Papadiamantis

Download as pdf or txt
Download as pdf or txt
You are on page 1of 40

1

Αλ. Παπαδιαµάντης:

Επιµέλεια: Μαρία Παπαδοπούλου


2
Γενικά χαρακτηριστικά των διηγηµάτων του:

1. Τα διηγήµατα του Παπαδιαµάντη είναι κατά βάση ηθογραφικά και έχουν τα γνωρίσµατα της πρώτης ηθογραφίας: στροφή
της προσοχής στην αγροτική και θαλασσινή Ελλάδα, προσέγγιση του απλού ανθρώπου, προσαρµογή του γλωσσικού
οργάνου στη λιτότητά του.
2. Το αφηγηµατικό υλικό των διηγηµάτων του στηρίζεται τόσο σε έµµεσες γνώσεις, όπως είναι τα αρχαιοελληνικά, τα
εκκλησιαστικά και βυζαντινά κείµενα (Παλαιά και Καινή ∆ιαθήκη, Τροπάρια κ.λπ.), τα ξένα κείµενα και η µυθολο-
γία, όσο και σε άµεσες, ζωντανές γνώσεις, π.χ. ήθη και έθιµα, ιστορίες από απλούς ανθρώπους της Σκιάθου ή της
Αθήνας, ανέκδοτα, παραµύθια, παραδόσεις, µάγια, ξόρκια, προλήψεις, δεισιδαιµονίες, τραγούδια κ.λπ. Κυρίαρχα
αναδεικνύονται πάντως τα αυτοβιογραφικά στοιχεία («ο αφηγητής εµφανίζεται µε την πραγµατική ταυτότητα ή
κρύβεται πίσω από ψευδώνυµα», Π. Μουλλάς) ή, γενικότερα, τα βιωµατικά, µια που ο συγγραφέας δεν αναπλάθει
µόνο προσωπικές ιστορίες αλλά και ξένες, που γνώρισε άµεσα ή έµµεσα. Και στις δύο περιπτώσεις οι ιστορίες του
αποτελούν κοµµάτι της ζωής του, εφόσον µάλιστα συνδέονται µε τη σύγχρονή του πραγµατικότητα, συµπίπτουν µε τη
διάρκεια της ζωής του και το σκηνικό τους τοποθετείται στη Σκιάθο ή στην Αθήνα.
3. Η σχέση των ηρώων του και των γεγονότων που αφηγείται µε την αντικειµενική πραγµατικότητα προσδίδει στα
διηγήµατά του ρεαλιστικό χαρακτήρα. Η εκτίµηση αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι στα διηγήµατά του όλα σχεδόν
είναι συγκεκριµένα: ονόµατα ηρώων, ανθρώπινοι τύποι, καταστάσεις, τόπος και συχνά χρόνος.

4. Τα πρόσωπα ωστόσο και τα γεγονότα των διηγηµάτων φέρουν και τη σφραγίδα της υποκειµενικότητας του συγγραφέα
(προσωπική αίσθηση και συγκίνηση), εφόσον τοποθετούνται µεν σε συγκεκριµένο χωροχρόνο, έχουν όµως έκταση και
πλάτος. Προσλαµβάνουν έτσι και έντονη συµβολική διάσταση.

5. Ο έντονος συµβολισµός σε συνδυασµό µε τη µεταφυσική διάσταση, τη µεγάλη λεπτολογία στις περιγραφές (κυρίως
στα σκιαθίτικα διηγήµατα), την ειδυλλιακή αναπαράσταση και την εξιδανικευµένη εικόνα του χωριού και του παρελ-
θόντος δηµιουργούν ποιητική ατµόσφαιρα στο έργο και διάθεση λυρική. Τα στοιχεία αυτά συνιστούν υποχώρηση του
ρεαλισµού και µαρτυρούν επίδραση του ευρωπαϊκού ροµαντισµού.
6. Ουσιαστικό γνώρισµα των διηγηµάτων είναι και ο ψυχογραφικός χαρακτήρας τους, αλλά και ο κοινωνικός. Ο
Παπαδιαµάντης δεν περιορίζεται σε µια απλή καταγραφή του υλικού του. ∆εν είναι απλός φωτογράφος, αλλά
ψυχογράφος, «δεν ζωγραφίζει απλώς, αλλά δηµιουργεί ανθρώπους, κοινωνίες, χώρους» (Ν. Τωµαδάκης). Η
εξιδανικευµένη εικόνα ενός αποµακρυσµένου τρόπου ζωής αναδηµιουργείται.

7. Η χριστιανική πίστη και ο χριστιανικός ανθρωπισµός είναι από τα βασικά γνωρίσµατα των διηγηµάτων του
Παπαδιαµάντη. Από αυτά απορρέουν και η στοχαστική διάθεσή του πάνω στα γεγονότα, τα πρόσωπα και τα πράγµατα
(αποκάλυψη νοήµατος) και οι ιδεολογικές κατευθύνσεις του κοινωνικού προβληµατισµού του, αλλά και η φυσιολατρική
διάθεσή του. Ειδικά για την τελευταία πρέπει να σηµειωθεί ότι η σχέση του συγγραφέα µε τη φύση είναι όχι µόνο
νοσταλγική και αισθητική , αλλά και ηθική: φύση και άνθρωπος αποτελούν ανεξάρτητα «κτίσµατα» του Θεού,
βρίσκονται όµως σε «αντικειµενική συστοιχία», αλληλοκαθορίζονται. Κι επιπλέον η φύση συνδέεται µε την παλιά
φυσικότητα και αθωότητα του ανθρώπου και διευκολύνει την επικοινωνία του µε το Θεό.
3
8. Η σύνθεση των διηγηµάτων του είναι απλή και ο χαρακτήρας της µάλλον στατικός. Αυτά σηµαίνουν ότι
στα διηγήµατά του δεν υπάρχει έντονη και φανερή δράση, ότι η δράση είναι περιορισµένη, γεγονός που οφείλεται:

α) στον ανύπαρκτο ή ασήµαντο µύθο και την απλότητα της πλοκής, που αντικαθίστανται όµως από την
«εσωτερίκευση» της δράσης (ψυχισµός, διαγραφή χαρακτήρων),

β) στην παρουσία ελάχιστων προσώπων και στη στοχαστική στάση τους (αποτύπωση βιωµάτων) και
γ) στις λεπτοµερείς και εκτεταµένες περιγραφές (σκηνικό), που αναστέλλουν τη δράση.
9. Η γλώσσα του Παπαδιαµάντη είναι εντελώς προσωπική. Αποτελείται από ένα κράµα καθαρεύουσας,
εκκλησιαστικής (στα κείµενά του υπάρχουν ακόµη και αυτούσια εκκλησιαστικά ρητά), δηµοτικής και ιδιωµατισµών
(της Σκιάθου κυρίως). Οι διάφορες γλωσσικές µορφές πάντως δε χρησιµοποιούνται αδιάκριτα, αλλά παρουσιάζουν
αναβαθµούς:
α) στις περιγραφές και τις λυρικές παρεκβάσεις συναντάται η αµιγής καθαρεύουσα (παλαιότερη λογοτεχνική
παράδοση και εκκλησιαστική),
β) στην αφήγηση χρησιµοποιείται η καθαρεύουσα µε πρόσµειξη στοιχείων της δηµοτικής (προσωπικό ύφος),
γ) στους διαλόγους αποτυπώνεται σχεδόν φωνογραφικά η οµιλούµενη λαϊκή γλώσσα µαζί µε ιδιωµατισµούς (αίσθηµα
προφορικού λόγου, φυσικότητα διαλόγων).

Αξιοσηµείωτος είναι ακόµη ο µεγάλος γλωσσικός πλούτος των διηγηµάτων του µε τις αθησαύριστες (που δεν απαντώνται
αλλού) ή επινοηµένες λέξεις, η περίεργη τοποθέτηση του επιθέτου µετά το ουσιαστικό, το αίσθηµα της ακριβολογίας
(κυρίως µε τη χρήση της καθαρεύουσας), η επίδραση των συντακτικών προτύπων της Αρχαίας Ελληνικής και της Γαλλικής.

Ιστορικοκοινωνικό – πραγµατολογικό πλαίσιο του έργου:

Ως προς το ιστορικοκοινωνικό και πραγµατολογικό πλαίσιο του διηγήµατος Όνειρο στο κύµα πρέπει να επισηµανθεί
εξαρχής ότι η σχέση της αφήγησης µε τη πραγµατικότητα είναι ιδιάζουσα.
Καταρχάς υπάρχει το ρεαλιστικό στοιχείο, µια και το διήγηµα γενικά αναφέρεται στη σύγχρονη πραγµατικότητα του
Παπαδιαµάντη. Αναλυτικά:

(1) Χρόνος: το πρώτο χρονικό επίπεδο της αφήγησης τοποθετείται στη δεκαετία του 1870 (στο κείµενο µε σχετική
απροσδιοριστία: 187...) και αναφέρεται στην εφηβική ηλικία του ήρωα, ενώ το δεύτερο µε τις αναµνήσεις και το
στοχασµό του αφηγητή πρέπει να τοποθετηθεί µερικά χρόνια αργότερα (στα τέλη της δεκαετίας του 1880 ή τις αρχές
του 1890) στην ώριµη ηλικία του. Έτσι, τα χρονικά επίπεδα της αφήγησης συνδέονται µε τη διάρκεια της ζωής του
Παπαδιαµάντη. Άλλωστε το διήγηµα δηµοσιεύτηκε το 1900. Στο διήγηµα υπάρχουν και ακριβέστεροι χρονικοί
προσδιορισµοί, όπως: «µίαν εσπέραν», «την ώραν εκείνην είχε βασιλέψει ο ήλιος και το φεγγάρι σχεδόν ολόγεµον...»
κ.λ.π.
(2) Τόπος: ο πυρήνας της ιστορίας τοποθετείται στη Σκιάθο, όπως φαίνεται από:

α) την πυκνή αναφορά σκιαθίτικων τοπωνυµίων, όπως Ξάρµενο, Πλατάνα, Μέγας Γιαλός, Κλήµα κ.λπ.,
β) την αναφορά στην Ιερά Μονή του Ευαγγελισµού της Θεοτόκου,
4
γ) την ποικίλη παρουσία των στοιχείων της φύσης (λόγγοι, φάραγγες, κοιλάδες, αιγιαλοί, βουνά, χωράφια,
θάλασσα) και τη λεπτοµερή περιγραφή τους.

(3) Αυτοβιογραφικά στoιxεία - βιώµατα: το διήγηµα συνδέεται µε τον κύκλο των αυτοβιογραφικών διηγηµάτων της
εφηβικής ηλικίας, από όπου όµως δεν λείπουν και τα έµµεσα βιώµατα, οι αναφορές δηλ. όχι µόνο σε προσωπικές αλλά και
σε «αλλότριες" ιστορίες. Στα αυτοβιογραφικά ή βιωµατικά στοιχεία περιλαµβάνονται η φυσική ζωή στη Σκιάθο, οι
εικόνες του βοσκόπουλου, η σχέση µε τη θάλασσα, το µοναστήρι του Ευαγγελισµού και οι καλόγεροι, οι
κοινωνικοοικονοµικές συνθήκες του νησιού, οι νοοτροπίες και οι συµπεριφορές των ανθρώπων, η σχέση µε τη
θρησκεία και τους εκπροσώπους της (η θρησκευτικότητα του Παπαδιαµάντη ως βίωµα) κ.λ.π. (βλ. και τις
προσωνυµίες του Παπαδιαµάντη: «κοσµοκαλόγερος», «άγιος των ελληνικών γραµµάτων» κ.λ.π.).
Ωστόσο πρέπει να τονιστεί ότι είναι δύσκολος ο προσδιορισµός των πραγµατικών αυτοβιογραφικών ή βιωµατικών
στοιχείων που µεταφέρονται στο διήγηµα. γιατί ο συγγραφέας µε την υπογραφή στο τέλος (τέχνασµα της πλα-
στοπροσωπίας) αποποιείται κάθε ταύτιση.
(4) Λαογραφικά και ηθογραφικά στοιχεία:

λαϊκοί θρύλοι και παραδόσεις π.χ. για το «άντρον» (= σπηλιά) των νυµφών ή το δείπνο του ήλιου, σε άµεση συσχέτιση µε
την αρχαία ελληνική µυθολογία (επιβιώµατα),

τρόπος ζωής και συνήθειες των απλών ανθρώπων της νησιώτικης υπαίθρου,

άµεση γνώση της ποιµενικής ζωής, αλλά και επιρροές από το αρκαδικό (βουκολικό) ειδύλλιο (π.χ. η στερεότυπη εικόνα που
έχει η Μοσχούλα για τους βοσκούς, ο βοσκός ως «σατυρίσκος του βουνού», η θαλάσσια σπηλιά, η εξιδανίκευση του
πραγµατικού χώρου),

γεωργικές εργασίες (όργωµα, σπορά, θερισµός κ.λπ.) - έναρξη εργασιών µε προσευχή (στοιχείο λαϊκής θρησκευτικότητας),

νοµή αγαθών που προέρχονταν από τα χωράφια και τα αµπέλια,

κλοπές ζώων από τα κοπάδια,

πρότυπο γυναικείας οµορφιάς (γραµµές σώµατος, χρώµα µαλλιών, λευκότητα σώµατος),

συµπεριφορές κοριτσιού (αγοροκόριτσο),

αντιλήψεις καλογέρων (Σισώη και παπα-Γρηγορίου) για την αποφυγή του γυναικείου πειρασµού και τη σωτηρία της ψυχής,

αντιλήψεις ήρωα για τη γυναικεία φύση (= «απλή θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι»),

φόβοι ήρωα να µην παρεξηγηθεί και εκτεθεί ότι κινούµενος από δόλο παραµόνευε να δει γυµνή τη Μοσχούλα,

χαρακτηριστικά αστικής κοινωνίας.

(5) Επιρροές από εκκλησιαστικά κείµενα - γνώση του πλαισίου της θρησκευτικής ζωής:
∆ευτερονόµιο («έβαλλα εις εφαρµογήν τας διατάξεις του ∆ευτερονοµίου χωρίς να τας γνωρίζω» = νοµή καρπών µόνο
για χορτασµό),
Άσµα Ασµάτων (περιγραφή κόρης),
Κατά Λουκά Ευαγγέλιο (απώλεια κατσίκας - θέµα «απολωλότος προβάτου»),
5
Παροιµίες κ.ά. σηµεία της Π. ∆ιαθήκης (το «σχοινίον της παραβολής», «σχοίνισµα κληρονοµίας»),
Τρόπος ζωής, συνήθειες και αντιλήψεις καλογέρων,
Έναρξη εργασιών µε προσευχή,
Εκκλησιαστικοί όροι (π.χ. εγκαταβίωσεν, κωλυόµενος να ιερατεύση, φραγγέλιον κ.λ.π.),
Εκκλησιαστικά ιδρύµατα (Κοινόβιον του Ευαγγελισµού, ιερατική σχολή, η εν Αθήναις Ριζάρειος = Εκκλησιαστική Σχολή
κ.λ.π.).

Γραµµατειακό είδος:
Το αφήγηµα του Παπαδιαµάντη ανήκει στην κατηγορία του ηθογραφικού διηγήµατος συγκεντρώνοντας όλα τα
χαρακτηριστικά της πρώτης ηθογραφίας:

α) τη ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής των απλών και ταπεινών ανθρώπων της υπαίθρου (εδώ της Σκιάθου),

β) λαογραφικές καταγραφές (ήθη, έθιµα, ενδυµασία, κατοικίες, θρύλοι, πα ραδόσεις κ.λ.π.) και δείγµατα της
παράδοσης του παραµυθιού (η πριγκιποπούλα ή η χαϊδεµένη µοναχοκόρη),

γ) την ευδαιµονική αναπαράσταση του παρελθόντος (εδώ µε επίκεντρο την ερωτική ζωή),

δ) την αποστροφή για τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής αστικής ζωής (εδώ του κόσµου των µορφωµένων και της
µισθωτής εργασίας στην Αθήνα),

ε) νέους τρόπους γραφής (πρωτοπρόσωπη αφήγηση, φωνογραφικά πιστοί διάλογοι κ.λ.π.).


Παρά ταύτα από το διήγηµα δε λείπουν και οι ροµαντικές επιδράσεις (λυρισµός - συµβολισµός), το κοινωνικό
πλαίσιο της αφήγησης και ο κοινωνικός προβληµατισµός, καθώς και τα έντονα ψυχογραφικά στοιχεία.

Σχολή – Τεχνοτροπία:
Το συγκεκριµένο διήγηµα, όπως και το σύνολο της διηγηµατογραφικής παραγωγής του Παπαδιαµάντη, εντάσσεται στο
κλίµα της Β΄ Αθηναϊκής Σχολής (γενιά του 1880).

Θέµα – Υπόθεση:
Βασικό θέµα του διηγήµατος είναι ο ανεκπλήρωτος έρωτας ενός εφήβου βοσκού στη Σκιάθο και η καθοριστική επίδραση
που άσκησε αυτός στη ζωή του.
Την ιστορία αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο ο ήρωας, καθώς την αναθυµάται ύστερα από αρκετά χρόνια, όταν πια έχει
σπουδάσει νοµικός και εργάζεται ως βοηθός ενός µεγαλοδικηγόρου και πολιτευτή στην Αθήνα. Στα δεκαοκτώ του χρόνια ο
αφηγητής, ανέµελος, αθώος, ρωµαλέος και σε απόλυτη αρµονία µε το φυσικό περιβάλλον ήταν παραγιός στο µοναστήρι του
Ευαγγελισµού της Θεοτόκου, βόσκοντας το κοπάδι κατσικιών που διατηρούσαν οι καλόγεροι. Μοναδικό γείτονα στα
βοσκοτόπια είχε ένα «µικρόν άρχοντα», τον ιδιόρρυθµο κυρ Μόσχο, που είχε υιοθετήσει την ανεψιά του, τη Μοσχούλα.

Η Μοσχούλα, πρότυπο γυναικείας οµορφιάς για τον έφηβο βοσκό, καλοαναθρεµµένη και χαϊδεµένη - θύµιζε στο βοσκό την
ευνοούµενη κατσικούλα του που τη φώναζε Μοσχούλα -, κατέβηκε κάποιο απόβραδο στον απόκρηµνο γιαλό να
κολυµπήσει. Λίγο νωρίτερα είχε µόλις τελειώσει τη δική του βουτιά ο βοσκός και τώρα, αθέατος, κι αφού προσπάθησε
6
αρχικά να αποµακρυνθεί διακριτικά, έµεινε να παρατηρεί έκθαµβος και αναστατωµένος τη σιλουέτα του γυµνού
κοριτσιού, ξεχνώντας το κοπάδι του. .

Ξαφνικά η αγαπηµένη του κατσικούλα άρχισε να βελάζει. Ο νεαρός κινήθηκε ανήσυχος να τη βρει, έγινε όµως ορατός από
το κορίτσι, που έβγαλε κραυγή. Πανικόβλητος αρχικά ο βοσκός από το γεγονός ότι έγινε ορατός αντιλαµβάνεται ότι οι
κραυγές της κοπέλας οφείλονται στο ότι αυτή κινδυνεύει να πνιγεί. Χωρίς πολλούς δισταγµούς και παρά το ότι προσέγγιζε
και µια ψαρόβαρκα βούτηξε να τη γλιτώσει παρατώντας την αναζήτηση της κατσίκας του.
Με υπερφυσική ένταση των δυνάµεών του κατόρθωσε να φτάσει το κορίτσι και να το βγάλει στην ακτή. Έτσι η κοπέλα
σώθηκε, η κατσίκα όµως πνίγηκε τυλιγµένη στο σχοινί της. Και ο αφηγητής, που ένιωσε το γυµνό κορµί του κοριτσιού πάνω
του, έµεινε από τότε µε τη βασανιστική αλλά και «ονειρώδη ανάµνησιν της λουοµένης κόρης», ανάµνηση που τον έκανε να
µη γίνει κληρικός.
Εκτός από το βασικό θέµα του ανεκπλήρωτου, αθώου και σε αρµονία µε το φυσικό ειδυλλιακό περιβάλλον έρωτα
υπάρχουν στο διήγηµα και άλλα θέµατα, όπως:
η νοσταλγία για τη φυσική οµορφιά, την αγνότητα, την ειρηνική ζωή και την εφηβική ηλικία,
οι µεταφυσικοί στοχασµοί: µεταφυσικό κακό, πάλη µε αµαρτία, έννοια και συνέπειες του πειρασµού,
το κοινωνικό κακό και η κοινωνική αδικία (η περίπτωση του κυρ Μόσχου),
η τάση φυγής από τα δεινά της αστικής κοινωνίας (υποκρισία-προσποίηση, µισθωτή εργασία, ανελευθερία),
οι αντιφάσεις της ψυχής. πόθος - αγνότητα, έρωτας - έκσταση, γήινη οµορφιά - αγιοσύνη κ.λ.π.

Τα θέµατα αυτά επιτρέπουν τη δυνατότητα πολλαπλών αναγνώσεων ερµηνειών, όπως είναι:


α) Η ηθικοθρησκευτική σκοπιά: θρησκευτικής προέλευσης εξιδανίκευση του αντικειµένου θαυµασµού (και απόσταση από
αυτό), αλληγορία της ηθικής έκπτωσης του ανθρώπου από µια αρχική κατάσταση ευδαιµονίας σε µια δυστυχισµένη ζωή.

β) Εγκώµιο της φυσικής oµoρφιάς, εκδήλωση αντίθεσης µεταξύ φύσης και πολιτισµού: φύση = εφηβική ηλικία αφηγητή
(ωραίος, ευτυχής, "φυσικός"), πολιτισµός = ώριµη ηλικία (δέσµιος και καταπιεσµένος).

γ) Αισθητική προσέγγιση: αµφιταλάντευση ανάµεσα στο υψηλό, το αισθησιακό, την παραίσθηση και την υπερβατικότητα (µη
γήινο).

δ) Αντιπαράθεση της ευτυχισµένης εφηβείας στη φθορά της ωριµότητας: µετασχηµατισµός του βοσκού σε δικηγόρο, του
βουνού σε Αθήνα, της εφηβείας σε ωριµότητα.

ε) Ψυχαναλυτική προσέγγιση: καταστολή επιθυµίας, στραγγάλισµα εφηβικής φαντασίωσης, αµφιταλάντευση ανάµεσα στο
όνειρο και την πραγµατικότητα, στη φυσική και την "τεχνητή" ζωή (∆. Τζιόβας).
Σύνθεση:
Σύλληψη: αφηγηµατική απόδοση αυτοβιογραφικών-βιωµατικών στοιχείων µε επίκεντρο µια «αθώα» ερωτική ιστορία µέσα
στο ειδυλλιακό φυσικό περιβάλλον της Σκιάθου κατά την εφηβική ηλικία του αφηγητή.

∆οµή (διάρθρωση-διάταξη-οικονοµία): Η απλή υπόθεση του διηγήµατος συνδυάζεται µε την απλότητα της αφηγηµατικής
δοµής, η οποία αποδίδεται από το παρακάτω σχήµα:
α) ευτυχία βοσκού = κατάσταση ισορροπίας,
7
β) εµφάνιση Μοσχούλας-κοπέλας και Μοσχούλας-κατσίκας = προοικονόµηση ανατροπής της ισορροπίας,
γ) διληµµατική κατάσταση ήρωα: .

αρχική επιλογή (αποµάκρυνση από θέαση γυµνής κόρης- απόπειρα σωτηρίας κατσίκας) = επιστροφή στην αρχική
κατάσταση ισορροπίας,

τελική επιλογή (σωτηρία κόρης - απώλεια κατσίκας) = ψευδοϊσορροπία,

ζωή στο µοναστήρι - επιλογή γνώσης = τελεσίδικη δυστυχία ήρωα,

δ) νοσταλγία για αρχική κατάσταση - περιπλοκή, φαύλος κύκλος (αρχή και τέλος διηγήµατος).

