρφη μας, η Μάνθα, που τόσο μας αγαπούσε και την αγαπούσαμαν, θά ’φευγε για την Αυστραλία.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- Αυστραλός, Αυστραλέζος
- Αυστραλή, Αυστραλέζα, Αυστραλίδα
- αυστραλέζικος
- αυστραλιακός
- Αυστραλιανός, αυστραλιανός
Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Αυστραλία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χώρα της Ωκεανίας
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Νησιά του Ειρηνικού Ωκεανού (νέα ελληνικά)
- Νησιά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια του Ειρηνικού Ωκεανού (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Χώρες της Ωκεανίας (νέα ελληνικά)
- Χώρες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ωκεανίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)