Με βάση τα περιεχόµενα το διήγηµα διακρίνεται σε επτά ενότητες:

α) «Ήµην πτωχόν βοσκόπουλον ... εις το γραφείον του προϊσταµένου µου»: ένταξη της αφήγησης στο χωροχρόνο,
εγκιβωτισµένη αφήγηση Σισώη, τωρινή κατάσταση αφηγητή.
β) «Η τελευταία χρονιά ... ένα τάσι γεµάτο πετιµέζι»: παρουσίαση της ειδυλλιακής ζωής και κατάστασης του ήρωα στο
παρελθόν, εµφάνιση γνωριµία µε τη Μοσχούλα - κοπέλα, εµφάνιση Μοσχούλας-κατσίκας.
γ) «Μίαν εσπέραν ... εις το κύµα γυµνή, κ' ελύετο»: σταδιακή πορεία της αφήγησης προς το κεντρικό επεισόδιο - το µπάνιο
του βοσκού και της Μοσχούλας.
δ) «Την ανεγνώρισα πάραυτα ... δεν εσκεπτόµην πλέον τα επίγεια»: πρώτες σκέψεις και αντιδράσεις του βοσκού, έκσταση
στη θέα του γυµνού κορµιού της Μοσχούλας.
ε) «∆εν δύναµαι να ειπώ ... να πνιγή το ταλαίπωρον ζώον;»: επαναφορά του βοσκού από τον ονειρώδη κόσµο στην
πραγµατικότητα µε το βέλασµα της Μοσχούλας - φόβος για την τύχη της κατσίκας.
στ) «∆εν ηξεύρω ... το ίδιον όνειρόν του»: κίνδυνος πνιγµού της Μοσχούλας κόρης, σωτηρία της από το βοσκό, παγίδευσή
του στη γοητεία της σωµατικής οµορφιάς της.
ζ) «Η Μοσχούλα έζησε ... βοσκός εις τα όρη»: πνίξιµο της κατσίκας µε το σχοινί της - συνέπειες της ανάµνησης της κόρης
στη ζωή του ήρωα.

Συσχέτιση περιεχοµένων µε τίτλο:


Το θέµα του διηγήµατος αποτυπώνεται στον τίτλο, η συσχέτιση όµως των περιεχοµένων µ' αυτόν γίνεται µε τρόπο
σταδιακό. Συγκεκριµένα:
α) Στην α' ενότητα δίνεται η πρώτη περιγραφή της ειδυλλιακής (=ονειρικής) εικόνας του παρελθόντος (ευτυχία, νεότητα,
ωραιότητα, σφρίγος, αθωότητα ήρωα ).
β) Στη β' ενότητα η ειδυλλιακή εικόνα της φύσης και της νεότητας δίνεται µε µεγαλύτερη ένταση (φυσικός άνθρωπος,
ωραίος έφηβος κ.λ.π. - συµπλήρωση µε λεπτοµέρειες της περιγραφής του φυσικού περιβάλλοντος – ανέµελη ζωή), ενώ
περιγράφεται για πρώτη φορά και το κορίτσι (ενθύµιζε την νύµφην του Άσµατος).
γ) Στην γ' ενότητα η φυσική περιγραφή ολοκληρώνεται µε την εικόνα του θαλασσινού τοπίου (χαρά και µαγεία = µαγικός
ρεαλισµός, που προετοιµάζει τη µετάβαση από τον κόσµο των αισθήσεων στο όνειρο), αναφέρεται το δεύτερο µέρος του
8
τίτλου (= κύµα) και δηλώνεται η λαχτάρα για κολύµπι στα µαγικά νερά (= πόθος ελευθερίας, όνειρο).
δ) Στην δ' ενότητα, καθώς και η αφήγηση εστιάζεται προς το κεντρικό θέµα, περιγράφεται µε έντονο λυρισµό και διάθεση
εξιδανίκευσης η οµορφιά της κόρης, που λούζεται στη θάλασσα κάτω από το φως της σελήνης, και η εντύπωση του ήρωα,
ενώ παράλληλα δίνονται και παραλλαγές του τίτλου (απόλαυσις, όνειρον, θαύµα - ήτον πνοή, ίνδαλµα αφάνταστον, όνειρον
επιπλέον εις το κύµα. ήτο νηρηίς, νύµφη, σειρήν, πλέουσα ως ναυς µαγική, η ναυς των ονείρων - είχα µείνει χάσκων, εν
εκστάσει, και δεν εσκεπτόµην πλέον τα επίγεια).
ε) Στην ε΄ ενότητα το όνειρον, που έχει κυριέψει τις αισθήσεις του ήρωα, αναφέρεται δύο φορές (δεν εχόρταινα να βλέπω το
όνειρον, και πάλιν δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρον). Το όνειρον όµως σιγά - σιγά αρχίζει να χάνει τα χαρακτηριστικά της
έκστασης, της µαγείας, του θαυµασµού και της ψυχικής αγαλλίασης και να µεταβάλλεται σε δυνάστη του νου, σε
πειρασµόν.
στ) Στην στ΄ ενότητα περιγράφεται µε τρόπο υπερβατικό η συγκλονιστική εµπειρία του εφήβου βοσκού, η αίσθηση που του
δηµιούργησε η επαφή του µε το γυµνό σώµα της κόρης (ήτον όνειρον, πλάνη, γοητεία - η εκλεκτή, η αιθέριος εκείνη επαφή
- ήµην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη µε τας χείρας του προς στιγµήν εν όνειρον, το ίδιον όνειρόν του).
ζ) Και τέλος, στην ζ΄ ενότητα, αναφέρεται η καταλυτική επίδραση του ονείρου στον ψυχισµό και τη ζωή του ήρωα (η
ονειρώδης εκείνη ανάµνησις της λουόµενης κόρης - Ω! Ας ήµην ακόµη βοσκός εις τα όρη!).
∆ιαπιστώνεται λοιπόν ότι το όνειρον του τίτλου είναι κυρίαρχο στην αφήγηση, όπως κυριαρχεί και στο νου του
αφηγητή. Η δύναµη µάλιστα αυτού του ονείρου είναι τόσο µεγάλη, ώστε όχι µόνον αποτελεί επαρκή δικαιολογία για
την αφήγηση, αλλά και µε τη βοήθεια της κυκλικής δοµής τοποθετεί την ευτυχία (=όνειρο) στο παρελθόν, το οποίο ο
αφηγητής νοσταλγεί ("ήµην πτωχόν βοσκόπουλον ...", "Ω! ας ήµην ακόµη βοσκός εις τα όρη!").

Αφηγητής και αφηγηµατική οπτική:

Ο αυτοβιογραφικός-βιωµατικός χαρακτήρας του αφηγήµατος συνδυάζεται µε την πρωτοπρόσωπη, οµοδιηγητική και


αυτοδιηγητική ή ενδοδιηγητική αφήγηση (= ο αφηγητής είναι και πρωταγωνιστής) και την εσωτερική οπτική εστίαση.
Ωστόσο, µολονότι η «φωνή» του αφηγητή είναι µία, το πρόσωπο της αφήγησης, το «εγώ} του αφηγητή εµφανίζεται µε
διπλή υπόσταση (= διφυΐα της αφήγησης): είναι πρώτα το «εγώ» της ιστορίας που βιώνει τα γεγονότα από κάποια
απόσταση (= αφηγηµατική απόσταση) κι έπειτα το «εγώ» της αφήγησης που αφηγείται τα γεγονότα ασκώντας
παράλληλα κριτική στις σκέψεις και τις πράξεις του ως ήρωα και επενδύοντας ιδεολογικά σ' αυτές. «Ετσι, ο αφηγητής
δεν είναι µια απλή φωνή, αλλά µια "πλήρης βιολογική ύπαρξη» (Γ. Φαρίνου-Μαλαµατάρη) διαφοροποιηµένη από το
συγγραφέα, που παρακολουθεί την εξέλιξη του ήρωα και το µετασχηµατισµό του από την παλιά ευτυχισµένη κατάσταση
στη µεταγενέστερη δυστυχισµένη.

Αφηγητής –Εστίαση:
Το διήγηµα ανήκει στις αυτοδιηγητικές αφηγήσεις, κατά τις οποίες ο αφηγητής της ιστορίας, πέρα από το ότι είναι
πρωτοπρόσωπος και µετέχει σ' αυτήν (οµοδιηγητικός αφηγητής), είναι επιπλέον και ο πρωταγωνιστής της.
Στο διήγηµα ο αφηγητής αφηγείται τις αναµνήσεις του και συγκεκριµένα ένα επεισόδιο απ' την εφηβική του ηλικία, για το
οποίο ο ίδιος πιστεύει ότι επηρέασε τη µετέπειτα ζωή του. Σχετικά µε το συµβάν αυτό εκφέρει κρίσεις και απόψεις, παίρνει
9
θέση, πράγµα που δίνει στην αφήγηση κατά κάποιον τρόπο το χαρακτήρα της εξοµολόγησης.
Σε κάθε αφήγηση είναι απαραίτητο να γίνεται διάκριση σχετικά µε το ποιος µιλάει, αφηγείται (ο αφηγητής, η αφηγηµατική
φωνή) και ποιος βλέπει, εστιάζει, ζει τα γεγονότα (ο ήρωας). Στο συγκεκριµένο διήγηµα, επειδή η αφήγηση είναι
αυτοδιηγητική, αφηγητής και ήρωας κανονικά συµπίπτουν, αυτό ισχύει απόλυτα στον πρόλογο και στον επίλογο, στα δύο
σηµεία δηλαδή του διηγήµατος που αναφέρονται στο παρόν της αφήγησης. Στα δύο αυτά µέρη του διηγήµατος η εστίαση
είναι µηδενική, γιατί η αφήγηση γίνεται από έναν παντογνώστη αφηγητή, που εδώ συµβαίνει να είναι και ο πρωταγωνιστής
της αφήγησής του. Και στο κύριο µέρος όµως του διηγήµατος η αφήγηση γίνεται και πάλι απ' την προοπτική κυρίως του
ώριµου αφηγητή, που έχοντας ζήσει ο ίδιος το περιστατικό που αφηγείται, το χρωµατίζει µε την εµπειρία του ανθρώπου που
κοιτάζει πλέον από µια µεγάλη απόσταση χρόνου αυτό που του συνέβη στο παρελθόν.
Αν όµως η αφήγηση παρέµενε κι εδώ µόνο στη µηδενική εστίαση, θα µειωνόταν η αγωνία για την έκβαση της ιστορίας,
αφού ο αφηγητής γνωρίζει το τέλος της, πράγµα που επηρεάζει οπωσδήποτε την αφήγησή του. Τον κίνδυνο να µειωθεί το
ενδιαφέρον του αναγνώστη τον αποφεύγει ο συγγραφέας εναλλάσσοντας σε κάποια σηµεία του κύριου µέρους την εστίαση
από µηδενική σε εσωτερική, πράγµα που σηµαίνει ότι ο αφηγητής υιοθετεί την προοπτική του ήρωα-βοσκού, χωρίς
υποτίθεται να γνωρίζει περισσότερα από όσα η κατοπινή εµπειρία τού προµήθευσε. Έτσι παρά το ότι προλύτης και βοσκός
είναι το ίδιο πρόσωπο, µε την απόσταση βέβαια της ηλικίας, σε κάποια σηµεία η προοπτική τους δε συµπίπτει, µε
αποτέλεσµα να µην ταυτίζονται απόλυτα. Η διαφορά αυτή γίνεται φανερή, όταν, ενώ η αφήγηση εστιάζει κάποτε στον
ήρωα-βοσκό, ο αφηγητής-πρoλύτης παρεµβάλλει και τη δική του αφηγηµατική φωνή, προσπαθώντας να φωτίσει ενέργειες
και αντιδράσεις του ήρωα. Αλλού πάλι ο αφηγητής αποσιωπά σκόπιµα λεπτοµέρειες και προβάλλει µόνο την προοπτική του
βοσκού, αυξάνοντας έτσι την αγωνία και την ένταση για τη συνέχεια. Η εναλλαγή αυτή της εστίασης είναι πολύ σηµαντική,
ιδιαίτερα για την ανάδειξη των διληµµάτων του ήρωα-βοσκού, τα οποία αποτελούν και το βασικό θέµα του διηγήµατος.

Αφηγηµατικοί τρόποι:

Τα τρία αφηγηµατικά επίπεδα (αφήγηµα γεγονότων, αφήγηµα λόγων και αφήγηµα σκέψεων - συναισθηµάτων)
συνδυάζονται µε την τεχνική της αναδροµικής αφήγησης. Η τοποθέτηση της ιστορίας στο παρελθόν επιτρέπει στον αφηγητή
να γνωρίζει όλες τις λεπτοµέρειές της και να έχει µια ευρύτητα προοπτικής, ενώ η αφήγηση στο παρόν αναδεικνύει τη
σύγκρουση ανάµεσα στην πρόθεση και την έκβαση. Η αφηγηµατική φωνή δεν περιορίζεται µόνο στην έκθεση της
ευτυχισµένης εφηβικής ηλικίας και στον προσδιορισµό των αιτιών της ευτυχίας, αλλά και αξιολογεί την εφηβική προοπτική,
περιγράφει τα αίτια της µεταστροφής από την ευτυχία στη δυστυχία και µεταδίδει όλους τους συλλογισµούς του
αφηγηµατικού «εγώ». Μέσα του συγγραφέα σ' αυτό το αφηγηµατικό σχήµα είναι ο αφηγηµατοποιηµένος λόγος, ο
εσωτερικός µονόλογος και οι διάλογοι. Πρέπει να σηµειωθεί επίσης ότι τα εισαγωγικά και η πλαστοπροσωπία ενισχύουν την
εσωτερική σκοπιά του ήρωα- αφηγητή.

Aφηγηµατικός xρόνoς - ∆ιαστάσεις της αφήγησης:

Ο χρόνος της ιστορίας τοποθετείται στο παρελθόν µε σχετική απροσδιοριστία ("187..."), ενώ συγκεκριµένες χρονικές
στιγµές ή η διαδοχή του χρόνου υποδηλώνονται µε την επαναληπτικότητα των γεωργικών εργασιών ή τις αναφορές σε
φάσεις του εικοσιτετραώρου.
10
Ο αφηγηµένος χρόνος, λόγω των εναλλαγών στην οπτική γωνία του αφηγητή µεταξύ παρόντος και παρελθόντος και
της χρονικής απόστασης που κρατάει από τον εαυτό του ως ήρωα του αφηγήµατος, παρουσιάζει ορισµένες ιδιαιτερότητες.
Έτσι, στο µεγαλύτερο µέρος του διηγήµατος επικρατεί µε την αναδροµική αφήγηση η ιστορική - "επεισοδιακή" διάσταση
και η προσέγγιση στον κεντρικό πυρήνα της αφήγησης γίνεται µε πρωθύστερο τρόπο (αφόρµηση από κάποιο χρονικό
σηµείο του παρελθόντος, αναφορά πρώτα στην ευτυχισµένη ζωή). Αλλά η κυκλική ιστορία του Σισώη (σωτηρία-απώλεια-
σωτηρία) µε την "εγκιβωτισµένη" αφήγηση, η γνώση από την πλευρά του αφηγητή της µελλοντικής προοπτικής, η
γεφύρωση ανάµεσα στο παρόν και στο παρελθόν, στην αρχή και στο τέλος του διηγήµατος, η συγχρονικότητα και η
διαχρονικότητα του "ονείρου" και ταυτόχρονα ο υπερβατικός (= α-χρονικός) χαρακτήρας του προσδίδουν στον αφηγηµατικό
χρόνο και µια διάσταση "διαµορφωτική", όπου κεντρικό ρόλο παίζει το ονειρικό στοιχείο.

Παράλληλα, η χρονική επαναληπτικότητα λειτουργεί ως µέσο για να τονιστούν τα στοιχεία της ευτυχισµένης ζωής, αλλά
και η φθαρτική επίδραση του χρόνου στη ζωή (κοινωνική και ατοµική). Αξιοσηµείωτες είναι ακόµη οι χρονικές
"επιβραδύνσεις", οι "επιταχύνσεις" και οι "παραλείψεις", καθώς και οι προεκτάσεις στο παρελθόν µε την ιστορία του Σισώη
(µέχρι τα χρόνια της Επανάστασης του '21 και του Καποδίστρια) και στο µέλλον (το κλίµα του διηγήµατος οδηγεί στη
σκέψη πως ανάλογες στάσεις και συναισθήµατα θα έχει ο αφηγητής-ήρωας και στο µέλλον).

Αφηγηµατικός τόπος – Τοπιογραφία:

Ο τόπος του κέντρου της αφήγησης βρίσκεται στη Σκιάθο, χωρίς όµως να δηλώνεται ονοµαστικά. Εντούτοις οι λεπτοµερείς
περιγραφές του φυσικού τοπίου στη στεριά και τη θάλασσα, και οι αναφορές σε συγκεκριµένα τοπωνύµια δεν αφήνουν
καµιά αµφιβολία για την ταυτότητα του τόπου. Έχει σηµασία µάλιστα η παρατήρηση ότι οι επίµονες περιγραφές του
σκιαθίτικου τοπίου συνδέονται κυρίως µε τον ανοιχτό χώρο, τον ευτυχισµενό χρόνο και την ψυχική ευφορία του ήρωα..
Αντίθετα οι λιγοστές αναφορές στο αθηναϊκό παρόν του ήρωα συνδέονται, µε τη µετάπτωσή του από την ευτυχία στη
δυστυχία, τα τρωτά της αστικής ζωής και τον κλειστό χώρο, όπως άλλωστε και ο κλειστός χώρος του κυρ Μόσχου στη
Σκιάθο (περιτειχισµένη ιδιοκτησία, πύργος) συνδέεται µε την ιδιορρυθµία και την ακοινωνησία του ανθρώπου και την
αφύσικη ζωή, που οφείλεται στη µίµηση της αστικής. Στο παραπάνω σχήµα δεν υπακούει µόνον η αναφορά στο µοναστήρι
προς το τέλος του διηγήµατος. Εδώ όµως ο εγκλεισµός και η µόνωση (=κλειστός χώρος) συνδέονται µε το θρησκευτικό
βίωµα του συγγραφέα και την αντίληψη ότι η ενατένιση του Θεού (=ανοιχτός χώρος) πετυχαίνεται καλύτερα µε τον
αναχωρητισµό.

Αποδέκτες της αφήγησης:

Η αφήγηση µπορεί να απευθύνεται στον καθένα, δηλαδή στον οποιονδήποτε αναγνώστη. Λόγω όµως του έντονα
εξοµολογητικού και στοχαστικού χαρακτήρα του διηγήµατος µπορεί να υποστηριχτεί η άποψη ότι η αφήγηση απευθύνεται
και "εις εαυτόν", δηλαδή στον ίδιο το συγγραφέα.

Αφηγηµατικά γεγονότα:

Η περιορισµένη δράση και η υποτυπώδης πλοκή του διηγήµατος προϋποθέτουν αναγκαστικά ότι η αφήγηση πλαισιώνεται
11
από ελάχιστα γεγονότα. Το σηµαντικότερο βέβαια από αυτά είναι εκείνο που βρίσκεται στον πυρήνα της αφήγησης,
δηλαδή το κεντρικό επεισόδιο µε τη λουόµενη Μοσχούλα που κινδυνεύει από πνιγµό, αλλά σώζεται τελικά από τον
αφηγητή. Στενά συνδεδεµένο µ' αυτό είναι και το γεγονός της απώλειας της Μοσχούλας-κατσίκας, ενώ η περίπτωση του
Σισώη και οι σκέψεις µε την πρώτη αποµάκρυνση της κατσίκας από το κοπάδι και τις συναντήσεις µε το κορίτσι (η πρώτη
συνέβη συµπτωµατικά, καθώς ο βοσκός-αφηγητής αναζητούσε τη Μοσχούλα-κατσίκα), αν και έχουν περιφερειακό
χαρακτήρα, υπηρετούν την προοπτική του κεντρικού επεισοδίου.

Αφηγηµατική πλοκή και δράση:

Όπως ήδη σηµειώθηκε, η σύνθεση του διηγήµατος είναι απλή, πράγµα που διαπιστώνεται από την υποτυπώδη πλοκή, την
έλλειψη έντονης και φανερής δράσης, τα ελάχιστα πρόσωπα και τους σύντοµους διαλόγους. Η ιστορία ξεκινάει µε την
αναδροµή του ήρωα στο παρελθόν, συνεχίζεται µε την "εγκιβωτισµένη" αφήγηση του Σισώη, εστιάζεται σταδιακά προς το
κεντρικό επεισόδιο και κλείνει, µε τρόπο κυκλικό, µέσα από τους στοχασµούς του ήρωα και την αξιολόγηση του
παρελθόντος υπό το πρίσµα του παρόντος. Ωστόσο, η περιορισµένη πλοκή και δράση αντισταθµίζεται από άλλα στοιχεία
της αφηγηµατικής τεχνικής:
α) την "εσωτερίκευση" της δράσης, που πετυχαίνεται µε τις εκτεταµένες ψυχολογικές αναλύσεις (= ψυχογράφηση), τη
διαγραφή των χαρακτήρων, τα εναλλασσόµενα και αντιφατικά συναισθήµατα του ήρωα και τα διλήµµατά του (= εσωτερικές
αντιφάσεις και συγκρούσεις).
β) τη διηγηµατική δεινότητα µε την επιλογή του κατάλληλου αφηγηµατικού ρυθµού, τις επιβραδύνσεις της εξέλιξης
ή την αναστολή της δράσης (κυρίως όπου περιγράφεται µε λεπτολογία η φύση ή το κορίτσι), στοιχεία που προκαλούν
αγωνία και ένταση στον αναγνώστη ή εµπλουτίζουν τον ήρωα µε οπτική και απτική εµπειρία.
γ) την καταφυγή στο δραµατικό απρόοπτο (π.χ. ο αιφνίδιος κίνδυνος που αντιµετωπίζει η λουόµενη Μοσχούλα, η
συµπτωµατική πρώτη συνάντηση ήρωα - Μοσχούλας, η εξωτερική επίλυση των διληµµάτων του ήρωα, όπως στην
περίπτωση της εµφάνισης της βάρκας), που δηµιουργεί ένταση ή προωθεί την εξέλιξη του µύθου και τις αντιδράσεις του
ήρωα.
δ) τις παρασιωπήσεις (εκεί όπου υπάρχουν αποσιωπητικά), που κατά κανόνα απαντώνται στα σηµεία όπου κορυφώνεται η
πλοκή.
ε) τις συµπτώσεις και τις οµωνυµίες µε τις συνακόλουθες αµφισηµίες (ονοµατοθεσία κοπέλας και κατσίκας, απουσία
κατσίκας - αναζήτηση – συνάντηση µε κορίτσι, διπλή παγίδευση ήρωα παλιότερα στη θέα της λουόµενης Μοσχούλας και
αργότερα στο δικηγορικό γραφείο / "σχοίνιασµα" - παγίδευση κατσίκας / "σχοίνιασµα", κίνδυνος για κορίτσι / σωτηρία –
απώλεια κατσίκας και ψυχικής ισορροπίας ήρωα), που διευκολύνουν τους συνειρµούς, στοχεύουν στη δραµατική ειρωνεία,
προοικονοµούν την εξέλιξη και αποτελούν έτσι συστατικά στοιχεία της πλοκής.
στ) τη µετάδοση από την αφηγηµατική φωνή όλων των συλλογισµών του"εγώ" - αφηγητή, γεγονός που υπηρετεί την τεχνική
της έντασης.
ζ) τις ποικίλες αντινοµίες και αντιφάσεις, τόσο στον εξωτερικό όσο και στον εσωτερικό κόσµο του ήρωα (π.χ. γήινο -
υπερβατικό στοιχείο, πόθος - αγνότητα, έρωτας - έκσταση, φυσικός - αστικός βίος, πειρασµός - περιέργεια, ένταση όρασης -
ονειρική εντύπωση, χριστιανός - παγανιστής, ελεύθερος και αυτάρκης βοσκός - ιδιότροπος κυρ Μόσχος µε συνήθειες πόλης
12
στην εξοχή, νεαρός βοσκός - ώριµος δικηγόρος, όµορφο παρελθόν - άσχηµο παρόν κ.λπ.), που λειτουργώντας και σε
συγχρονικό και σε διαχρονικό επίπεδο γίνονται αφορµή συνεχών παλινδροµικών κινήσεων και δηµιουργούν δραµατική
ένταση.
η) τη συνύφανση του ονείρου µε την πραγµατικότητα και τις µεταβάσεις από τον ένα κόσµο στον άλλο, στοιχείο που παίζει
ιδιαίτερα σηµαντικό ρόλο στην αφήγηση (βλ. και τίτλο), µια και ασκεί καθοριστική επίδραση στην εξέλιξη της υπόθεσης και
σφραγίζει την προσωπικότητα του ήρωα (αγωνία, ψυχικές διακυµάνσεις, διληµµατικές καταστάσεις, λυτρωτική αλλά και
βασανιστική επίδραση στον ψυχισµό του ήρωα, ισόβια νοσταλγία).
θ) την αισθητική και ηθική σχέση του ήρωα µε τη φύση, που παίζει το ρόλο καταλύτη στη ζωή του.
ι) τη λειτουργία της ιστορίας του Σισώη, που χρησιµοποιείται, γιατί παρουσιάζει αναλογία µε την ιστορία του ήρωα και
προοικονοµεί την εξέλιξη (= διατάραξη αρχικής κατάστασης από "πειρασµό", διαµόρφωση νέαςκατάστασης).
ια) τη λειτουργία του κυκλικού σχήµατος ("Ήµην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη" - "Ω! ας ήµην ακόµη βοσκός εις τα
όρη! ..."), που αποκαλύπτει πλήρως το εσωτερικό δράµα του ήρωα-αφηγητή.

Αφηγηµατικές τεχνικές:
Το Όνειρο στο κύµα ανήκει στα αυτοβιογραφικά διηγήµατα του Παπαδιαµάντη, τα οποία µεταφέρουν πάντα τον
αναγνώστη στη Σκιάθο, στον τόπο καταγωγής του διηγηµατογράφου, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Τα περισσότερα
από αυτά τα διηγήµατα ζωγραφίζουν περιστατικά και ανθρώπινους τύπους της Σκιάθου, και παίρνουν ζωή και κίνηση από
τη νοσταλγία του ποιητή. «Η νοσταλγία είναι το βασικό και µόνιµο στοιχείο στον Παπαδιαµάντη. Είναι η δύναµη και η
αδυναµία του» (αυτό είναι ένα κοινό σηµείο που τον συνδέει µε τον Καβάφη).
Στο συγκεκριµένο διήγηµα το αυτοβιογραφικό στοιχείο ενισχύεται από το είδος της αφήγησης που είναι πρωτοπρόσωπη
και οµοδιηγητική. ∆ηλαδή ο αφηγητής ταυτίζεται µε τον πρωταγωνιστή, είναι το ίδιο πρόσωπο και αφηγείται τη δική του
ιστορία σε α΄ ενικό πρόσωπο. Όµως, πρέπει να διευκρινίσουµε ότι άλλοτε η αφήγηση γίνεται από την προοπτική του ώριµου
αφηγητή, δηλαδή ο αφηγητής αναφέρεται στο παρελθόν του µε µια κριτική διάθεση, σχολιάζοντάς το ταυτόγχρονα βάσει
των εµπειριών που αποκόµισε από την ζωή του, ενώ στο µεγαλύτερο µέρος του διηγήµατος υιοθετεί την προοπτική του
ήρωα του περιστατικού, ο οποίος φυσικά δε διαφέρει από τον αφηγητή. Απλά, αφηγείται πλέον τα γεγονότα αποδίδοντάς
τους ζωντάνια και δηµιουργώντας στον αναγνώστη την αίσθηση ότι είναι θεατής του συµβάντος. Πρέπει επίσης να
σχολιάσουµε σε σχέση µε το αυτοβιογραφικό στοιχείο ότι το πιο πιθανό είναι να ταυτίζεται ο Παπαδιαµάντης µε τον
αφηγητή, χωρίς φυσικά να γνωρίζουµε αν τα όσα αναφέρονται είναι πραγµατικά γεγονότα. Ο Παπαδιαµάντης όµως αρνείται
την ταύτιση µε την τελευταία φράση της αφήγησης: διά τήν αντιγραφήν.
Μια δεύτερη τεχνική αφήγησης που χρησιµοποιεί ο συγγραφέας είναι η τεχνική της αναδροµικής αφήγησης.
∆ηλαδή ο αφηγητής µας µεταφέρει από το παρόν του στο παρελθόν και µας διηγείται ένα περιστατικό που τον
στιγµάτισε.
Επίσης, κάνει χρήση και της εγκιβωτισµένης αφήγησης: παρεµβάλλει την ιστορία του πατέρα Σισώη. Ποια είναι η
λειτουργία της; Γιατί παρεµβάλλεται; Αρχικά, για να εξηγήσει ο ήρωας τη δική του προσωπική πορεία, δηλαδή το πώς
έφτασε να γίνει δικηγόρος στην Αθήνα. Η εκτενής αυτή παρέκβαση φαίνεται δυσανάλογη προς την υπόλοιπη ιστορία καθώς
είναι θεµατικά άσχετη, όµως, υποβόσκει και ένα άλλο αίτιο της ενσωµάτωσής της στην ιστορία: υπάρχει µια αναλογία
13
ανάµεσα στην ιστορία του Σισώη και αυτή του Παπαδιαµάντη µε γνώµονα την αµαρτία και την µετάνοια. Ο
Σισώης αµαρτάνει µε το να παντρευτεί την Τουρκοπούλα. Όµως, τελικά, µετανοεί και γίνεται µοναχός. Η µετάνοια τον
οδηγεί στη λύτρωση. Οδηγείται ο συγγραφέας στη λύτρωση;

Σχήµα κύκλου: το διήγηµα έχει το σχήµα του κύκλου. Αρχίζει µε τη φράση «Ήµην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη» και
τελειώνει µε τη φράση «Ω! Ας ήµην ακόµη βοσκός εις τα όρη». Κλείνει µε την ίδια φράση µε την οποία αρχίζει, δίνοντας
έτσι την εντύπωση του κύκλου που κλείνει, αφήνοντας στο κέντρο του εγκλωβισµένο τον ήρωα στην ανέλπιδη ζωή του. Το
σχήµα δίνει την εντύπωση της ολοκλήρωσης, του τέλους. Το παρελθόν του αποτελεί γι΄αυτόν µια βασανιστική ανάµνηση.
Ποτέ δε θα µπορέσει να γυρίσει στην αγνή και ευτυχισµένη φυσική ζωή. Η επιστροφή του εξαντλείται χρονικά όσο κρατά η
αναπόλησή του.
Επιβράδυνση: επιβραδύνσεις του αφηγηµατικού χρόνου αποτελούν οι εκτενείς περιγραφές που υπάρχουν σ΄ όλο το
διήγηµα. Παράδειγµα αποτελεί το περιστατικό στο οποίο επικεντρώνεται το ενδιαφέρον του αναγνώστη, το κολύµπι της
Μοσχούλας και η προσπάθεια του ήρωα να τη σώσει. Με τη λεπτοµερή περιγραφή που κάνει ο αφηγητής (π.χ. οι δύο
τελευταίες παράγραφοι στην σελίδα 176) εντείνεται η αγωνία του αναγνώστη για την κατάληξη του δραµατικού γεγονότος.
Ταυτόγχρονα ο συγγραφέας επιδιώκει να µεταφέρει τον αναγνώστη στο χώρο όπου διαδραµατίζεται τη στιγµή εκείνη το
δραµατικό συµβάν κάνοντας την περιγραφή του ζωντανή.
Πρόσωπα της ιστορίας:

Βασικό πρόσωπο της ιστορίας είναι ο ίδιος ο αφηγητής, σε δύο φάσεις της ζωής του: νεαρός βοσκός και ώριµος δικηγόρος.
Σηµαντικότατο ρόλο στην ιστορία κατέχει και η Μοσχούλα, ενώ ο κυρ Μόσχος, ο Σισώης και ο µεγαλοδικηγόρος-
πολιτευτής παίζουν δευτερεύοντες ρόλους. Υπάρχουν βέβαια και "βοηθητικά" πρόσωπα (κοµπάρσοι) στην ιστορία, όπως οι
µοναχοί, οι αγροφύλακες, οι γεωργοί και η "πτωχή χήρα", τα "παιδιά της γειτονιάς".
Πρόσωπα της αφήγησης:

Με κριτήριο την άµεση εµπλοκή στην αφήγηση (συµµετοχή στην εξέλιξη του µύθου) πρωταγωνιστής είναι φυσικά ο ήρωας
- αφηγητής και ακολουθεί το "όνειρόν" του, η Μοσχούλα. Στην "εγκιβωτισµένη" αφήγηση και προς το τέλος του διηγήµατος
σηµαντικό ρόλο παίζει και ο παπα-Σισώης λόγω της αναλογίας που παρουσιάζει η δική του ιστορία µε αυτήν του ήρωα και
των απόψεών του για το γυναικείο "πειρασµό" και την κοσµική µόρφωση. Τέλος, δευτερεύοντα ρόλο παίζουν ο κυρ Μόσχος
και ο µεγαλοδικηγόρος, µόνο στο βαθµό που δίνουν αφορµή στον αφηγητή να εξωτερικεύσει τα συναισθήµατα και τις
σκέψεις του.

Χαρακτήρες - χαρακτηρισµοί (ηθοποιία):

Η διφυής υπόσταση του ήρωα- αφηγητή επιβάλλει χαρακτηρισµούς στις δυο φάσεις της ζωής του:

α) Ως βoσκός ο αφηγητής είναι "ωραίος έφηβος", "καστανόµαλλος", καλογυµνασµένος µε "ευλύγιστον" και "υψηλόν"
ανάστηµα και "ηλιοκαές" πρόσωπο (εξωτερικά χαρακτηριστικά), ελεύθερος, ανέµελος, αγνός, αυτάρκης και λιτοδίαιτος,
απράγµονας και χωρίς πολλές φιλοδοξίες.
Με τη φύση, τα ζώα του και τα πράγµατα έχει συναισθηµατική και όχι νοµική σχέση (= εκστατική σχέση µε τη φύση,
14
συνάφεια ανθρώπου φύσης όχι κτητική διάθεση), η θρησκευτικότητά του είναι γνήσια και άδολη συνδυασµένη
όµως µε παγανιστικά (= ειδωλολατρικά) στοιχεία, όπως φαίνεται κυρίως από τη φυσιολατρική διάθεσή του, Ο αγνός ερω-
τισµός του µοιάζει µε φουσκωµένο ποτάµι, που δεν τον βοηθάει να αποφύγει τον "πειρασµό", αλλά τον οδηγεί σε "πονηρές"
σκέψεις (ευχή να κινδυνέψει η λουόµενη Μοσχούλα, για να τη σώσει), στην περιέργεια, την εξιδανίκευση και τη
φαντασίωση. Τέλος, ως "φυσικός" άνθρωπος, όπως λέει ο ίδιος, έχει µια απλοϊκή εικόνα για τον κόσµο έτσι, όταν βρίσκεται
µπροστά σε διλήµµατα και σε δύσκολες αποφάσεις, µένει αµήχανος και αναποφάσιστος, ενώ εµφανίζει ασύµβατες
αντιδράσεις και εκδηλώνει αντιφατικά συναισθήµατα.

β) Ως ώριµος δικηγόρος ο ήρωας νιώθει παγιδευµένος, έγκλειστος, καταπιεσµένος και ανικανοποίητος, µε ακαταµάχητη
νοσταλγική διάθεση για το εξιδανικευµένο παρελθόν. Η ωριµότητά του ωστόσο του επιτρέπει να αξιολογεί κριτικά το
παρελθόν και το παρόν, να στοχάζεται πάνω στις επιλογές, τις στάσεις και τις συµπεριφορές του. Χαρακτηρίζεται ακόµη για
την έντονη θρησκευτικότητα και το συντηρητισµό του, που όµως δεν είναι σε θέση να κατανικήσουν τις φαντασιώσεις που
συνεχίζουν να τον κατέχουν. Ο αφηγητής τελικά, κυρίως στη φάση της ωριµότητάς του, διακρίνεται για τον πολύπλοκο
ψυχικό κόσµο του, που προσιδιάζει µόνο σε ήρωες "που έχουν γνωρίσει τη φθορά και την απογοήτευση" (Ιωακ. Κολυβάς).

Στοιχεία δραµατικότητας και θεατρικότητας:


Αν και το διήγηµα έχει στοιχειώδη πλοκή και περιορισµένη δράση, χαρακτηρίζεται εντούτοις για τη δραµατικότητά του.
∆ραµατικά στοιχεία είναι:
α) οι συναισθηµατικές εντάσεις και κορυφωσεις,

β) η επίµονη ψυχογράφηση του πρωταγωνιστή (συναισθηµατικές διακυµάνσεις, αντιδράσεις του σε διληµµατικές


καταστάσεις, στοχαστική διάθεση),

γ) τα δραµατικά τεχνάσµατα (δραµατικά απρόοπτα, επιβράδυνση της αφήγησης, οµωνυµίες -αµφισηµίες κ.λ.π.), που
δηµιουργούν ένταση και αγωνία,

δ) η δραµατική ειρωνεία, που πετυχαίνεται µε τη συµβολοποιηµένη χρήση εικόνων, τις αµφισηµίες και την αναντιστοιχία
ανάµεσα στις προθέσεις – επιθυµίες του ήρωα και την έκβαση των πραγµάτων,
ε) η προοικονόµηση της εξέλιξης.

Από την άλλη πλευρά όµως δύσκολα µπορεί να υποστηριχτεί η άποψη ότι το διήγηµα έχει και θεατρικό χαρακτήρα.
Υπάρχουν βέβαια ορισµένα θεατρικά γνωρίσµατα, όπως η σκηνογραφία (τόπος και τοπιογραφία), ο χρόνος, η ηθοποιία,
όµως ο µύθος είναι λιτός, η εξωτερική δράση υποχωρεί µπροστά στην εσωτερικευµένη, τα πρόσωπα είναι λιγοστά και οι
διάλογοι ελάχιστοι και εξαιρετικά σύντοµοι.
Ροµαντισµός:
Οι επιδράσεις από το ροµαντισµό είναι εµφανείς στις περιγραφές, που φυσικά είναι άφθονες και εκθειάζουν την οµορφιά της
φύσης. Η φύση εξιδανικεύεται. Συχνά ο συγγραφέας φτάνει το σηµείο της υπερβολής. Άλλωστε, ως προς αυτό αυτό
«συνοµωτούν» τόσο η συχνότητα µε την οποία εµφανίζονται στο κείµενο (το µεγαλύτερο µέρος είναι αφιερωµένο στην
περιγραφή του φυσικού τοπίου – κάτι όµως που είναι αναµενόµενο, αφού αυτό που αναπολεί ο ήρωας είναι ακριβώς η φύση
και η ζωογόνος επίδρασή της), όσο και το γεγονός ότι η κοπέλα στο ειδυλλιακό φεγγαρόλουστο τοπίο γίνεται αφορµή να
εξυψωθεί ο ήρωας από την πραγµατικότητα στο όνειρο και να κάνει δική του για µια στιγµή, που, όπως φαίνεται, ποτέ δε θα
15
ξεχάσει, την οµορφιά του κόσµου. Ορισµένες επιλογές ως προς τη «σκηνογραφία» του τοπίου, όπως η νύχτα, η
σελήνη, ο βράχος, το κύµα, τα άστρα προδίδουν την επίδραση του ροµαντισµού.
Όµως, να σηµειώσουµε ότι, αντίθετα µε την περιγραφή της φύσης, απεικονίζεται ρεαλιστικά η ζωή των απλών και
ταπεινών ανθρώπων της υπαίθρου (κάτι που ταυτόγχρονα αποτελεί και ηθογραφικό στοιχείο). Επίσης, ο ρεαλισµός
κυριαρχεί και στις αναφορές του ήρωα στο αφηγηµατικό παρόν, στην αρχή και στο τέλος του διηγήµατος, όπου
περιγράφεται το αστικό περιβάλλον, η ζωή του στην πόλη.

Στοιχεία αφήγησης που δίνουν ερωτικό χαρακτήρα στο διήγηµα:


Ερωτισµός έντονος αναδύεται κυρίως από το περιστατικό µε τη Μοσχούλα. Ερωτική χροιά προσδίδει η αφηγηµατική
τεχνική της περιγραφής. Ο συγγραφέας χρησιµοποιεί ποιητική γλώσσα. Οι περιγραφές του είναι έντονα λυρικές, άµεσες και
παραστατικές. Οι εικόνες που δηµιουργούνται είναι ζωντανές. Μας µεταφέρουν στην ονειρική πραγµατικότητα. Όλα αυτά
επιτείνουν το αισθησιακό στοιχείο.1
Βουκολικά/ ποιµενικά/ ειδυλλιακά στοιχεία2:
η περιγραφή του γιαλού µε τα βράχια
η µεταφορά του κοπαδιού στο γιαλό
η σχέση του βοσκού µε το κοπάδι του, η ευθύνη και η φροντίδα του για το κοπάδι.
η περιγραφή του δειλινού
ο έρωτας του βοσκού για την κοπέλα
το άντρο και οι θαλάσσιες θηλυκές θεότητες
το περιλαίµιο της Μοσχούλας και τα κουδούνια των τράγων
Γλώσσα:
Στη γλώσσα ο Παπαδιαµάντης δεν κάνει το αποφασιστικό βήµα από την καθαρεύουσα στην δηµοτική, όπως πολλοί άλλοι
της γενιάς του. Η καθαρεύουσα που χρησιµοποιεί είναι όµως προσωπική και ιδιότυπη. Υπάρχουν στη γλώσσα του τρεις
αναβαθµοί: στους διαλόγους χρησιµοποιεί την οµιλουµένη λαϊκή γλώσσα. Στην αφήγηση χρησιµοποιεί την καθαρεύουσα,
σε συνδυασµό µε πολλά στοιχεία της δηµοτικής. Στις περιγραφές και στις λυρικές του παρεκβάσεις χρησιµοποιεί αυστηρώς
την καθαρεύουσα.

Αναφορικότητα της αφήγησης:

Για τη γλώσσα του διηγήµατος ισχύουν όσα εκτέθηκαν στα γενικά χαρακτηριστικά του έργου του Παπαδιαµάντη. Εδώ, ως
ειδικότερες παρατηρήσεις, µπορεί να προστεθούν η αφθονία στη χρήση των επιθέτων, τα σχήµατα λόγου (παροµοιώσεις,
µεταφορές, µετωνυµίες κ.λπ.), η συµβολική χρήση λέξεων, η επίµονη χρήση κτητικών, η εξαιρετική εικονοποιία, η προσε-
κτική χρήση των χρόνων και των σηµασιών των ρηµάτων, η απόδοση των λεπτοµερειών.

1
λυρισµός = η εξωτερίκευση του εσωτερικού κόσµου του λογοτέχνη, µε τη χρήση πλούσιων εκφραστικών µέσων
2
βουκολικό ειδύλλιο-βουκολική ποίηση = αυτή που αναφέρεται στη ζωή των βοσκών
16
Η χρήση της γλώσσας διαµορφώνει και το ύφος του διηγήµατος, που χαρακτηρίζεται για την αµεσότητα, την
ακρίβεια, την απροσποίητη έκφραση και τη φυσικότητα, τη ρεαλιστική απόδοση καταστάσεων και χαρακτήρων, την
αληθοφάνεια και την πειστικότητα, αλλά και την υπαινικτικότητα (παρασιωπήσεις), το χιούµορ και την ειρωνεία. Τα
στοιχεία όµως που ξεχωρίζουν στο κείµενο είναι ο έντονος λυρισµός και η ποιητική πνοή (κυρίως στις περιγραφές της
φύσης), που οδηγούν το ρεαλισµό σε υποχώρηση και δηµιουργούν διάχυτη ατµόσφαιρα µαγείας, ροµαντισµού, συγκίνησης
και νοσταλγίας. Αφηγηµατική άνεση λοιπόν, περιγραφική δεινότητα, ρεαλιστική απεικόνιση, αλλά και ποιητική ατµόσφαιρα
είναι τα βασικότερα γνωρίσµατα του ύφους στο συγκεκριµένο διήγηµα.

Προθετικότητα της αφήγησης:

Οι γλωσσικές επιλογές του συγγραφέα υπηρετούν βέβαια τις προθέσεις της αφήγησης. Συγκεκριµένα:
α) η πυκνότητα των επιθέτων, η συχνή χρήση εικόνων, παροµοιώσεων κ.λ.π. αναδεικνύουν τη σχέση του ανθρώπου µε τη
φύση και προβάλλουν τα στοιχεία της , ευτυχισµένης ζωής του παρελθόντος.

β) η επίµονη χρήση των κτητικών υπογραµµίζει τη σχέση του ήρωα µε τα πράγµατα, που λειτουργούν "σαν ανθρωπόµορφα
υποκατάστατα του γυναικείου κορµιού" (Π. Μουλλάς).
γ) η επιµονή στις λεπτοµέρειες, η λεπτολογία, συµβάλλει στη ρεαλιστική απόδοση των καταστάσεων και των
χαρακτήρων.
δ) ο λυρισµός και ο ροµαντισµός τονίζουν τη νοσταλγική διάθεση του αφηγητή και επιτρέπουν την έκφραση του πλούσιου
εσωτερικού κόσµου του.
ε) οι υπαινιγµοί και οι παρασιωπήσεις χρησιµοποιούνται κυρίως σε στιγµές δραµατικής κορύφωσης προκαλώντας ένταση
και αγωνία.
στ) οι συµβολισµοί και οι αµφισηµίες διευκολύνουν τους συνειρµούς και τη µετάβαση από τον κόσµο της πραγµατικότητας
στον κόσµο του ονείρου και το αντίστροφο.
ζ) η δηµοτική και οι ιδιωµατισµοί υποδηλώνουν την ακριβή παρουσία του ανθρώπου και συµβάλλουν στην ηθοποιία.
η) οι συχνοί παρατατικοί δείχνουν τη χρονική επαναληπτικότητα.
ι) οι αναφορές σε εκκλησιαστικά κείµενα και σε πτυχές της λαϊκής θρησκευτικότητας αποτελούν έκφραση του βαθιού
θρησκευτικού βιώµατος του αφηγητή - συγγραφέα και της συνυφασµένης και µε αυτό στοχαστικής διάθεσής του.
ια) το χιούµορ και η ειρωνεία οφείλονται σε µια παιγνιώδη αλλά και στοχαστική συνάµα διάθεση και λειτουργούν ως µέσο
χαλάρωσης από την ένταση.
ιβ) τέλος, ο µικροπερίοδος και κοφτός λόγος χρησιµοποιείται σε στιγµές εντατικότερης δράσης και συναισθηµατικής
κορύφωσης, συµβάλλοντας έτσι στη δραµατική ένταση.

Η ιστορία του µοναχού Σισώη:


Στην εισαγωγή ενσωµατώνεται και η σύντοµη ιστορία της ζωής του µοναχού Σισώη. Η πορεία της ζωής του παρουσιάζεται
µε µορφή κύκλου. Στην αρχή είναι µοναχός και διάκονος, ακολουθεί έπειτα ο έρωτάς του προς µια αλλόθρησκη και ο γάµος
του µε αυτήν και τέλος επιλέγει και πάλι τη ζωή του µοναχού. Ο µοναχός Σισώης έπαιξε ένα σηµαντικό ρόλο στη ζωή του
αφηγητή ήρωα. Είναι εκείνος που του έµαθε τα πρώτα γράµµατα, αµέσως µετά το κρίσιµο καλοκαίρι της ζωής του, κι
17
εκείνος που έγινε βέβαια η αφορµή να ακολουθήσει η ζωή του µια άλλη πορεία και από βοσκός να γίνει αργότερα
δικηγόρος. Υπήρξε επίσης ο άνθρωπος που του έδωσε συµβουλές οι οποίες επηρέασαν σηµαντικά τη σκέψη του και τη
διαµόρφωση του ηθικού του κόσµου.
Η ενσωµάτωση στην εισαγωγή αυτής της µικρότερης ιστορίας, που φαινοµενικά είναι αταίριαστη, έχει στην ουσία θεµατική
σχέση µε την κύρια ιστορία. Η σηµασία της φαίνεται κι από την επιµονή του αφηγητή να αναφέρεται στο πρόσωπο του
Σισώη και σε άλλα σηµεία του διηγήµατος, όπως στην έκτη ενότητα και στον επίλογο. Για να κατανοηθεί η σηµασία της θα
πρέπει να εξεταστεί η σχέση της µε την προσωπική ιστορία του ήρωα.
Πολλοί κριτικοί θεωρούν ότι η σχέση αφορά στις διαφορετικές επιλογές των δύο προσώπων, σχετικά µε τη λύτρωση από
την αµαρτία. Ο Σισώης, ένοχος ερωτικού πειρασµού, επιστρέφει στο µοναστήρι και σώζεται, ενώ ο ήρωας, επίσης ένοχος,
επιλέγει το δρόµο των σπουδών και της ζωής στην πόλη και δυστυχεί. Αν προσέξει κανείς βέβαια τις αναφορές του αφηγητή
σχετικά µε το θέµα «εγκαταβίωσεν εν µετανοία... έκλαυσε το αµάρτηµά του, το έχον γενναίαν αγαθοεργίαν ως εξόχως
ελαφρυντικήν περίστασιν, και λέγουν ότι εσώθη» ο τόνος κρύβει ειρωνεία. Παράλληλα ο αφηγητής-ήρωας πιστεύει ότι το
αµάρτηµα του µοναχού είχε το ελαφρυντικό ότι ήταν µια πράξη τόλµης και τιµιότητας απέναντι στον εαυτό του και στο
σχήµα που υπηρετούσε και τελικά ήταν και µια θεάρεστη πράξη, αφού οδήγησε µια µωαµεθανή στους κόλπους της
χριστιανικής Εκκλησίας. Εποµένως το σηµείο όπου έγιναν διαφορετικές επιλογές απ' τους δύο άντρες και γι' αυτό ο ήρωας
κατέληξε στη δυστυχία πρέπει να έχει κι άλλες παραµέτρους.
Το εισαγωγικό µέρος του διηγήµατος κλείνει µε τις δύο επόµενες παραγράφους όπου ο αφηγητής αναφέρεται στο παρόν της
αφήγησης: «Σήµερον εξακολουθώ...». Στο σηµείο αυτό ο ήρωας αφηγητής απορρίπτει κατά τρόπο κατηγορηµατικό την
παρούσα ζωή του και τη µέχρι τώρα πρόοδο και την εξέλιξή του µε µια εντυπωσιακή και αυθόρµητη οµολογία µίσους
απέναντι στον εργοδότη και ευεργέτη του, ενώ µε τη χαρακτηριστική παροµοίωση του σκύλου δηλώνει την καταπίεση και
την έλλειψη ελευθερίας που αισθάνεται.
Με τον τρόπο αυτό προσδιορίζονται στο εισαγωγικό µέρος του διηγήµατος οι θεµατικοί άξονες πάνω στους οποίους θα
κινηθεί η ιστορία, οι οποίοι µπορούν να συνοψιστούν σε δύο αντιθετικές οµάδες. Η πρώτη περιλαµβάνει τις έννοιες βοσκός-
φύση, ελευθερία-ευτυχία, ενώ η δεύτερη τις έννοιες «προλύτης»-πόλη, καταπίεση-δυστυχία. Στον πρόλογο θίγεται κι ένα
άλλο θέµα που εισάγεται µε την ιστορία του Σισώη. Είναι αυτό της ερωτικής επιθυµίας και της αµαρτίας απ' την οποία ο
Σισώης λυτρώνεται µε την επιστροφή του στη µοναχική ζωή.

Σχέση ιστορίας µε την ιστορία του Σισώη:


Στις ιστορίες των δύο προσώπων υπάρχουν κοινά σηµεία όπως υπάρχουν και διαφορές ως προς τις επιλογές τους. Κοινό
σηµείο είναι ότι ο έρωτας οδήγησε και τους δύο σε µια πράξη τόλµης και γενναιότητας. Η διαφορά τους βρίσκεται στον
τρόπο που επέλεξε ο καθένας για να ζήσει. Ο Σισώης, αφού απέκτησε οικογένεια και έκανε το καθήκον του απέναντί της,
επιστρέφει στο µοναστήρι, κοντά στη γαλήνη του Θεού και της φύσης. Ο αφηγητής αντίθετα εγκαταλείπει τη φύση και την
απλή ζωή του βοσκού, για να ακολουθήσει το δρόµο της γνώσης και να δοκιµάσει τα «αγαθά»του πολιτισµού. Το αντίτιµο
αυτής της επιλογής ήταν ότι ποτέ πια στη ζωή του δεν µπόρεσε να νιώσει το συγκλονιστικό συναίσθηµα εκείνης της
µοναδικής στιγµής, όταν κράτησε στην αγκαλιά του το αντικείµενο του έρωτά του. Ο έρωτας που γνώρισε στην πόλη ήταν
µόνο «ιδιοτελείς περιπτύξεις, λυκοφιλίες και κυνέρωτας». Η γνώση αντί να του χαρίσει ολοκλήρωση τον γέµισε δυστυχία.
Την πλήρωσε µε την απώλεια της αθωότητας και των αγνών αισθηµάτων. Η λύτρωση εποµένως µε την επιλογή της ζωής
18
του µοναχού δεν έχει τόσο την έννοια της λύτρωσης από την αµαρτία. Περισσότερο σηµαίνει λύτρωση µέσα στη γαλήνη
και στην ηρεµία, µακριά απ' τη συµβατική και γεµάτη δυστυχία ζωή της πόλης. Ο Σισώης παρά «το αµάρτηµά του» δεν
έχασε την αγνότητά του. Αυτή τη χαµένη αγνότητα αναπολεί ο αφηγητής.
Είναι χαρακτηριστικός ο συµβολισµός του σκοινιού στο τέλος του διηγήµατος. Η τύχη του ήρωα είναι παράλληλη µε της
κατσίκας του. Και για τους δύο υπάρχει ένα σκοινί. Την κατσίκα τούτην οδήγησε στο θάνατο, τον ίδιο τον κρατάει δέσµιο
σαν το σκύλο της παραβολής, τον οδηγεί στο µαρασµό, στο θάνατο ουσιαστικά της ψυχής. Η παροµοίωση του δεµένου
σκύλου εµφανίζεταικαι πάλι στο τέλος του διηγήµατος, για να τονίσει πως η ζωή του ήρωα κλείνεται σ' έναν ασφυκτικό
κύκλο δυστυχίας, απ' όπου δεν υπάρχει δρόµος διαφυγής.
Το τέλος του διηγήµατος σφραγίζεται µε µια ευχή. «Ω! Ας ήµην ακόµη βοσκός εις τα όρη». Είναι µια ευχή απραγµατοποίη-
τη που φανερώνει τη νοσταλγία για ένα παρελθόν ευδαιµονίαςκαι αθωότητας, το οποίο δεν µπορεί ποτέ πια να ζωντανέψει.
Είναι ο χαµένος παράδεισος των ποιµενικών ειδυλλίων, ενώ η πόλη είναι η πτώση και η φθορά.

Μονόλογος – ∆ιάλογος:
Το διήγηµα αρχίζει και τελειώνει µε εισαγωγικά πράγµα που υποδηλώνει µεταφορά σε ευθύ λόγο της αφήγησης κάποιου
άλλου προσώπου απ' το συγγραφέα.
Αυτό ενισχύεται κι απ' τη σηµείωση στο τέλος του διηγήµατος «διά την αντιγραφήν». Το διήγηµα είναι ένας αφηγηµατικός
µονόλογος αποµνηµονευµατογραφικού τύπου. Οι διάλογοι που υπάρχουν σ' αυτό είναι ελάχιστοι. Αποδίδονται στη δηµοτική
γλώσσα, είναι ζωηροί κι έχουν φυσικότητα. Μέσω των διαλόγων προβάλλονται έµµεσα τα κίνητρα των προσώπων, πράγµα
που ενισχύεται κι από τα σχόλια του αφηγητή.

Ευθύς λόγος:
Στον αφηγηµατικό µονόλογο υπάρχει σε ορισµένα σηµεία, µέσα σε εισαγωγικά, ευθύς λόγος που διακόπτει την αφήγηση κι
εκφράζει σκέψεις του αφηγητή: «Αυτή δεν θ' αργήση, έλεγα µέσα µου τώρα θα κολυµπήση, θα vτυθή και θα φύγη... Θα
τραβήξη αυτή το µονοπάτι της κ' εγώ τον κρηµνό µου!...» ή επιθυµίες του: «Να εκινδύνευεν έξαφνα! να έβαζε µια φωνή! να
έβλεπε κανένα ροφόν εις τον πυθµένα, τον οποίον να εκλάβη διά θηρίον, διά σκυλόψαρον, και να εφώναζε βοήθειαν!...». .
Σε εισαγωγικά επίσης µεταφέρει ο αφηγητής κάποιες ιδιωµατικές λέξεις, όπως: «παραγυιός», «αρµυρίσουν»,
«ελιµπίστηκα», «εσχοινιάσθη», που δείχνουν την υιοθέτηση εκ µέρους του του ιδιώµατος του βοσκού. Αυτό φανερώνει
έµµεσα και υιοθέτηση της προοπτικής εκείνου.
Υποκατάστατος λόγος:
Στο διήγηµα δε συναντάµε πλάγιο ή ελεύθερο πλάγιο λόγο, βρίσκουµε όµως αρκετές ρητορικές αναφωνήσεις ή, όπως
ονοµάζονται απ' την κριτική, υποκατάστατο λόγο: «Ω! πώς θα εξαφνίζετο. Θα ετρόµαζεν ευλόγως..., και τότε αλλίµονον εις
τον µικρόν βοσκόν!», «Αλλά και αν το ήξευρα πού να το συλλογισθώ!». Ο υποκατάστατος λόγος δηλώνει ότι οι προοπτικές
αφηγητή και ήρωα αλληλοκαλύπτονται (Μ. Ρeή). Εδώ έχει την έννοια ότι ο αφηγητής ταυτίζεται συναισθηµατικά µε το
βοσκό, θυµάται δηλαδή έντονα πώς είχε νιώσει σ' εκείνη την περίσταση. Ο Παπαδιαµάντης χρησιµοποιεί συχνά αυτό το
είδος του λόγου που αποτελεί στη διηγηµατογραφία µεταβατικό στάδιο προς τον ελεύθερο πλάγιο λόγο. Στο διήγηµα η
αλληλοκάλυψη των προοπτικών δε διακρίνεται καθαρά λόγω της ιδιαιτερότητας της αφήγησης στηνοποία ο αφηγητής και
ήρωας «είναι και δεν είναι το ίδιο πρόσωπο» (Γ. Φαρίνου-Μαλαµατάρη).
19
Ο χρόνος:
Το διήγηµα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα: παρόν και παρελθόν. Το κεντρικό επεισόδιο προσδιορίζεται χρονικά απ' την
αναφορά του αφηγητή στο παρόν στα τµήµατα της εισαγωγής και του επιλόγου. Έτσι το επεισόδιο αυτό τοποθετείται
χρονικά στο παρελθόν και εµφανίζεται ως ανάµνηση.
Ο χρόνος της ιστορίας παρουσιάζεται ως καθορισµένος, γιατί στην εισαγωγή δίνονται κάποια στοιχεία χρονικού εντοπισµού
(το θέρος το 187...), όµως στην αφήγηση του παρελθόντος δεν υπάρχουν συγκεκριµένα στοιχεία χρονολόγησης. Στη δεύτερη
ενότητα η αντίληψη της ροής του χρόνου δηµιουργείται µε την παράθεση κάποιων εποχιακά επαναλαµβανόµενων
αγροτικών εργασιών, όπως ο θερισµός, ο τρύγος κ.ά. Η εντύπωση της επανάληψης επιτυγχάνεται µε τη χρήση της
θαµιστικής αφήγησης, κατά την οποία διατυπώνονται περιληπτικά, µια φορά µόνο και σε χρόνο παρατατικό, γεγονότα που
γίνονται πολλές φορές. Η θαµιστική αφήγηση είναι µία τεχνική που χρησιµοποιείται συχνά από τον Παπαδιαµάντη για να
δηλωθεί η τυπικότητα της αγροτικής ζωής, η οποία συντίθεται από επαναλαµβανόµενα γεγονότα. Πέρα απ' αυτό όµως
µπορεί να έχει και συµβολικές προεκτάσεις, αποτυπώνοντας τη συνέχεια της ανθρώπινης ζωής µε όλες τις αξίες που
περικλείει. Συντελεί δηλαδή στην εντύπωση της κυκλικότητας του .χρόνου και όχι της γραµµικής χρονικής διαδοχής. Είναι ο
λεγόµενος «ποιµενικός χρόνος».
Η αφήγηση του κεντρικού επεισοδίου προχωρεί µε σχετικά κανονικό ρυθµό. Η χρονική ροή διακόπτεται από κάποιες περι-
γραφικές παύσεις ή σύντοµα σχόλια του αφηγητή. Η περιγραφή, όπως και το σχόλιο άλλωστε, συνιστά επιβράδυνση της
χρονικής ροής. Στην περίπτωση αυτή ο χρόνος της αφήγησης είναι µεγαλύτερος από το χρόνο της ιστορίας. Συνήθως η
περιγραφή έχει δευτερεύοντα ρόλο στην αφήγηση, στον Παπαδιαµάντη όµως δε συµβαίνει το ίδιο. Είναι εκτεταµένη και έχει
περισσότερο ως στόχο να αναδείξει το θέµα, γι' αυτό συχνά υποκαθιστά την πλοκή.

Ο χώρος:
Η περιγραφή του χώρου στον Παπαδιαµάντη έχει αληθοφάνεια, γιατί δεν απεικονίζει ένα ακαθόριστο αλλά, αντίθετα, ένα
συγκεκριµένο πραγµατικό τοπίο. Ο χώρος δράσης του βοσκού έχει όνοµα, είναι το Ξάρµενο. Είναι χώρος εκτεταµένος, µε
απότοµες ακτές, όπως η Πλατάνα, και µεγάλες ακρογιαλιές, όπως ο Μέγας Γιαλός, που βρίσκονται στη βορεινή πλευρά του
τόπου. Τοτοπίο συνθέτουν λόγκοι, φαράγγια, κοιλάδες, βουνά. Ο χώρος βοσκής είναι ψηλά, ανάµεσα σε δύο φαράγγια και
τρεις βουνοκορφές, εκεί όπου βρίσκεται και το µοναστήρι της Ευαγγελίστριας. Πιο κάτω αρχίζουν οι ελαιώνες και τ'
αµπέλια που σταµατούν µέχρι το κτήµα του κυρ Μόσχου, χαµηλά προς τη θάλασσα.
Ο χώρος αυτός, παρά το ότι περιγράφεται συγκεκριµένα, δίνει την εντύπωση ενός επίγειου παράδεισου. Αυτό πετυχαίνεται
µε την τεχνική της θαµιστικής αφήγησης, που τονίζει τη χρονική απροσδιοριστία και δίνει την ψευδαίσθηση της διάρκειας
και της ακινησίας, όπου τίποτα δε µεταβάλλεται στο πέρασµα των καιρών. Τη µακαριότητα του χώρου ταράζουν µόνο
κάποιες απόµακρες ενοχλήσεις απ' τον «πολιτισµένο» κόσµο: ο αγροφύλακας ήκαι ο πρώην επιχειρηµατίας Μόσχος µε τις
περιφράξεις και την περιχαρακωµένη ιδιοκτησία του. Η εντύπωση του παραδείσιου αυτού τοπίου επιτείνεται και µε τη
χρήση απ' τον αφηγητή της κτητικής αντωνυµίας «όλα εκείνα ήσαν ιδικά µου» που δεν έχει την έννοια της ιδιοκτησίας, αλλά
µάλλον της κοινοκτηµοσύνης του τόπου και των αγαθών της γης απ' όλα τα όντα που έχουν την τύχη να ζουν µέσα στα όριά
του.
20
Περιγραφή:
Οι περιγραφές του Παπαδιαµάντη έχουν ακρίβεια στη λεπτοµέρεια και είναι γεµάτες από εκφραστικό πλούτο και λυρισµό.
Είναι περιγραφές ποιητικές που ξεφεύγουν απ' τα πλαίσια του νατουραλισµού της ηθογραφίας, γιατί ξεπερνούν τις απλές
σκηνοθετικές ανάγκες του διηγήµατος και συχνά γίνονται φορείς νοηµάτων. Η περιγραφή του ξεκινάει απ' το απλό, τη
λεπτοµέρεια, για να καταλήξει σε κάτι καθολικότερο, στο όραµά του για τη ζωή ή στην απεικόνιση του ψυχικού του
κόσµου.
Στο συγκεκριµένο διήγηµα η περιγραφή της θάλασσας αποκαλύπτει όλο το λυρισµό του συγγραφέα. Με µερικά απλά στοι-
χεία - βράχους, σπήλαια, κύµα- συνθέτει ένα τοπίο καταπληκτικής οµορφιάς. Τα επίθετα ή οι µετοχές του έχουν θαυµαστή
λειτουργικότητα µέσα στις περιγραφές. Η φύση ζωντανεύει και αποκτά µυστικές δυνάµεις «...του νερού... εισεχώρει
µορµυρίζον, χορεύον... όµοιον µε το βρέφος το ψελλίζον». Η παροµοίωση λειτουργεί ως σύνδεσµος ανάµεσα στη φύση και
στον άνθρωπο, βρίσκει µεταξύ τους στοιχεία οµοιότητας και τα δένει αρµονικά (νερό-βρέφος). Τα ρήµατα έχουν µεγάλη
ποικιλία, «εκυρτώνοντο οι βράχοι... εκοιλαίνοντο εις σπήλαια», όπως και τα ουσιαστικά «κολπίσκοι, αγκαλίτσες,
προβλήτας, σπήλαια». Το τοπίο της θάλασσας αναδύεται τελικά σαν µια «χαρά», µια «µαγεία» και ο άνθρωπος τη
«λιµπίζεται», τη λαχταρά. Η περιγραφή της κοπέλας την ώρα που κολυµπά κάτω απ' το φως της σελήνης είναι επίσης
αριστουργηµατική. Το φως του φεγγαριού «µελιχρόν, περιαργυρούν... την οθόνην του γαληνιώντος πελάγους». Τα κύµατα
«χορεύουν φωσφορίζοντα». Το νερό «έρρεε... από τους βοστρύχους... ως ποταµός από µαργαρίτας». Το ρήµα «είχεν
αναδύσει» που χρησιµοποιεί για την κοπέλα παραπέµπει στην εικόνα της αναδυοµένης απ' το κύµα Αφροδίτης. Σε άλλο
σηµείο στη συνέχεια περιγράφεται το αγαλµατένιο σώµα της στο φως της σελήνης µε κάθε λεπτοµέρεια όπως διακρίνεται
«µεταξύ σκιάς και φωτός». Ο αφηγητής προχωρά και προς το χώρο της φαντασίας και αναπλάθει όσα δεν του επιτρέπει να
διακρίνει το σκοτάδι. Το σώµα της κοπέλας δέχεται ευτυχισµένο «της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωµα».
Με αυτή την καταπληκτική περιγραφή δικαιώνεται η εντύπωση του «ονείρου» του αξέχαστου ινδάλµατος που επηρέασε
τόσο τον ήρωα του διηγήµατος.
Ο ποιητής Κ. Καβάφης είχε αντιληφθεί πολύ σωστά την καταπληκτική ικανότητα του Παπαδιαµάντη στην περιγραφή: «Με
φαίνεται ότι ο Παπαδιαµάντης είναι λαµπρά ασκηµένος στης περιγραφής την τριπλήν ικανότητα το ποια πρέπει να λεχθούν,
το ποια πρέπει να παραλειφθούν και εις το ποια πρέπει να σταµατηθεί η προσοχή».
Η γλώσσα:
Ο Παπαδιαµάντης χρησιµοποίησε την καθαρεύουσα. ∆εν είναι όµως η τυπική αυστηρή γλώσσα που χρησιµοποίησαν άλλοι
«καθαρευουσιάνοι». Η δική του καθαρεύουσα είναι ένα περίεργο κράµα λιτότητας και πλούτου, πειθαρχίας και ελευθερίας.
Ο συγγραφέας έχει άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας. Εισάγει στη γραφή του πολλούς τύπους της αρχαίας, ιδιαίτερα
επίθετα και ουσιαστικά µε τρόπο που να αποκτούν λειτουργικότητα και δύναµη και να δίνουν την εντύπωση του οικείου.
Αρκετοί µελετητές έχουν προσέξει τη ρυθµικότητα της γλώσσας του που συντελεί στην «ποιητικότητα». Αυτή η
ρυθµικότητα πετυχαίνεται µε ονοµατοποιίες και παρηχήσεις, κυρίως όµως µε τη χαρακτηριστική χρήση της τριµερούς
ασύνδετης παράταξης φράσεων ή λέξεων. Αυτά τα τριµερή ασύνδετα αποτελούνται από λέξεις περίπου συνώνυµες ή που
αποκτούν κοινό νόηµα καθώς συµπαρατίθενται. Παραδείγµατα τριµερών ασύνδετων υπάρχουν αρκετά στο διήγηµα και
αναφέρονται κυρίως στην εντύπωση του ήρωα από την οµορφιά της νέας: «Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύµα», «ήτο νηρηίς,
νύµψη, σειρήν». Αλλού εκφράζουν την ψυχική αναστάτωση του ήρωα: «Τότε µε κατέλαβε τρόµος, συγκίνησις, λύπη απε-
ρίγραπτος». Η χρήση αυτών των µέσων γίνεται κυρίως από την ποίηση.
21
Πολύ συχνή είναι επίσης στον Παπαδιαµάντη η χρήση της παροµοίωσης στις περιγραφές του, που στοχεύει, όπως ήδη
αναφέραµε, να συνδέσει τον άνθρωπο µε τη φύση: «ήτον ωχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα και µου εφαίνετο να οµοιάζη µε την
µικρήν στέρφαν αίγα, την µικρόσωµον και λεπτοφυή...». Χαρακτηριστικότερη όµως στο διήγηµα είναι η παροµοίωση της
εισαγωγής όπου τα φυσικά δεσµά (το σκοινί του σκύλου) παροµοιάζεται µε τα ηθικά και ψυχικά δεσµά (περιορισµένη
δικαιοδοσία και υποταγή στον εργοδότη).
Ο Παλαµάς έγραψε πολύ εύστοχα για τη γλώσσα του Παπαδιαµάντη: «Μια θηλυκή αστάθεια, µια νευρική ανησυχία, ένας
impressionisme φανερώνεται, γενικώς ειπείν, στο έργο του, που το κάνει ν' αλλάξει γραµµατική, γλώσσα, ύφος, σύµφωνα µε
τις περιστάσεις, τους ήρωές του, τα γούστα του, τα κέφια του» (1899).

Χαρακτήρες:
Το δύσβατο µονοπάτι που οδηγεί στην ανίχνευση και κατανόηση της ανθρώπινης ψυχής ακολούθησε ο Παπαδιαµάντης. Η
σκιαγράφηση των χαρακτήρων των ηρώων και των ηρωίδων του στο διήγηµα «Όνειρο στο κύµα» είναι µοναδική, όπως
µοναδική είναι, εξάλλου, και σε όλα τα διηγήµατά του. Οι αντιθέσεις είναι το βασικό στοιχείο που διέπουν τη ζωή των
ηρώων και προσδιορίζουν την ύπαρξή τους µέσα στον κόσµο. Το κάθε πρόσωπο, αν και µοναδικό, είναι ταυτόχρονα
σύµβολο και φορέας ιδεών. Με αυτό τον τρόπο, µοναδικό και συλλογικό, αλληλοεξαρτώνται, µε αποτέλεσµα οι χαρακτήρες
να αποκτούν πανανθρώπινη οντότητα.
Τα πρόσωπα του διηγήµατος, ο ήρωας-αφηγητής (προλύτης βοσκός), η Μοσχούλα, ο Σισώης και ο επιφανής δικηγόρος
είναι εκπρόσωποι διαφορετικών τάξεων, αξιών και ιδεών, αλλά µέσα στο διήγηµα συµπλέκονται και συνθέτουν το όλο.
Ο προλύτης:
Ο αφηγητής, ώριµος άντρας µε πτυχίο προλύτη, εργάζεται ως βοηθός στο γραφείο «επιφανούς» δικηγόρου στην Αθήνα. Η
προστασία και η ασφάλεια που του προσφέρει ο εργοδότης του αντί να τον ευχαριστεί είναι θηλιά στο λαιµό του, που τον
πνίγει. Η προσωπικότητα, η κοινωνική και οικονοµική δύναµη του µεγαλοδικηγόρου είναι καταλυτική στην ψυχή του
προλύτη. Αισθάνεται την εξουσία του δυνατού να του ορίζει τη ζωή και να τον καταδυναστεύει. Νιώθει ανασφαλής και
αποτυχηµένος, εξάρτηµα του εργοδότη του, ο οποίος δεν του αφήνει κανένα περιθώριο ανάληψης πρωτοβουλιών, κι έτσι
κατάντησε πειθήνιο όργανο στην αυλήτου. Το µίσος φουντώνει στην ψυχή του για τον ευεργέτη και προστάτη του και
απεγνωσµένα γυρεύει διέξοδο. «Μεγάλην προκοπήν, εννοείται, δεν έκαµα. Σήµερον εξακολουθώ να εργάζοµαι ως βοηθός
ακόµη εις το γραφείον επιφανούς τινός δικηγόρου και πολιτευτού εν Αθήναις, τον οποίον µισώ...» «ούτε να πράξω τίποτε
περισσότερον παρ' όσον µου επιτρέπει η στενή δικαιοδοσία την οποίαν έχω εις το γραφείον του προϊσταµένου µου». Επι-
πλέον, ο ασφυκτικός κλοιός της πόλης και η στατική και ανιαρή ζωή του δεν του αφήνουν περιθώρια διαφυγής.
Ηθικά, υλικά και πνευµατικά δέσµιος µιας κατάστασης που αδυνατεί να µεταβάλει, αναπολεί το παρελθόν και τη χαµένη
νιότη. Μόνη διέξοδος οι αναµνήσεις και η αναβίωση του παρελθόντος. Το «όνειρο» είναι το µέσο µε το οποίο θα
αποµακρυνθεί από τη ζοφερή πραγµατικότητα. Η αναδροµή στην παιδική του ηλικία είναι ο µόνος τρόπος για να ξαναγευθεί
τη χαµένη για πάντα νεότητα και να ατενίσει µε αισιοδοξία τη ζωή.
Έτσι ο αφηγητής αποµακρύνεται από τον εαυτό του ως δικηγόρος και ανατρέχει στα εφηβικά του χρόνια. Ανασυνθέτει τα
στοιχεία που µορφοποιούν το παρελθόν του, ενώ µε πίκρα αναφέρεται στην πορεία του από την ευτυχία στη δυστυχία. Η
γνώση και η εµπειρία τον βοηθούν να δει µε κριτικό µάτι τη ζωή του και να διαπιστώσει ότι τελικά οι σπουδές, αντί να τον
οδηγήσουν στην ψυχική και πνευµατική τελείωση, τον οδήγησαν σε µαρασµό. Η καταφυγή στο φανταστικό θα φέρει έστω
22
και για λίγο τη λύτρωση, θα ανακαλέσει από τη µνήµη του τη στιγµή που κρατώντας τη Μοσχούλα στην αγκαλιά του
βίωνε τη στιγµή της απόλυτης ευτυχίας. Φύση, έρωτας, ζωή ήταν δικά του.
Ο βοσκός:
Ο ήρωας-αφηγητής πηγαίνει στο σηµείο απ' όπου ξεκίνησε, βοσκός στα βουνά του νησιού του, µακριά από τους
περιορισµούς που επιβάλλει η οργανωµένη κοινωνία. Η εικόνα της ευτυχίας ξετυλίγεται σιγά σιγά και κάνει την καρδιά στα
στήθη του να σκιρτά. Ήταν δεκαοκτώ χρονών παιδί, αγράµµατο και ανυποψίαστο για τα βάσανα της ζωής. Όµορφος
έφηβoς, ψηλός κι ευλύγιστος, µε ηλιοκαµένο πρόσωπο και σγουρά καστανά µαλλιά. Ζούσε ευτυχισµένος και αµέριµνος, σε
απόλυτη αρµονία µε το φυσικό περιβάλλον, δίχως περιορισµούς και συµβάσεις, κυρίαρχος στα µέρη του.
Ο νεαρός βοσκός ήταν «φυσικός άνθρωπος», αγνός και γαλήνιος. Χαιρόταν την ελευθερία του στα πανέµορφα βουνά και
άδραχνε τους καρπούς που απλόχερα του πρόσφερε η φύση. Τα γίδια ήταν η µόνη συντροφιά του, τ' αγαπούσε και τα
φρόντιζε σαν κοµµάτι του εαυτού του. Φτωχός αλλά αυτάρκης, του ήταν αρκετά τα λίγα χρήµατα που του έδιναν οι
καλόγεροι και όσα για την τροφή του «θέριζε» από το χωράφι του γεωργού.
«Ήµην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη. ∆εκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόµη άλφα. Χωρίς να το ηξεύρω, ήµην
ευτυχής... Ήµην ωραίος έφηβoς, κ' έβλεπα το πρωίµως στρυφνόν, ηλιοκαές πρόσωπόν µου να γυαλίζεται εις τα ρυάκια και
τας βρύσας, κ' εγύµναζα το ευλύγιστον, υψηλόν ανάστηµά µου ανά τους βράχους και τα βουνά... Η τελευταία χρονιά που
ήµην ακόµη φυσικός άνθρωπος... Ήµην ωραίος έφηβος, καστανόµαλλος βοσκός, κ' έβοσκα τας αίγας της Μονής του
Ευαγγελισµού εις τα όρη τα παραθαλάσσια, τ' ανερχόµενα αποτόµως διά κρηµνώδους ακτής, ύπερθεν του κράτους του
Βορρά και του πελάγους. Όλον το κατάµερον εκείνο... ήτον ιδικόν µου».
Το βοσκόπουλο µοιάζει κοµµάτι ενός αρκαδικού τοπίου, ενός παρελθόντος που χάνεται στα βάθη των αιώνων. Κινείται
µεταξύ πραγµατικού και φανταστικού, µεταξύ ονείρου και πραγµατικότητας, χωρίς να συνειδητοποιεί πόσο ευτυχισµένο
είναι.
Η συνάντηση µε το «όνειρο»
Η συνάντηση µε τη Μοσχούλα, την ανιψιά του κυρ Μόσχου, τάραξε την ηρεµία του, τον γέµισε θαυµασµό και το πρώτο
ερωτικό σκίρτηµα του αποκάλυψε τόπους πρωτόγνωρους. Η Μοσχούλα ήταν το «όνειρο» και µην µπορώντας να την
πλησιάσει, βαφτίζει τη µικρή κατσίκα του Μοσχούλα. Η οµορφιά της µικρής κοπέλας τον συγκλόνισε και την παροµοίωσε
µε νύµφη. «Ήτον ωραία µελαχροινή, κ' ενθύµιζε την νύµφην του Άσµατος, την ηλιοκαυµένην, την οποίαν οι υιοί της µητρός
της είχαν βάλει να φυλάη τ' αµπέλια... Ο λαιµός της, καθώς έφευγε και υπέφωσκεν υπό την τραχηλιάν της, ήτον απείρως
λευκότερος από τον χρώτα τού προσώπου της... Ήτον ωχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα και µου εφαίνετο να οµοιάζη µε την
µικρήν στέρφαν αίγα, την µικρόσωµον και λεπτoφυή, µε κατάστιλπνον τρίχωµα, την οποίαν εγώ είχα ονοµάσει
Μοσχούλαν».
Όµως και η θάλασσα τον σαγήνευε, κολυµπώντας εξαγνιζόταν, γινόταν ένα µε το φυσικό στοιχείο, εγκατέλειπε τα εγκόσµια
για ν' αντικρίσει το Θεό. «Ησθανόµην γλύκαν, µαγείαν άφατον, εφανταζόµην τον εαυτόν µου ως να ήµην εν µε το κύµα, ως
να µετείχον της φύσεως αυτού, της υγράς και αλµυράς και δροσώδους».
Το παρόν ξετυλιγόταν γεµάτο αισθησιασµό και µαγεία µέχρι που ήρθε η στιγµή της απόλυτης ευτυχίας. Η Μοσχούλα έπεσε
γυµνή στη θάλασσα για να κολυµπήσει. Ο βοσκός την κοιτάζει θαµπωµένος, εκστατικός, το όνειρο ήταν µπροστά του.
Ταράχτηκε, δίστασε, δεν ήξερε τι να κάνει, µα τελικά παρασυρµένος από τη µoρφή της κοπέλας έµεινε ακίνητος,
αποχαυνωµένος, και την κοίταζε. Κι όταν ήρθε η στιγµή που την πήρε στην αγκαλιά του, το παρόν συρρικνώθηκε σ' εκείνη
23
τη µοναδική στιγµή που αντίκρισε το θαύµα. Γνώριζε πως τα όνειρα κρατούν ελάχιστες στιγµές, αλλά ήταν ευτυχισµένος
που το δικό του όνειρο αξιώθηκε να το κρατήσει στα χέρια του έστω και για τόσο λίγο. «Ήτον όνειρον, πλάνη, γοητεία». Το
αγνό πάθος του για την κοπέλα τον έκανε να θυσιάσει για χάρη της την κατσίκα του, τη Μοσχούλα. Όµως δε µετάνιωσε,
ίσως γνωρίζοντας ότι έπρεπε να πληρώσει το τίµηµα γι' αυτό που έζησε. «Ήµην ο άνθρωπος, όστις κατώρθωσε να συλλάβη
µε τας χείρας του προς στιγµήν εν όνειρον, το ίδιον όνειρόν του...»
Η Μοσχούλα:
Η Μοσχούλα είναι µία κοπέλα δεκαέξι χρονών, ανήκει σ' ένα κόσµο διαφορετικό από τον κόσµο του νεαρού βοσκού. Η
µορφή της, εξιδανικευµένη απ' το βοσκόπουλο, λειτουργεί ως µέσο εκπλήρωσης του «ονείρου» αλλά και ως στοιχείο της
πραγµατικότητας. Ζει µε το θείο της, τον κυρ Μόσχο, που την έχει υιοθετήσει. Το σπίτι όπου µεγαλώνει η Μοσχούλα είναι
ένα αρχοντικό που δεσπόζει στην περιοχή και το κτήµα που το περιβάλλει µοιάζει µε τον κήπο της Εδέµ. «∆ιήρεσε το κτήµα
εις τέσσαρα µέρη εις άµπελον, ελαιώνα, αγροκήπιον µε πλήθος οπωροφόρων δένδρων και κήπους µε αιµασιάς ή
µποστάνια».
Η Μοσχούλα έχει την αφέλεια και την αγνότητα της νεανικής ηλικίας. Ανατρέφεται µε όλες τις ανέσεις, µακριά από τα
µάτια του κόσµου. Βλέπει µε συµπάθεια το βοσκόπουλο, αλλά παραµένει στα στενά όρια του κόσµου της, κοντά στον
πολιτισµό που απειλεί να καταστρέψει το φυσικό περιβάλλον, την ηρεµία και τη γαλήνη. Τελικά, µάλλον εξελίσσεται σε µια
συνηθισµένη γυναίκα, που δεν έχει σχέση µε το «όνειρο» του βοσκού.
Ο κυρ Μόσχος εκπροσωπεί τον πολιτισµό και την τάξη των αρχόντων. Ζει µε τη Μοσχούλα στον πύργο του, µακριά από
τον κόσµο. Το κτήµα είναι περιφραγµένο, σύµβολο των συµβάσεων και της περιχαρακωµένης στις κοινωνικές επιταγές
ζωής του. Μεγαλώνει µε αγάπη τη Μοσχούλα, µέσα όµως στον αποµονωµένο πύργο του όπου µπορεί να της παρέχει τα
πάντα, αλλά της στερεί την ελευθερία και τη συντροφιά των άλλων παιδιών της ηλικίας της.
Η µορφή του λειτουργεί έµµεσα στο διήγηµα, αλλά µέσα από τη σιωπηλή παρουσία του τονίζεται η διάσταση των δύο
κόσµων: του «πολιτισµένου» και του «φυσικού».
Αποσπάσµατα από τη βιβλιογραφία που αφορούν στο συγγραφέα και το έργο του:
1. «Ο Παπαδιαµάντης πέρα από το ηθογραφικό υπόβαθρο, έχει συλλάβει µερικά βασικά και όχι τόσο ευκολοσύλληπτα
χαρακτηριστικά του νεοελληνικού χαρακτήρα, έχει δεσµεύσει στα διηγήµατά του κάτι από αυτό που θα µπορούσαµε να το
ονοµάσουµε νεοελληνική λαϊκή µυθολογία. Τα παιδιάτικα χρόνια του στο νησί, ο σύνδεσµος που είχε από τον πατέρα του
τον παπά και από άλλους συγγενείς του µε τον κόσµο της Ορθοδοξίας, ο απόκοσµος βίος του στην Αθήνα, και οι συντροφιές
του µε ταπεινούς ανθρώπους του λαού, όλα του δίνουν µια εγκυρότητα στις αποτυπώσεις του, κάτι που είναι βαθύτερο από
την απλή ηθογραφική περιέργεια ή το λαογραφικό επιστηµονικό ενδιαφέρον.»
Προσοχή ! Ηθογραφικό διήγηµα είναι αυτό που απεικονίζει τα ήθη, τα έθιµα, τους χαρακτήρες των απλών, καθηµερινών
ανθρώπων της υπαίθρου. Η απεικόνιση µπορεί να γίνεται µε έναν εξιδανικευµένο τρόπο ή µε ρεαλιστικό τρόπο,
νατουραλιστικό, που παρουσιάζει και τα όποια αρνητικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν την παράδοση. Στο συγκεκριµένο
έργο υπάρχουν και οι δύο οπτικές. Αυτό που χαρακτηρίζει αυτού του είδους τα έργα είναι ένα έντονο λαογραφικό
ενδιαφέρον.
Επιπλέον, όπως ήδη διαβάσαµε παραπάνω, ο Παπαδιαµάντης ψυχογραφεί τους χαρακτήρες του, δεν τους φωτογραφίζει
απλά, αλλά προσπαθεί να σκιαγραφήσει βάσει των ενεργειών και των εσωτερικών τους διληµµάτων τον χαρακτήρα τους και
το ήθος τους (= ψυχογραφικά στοιχεία). (Υπάρχουν δηλαδή και ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία στο κείµενο.)
24
Ηθογραφικά στοιχεία αποτελούν:
Η αναφορά στο γεωργό (σελ.163) και στις γεωργικές εργασίες.
Η αναφορά στην πτωχή χήρα και στους αγροφύλακες.
Η παρουσίαση του κυρ Μόσχου, κυρίως ως προσώπου πλουσίου, ερχόµενου σε αντίθεση µε τον υπόλοιπο λαό, µέσω
της σκιαγράφησης του οποίου σχολιάζεται έµµεσα η κοινωνική διαστρωµάτωση στις επαρχιακές πόλεις.
Η φιγούρα του Σισώη και η αναφορά στη ζωή του και στις απόψεις του.
Ο ποιµενικός βίος του ήρωα.
2. «Η ελληνική φύση κατοικείται από δαιµόνια της ελληνικής µυθολογίας, φαντάσµατα και γήινες θαλάσσιες θεότητες. [...]
∆εν πρόκειται για χαριτωµένη ή εξωτική ηθογραφική διακόσµηση. Είναι η συνύφανση Παγανισµού και Χριστιανισµού, που
ενώ από τη µια φτάνει ως µια αυστηρή συντηρητικότητα και τυπολατρεία και φόβο της αµαρτίας, από τον οποίο οδηγείται
διαρκώς σε µια αναζήτηση αγγελικής αγνότητας, από την άλλη είναι γεµάτος από µια αίσθηση της ύλης, έρωτα αισθησιακό,
λατρεία της µορφής. Μέσα στον Παπαδιαµάντη παλεύουν αλλά και συµβιβάζονται ο πόθος µε την αγνότητα, ο έρωτας µε
την έκσταση, η γήινη οµορφιά µε την αγιοσύνη. Όλος ο συµφυρµός των αντιφάσεων της ελληνικής ψυχής. Ταράζεται βαθιά
µα δε διχάζεται, νικάει µέσα του ο αγγελισµός. [...] Π.χ. ο βοσκός στο «Όνειρο στο κύµα». Που έσωσε την ωραία βοσκούλα
από τον πνιγµό και έµεινε για πάντα πάνω του η αίσθηση της επαφής, αργότερα ηλικιωµένος διαλογίζεται: «Τάχα η
ονειρώδης εκείνη ανάµνησις της λουοµένης εκείνης κόρης µ΄ έκανε να µη γίνω κληρικός;» Μέσα από το βοσκό µιλάει ο
Παπαδιαµάντης. Μας λέει πως στέκει στο µεταίχµιο, ανάµεσα στον πόθο και την αγνότητα. Η αντίφαση δεν γίνεται δράµα,
ράγισµα εσωτερικό. Γίνεται πάθος και όνειρο. Ο έρωτας διαχέεται και αγκαλιάζει τα πάντα. Έρωτας γήινος, που δεν
ικανοποιείται, αλλά ανυψώνεται από την άλλη. Λαχτάρα και εξαϋλωση, φωτεινό όνειρο. Η λέξη όνειρο κυριαρχεί στο
λεξιλόγιό του µε τη σηµασία µιας εξαϋλωµένης οµορφιάς: όνειρο στο κύµα, όνειρον επιπλέον, αυτός που έπιασε µε τα χέρια
του το ίδιον του όνειρο, όνειρον, πλάνη, γοητεία. Από εδώ βγαίνει η ιδιαίτερη µαγεία που περιβάλλει τον κόσµο του. [...] Τα
πράγµατα πλέουν µέσα σε µια ονειρική αίγλη, χωρίς να χάσουν τη γήινη υλικότητά τους, τη µορφή τους. Στέκουν στο
µεταίχµιο, όπως και η ψυχή του Παπαδιαµάντη: τα ερωτεύεται και τα λατρεύει µαζί. Παγανισµός και Χριστιανισµός.»
3. «Στο έργο του Παπαδιαµάντη υπάρχει πίσω από όλα η προέκταση του εαυτού του, η προβολή µιας ψυχής που θρησκεύει:
Το επ΄εµοι ενόσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ, δεν θα παύσω ποτέ να υµνώ µετά λατρείας τόν Χριστόν µου, να περιγράφω
µετ΄ έρωτος την φύσιν. [...] Η φύση ως χώρος δεµένος µε τη ζωή είναι πληµµυρισµένη από το «µετ΄ έρωτος πρός τον
Χριστόν». Η θρησκευτικότητά του είναι αληθινός έρως, πάθος και έξαρση µαζί. Αυτός ο έρως είναι που διαχέει παντού µια
ατµόσφαιρα ποιητική. Ο Παπαδιαµάντης είναι ένας λυρικός της πεζογραφίας. [...] ∆εν κάνει απεικόνιση αντικειµενική των
φαινοµένων, µπαίνει βαθύτερα. Πάει πιο πέρα από την αισθητή όψη, προς κάποιο µυστικό βάθος, βλέπει το Θεό πίσω από
τα φυσικά φαινόµενα. [...] Η φύση είναι η αποκρυστάλλωση της θείας δύναµης σε πολυποίκιλες όψεις: απεραντοσύνη,
µεγαλοπρέπεια, αιωνιότητα, γλυκύτητα, οργή. [...] Ο έρως πρός τη φύση τον οδηγεί στην ταύτισή του µε αυτή, σαν να
πρόκειται για βύθισµα της ψυχής και του σώµατος µέσα στο άπειρο πνεύµα του θεού, που φεγγοβολεί σε λογής χρώµατα και
σχήµατα: Επλύθην, ελούσθην, εκολύµβησα. Ησθανόµην γλύκαν, µαγείαν άφατον. Εφανταζόµην τόν εαυτόν µου ως να ήµην έν
µε το κύµα, ως να µετέχον της φύσεως αυτού, της υγράς και αλµυράς και δροσώδους (Όνειρο στο Κύµα). Ο έρως είναι µαζί
θείος και ανθρώπινος, ουράνιος και γήινος, αισθητός και υπεραισθητός, της σάρκας και της ψυχής, σε ένα περίεργο
αµάλγαµα. [...] Ο Παπαδιαµάντης αντικρύζοντας τη φύση βάζει ολόκληρο τον εαυτό του, τη ζει.. Είναι η πλατειά κατοικία
της ψυχής του.. Μετεωρίζεται ανάµεσα στην ύλη και το πνεύµα, στη γη και τον ουρανό.»
25
4. «Οι ήρωες γενικά του Παπαδιαµάντη είναι άνθρωποι απλοί, µέσα στην καθηµερινότητα. [..] Η αναπαράσταση της
ζωής στα διηγήµατά του δεν παρουσιάζει τίποτα το έκτακτο, το σπάνιο ή το δραµατικό, που να ξεπερναέι το ρυθµό της
καθηµερινής ζωής. Συλλαµβάνεται µόνο κάποια σηµαντική λεπτοµέρεια, που τοποθετεί τα πρόσωπα σε µια αποκαλυπτική
εκδήλωση του ψυχικού κόσµου, και τούτο αποτελεί και το κέντρο του έργου. Ο Παπαδιαµάντης ως ζωγράφος της ζωής του
λαού κατατάσσεται στην ηθογραφία. Όµως, δεν σταµατάει στα ήθη και έθιµα, εισχωρεί στις ψυχές. Στόχος του είναι ο
ψυχικός κόσµος των προσώπων του.
Επίσης, στα διηγήµατά του προσπαθεί να δώσει µια αντικειµενική αναπαράσταση της ζωής και του κόσµου του. Κάνει
ρεαλισµό. Όλα τα πρόσωπα προέρχονται από την αντικειµενική πραγµατικότητα, όπως αυτή έχει περάσει στην ανάµνηση,
και κρατούν µια ζωντάνια. Έχουν τις ιδέες τους, τις αντιλήψεις τους, τη νοοτροπία τους, τη µελαγχολία, την αδράνεια, τον
ιδιότυπο ψυχικό πλούτο τους, που εκφράζει τον ίδιο τον Παπαδιαµάντη. Στην σµίλευση λοιπόν αυτών των χαρακτήρων
έγκειται ο λυρισµός του Παπαδιαµάντη.»

5. Το Όνειρο στο κύµα έχει περιορισµένη δράση. Ο συγγραφέας – αφηγητής εστιάζει κυρίως στις σκέψεις, στις εσωτερικές
συγκρούσεις και στα διλήµµατα του ήρωα του διηγήµατος, δηλαδή, στην εσωτερική δράση αντί της εξωτερικής, η οποία
άλλωστε περιορίζεται κυρίως στα γεγονότα µετά το βέλασµα της κατσίκας έως τη διάσωση της κοπέλας. Η πλοκή (= ο
τρόπος µε τον οποίο δοµείται η υπόθεση ενός έργου, ο τρόπος που επινοεί ο συγγραφέας για να παρουσιάσει µια σειρά από
γεγονότα τα οποία συνθέτουν το µύθο, την υπόθεση) είναι στοιχειώδης, ιδιαίτερα απλή. Η ίδια λιτότητα ισχύει και ως προς
τον αριθµό των υπολοίπων προσώπων και το ρόλο τους.
Το ενδιαφέρον του αναγνώστη επικεντρώνεται στο εξής απρόοπτο περιστατικό: το κολύµπι της Μοσχούλας. Το
περιστατικό αυτό αποκτά σηµασία όχι τόσο εξαιτίας του περιεχοµένου του, όσο εξαιτίας των σκέψεων που γεννά στο
βοσκόπουλο και οι οποίες επιτρέπουν στον αναγνώστη να διεισδύσει στην προσωπικότητα του ήρωα. ∆εν πρόκειται για µια
απλή περιγραφή των σκέψεων, αλλά για ένα εσωτερικό µονόλογο σε πρώτο πρόσωπο που µας συµπαρασύρει στο άισθηµα
της συνενοχής. Η στιγµή εντείνεται µε το δραµατικό απρόοπτο που έπεται, το βέλασµα της κατσίκας, που φέρνει τον ήρωα
αντιµέτωπο µε την πραγµατικότητα και τον υποχρεώνει να δράσει άµεσα. Υπάρχει και ένα δεύτερο δραµατικό απρόοπτο, η
εµφάνιση της αλιευτικής βάρκας, που τροµάζει την κοπέλα, η οποία κινδυνεύει σοβαρά πια να πνιγεί.
Σε αυτό το σηµείο αξίζει να αναφέρουµε τα ψυχογραφικά στοιχεία που υπάρχουν στο κείµενο. Τα ψυχογραφικά στοιχεία
που υπάρχουν στο διήγηµα του Παπαδιαµάντη είναι τα εξής: χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος µε τον οποίο ξεκινά το
διήγηµα, µε τη συνοπτική παρουσίαση της ζωής του ήρωα, η οποία δοµείται πάνω σε µια βασική αντίθεση: η ευτυχισµένη
ζωή του παρελθόντος και η παρούσα δυστυχισµένη ζωή. Το βασικό αίτιο της τωρινής του δυστυχίας ο αφηγητής το δίνει
στην αρχή της αναδροµής του (σελ. 163). Ο τρόπος µε τον οποίο επιλέγει να ανοίξει την ιστορία του ο συγγραφέας στοχεύει
στην συναισθηµατική µέθεξη του αναγνώστη, ο οποίος γνωρίζοντας τα αρνητικά συναισθήµατα του ήρωα για την τωρινή
ζωή του, µπορεί να αισθανθεί τη χαρά που ο τελευταίος νιώθει όταν ξαναγυρίζει έστω και νοερά στην τελευταία χρονιά
«που ήµην ακόµη φυσικός άνθρωπος». Η νοσταλγία και η αγάπη για εκείνα τα χρόνια που χρωµατίζει τα λόγια του γίνεται
έντονα αντιληπτή πλέον από τον ίδιο τον αναγνώστη.
Ο ήρωας δεν είναι µια φιγούρα που θα µας µυήσει σε έναν πολιτισµό διαφορετικό από τον αστικό (που µας είναι γνώριµος).
Αποκτά σάρκα και οστά, µετατρέπεται σε οικείο πρόσωπο µε αναµνήσεις και απογοητεύσεις, πάθη και αδυναµίες, από την
αρχή έως και το τέλος του έργου. Αποκορύφωµα της δράσης του αποτελεί η αντίδρασή του στη θέαση της λουοµένης
26
γυµνής γυναίκας που τον παρασύρει στη βίωση ενός «ονείρου», της πλήρους οµορφιάς της πλάσης, αλλά και που,
παρά το τυχαίο και στιγµιαίο του γεγονότος, τον οδηγεί στην ανάληψη ουσιαστικών αποφάσεων σχετικά µε την ίδια του τη
ζωή.
Από τη στιγµή που τη βλέπει έως και τη διάσωσή της (σελ.171-7) ξετυλίσσει µε µια αποστοµωτική ειλικρίνεια τις πιο
ενδόµυχες σκέψεις του και αυτό έχει σαν συνέπεια να ενεργοποιείται ψυχικά και ο αναγνώστης, να συµµετέχει στο ψυχικό
τοπίο του ήρωα. Έτσι, παρά την απλή πλοκή και δράση της ιστορίας, όλη η ένταση, συγκεντρωµένη στο περιστατικό αυτό,
πυροδοτεί έντονα συναισθήµατα από την πλευρά του αναγνώστη.
Τέλος, να σηµειώσουµε και τις σκέψεις που κάνει ο ώριµος πλέον αφηγητής, αιτιολογώντας και αξιολογώντας τη ζωή του
(σελ.178). Με αυτές τις ψυχολογικές σκιαγραφήσεις ο συγγραφέας απεγκλωβίζεται από τα όρια της ρηχής ηθογραφίας και
του ροµαντισµού. Παρουσιάζει ανάγλυφους τους χαρακτήρες του και κάνει τον αναγνώστη να ταξιδεύει µαζί τους στις πιο
απόκρυφες και «ένοχες» στιγµές της ζωής τους.
∆ηλαδή, µε άλλα λόγια, πετυχαίνει ο Παπαδιαµάντης να µας κάνει να κατανοήσουµε απόλυτα το περιεχόµενο της λέξης
φυσικός άνθρωπος. «Τι σηµαίνει φυσικός άνθρωπος; Στο κλασικό ειδύλλιο σηµαίνει αυτός που ζει σ΄ ένα παραδεισένιο
περιβάλλον, σε οργανική και αρµονική σχέση µε τη φύση, άρα µε «ησυχία», που είναι και αποτέλεσµα µετριοπάθειας και
έλλειψης φιλοδοξίας. Κατά φύσιν άνθρωπος στη χριστιανική ορολογία σηµαίνει προπτωτικός άνθρωπος, µε κύρια
χαρακτηριστικά τη δυναµική ενότητα ανάµεσα στον υλικό κόσµο και το σώµα του, το σώµα του και την ψυχή του, την ψυχή
του και το Θεό. Ο έρωτας, φυσικό και απαραίτητο στοιχείο του κλασικού ειδυλλίου, που προκαλεί κάποια ένταση στην
ησυχία χωρίς ποτέ να οδηγηθεί στο πάθος, γίνεται στο Χριστιανισµό το αίτιο αυτής της δυναµικής ενότητας. Η αγάπη προς
το ποίµνιο (Μοσχούλα-κατσίκα) αποδεικνύεται ατελέσφορη µπροστά στην αθωότητα µε την οποία προσεγγίζεται το
µυστήριο του έρωτα (Μοσχούλα-κόρη). Αντί ο νεαρός βοσκός να θυσιάσει την ψυχή του υπέρ των προβάτων, θυσιάζει το
ζώο του προς χάριν της κοπέλας και χάνει την ψυχή του, δηλαδή την αθωότητά του. Ακόµη περισσότερο η ονειρώδης
ανάµνηση της κόρης που τον ακολουθεί γίνεται το άιτιο της οριστικής απώλειας του εδεµικού παραδείσου.»

Κριτικογραφικά αποσπάσµατα και ερµηνευτικές προσεγγίσεις από το βιβλίο του καθηγητή:


Ρεαλισµός, ηθογραφία

1. Κατά ταύτα δεν πρόκειται περί απλής ηθογραφίας, λαογραφικών διαπιστώσεων περί των ηθών, εθίµων, ενδυµάτων,
κατοικιών, τραγουδιών και παραµυθιών των νησιωτών, ανάµεσα εις τους οποίους έζησε. ∆ιότι κάλλιστα είναι δυνατόν να
περιγραφούν ούτοι λεπτοµερέστατα και να διαφύγη η ψυχή των. Η Λαογραφία πολλάκις υπό τα ειδυλλιακά φορέµατ των
χωρικών δεν διείδε τα δράµατα της των. Ο Παπαδιαµάντης δεν είναι φωτογοάφος, είναι ψυχογράφος. ∆εν µένει εις όσα
ακούει και βλέπει, εις το περίγραµµα, προχωρεί εις όσα διαισθάνεται, έτσι δε δεν ζωγραφίζει απλώς, αλλά δηµιουργεί
ανθρώπους, κοινωνίας χώρους.
Νικόλαος Β. Τωµαδάκης, Αλέξανδρος ΠαπαδιαµάΥτης (1851-1911), ο Χριστιανός Συγγραφεύς [οµιλία], Αθ.1961: Ι∆.,
Απανθίσµατα: Γραµµατολογικά και Βιοφιφικά της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας (Μελέται και Άρθρα), Αθ: Εκδ. Γ. ΦΙ<Νέα
Βιβλιοθήκη>, 1962, σσ.I77-190: 186-187.
2. [...] Ο Παπαδιαµάντης δεν είναι ροµαντικός ονειροπόλος πραγµάτων φανταστικών ή εκφραστής συναισθηµάτων
επιθυµητών χωρίς ανίκρισµα. Είναι ένας ρεαλιστής συγγραφέας. Ερωτεύεται το συγκεκριµένο κι όχι το αφηρηµένο. Κάθε
27
ήρωας του έχει το όνοµα και το επώνυµό του, κάθε τοποθεσία την ονοµασίαν της. Η επιµονή του να αραδιάζει
ένα σωρό ονόµατα δεν είναι λογοτεχνική µανιέρα. Στον Παπαδιαµάντη δεν υπάρχουν ήρωες πρώτης και δευτέρας
κατηγορίας. Όλοι είναι καταξιωµένοι: πρωταγωνιστές και κοµπάρσοι. [...]
Όλοι αυτοί βαραίνουν το ίδιο στη ζυγαριά, γιατί όλοι, µε τα ντέρτια και τα µεράκια τους, µε τις µεγαλοσύνη και τις
µικρότητές τους, είναι τέκνα Θεού, καταξιωµένα και καθαγιασµένα απ' Αυτόν.

Κυριάκος Πλησής, «ο Παπαδιαµάντης και ο Κόσµος του» AA.VV., Τετράδια «Ευθύνης», αρ.15 [Μνηµόσυνο του
Αλεξ.Παπαδιαµάντη: Εβδοµήντα Χρόνια από την Κοίµησή του] (Αθ.1981), σσ.148-155 - Ι∆., Προσεγγίσεις: Λογοτεχνικά
∆οκίµια για 12 Νεοέλληνες Συγγραφείς, Αθ.: Εκδ. «Αστήρ» Αλ.και Ε. Παπαδηµητρίου 1995, σσ.77-86: 78-79.
3. Ο Παπαδιαµάντης [...] προς απελπισίαν των κριτικών και ευφροσύνην των αναγνωστών του, αποτυγχάνει ως (ρεαλιστής)
πεζογράφος όχι γιατί δεν είχε τις οικείες λογοτεχνικές ικανότητες, αλλά γιατί είχε ως άνθρωπος, το θείο χάρισµα να θεάται
τον κόσµο σαν ποιητής και κατόρθωσε, ως δηµιουργός, να ενοφθαλµίσει στην (ρεαλιστική και νατουραλιστική!) πεζογραφία
του τους τρόπους και τις δυνατότητες της ποίησης. [...]
[...] µεγαλύτερη ποιητική ένταση και αντίστοιχη υποχώρηση του ρεαλιστικού στοιχείου, είναι και τα διηγήµατα «Όνειρο στο
κύµα», «Υπό την Βασιλικήν δρυν», «Αµαρτίας φάντασµα», «Τα ∆αιµόνια στο ρέµα», «Η Φαρµακολύτρια», όπου ο ήρωας
αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία του. Όλα κινούνται στον χώρο του Συµβολισµού, τόσο του ποοσωπικού, όσο και
του υπερβατικού, σύµφωνα µε τον οποίον αντικείµενα, εικόνες ή καταστάσεις του υπαρκτού κόσµου ανάγονται σε σύµβολα
ενός κόσµου άχρονου, τέλειου και θείου Στο πλαίσιο αυτό η αντίθεση ανάµεσα στο θλιβερό παρόν του ήρωα - αφηγητή και
το ευτυχισµένο - παιδικό ή νεανικό - παρελθόν του, αποτέλεσµα της φθαρτικής επίδρασης του χρονου, συµβολοποιείται σε
προσωπικό επίπεδο, µε την τότε παρουσία του περικαλλούς δέντρου, της ανάσσης του δρυµού καιν τωρινή εξαφάνισή της («Η
Βασιλική δρυς») ή µε το τότε «Όνειρο στο κύµα», από το οποίο τώρα δεν µένει παρά η ονειρώδης ανάµνησις της λουοµένης
κόρης. Σε επίπεδο όµως υπερβατικού συµβολισµού, αυτή η έκπτωση από µια προηγούµενη, ανώτερη και ευτυχέστερη
κατάσταση σε ένα ατελές και θλιβερό παρόν, συµβολίζει της Πτώση του Ανθρώπου από παράδεισο της Εδέµ..
Ελένη Πολίτου-Μαρµαρινού, «Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης» [παρουσίαση - ανθολόγηση]: AA.VV., Η Παλαιότερη Πεζογραφία
µας: Από τις αρχές της ως τον Πρώτο Παγκόσµιο Πόλεµο, Τ.5. [1880-1900], επιµ.-εισαγ. Κώστας Στεργιόπουλος, Αθ.
Εκδ.Σοκόλη, 1996, σσ.114-209: 140,146.
4. Μέσα στο ηθογραφικό πλαίσιο ο Παπαδιαµάντης ζωντανεύει τον κόσµο του µε τη γραφή του, τον τρόπο της οµιλίας του,
που συνιστά τη µοναδικότητά του, σε ένα γλωσσικό αµάγαλµα καθαρεύουσας, εκκλησιαστικής, δηµοτικής και
ιδιωµατισµών ξεδιπλώνει την αφηγηµατική του άνεση, διαποτισµένη αφενός από γνήσια ποιητική πνοή [...] η οποία όµως
«δένει» αρµονικά µε το ρεαλισµό στην απόδοση των καταστάσεων και τη διαγραφή των απλών και ταπεινών «ηρώων» του
της Σκιάθου ή της Αθήνας. Αυτός ακριβώς ο «µαγικός ρεαλισµός» συνιστά ίσως την ιδιαίτερη γοητεία και τη µοναδικότητα
του Παπαδιαµάντη.

Κώστας Μπαλάσκας. Εισαγωγή στο τευχίδιο: Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης, Έρως 'Ήρως, Όνειρο στο Κύµα, Αθ.:
Επικαιρότητα <Νεοελληνική Ανθολογία, 4>,1996, σσ.7-10: 8-9.

Τα θέµατα και οι Ήρωες του Παπαδιαµάντη

1. Όλα τα πρόσωπα και τα γεγονότα προέρχονται από την αντικειµενική πραγµατικότητα, - καθώς αυτή έχει περάσει στην
28
ανάµνηση -, από την οποία κρατούν µια έκτακτη ζωντάνια και µία σχεδόν φυσική παρουσία. Συχνά δίνουν την
εντύπωση, ότι προκύπτουν µές από τη ζωή σαν έξω από την τέχνη ή πριν απ' αυτήν, σαν να συνεχίζουν τον εαυτό τους
περνώντας από τη γήινή τους κίνηση και υπόσταση έξαφνα µέσα στο χώρο της τέχνης.
Ήρθαν µέσα στην τέχνη από τη ζωή και επιστρέφουν σ' αυτή. Η τέχνη δείχνεται σαν προέκταση της ζωής.
Παρά ταύτα µέσα στην αντικειµενικότητα τούτη περνά η προσωπική αίσθηση και συγκίνηση του συγγραφέα. Υπάρχει κατά
βάθος µέσα στο αντικείµενο η έκφραση του υποκειµένου, η διάχυση της ατοµικής του ψυχής. Τα πρόσωπα, ενώ έχουν δικιά
τους, ρεαλιστικά δοσµένη υπόσταση και ανεξαρτησία, είναι συνάµα και κατά κάποιο τρόπο σύµβολα του υποκειµένου.
Υπάρχει µια βαθύτερη σύµπτωση ή συµφωνία, µε την ψυχική ή µουσική σηµασία του όρου, ανάµεσα στο συγγραφέα και
στα πλάσµατά του, µέσα σε µια λυρική θεώρηση των ανθρώπων και των πραγµάτων. Έχουν τις ιδέες του, τις αντιλήψεις
του, τη νοοτροπία του, το πάθος τoυ, την πίστη. την µελαγχολία, την αδράνεια, όλο τον ιδιότυπο ψυχικό πλούτο του, σα
νάναι άλλες τόσες περιπτώσεις αποχρώσεων του προσώπου του. Ο αυστηρά καθορισµένος χώρος, όπου κινείται, και η
υποκειµενική θεώρηση µέσα στην αντικειµενική ανάπλαση, χαράζουν κάποια όρια και δίνουν και κάποια µονοµέρεια στον
ορίζοντά του.
Μα κ' εδώ υπάρχει µια ανάλογη σύνθεση αντιθέσεων. Μέσα στο στενό χώρο τοπίου και ζωής ο συγγραφέας κατορθώνει και
δίνει έκταση και πλάτος εποπτείας ψυχικών καταστάσεων και ανθρωπίνων φυσιογνωµιών.

Γιώργος Θέµελης, «ο Παπαδιαµάντης και ο Κόσµος του»: Χρονικά του Πειραµατικού Σχολείου του Πανεπιστηµίου Θες/κης,
τ.15., αρ.58 (Απρίλιος - Ιούνιος 1961)και ανάτ.αυτοτελώς, επιµ. Ν.∆. Τριανταφυλλόπουλος, Αθ.: ∆ιάττων, 1991, σσ. 66-67.

2. Πολλοί αποθαυµάζουν [...] τον αισθησιασµό που φανερώνουν oρισµένα κοµµάτια, όπως το «όνειρο στο κύµα» ή άλλα και
τονίζουν αυτή την πλευρά. Αλλά αυτό δε σηµαίνει τίποτα. Αυτό δείχνει πως και εκείνος ήταν άνθρωπος µε αισθήσεις και
εξερευνούσε κάποτε την περιοχή τους. Μόνο που ο Παπαδιαµάντης (ή ο άνθρωπος της παράδοσης) δε σταµατούσε εκεί. ∆ε
ζητούσε να κάνει τις αισθήσεις του κοσµοθεωρία ή τρόπο ζωής, και προπαντός ήξερε από την παράδοση πως πάς ο πίνων έκ
το ύδατος τούτου διψήσει πάλιν.
Ο Παπαδιαµάντης βρισκόταν στους αντίποδες όσων πέφτουν µε το κεφάλι µέσα στη δίνη των παλατιών της Κίρκης ή των
λεγόµενων «ανδρείων της ηδονής» (Καβάφης). Έτσι όπως παρουσιάζεται σαν καταξίωση, η ανδρεία της ηδονής είναί δειλία
του πνεύµατος, αδυναµία να αναγνωρίσουµε το αόρατο πίσω από το φαινόµενο, το υπερφυσικό πίσω από τη φύση,
εγκλωβισµός στο φυσικό. Η ανδρεία του Παπαδιαµάντη κρατούσε από άλλη ρίζα πνευµατική. ∆ε σταµατούσε στις φυσικές
αισθήσεις που µοιραζόµαστε µε τα ζωντανά, αλλά ήξερε να παίρνει από τις άλλες (αυτές που θεωρούµε ανύπαρχτες
σήµερα), από εκείνες που όποιος πιεί µιά φορά ου µή διψήση εις τόν αιωνα.
Ο κόσµος του ολόκληρος, φύση και άνθρωποι, φωτίζεται χαρακτηριστικά από το παράξενο εκείνο µοναδικό φώς και
λαβαίνει την ύπαρξή του µοναχά επειδή έχει πίσω του τη βαθιά ρίζα, fons vitae την πλαστουργική αιτία ή τον κόσµο του
πνεύµατος. Και ο κόσµος αυτός ξεπερνάει τα όρια της ανθρώπινης διανόησης ή των αισθήσεων. Το πνεύµα δεν το έχεις , το
καταχτάς ή βιάζεις τη βασιλεία του. Τη διανόηση ή τι αισθήσεις τα έχεις (και, αν θέλεις, τα καλλιεργείς). Ο Παπαδιαµάντης
ποτέ δε λάτρεψε, όπως λέει η παράδοση, τη κτίσει παρά τόν κτίσαντα. Η Σκιάθος που πλέει στο κύµα, µαζί µε τη φύση και
τους ανθρώπους της, υπάρχει µόνο επειδή αυτός την έχει αποθέσει σα µικρή χιβάδα µέσα στο χέρι του παντοδύναµου εν
χειρι Θεου.
29

Ζήσιµος Λορεντζάτος, «Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης [Α']: Πενήντα Χρόνια από το Θάνατό του» [1961]: Ι∆., Μελετήµατα,
τ.ι., Αθ.:∆όµος, 1994, σσ. 235-258: 244-245.
Αφηγηµατική Τεχνική στον Παπαδιαµάντη

1. Ότι ο Παπαδιαµάντης έκλεισε µές στις «αναµνήσεις» του ένα υπολογίσιµο τµήµα της ζωής του, δεν χωρεί αµφιβολία.
Αρκεί µιά πρώτη, θάλεγα οριζόντια, ανάγνωση για να δείξει πώς τα «διηγήµατα» αυτά αποτελούν, ανάµεσα στα άλλα, και
µιάν αναντικατάστατη βιογραφική πηγή. 'Εχουµε να κάνουµε µ' ένα χρονικό, όπου όχι µόνο τα παιδικά χρόνια στη Σκιάθο,
αλλά και η αθηναϊκή περίοδος του συγγραφέα µας, και τα βιώµατα και τα οράµατα και τα αδιέξοδά του, µας προσφέρονται
πλουσιοπάροχα.
Κάποτε, η εντύπωση πως στο διήγηµα ενσωµατώνονται σελίδες από ένα προσωπικό ηµερολόγιο είναι κυριαρχική. Ο
αφηγητής εµφανίζεται µε την πραγµατική ταυτότητα του ή κρύβεται πίσω από ψευδώνυµα.
Π. Μουλλάς, «Το ∆ιήγηµα, Αυτοβιογραφία του Παπαδιαµάντη» [Εισαγωγή]: Ι∆.[επιµ.], ό.π., σσ. λδ' -λε' .
2. Είναι αληθινό αυτό, ο Παπαδιαµάντης αυτοβιογραφείται. Εξίσου αληθινό όµως είναι ότι όλοι οι γνήσιοι συγγραφείς, λίγο
ως πολύ αυτοβιογραφούνται. Εγώ θα ήθελα κάτι άλλο να µου πούν: Ποιος γνήσιος συγγραφέας δεν είναι κατά κάποιο τρόπο
αυτοβιογραφικός στα πιο αντιπροσωπευτικά του έργα. Και λέγω «αντιπροσωπευτικά», γιατί και ο Παπαδιαµάντης έχει
ορισµένα έργα όπου δεν βάζει τίποτε από τον εαυτό του και είναι τα ιστορικά µυθιστορήµατά του, µα αυτά δεν βρίσκονται
σε κανένα ύψος.
Με αυτά, δεν συνηγορούµε για την αυτοβιογράφηση στη λογοτεχνία, ούτε και καταδικάζουµε -κάθε άλλο- το πλάσιµο µιάς
κατάστασης ολότελα νέας µέσα στα έργα. Μακάρι... Απλώς προϊόντος του χρόνου, κάνουµε τη διαπίστωση ότι κανένας
συγγραφέας δεν πέφτει στο έργο του έξω από τα βιώµατά του.
Από τα παρακάτω θα έγινε ίσως αντιληπτό τι ακριβώς νοµίζουµε όταν λέµε, ότι κάθε συγγραφέας -και ο Παπαδιαµάντης-
«αυτοβιογραφείται». Εννούµε ότι κάθε άξιος συγγραφέας αντλεί τη γλώσσα του, τη φρασεολογία του, τις εµπειρίες του, τις
εµπνεύσεις του, ιδίως την επένδυση των εµπνεύσεών του, από µέσα του, από την τεράστια παρακαταθήκη βιωµένων
πραγµάτων, καταστάσεων και γεγονότων, µεταµορφωµένων πια σε λέξεις και φράσεις, που ο κάθε συγγραφέας -και ο κάθε
άνθρωπος- διαθέτει. ∆εν εννοούµε ότι ο συγγραφέας αναπαριστάνει τη ζωή του, αν και δεν είναι εκ των προτέρων
καταδικάσιµο, ούτε και αυτό. Εξαρτάται από την τοµή και το δόσιµο που θα γίνει [...].
Ο Παπαδιαµάντης µπορεί, νοµίζω να ονοµασθεί πιο πολύ βιωµατικός παρά αυτοβιογραφικός συγγραφέας. Ο
Παπαδιαµάντης δηµιουργεί την ίδια εντύπωση µε όλους εκείνους τους συγγραφείς που είναι παραστατικοί και µερακλήδες
σκηνογράφοι. ∆ηµιουργεί δηλαδή την εντύπωση ότι τα έζησε όλα αυτά για τα οποία γράφει, ενώ ακόµη και δια της κοινής
λογικής µπορούµε να βρούµε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό. Υπάρχει στο έργο του ένα πλήθος ιστοριών τις οποίες για λόγους
απλούς δεν µπορεί να τις έζησε ο ίδιος, αλλά πρέπει να τις άκουσε, να τις είδε ίσως εκ του µακρόθεν και προπαντός να τις
έµαθε από άλλους ή παλαιότερους.
Οι ιστορίες αυτές είναι πλασµένες ή ξαναπλασµένες από τον συγγραφέα µε τα υλικά του χώρου τους, που τα παρέχει η µετά
αγάπης αναστροφή του µέσα σ' αυτό το περιβάλλον. Και έτσι οι αλλότριες ιστορίεςτου γίνονται αφορµή για την πιο µεγάλη
απόλαυσή του. Να βγάλει και να ξαναβγάλει από µέσα του τα αγαπητά του πράγµατα, τις φορτωµένες ξεχωριστή αχλύ και
περιεχόµενο λέξεις και να τις αραδιάσει για µια ακόµα φορά µέσα σ' ένα κοµµάτι του χώρου του. Θέλει να κλείνεται µέσα
30
στον αγαπηµένο χώρο του και να βγάζει από µέσα του.
Και προκύπτει έτσι ένα κράµα ζεστής ζωής, µε όλα τα συµπαροµαρτούντα της επαρχιακής ζωής του καιρού του. Φτώχειες,
θαλασσοπνιγµούς, µαρασµούς, συνοικέσια, µικρότητες, γάµους, βαφτίσια, γιορτές και γλέντια, έθιµα, κουτσοµπολιά, λόγια
πικρά, µίση, νερα'ίδες και αερικά, θρησκευτικές αναβάσεις, χειµερινές περιπέτειες, αθώες ψυχές ποιµένων.
Λοιπόν, οι απόµακρες αυτές ιστορίες δεν είναι αυτοβιογραφικές, αλλά αποτελούν αφορµές για ανάπλαση ζωής.

Γιώργος Ιωάννου, «ο της Φύσεως Έρως«: Τετράδια «Ευθύνης», αρ.15 [Μνηµόσυνο του Αλεξ.Παπαδιαµάντη: Εβδοµήντα
χρόνια από την Κοίµησή του] (Αθ.1981), σσ. 55-63: 58-59 - Ι∆., Ο της Φύσεως Έρως: Παπαδιαµάντης, Καβάφης, Λαπα-
θιώτης, Αθ.: Κέδρος, 1985.

3. 'Όλες οι ιστορίες στα διηγήµατα του Παπαδιαµάντη διαδραµατίζονται στη σύγχρονη µε τον συγγραφέα πραγµατικότητα
που ταυτίζεται µε τη διάρκεια της ζωής του. Η σύνδεση του χρόνου των ιστοριών µε το χρόνο µιας αντικειµενικής,
εξωτερικής πραγµατικότητας γίνεται φανερή απο το πρώτο κιόλας διήγηµα µε την παράθεση συγκεκριµένης, σχεδόν,
χρονολογίας [...].
Ιδιαίτερη και από πολλές απόψεις σηµαντική κατηγορία συγκροτούν τα διηγήµατα, στα οποία ο αφηγητής παρουσιάζει σε
πρώτο πρόσωπο τη δική του ιστορία ή µια ιστορία όπου ο ίδιος είναι ένας από τους κεντρικούς ήρωες [...].
Όσα συγκροτούν την αφήγηση στα «πρωτοπρόσωπα» αυτά διηγήµατα δεν διαδραµατίζονται πια απλά και µόνο στην εποχή
του συγγραφέα αλλά φαίνεται να αποτελούν κοµµάτι της ζωής του. ∆εν είναι, λοιπόν παράξενο το ότι τα διηγήµατα αυτά
έχουν χαρακτηριστεί από την κριτική «αυτοβιογραφικά» και έχουν χρησιµοποιηθεί για την άντληση πληροφοριών ή την
εξαγωγή συµπερασµάτων που αφορούν τη ζωή του συγγραφέα τους, ερωτική και µη, την προσωπικότητα, τον ψυχισµό ή τη
δοκιµασία του ηθικού του κόσµου. [...].
Ο τόπος όπου διαδραµατίζονται οι ιστορίες του Παπαδιαµάντη, µε άλλα λόγια το σκηνικό µέσα στο οποίο ξετυλίγεται η
δράση των διηγηµά.των του, είναι κατά πρώτο, βέβαια, λόγο ο τόπος της γεννήσεώς του, η Σκιάθος, «νησί ελληνικό«, αλλά
και η Αθήνα, δεύτερη του πατρίδα, όπου έζησε «υπέρ το ήµισυ της ζωής του» [...]. Οι δύο λοιπόν αυτοί τόποι της
διηγηµατογραφίας του συνθέτουν µαζί µε το χρόνο της, τον βιωµένc χωρόχρονο, απ' όπου ο συγγραφέας αντλεί διαρκώς το
προκειµενικό
υλικό του.
Την Σκιάθο ο Παπαδιαµάντης περιγράφει από κάθε δυνατή πλευρά και µε τόσο πιστό και αναπαραστατικό τρόπο, ώστε ο
αναγνώστης του είναι σχετικά εύκολο να ταυτίσει το σκηνικό πολλών διηγηµάτων µε πραγµατικά σκιαθίτικα τοπία. Τα
τελευταία παρουσιάζονται στο κείµενο άλλοτε πανοραµικά, από έναν υψηλότερο ή µακρύτερο σηµείο θέασης. [...] και
άλλοτε µε µεγεθυντική και σχεδόν φωτογραφική εστίαση σε χαρακτηριστικές λεπτοµέρειες [...].
Κάθε τι από τους εξωτερικούς αλλά και τους εσωτερικούς σκιαθίτικους τόπους και χώρους αξιοποιείται από τον συγγραφέα
για τις διαφορετικές κάθε φορά σκηνογραφικές ανάγκες του διηγήµατος και όλα τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσµατα και τα
ονόµατά τους: Το λιµάνι και τοχωριό, τα νησάκια και οι όµοι, οι αµµουδιές και οι βράχοι, τα βουνά και οι ρεµατιές, τα
µοναστήρια και τα ξωκκλήσια, τα σπίτια, τα µαγαζιά του λιµανιού και οι ταβέρνες, τα κοιµητήρια και οι καλύβες των
βοσκών, οι κήποι και οι σπηλιές. Ειδικά η θάλασσα, στοιχείο αναπόσπαστο του νησιού και της ζωής των κατοίκων του,
31
είναι επίµονα και µε ποικίλους τρόπους παρούσα .
Παράλληλα µε την ακινητοποίηση του χρόνου, βαίνει στο τυπικό παπαδιαµαντικό διήγηµα και η έλλειψη έντονης και
φανερής δράσης. Αυτό ο οφείλεται είτε στον ασήµαντο ή και ανύπαρκτο µύθο είτε στην εσωτερίκευση της δράσης και την
αντικατάστασή της µε «γεγονότα» του ψυχικού βίου προς όφελος των χαρακτήρων [...].
Οι ήρωες και οι ηρωίδες του Παπαδιαµάντη, πράγµατι, αντί να δρουν, παραδίδονται συχνά στις σκέψεις και τις αναµνήσεις
τους, στοχάζονται για το παρόν και το παρελθόν τους, αποκαλύπτοντας αόρατες ψυχικές διεργασίες που διαγράφουν µιαν
εσωτερική αλλαγή, αποτέλεσµα της σταδιακής τους συνειδητοποίησης και αυτογνωσίας.
Με την τεχνική αυτή το παπαδιαµαντικό διήγηµα διαψεύδει τις προσδοκίες για κίνηση µέσα στο χρόνο που δηµιουργεί το
ρεαλιστικό πεζογράφηµα, υποχρεωµένο να «αφηγηθεί µια ιστορία«, και δίνει αντίθετα στον αναγνώστη την εντύπωση µιας
στο στάσης µέσα στον χρόνο, µε την οποία, όπως ακριβώς και στο λυρικό ποίηµα, αποτυπώνεται ένα βίωµα ή
απoκαλύπτεται µια ψυχική κατάσταση.
Τη στατικότητα του διηγήµατος ενισχύει και ο τρόπος παρουσίασης του σκηνικού µε τις χαρακτηριστικές εκτενείς
παπαδιαµαντικές περιγραφές που αναστέλλουν τη δράση. Η λειτουργία των περιγραφών αυτών, στις οποίες εκδηλώνεται µε
όλη της την ένταση η ποιητικότητα της παπαδιαµαντικής γλώσσας, δεν περιορίζεται στη µετάδοση των αναγκαίων
ρεαλιστικών πληροφοριών για το περιβάλλον µέσα στο οποίο ζουν, κινούνται και δρουν οι χαρακτήρες. Οι περιγραφές
επιτελούν και µια λειτουργία οδηγητική για τον αναγνώστη, ώστε να συλλάβει το βαθύτερο νόηµα του διηγήµατος. Αυτό
γίνεται δυνατό κάθε φορά που τόποι, τοπία ή εξωτερικές εικόνες, επειδή περιγράφονται µε τρόπο αφαιρετικό ή µεταφορικό
που υπογραµµίζει την αναλογία τους µε κάτι άλλο, ανάγονται τελικά σε σύµβολα ποιητικά [...].
[...] Σε άλλες περιπτώσεις πάλι µια εξωτερική εικόνα της φύσης περιγράφεται ρητά ή υπαινικτικά µε βάση την αναλογία
προς την ψυχική κατάσταση του ήρωα, αποκτά δηλαδή τη λειτουργία «αντικειµενικής συστοιχίας» που έδωσε στην
εικονοποιία του ο Συµβολισµός.
Ε. Πολίτου-Μαρµαρινού. ό.π., σσ 130-133, 144-145.

Ερµηνευτικά για το «Όνειρο στο Κύµα»

1. Το «Όνειρο στο Κύµα» [...] αποτελεί χωρίς αµφιβολία το χαρακτηριστικότερο διήγηµα µε θέµα την αντιπαράθεση της
ευτυχισµένης εφηβείας στη φθορά της ωριµότητας.
Η αντίθεση γίνεται καθαρότερη στο διήγηµα αυτό, επειδή ο αυτοδιηγητικός αφηγητής δεν παρουσιάζεται ως απλή φωνή,
αλλά ως πλήρης βιολογική ύπαρξη που διαφοροποιείται σε τέτοιο βαθµό από το συγγραφέα, ώστε είναι δύσκολο να τους
ταυτίσουµε. Έτσι, µυθοποιώντας τα απαραίτητα στοιχεία, ο Παπαδιαµάντης δηµιουργεί αυτόν τον τύπο του
εξοµολογούµενου αφηγητή που αποφασίζει να καταγράψει το µετασχηµατισµό του από «βοσκού εις τα όρη» σε δικηγόρο µε
«δίπλωµα προλύτου» [...], που αντιστοιχεί µε το πέρασµα του από το βουνό στην Αθήνα, από τη εφηβεία στην ωριµότητα
και από την παραδεισιακή ελευθερία στην όλο µέριµνες δουλεία αυτού του κόσµου (µ' έµφαση στο κοινωνικό στοιχείο ).
Ο πρόλογος στον τύπο της εσωτερικής οµοδιηγητικής πρόληψης µας παρέχει το µετασχηµατισµό «ιστορικά», δηλαδή ως
πέρασµα από τη µια κατάσταση στην άλλη. Η µεταβολή είναι το αποτέλεσµα του οποίου αγνοούµε το αίτιο.
Πληροφορούµαστε ακόµη την κυκλική ιστορία του µοναχού Σισώη: µια πορεία από τη σωτηρία στην απώλεια και πάλι στη
σωτηρία. Η κύρια αφήγηση, που ακολουθεί, περιέχει µ' έναν πρωθύστερο τρόπο και την αιτία της ευτυχίας και το αίτιο της
32
µεταβολής στο χειρότερο.
Η ιστορία που µας µεταδίδεται έχει µια εξαιρετικά απλή υπόθεση που θα µπορούσε να σκιαγραφηθεί ως εξής: Ο νεαρός
βοσκός είναι ευτυχισµένος (κατάσταση ισορροπίας). Η εµφάνιση της Μοσχούλας και της οµώνυµης κατσίκας προοιωνίζεται
µια κατάσταση ανατροπής. Για να κατοχυρωθεί η ισορροπία πρέπει ο βοσκός να διαλέξει µια από τις δυο. Η επιλογή γίνεται
αρχικά προς την πλευρά της κατσίκας (επιστροφή στην αρχική κατάσταση), αλλά τελικά ευνοεί την κοπέλα, πράγµα που
οδηγεί σε µια κατάσταση µεταµφιεσµένης ισορροπίας, ουσιαστικά όµως ανισορροπίας. Περαιτέρω το δίληµµα -παραµονή
σε µοναστήρι ή απόκτηση γνώσης- λύνεται υπέρ του δεύτερου σκέλους, πράγµα που οδηγεί στην τελεσίδικη δυστυχία του
ήρωα - αφηγητή.
Η νοσταλγία για την αρχική κατάσταση περιπλέκει τα πράγµατα σ' ένα φαύλο κύκλο, πβ. αρχή και τέλος του διηγήµατος
[...]. Το πρόβληµα θα µπορούσε να λυθεί, εάν ο αφηγητής ακολουθούσε την πορεία του Σισώη, του οποίου η ιστορία έχει
θεµατική σχέση µε την κυρίως αφήγηση. Η µόνη δυνατότητα -που πάντως δεν επιχειρείται- είναι η αντικατάσταση του
χαµένου παραδείσου µ' έναν εσωτερικό παράδεισο.
Η απλή υπόθεση που αναφέραµε περιπλέκεται από την ευφυή οµωνυµία στην οποία δυο διαφορετικά νοήµατα (της κόρης
και της κατσίκας) αντιστοιχούν σε ενιαία φωνητική πραγµατικότητα. Επειδή όµως η οµωνυµία πηγάζει από τον ίδιο τον
ήρωα και βασίζεται στην κατά γνώµη του εξωτερική οµοιότητα των δυο αντικειµένων αναφοράς, µε τη σειρά της
κατοχυρώνει τη µερική συνωνυµία. Αυτό σηµαίνει πως τα δυο παραδείγµατα (Μοσχούλα - κόρη και Μοσχούλα - κατσίκα)
συµφύρονται µε τέτοιον τρόπο στη συνείδηση του βοσκού, ώστε το ένα µπορεί να υποκαθιστά το άλλο. Η υποκατάσταση
όµως είναι σχεδόν αδύνατη, επειδή οι διαφορές είναι περισσότερες από τις οµοιότητες. Αυτό που ξεκίνησε ως ανώδυνη
υποκατάσταση προχωρεί εκ των πραγµάτων σε αντικατάσταση που γίνεται ολοένα και περισσότερο το αποτέλεσµα µιας
επίµονης επιλογής.
Το κείµενο υποβάλλει, όπως ήδη θίξαµε, τέσσερις τέτοιες περιπτώσεις επιλογής: Η κατσίκα επιλέγεται αντί για την κοπέλα
χωρίς προβληµατισµό [...], η κοπέλα επιλέγεται αντί για την κατσίκα, όταν πολύ ειρωνικά η τεχνική του διλήµµατος ευνοεί
την τελευταία [...]. Η κατσίκα επιλέγεται σε σχέση µε την κοπέλα, πράγµα που αντιστρέφεται, πριν καν πραγµατοποιηθεί,
οριστικά και τελεσίδικα υπέρ της κοπέλας που σώζεται [...]. Εποµένως η σωτηρία της µιας συνεπάγεται την θυσία της
άλλης. Η αγάπη και η φιλοστοργία για τη µια δε συµβιβάζεται µε την αγάπη προς την άλλη. Ό, τι µε την οµωνυµία σήµαινε
πιθανόν προσπάθεια ασύνειδης ταύτισης σ' έναν ενιαίο κόσµο αποδεικνύεται ανεπίτευκτο. Ο κόσµος φανερώνει τη
θραυσµατικότητά του.
Την ιστορία την αφηγείται, ο ώριµος δικηγόρος. (Άλλωστε η επικοινωνία του ήρωα - βοσκού µε τον κόσµο είναι σχεδόν
αλεκτική). Ο αφηγητής χωρίζεται από τον εαυτό του ως ήρωα µε µια σεβαστή χρονική διαφορά. Αυτό εκτός από ωρίµανση
σηµαίνει και γνώση, που επιτρέπει στον αφηγητή ν' ανασυλλάβει µε το λόγο τα στοιχεία που µορφοποιούσαν το παρελθόν
του. Σε τέτοιες περιπτώσεις, βέβαια, ο αφηγητής κρίνει τις σκέψεις και τις πράξεις του εαυτού του ως ήρωα. Επειδή όµως ο
αναγνώστης είναι υποκείµενο που κρίνει το αντικείµενο, ο αναγνώστης είναι σε θέση να εκτιµήσει την ύπαρξη ή µη, την
ορθότητα ή µη της κρίσης του αφηγητή και συνακόλουθα να φτάσει σε συµπεράσµατα για τον αφηγητή ως αφηγητή.
Προκαταρκτικά µπορούµε να παρατηρήσουµε ότι ο τρόπος µε τον οποίο περιγράφεται το αίτιο της ευτυχίας και το αίτιο της
µεταστροφής δεν είναι ο ίδιος. Και επειδή και στις δυο περιπτώσεις υπάρχει κοινότητα φωνής, µπορούµε να ισχυριστούµε
ότι το Εγώ - αφηγητής χρησιµοποιεί κάποιο δοκίµιο ή υφολογικό σχήµα για να επενδύσει διαφορετική κάθε φορά
προοπτική. Επιπρόσθετα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η έννοια «κρίνω» για τον αφηγητή δε σηµαίνει αναγκαστικά
33
µεγαλύτερη πληροφόρηση. Σηµαίνει συνήθως διαφορετική εκτίµηση του µηνύµατος.
Τρία στοιχεία κυριαρχούν στην αφήγηση της ευτυχισµένης ζωής, της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, του ήρωα: α) η χρήση
της θαµιστικής αφήγησης [συνόψιση επαναλαµβανόµενων καταστάσεων], β) οι παροµοιώσεις που δηλώνουν την σχέση του
ανθρώπου µε τα φυσικά φαινόµενα και γ) η επίµονη χρήση της κτητικής αντωνυµίας προκειµένου να περιγραφεί η σχέση
του ήρωα µε τα πράγµατα του κόσµου. Και τα τρία µπορούν ν' αποδοθούν στην εστίαση του ήρωα. Αυτός είναι ο τρόπος
που αισθάνεται τη φύση, το χρόνο και τον εαυτό του. Το γεγονός ότι η προοπτική του Εγώ - ήρωα υιοθετείται από την
αφηγηµατική φωνή σηµαίνει ότι τα παραπάνω στοιχεία διευρύνονται µέσω της συνειδητοποίησης του Εγώ - αφηγητή που
συνέβη στο µεταξύ. Αυτό σηµαίνει ότι τα τρία στοιχεία δε δηλώνουν απλώς τη σχέση του πρωτόγονου («φυσικού» )
ανθρώπου µε τη φύση, αλλά παρουσιάζονται ως συστατικά της ευτυχίας («Χωρίς να το ηξεύρω, ήµην ευτυχής») και
νοηµατοδοτούνται, επειδή διαφέρουν από την κατάσταση του ώριµου ήρωα κατά τη διάρκεια της αφήγησης.
Πιο συγκεκριµένα: η «φυσική ζωή» είναι το αποτέλεσµα µιας σειράς πράξεων ή καλύτερα καταστάσεων που γίνονται σ'
έναν καθορισµένο τόπο και σ' έναν απροσδιόριστο χρόνο. Ο τόπος αυτός, µια ποικιλία απ' όλα τα στοιχεία της φύσης
(λόγγοι, φάραγγες, κοιλάδες, αιγιαλοί, βουνά), βρίσκεται µακριά από την πόλη κι έχει απεριόριστες δυνατότητες για να
τραφεί ο ήρωας, που πάντως περιορίζεται στα αναγκαία. Ο τόπος αυτός έχει όνοµα: Ξάρµενο [...]. Έτσι, ως προς την
ονοµατολογία και τα κατηγορήµατα βρισκόµαστε µπροστά σ' ένα «Αρκαδικό» τοπίο, το οποίο, εξαιτίας του περιορισµού και
του προσδιορισµού από το όνοµα αποτελεί την εξιδανίκευση του πραγµατικού χώρου.
Αντίστοιχα ο χρόνος υποδηλώνεται µέσω της απουσίας κάθε συγκεκριµένου στοιχείου χρονολόγησης. Ορίζεται µόνον από
την επανάληψη ορισµένων γεωργικών εργασιών (στις οποίες δε συµµετέχει ο ήρωας) µε συγκεκριµένο καθορισµό (σπορά,
θερισµός) και ειδίκευση (µια φορά το χρόνο). Ο χρόνος, µε άλλα λόγια, υπολογίζεται σε σχέση µε την επαναδροµή
συγκεκριµένων εθιµικών εργασιών στο χώρο και εποµένως συναρτάται στο χώρο.
Μέσα σ' αυτόν το χωρόχρονο ο ήρωας βιώνει τη σχέση του µε τη φύση, πράγµα που γίνεται αφηγηµατικά αντιληπτό µέσω
της παροµοίωσης. Η παροµοίωση που δηλώνει µια σχέση οµοιότητας µεταξύ πραγµάτων κατά τ' άλλα ανόµοιων, δεν
προχωρεί στην ταύτιση του ανθρώπου µε τα πράγµατα, όσο σε µια αντιστρέψιµη σχέση, όπου ο άνθρωπος αντιλαµβάνεται
τον κόσµο έχοντας ως κέντρο τον εαυτό του και τον εαυτό του έχοντας ως κέντρο τον κόσµο.
Γι' αυτό και η επίµονη χρήση της κτητικής αντωνυµίας («το κατάµερον... ήτο ιδικόν µου... η ακτή µου... Όλα εκείνα ήσαν
ιδικά µου...» κ.τ.λ.) δε δηλώνει κτήση (ο αφηγητής είναι δικηγόρος!), αλλά επιτείνει τη συνάφεια και την ενότητα του
ανθρώπου µε τον κόσµο, όχι µέσω νοµικών διαδικασιών, αλλά µέσω του συναισθήµατος.
Η συναισθηµατική σχέση µεταξύ νέου ανθρώπου και φύσης σ' έναν ενιαίο κόσµο που αγνοεί τη χρονική φθορά,
συνδηλώνει την αλλοτινή χωρίς όρια ελευθερία, την κυριαρχικότητα και την ανένδεια ακόµη και για την ανθρώπινη γνώση.
Η παιδική ηλικία παρουσιάζεται ως σύµβολο της ευτυχίας και η συνάφεια ανθρώπου - φύσης ως σύµβολο της προπτωτικής
κατάστασης του ανθρώπου. Κοντολογίς βρισκόµαστε σ' ένα παραδεισιακό περιβάλλον που γίνεται ρεαλιστικό, επειδή
αντιπαρατίθεται πρώτα µε το νόµο κι ύστερα µε την ιδιοκτησία.
Ο παρείσακτος νόµος της πόλης αποτιµάται ειρωνικά από το δικηγόρο - αφηγητή ως πρόφαση προκειµένου να επιβληθεί η
προσωπική βούληση και το δίκαιο του ισχυρότερου. Εξάλλου η περίπτωση του Κυρ Μόσχου [...] εύκολα συµβολοποιεί τη
διαφορά ανάµεσα στην προπτωτική κυριαρχία και τη µεταπτωτική ιδιοκτησία. Η πρώτη προϋποθέτει ελευθερία, αυτάρκεια
και ποιµενική ησυχία. Η δεύτερη υποσηµαίνει περιουσία, περίφραξη, «χωριστόν... βασίλειον» [...].
Η αφηγηµατική έκθεση της παιδικής ηλικίας, όπως την περιγράψαµε, αξιολογεί την εφηβική προοπτική στο πλαίσιο της
34
παροντικής στέρησης. Ένας ενδεχόµενος περιορισµός στην προοπτική του ήρωα και µόνο, θα αφαιρούσε από το
ειδύλλιο τη σκιά του παρόντος και θα το µετέδιδε µονοδιάστατα.
Η παρουσίαση της µεταστροφής είναι, όπως είπαµε παραπάνω, διαφορετική. Ο αφηγητής ξέρει όλες τις λεπτοµέρειες της
ιστορίας που περιγράφει. ∆εν την παρουσιάζει όµως από την προοπτική του µέλλοντος. Αυτή η προοπτική µόνο θ'
αφαιρούσε όλη την αγωνία της επιλογής που καταλήγει στην υποκατάσταση και υποδηλώνει την εισαγωγή στην ωριµότητα.
Μιας και ξέρουµε το αποτέλεσµα εκ των προτέρων, η αφήγηση δεν εξυπηρετεί την αγωνία, όσο κατοχυρώνει τις συνθήκες
που θα ωθήσουν αφ' ενός στην αντικατάσταση και αφ' ετέρου στην ίδια τη βασανιστική στιγµή της επιλογής.
Τα δύο αυτά στοιχεία επιτυγχάνονται µε δυο εναλλαγές της εστίασης µέσω του αφηγητή, δηλαδή µε παράληψη και
παράλειψη. Τον όρο παράληψη τον χρησιµοποιούµε εδώ κάπως καταχρηστικά, για να χαρακτηρίσουµε την περιγραφή της
Μοσχούλας [...]. Η περιγραφή αυτή, που αποτελεί µερική απόκλιση από τους κώδικες οµορφιάς της κόρης, αποκτά πλήρες
νόηµα από τη σηµασιολογική της αναλογία µε το απόσπασµα στο οποίο παραπέµπει άµεσα και έµµεσα.[...] Η άµεση
παράθεση ενός αποσπάσµατος από το ίδιο βιβλίο [το Άσµα Ασµάτων], που ακολουθεί, αποτελεί ένα επαναλαµβανόµενο
µοτίβο στο παλαιοδιαθηκικό ποίηµα και παίζει σπουδαίο ρόλο στην αρχή της εκτεταµένης περιγραφής της Νύφης από το
Νυµφίο. Η περιγραφή αυτή δεν αναφέρεται στο «'Ονειρο στο Κύµα«, αλλά υποδηλώνεται µε αποσιωπητικά. 'Ετσι η
σηµασία της περιγραφής της κοπέλας δεν αποκοµίζεται από την αναφορά στον εξωτερικό κόσµο, αλλά υπονοείται από ένα
άλλο κείµενο. Η περιγραφή της Μοσχούλας µπορεί αρχικά να διαβαστεί ως παραποµπή σ' ένα στερεότυπο οµορφιάς,
πράγµα που φαίνεται να είναι και η πρόθεση του περιγράφοντος. Εάν λάβουµε όµως υπόψη µας τις συνδηλώσεις του
Άσµατος, «ποίηµα ερωτικό, ποιµενικό», τότε είναι πολύ πιθανόν να τις προσθέσουµε στην περιγραφή της Μοσχούλας και
να την ερµηνεύσουµε κατά διαφορετικό τρόπο.

Η περιγραφή αυτή, µαζί µε την περιγραφή της θάλασσας που ακολουθεί, ανήκει στην προοπτική του Εγώ - αφηγητή. Από
τις περιγραφές, ο αφηγητής µπορεί να θεωρηθεί θύµα της αφέλειάς του, εξαιτίας της οποίας του ξεφεύγουν πληροφορίες.
Μπορεί όµως και να θεωρηθεί ως πληροφοριοδότης που µε βάση την αφηγηµατική απόσταση παρουσιάζει συγκαλυµµένα
αυτό που ξέρει και αφήνει τον αναγνώστη να βγάλει τα συµπεράσµατά του. Ταυτόχρονα όµως η αφήγηση κατοχυρώνει την
αθωότητα που θα δοκιµαστεί από την αντιµετώπιση των διληµµάτων. [...].
Είναι κοινός τόπος ότι οι αναδροµικές αφηγήσεις που παρουσιάζονται από την προοπτική του Εγώ-αφηγητή -ιδιαίτερα όταν
υπάρχει µεγάλη αφηγηµατική απόσταση- αφαιρούν από την εµπειρία του παρελθόντος αυτή τη σταθερή ένταση, το βάρος
του αγνώστου, που αντιστοιχεί στο τόξο του βιωµένου χρόνου, επειδή ο αφηγούµενος ξέρει το τέλος της ιστορίας. Μια
τέτοια παρουσίαση θα κατέστρεφε την ουσία του διλήµµατος. Στο «'Ονειρο στο Κύµα» το δίληµµα διατηρείται, επειδή ο
αφηγητής υιοθετεί, εκτός από την απλή αφήγηση της εξέλιξης και της έκβασης των γεγονότων, και την αρχική πρόθεση του
εαυτού του ως ήρωα που µένει τελικά ανεκτέλεστη. Ο αναγνώστης δεν πληροφορείται µόνο τι έγινε, αλλά κι αυτό που
επρόκειτο να γίνει και δεν έγινε. Η σύγκρουση ανάµεσα στην πρόθεση και στην έκβαση υπογραµµίζει την τραγωδία Και η
παράθεση του (ανενεργού) µέλλοντος του παρελθόντος από την προοπτική του µέλλοντος συνιστά δραµατική ειρωνεία.
Η άλλη τεχνική για τη διατήρηση της έντασης είναι η µετάδοση όλων των συλλογισµών του Εγώ - ήρωα χωρίς καµιά, έστω
και στοιχειώδη, διευθέτησή τους. Απ' αυτή την τακτική της αφηγηµατικής φωνής, να υιοθετεί κάθε προοπτική του ήρωα,
προέρχονται οι διάφορες αντιφάσεις.
Έτσι, στην απόφαση του ήρωα να παραµείνει κρυµµένος φαινοµενικά προς χάρη της κατσίκας, στην ουσία προς χάρη της
35
Μοσχούλας, αντιτίθεται η διδασκαλία του µοναχού για την αποφυγή του γυναικείου πειρασµού [...]. Η αθωότητα της
συνείδησης αντιφάσκει µε την περιέργεια [...]. Το ονειρώδες σώµα της Μοσχούλας (που καθεαυτό περιγράφεται µάλλον
στερεότυπα) αντιπαρατίθεται στην ένταση της όρασης («έβλεπα...διέβλεπα...εµάντευα»). Τέλος, η µεταρσίωση από τα επί-
γεια εξαιτίας του γυµνού κοριτσίστικου σώµατος συνυπάρχει µε τους πονηρούς λογισµούς [...] και η αναγωγή του κοριτσιού
σε ίνδαλµα µε την αποφυγή του πειρασµού [...].
Αν θέλαµε να «εξηγήσουµε» το διήγηµα σ' ένα θεµατικό επίπεδο, θα µπορούσαµε να πούµε πως εξεικονίζει την ουσία του
πειρασµού: ο πειρασµός δεν είναι επιλογή ανάµεσα σε πράγµατα θετικά ή αρνητικά, αλλά η επιλογή αποδοχής ή απόρριψης
πραγµάτων που είναι ταυτόχρονα και γοητευτικά και αποκρουστικά. Αν θέλαµε να «εξηγήσουµε» το διήγηµα στο επίπεδο
του αφηγείσθαι, θα µπορούσαµε να πούµε ότι σηµαίνει µια προσπάθεια της γλώσσας να διατηρήσει την αµφισηµία µέσω της
πολλαπλότητας των στοιχείων που δεν µπορούν να µπουν σε αντιθετικά ζεύγη και να µεταδώσουν κάποιο συγκεκριµένο
νόηµα. Μ' αυτόν τον τρόπο η ακριβής αιτία της µεταστροφής, δηλαδή το πέρασµα από το «φυσικό»στο δυστυχισµένο
άνθρωπο παραµένει απροσδιόριστο και φευγαλέο. (Ο τίτλος του διηγήµατος είναι ενδεικτικός: «'Ονειρο στο Κύµα»).
Και τα δυο διλήµµατα λύνονται τελικά απέξω (το βέλασµα της Μοσχούλας / η εµφάνιση της βάρκας). Μπορούµε να πούµε
πως ο ήρωας δεν αποφασίζει, αλλ' αποφασίζεται. Η µετάδοση της διάσωσης της κόρης περιέχει συγκινησιακά στοιχεία, που
θα µπορούσαν να είναι αυτά του ήρωα κατά το χρόνο της εµπειρίας. Περαιτέρω αξιολογεί την εµπειρία από την προοπτική
του αφηγητή µε το να τη συγκρίνει µε τις εµπειρίες και τη γνώση που αποκτήθηκε στο µεταξύ.
Η αφηγηµατική παρουσίαση της αγωνίας του ήρωα, που προέρχεται από την αυθόρµητη συµπαράθεση αντιδράσεων που
είναι ασύµβατες η µια µε την άλλη, µπορεί να θεωρηθεί όχι µόνο ως παρουσίαση της αµηχανίας του ήρωα, αλλά και ως
προσπάθεια απόδειξης ότι δε ζούµε σ' ένα λογικό και ηθικό κόσµο. Ακόµη και σ' αυτό που µε τις τεχνικές της επανάληψης,
της παροµοίωσης και της θαµιστικής αφήγησης περιγράφτηκε ως επίγειος παράδεισος, οι ηθικές επιλογές µεταξύ εξίσου
αγαπητών πραγµάτων είναι τόσο περίπλοκες, ώστε κάθε επιλογή εξαφανίζει κάτι, κάτι που δε θα θέλαµε να χάσουµε.
Γ. Φαρίνου-Μαλαµατάρη, Αφηγηµατικές Τεχνικές..., ό.π., σσ. 265-274.

Ερωτήσεις Κ.Ε.Ε.
Στοιχεία που αφορούν στο συγγραφέα, λογοτεχνικό περιβάλλον και λοιπά γραµµατολογικά στοιχεία:
1. Το Όνειρο στο κύµα ανήκει στα «αυτοβιογραφικά» διηγήµατα του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη, τα οποία συνδέονται µε
τα εφηβικά χρόνια του στη Σκιάθο. Αναφερθείτε σε συγκεκριµένες µνήµες και βιώµατα του συγγραφέα που διακρίνετε
σ’ αυτό το διήγηµα.
2. Η χριστιανική πίστη, η φυσιολατρία και η ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής των απλών και ταπεινών ανθρώπων της
ελληνικής υπαίθρου θεωρούνται βασικά γνωρίσµατα του έργου του Παπαδιαµάντη. Μπορείτε να τα επισηµάνετε στο
συγκεκριµένο διήγηµα;
3. Το Όνειρο στο κύµα θεωρείται από κάποιους µελετητές ηθογραφικό διήγηµα3, πλησιάζει όµως και στην ψυχογραφία.
Μπορείτε να εντοπίσετε ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία στο κείµενο;

3
∆εν υπάρχει οµοφωνία ανάµεσα στους µελετητές σχετικά µε τον προσδιορισµό µιας συγκεκριµένης ιστορικής περιόδου της
ελληνικής πεζογραφίας ως «ηθογραφίας». Σύµφωνα µε το Μάριο Βίττι (Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας,
εκδ. Κέδρος 1991, σ. 160) «ο όρος ‘ηθογραφία’ α΄ είναι µάλλον υστερογενής, εφόσον ο όρος που χρησιµοποιείτο
επισηµότερα στον καιρό της ήτο ‘ελληνικόν διήγηµα’, και β΄, ο όρος είναι επικίνδυνα παραπλανητικός ιδίως όταν εφαρ-
36
4. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης υπήρξε «θαυµάσιος ζωγράφος της ελληνικής φύσης ... προικισµένος µε
ιδιότυπη ποιητική και λυρική διάθεση». Ποια χωρία του διηγήµατος «Όνειρο στο κύµα» πιστεύετε ότι επαληθεύουν την
παραπάνω άποψη;
5. Η σύνθεση των έργων του Παπαδιαµάντη είναι συνήθως απλή: έχουν περιορισµένη δράση, ανύπαρκτη πλοκή και
ελάχιστα πρόσωπα. Ο συγγραφέας συνηθίζει να κινεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη µε ένα απρόοπτο περιστατικό. Ισχύει
η παραπάνω διαπίστωση στο συγκεκριµένο διήγηµα και πώς;
6. Η γλώσσα του Παπαδιαµάντη θεωρείται εντελώς προσωπική, ένα κράµα από λόγια, εκκλησιαστικά και λαϊκά στοιχεία4.
Μπορείτε να δώσετε χαρακτηριστικά παραδείγµατα από το συγκεκριµένο έργο;
7. «Παράλληλα µε το µεταφυσικό κακό, την πάλη µε την αµαρτία και τους πειρασµούς, υπάρχει στην πεζογραφία του
[Παπαδιαµάντη] και το κοινωνικό κακό, η κοινωνική αδικία...». Μπορείτε να επισηµάνετε τα θέµατα αυτά στο διήγηµα
Όνειρο στο κύµα;
8. Ποιο πρότυπο ζωής προβάλλεται στο συγκεκριµένο διήγηµα5;

Α΄ ∆ιδακτική ενότητα: («ήµην ... πετµέζι»)


∆οµή του κειµένου, επαλήθευση ή διάψευση µιας κρίσης µε βάση το κείµενο, εκφραστικά µέσα και τρόποι του
κειµένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηµατικές λειτουργίες, επιλογές του δηµιουργού σε διάφορα επίπεδα
γλωσσικής ανάλυσης):
1. Πώς χαρακτηρίζεται το είδος της συγκεκριµένης αφήγησης µε βάση την οπτική γωνία από την οποία παρουσιάζονται τα
γεγονότα6;
2. Στο διήγηµα αυτό ο Παπαδιαµάντης χρησιµοποιεί την τεχνική της αναδροµικής αφήγησης7. Σε ποιο χώρο τοποθετούνται
τα γεγονότα του παρόντος και σε ποιον του παρελθόντος;
3. Πώς λειτουργεί στο κείµενο η εγκιβωτισµένη αφήγηση η οποία αναφέρεται στον πατέρα Σισώη8;

µόζεται στον Βιζυηνό, Παπαδιαµάντη και σ’ άλλους ακόµη.». Σύµφωνα µε την Ελένη Πολίτου-Μαρµαρινού (λήµµα
«Ηθογραφία», Πάπυρος - Λαρούς - Μπριτάνικα, τ. 26) διακρίνονται δύο κατηγορίες ηθογραφίας α) η «ωραιοποιηµένη,
ειδυλλιακή αναπαράσταση, µε έντονο λαογραφικό χαρακτήρα, των ηθών της ελληνικής υπαίθρου, και β) η ρεαλιστική ή
νατουραλιστική ηθογραφική πεζογραφία, η οποία ασχολείται βέβαια µε τις µικρές, κλειστές κοινωνίες της υπαίθρου, αλλά µε
τρόπο που να προβάλλονται και οι σκοτεινές πλευρές τους». Ο Λίνος Πολίτης (Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, εκδ.
Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 1978, σ. 201) χαρακτηρίζει ως ηθογραφικό διήγηµα εκείνο «που περιγράφει την ελληνική ύπαιθρο, το
ελληνικό χωριό και τους απλοϊκούς του κατοίκους» και θεωρεί ως «πραγµατικό εισηγητή» του στη νεοελληνική λογοτεχνία
το Γ. Βιζυηνό..
4
Η δηµοτική γλώσσα και το λαϊκό ιδίωµα της Σκιάθου εµφανίζεται κυρίως στους διαλόγους, ενώ η καθαρεύουσα στην
αφήγηση. «Υπάρχει µια γλώσσα προσεγµένη, επιµεληµένη ως αµιγής καθαρεύουσα, που είναι κλήρα της παλαιότερης
πεζογραφίας. Υπάρχει µια άλλη καθαρεύουσα για την αφήγηση, πιο χαλαρή, πιο προσιτή, µε προσαρµογές κάθε λογής, που
αποτελεί την πιο προσωπική γλώσσα του συγγραφέα· και, τέλος, υπάρχει και η φωνογραφική αποτύπωση της σκιαθίτικης
ντοπιολαλιάς» (Παπαγιώργης Κ., Αλέξανδρος Αδαµαντίου Εµµανουήλ, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1998, σσ. 66-67).
5
Στο κείµενο προβάλλεται η νοσταλγία για τη φυσική οµορφιά, η αγνότητα, η ειρηνική ζωή και η τάση φυγής από τα δεινά
της αστικής κοινωνίας.
6
Έχουµε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δηλαδή ο αφηγητής αφηγείται «τη δική του ιστορία» σε α΄ πρόσωπο ενικού
(«οµοδιηγητική» αφήγηση).
7
Η αφήγηση τοποθετείται στο «παρόν», ενώ η ιστορία αναφέρεται σε γεγονότα του παρελθόντος. Ο ώριµος δικηγόρος
αφηγείται ένα περιστατικό της εφηβείας του.
8
Εγκιβωτισµένη αφήγηση: η αφήγηση που παρεµβάλλεται µέσα στην αφήγηση. Η ιστορία του Σισώη έχει αναλογίες µε την
ιστορία του ήρωα. Παρουσιάζεται η διατάραξη µιας αρχικής κατάστασης από ένα «πειρασµό» και η δηµιουργία µιας νέας
37
4. Πώς περιγράφεται η Μοσχούλα και µε ποιους εκφραστικούς τρόπους προβάλλεται η οµορφιά της;
5. Σε ποια σηµεία του κειµένου διακρίνετε το χιούµορ και τη λεπτή ειρωνεία που χαρακτηρίζουν το συγγραφέα - αφηγητή;

Σχολιασµός ή σύντοµη ανάπτυξη χωρίων του κειµένου:


1. Ποιες πληροφορίες µας δίνει ο αφηγητής για τον εαυτό του; Τι υπογραµµίζει ιδιαίτερα περιγράφοντας κάθε φάση ηλικίας
του (νεαρή και ώριµη)9;
2. α) Πώς βλέπει ο αφηγητής την «παρούσα» κατάστασή του και ποια ψυχική διάθεση του δηµιουργεί η κατάσταση αυτή; Ποια
είναι τα βαθύτερα αίτιά της;
β) Γιατί ο αφηγητής παροµοιάζει τον εαυτό του µε «σκύλο δεµένο»;
3. Σε ποιο κοινωνικό πλαίσιο τοποθετούνται τα δεδοµένα της αφήγησης και ποιος κοινωνικός προβληµατισµός10 διαφαίνεται
στις δύο πρώτες ενότητες; Να αναφερθείτε σε συγκεκριµένα χωρία.
4. Γιατί, κατά τη γνώµη σας, ο αφηγητής περιγράφει τόσο εκτενώς το κτήµα του κυρ - Μόσχου;
5. Πώς θα χαρακτηρίζατε τη σχέση του αφηγητή µε τη φύση11; Σε ποια χωρία προβάλλεται εντονότερα η σχέση αυτή;
6. Πώς ερµηνεύετε τις οµωνυµίες α) κοριτσιού - κατσίκας και β) κυρ Μόσχου - Μοσχούλας;
7. Πώς βλέπει ο νεαρός βοσκός τη Μοσχούλα; Ανταποκρίνεται το κορίτσι στα συναισθήµατά του;
8. Πώς εξηγείτε την ιδιαίτερη συµπάθεια του βοσκού προς την κατσίκα;

Β΄ ∆ιδακτική Ενότητα: («Μίαν εσπέραν ... το ταλαίπωρον ζώον»)


∆οµή του κειµένου, επαλήθευση ή διάψευση µιας κρίσης µε βάση το κείµενο, εκφραστικά µέσα και τρόποι του
κειµένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηµατικές λειτουργίες, επιλογές του δηµιουργού σε διάφορα επίπεδα
γλωσσικής ανάλυσης):
1. Το φυσικό στοιχείο εκπροσωπεί στο διήγηµα του Παπαδιαµάντη την επιστροφή προς την αγνότητα και εκφράζει τη
νοσταλγία του συγγραφέα για την πατρίδα του. Μπορείτε να επαληθεύσετε την άποψη αυτή µε παραδείγµατα από το
κείµενο;
2. Ποια στοιχεία «ειδυλλιακά» (βουκολικά, ποιµενικά) µπορείτε να επισηµάνετε στην ενότητα αυτή;
3. Με ποια εκφραστικά µέσα µεταδίδει ο συγγραφέας - αφηγητής τα συναισθήµατα θαυµασµού και την έκσταση που νιώθει
ο βοσκός στη θέα της «λουοµένης» Μοσχούλας;
4. Στο διήγηµα αυτό το όνειρο συνυφαίνεται µε την πραγµατικότητα. Πώς γίνεται η µετάβαση από το όνειρο στην
πραγµατικότητα και αντίστροφα;

κατάστασης.
9
Στη νεαρή ηλικία υπογραµµίζει µε αυταρέσκεια την εξαίρετη φυσική (σωµατική) του κατάσταση που συνδυαζόταν µε την
ψυχική του ευδαιµονία, σ’ αντίθεση µε την ώριµη ηλικία, η οποία διακρινόταν από «ανελευθερία».
10
Βλ. Στεργιόπουλος, ό.π., σ. 272: «Κάτω απ΄ το ηθογραφικό του πλαίσιο, κρύβει ένα βαθύ ψυχογράφο, έναν ηθολόγο κι έναν
άριστο κοινωνικό παρατηρητή». Στο κείµενο τονίζονται οι κοινωνικές διακρίσεις πλούσιων και φτωχών, ιδιαίτερα µε την
παρουσίαση του περιτοιχισµένου κτήµατος και του πύργου του κυρ - Μόσχου.
11
Σύµφωνα µε τον Οδυσσέα Ελύτη («Η µαγεία του Παπαδιαµάντη», Εν Λευκώ, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 41995, σ. 92) ο τρόπος
που παρατηρεί ο Παπαδιαµάντης τη φύση συνιστά ένα είδος θρησκείας. Ο συγγραφέας µεταφέρει στη γλώσσα των
αισθηµάτων όλα τα στοιχεία της φύσης, ανασύροντας ένα δικό του, προσωπικό ήθος.
38
5. Στις περιγραφές του Παπαδιαµάντη υπάρχουν επιδράσεις από το Ροµαντισµό. Ποια στοιχεία της «σκηνογραφίας»
12
συµβάλλουν σ’ αυτή την εντύπωση ;
6. Η περιορισµένη δράση και οι σύντοµοι διάλογοι των ηρώων του Παπαδιαµάντη συµπληρώνονται µε εκτεταµένες
ψυχολογικές αναλύσεις από τον αφηγητή. Σε ποια χωρία διακρίνετε αυτή την τεχνική του συγγραφέα και ποιο είναι το
αισθητικό της αποτέλεσµα;

Σχολιασµός ή σύντοµη ανάπτυξη χωρίων του κειµένου:


1. α) Ποια διλήµµατα αντιµετωπίζει το βοσκόπουλο στην προσπάθειά του να διαφύγει την προσοχή της Μοσχούλας; Γιατί ήρθε
στο νου του ο πατήρ Σισώης;
β) Τι τελικά δίνει τη λύση στην αναποφασιστικότητά του;
2. Πιστεύετε πώς το βοσκόπουλο σκέφτεται και δρα λογικά στη συγκεκριµένη περίσταση; Τι εννοεί µε τη φράση «ήµην εν
συνειδήσει αθώος»;
3. Πώς αντιλαµβάνεται ο συγγραφέας την ιδανική οµορφιά;
4. Πώς συνδέεται η ενότητα αυτή µε τον τίτλο του διηγήµατος Όνειρο στο κύµα;
5. Ποια είναι η συναισθηµατική κατάσταση του αφηγητή και πώς εναλλάσσονται τα συναισθήµατά του στην ενότητα; Να
απαντήσετε σχολιάζοντας ιδιαίτερα τη φράση «Είχα µείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόµην πλέον τα επίγεια».
6. Πώς συνδέεται η «παγίδευση» του ήρωα µε την παγίδευση της αίγας;

Γ΄ ∆ιδακτική Ενότητα: («∆εν ηξεύρω ... τα όρη»)


∆οµή του κειµένου, επαλήθευση ή διάψευση µιας κρίσης µε βάση το κείµενο, εκφραστικά µέσα και τρόποι του
κειµένου (υφολογική διερεύνηση, αφηγηµατικές λειτουργίες, επιλογές του δηµιουργού σε διάφορα επίπεδα
γλωσσικής ανάλυσης):
1. Ποιο «δραµατικό απρόοπτο» συµβαίνει στην ενότητα αυτή; Πώς επιδρά στην εξέλιξη της ιστορίας;
2. Σε ποιο σηµείο της αφήγησης παρατηρείται επιβράδυνση και ποια η λειτουργία της στο κείµενο;
3. Ποια στοιχεία της αφήγησης δίνουν ερωτικό χαρακτήρα στο διήγηµα;
4. Το διήγηµα κλείνει µε την ίδια φράση µε την οποία αρχίζει. Ποια είναι η σηµασία του κυκλικού αυτού σχήµατος για το
διήγηµα;
5. Ταυτίζεται ο αφηγητής µε το συγγραφέα στο διήγηµα αυτό; Στην απάντησή σας να σχολιάσετε τη φράση στο τέλος του
διηγήµατος (∆ια την αντιγραφήν).

Σχολιασµός ή σύντοµη ανάπτυξη χωρίων του κειµένου:


1. Πώς δικαιολογείται ο φόβος της Μοσχούλας στη θέα του βοσκού και της βάρκας;
2. Πώς χαρακτηρίζετε το βοσκόπουλο από την αντίδραση του στον ενδεχόµενο πνιγµό της Μοσχούλας; Πώς ερµηνεύετε
τον «πολλαπλασιασµό» των δυνάµεών του;
3. Ποιο είναι το «όνειρο στο κύµα» και ποια σηµασία είχε για την υπόλοιπη ζωή του βοσκού;

12
Π.χ. η νύχτα, η σελήνη, ο φλοίσβος του κύµατος, η ουρά της λαµπράς αλουργίδος, ο βράχος κ.ά.
39
4. Ποια γνώµη εκφράζει ο συγγραφέας - αφηγητής εµµέσως για τις γυναίκες µε τη φράση «είναι απλή θυγάτηρ της
Εύας, όπως όλαι»;
5. Γιατί ο αφηγητής «µετρίως ελυπήθη» για το θάνατο της κατσίκας του;
6. Ποιος είναι ο ρόλος της αίγας Μοσχούλας στο διήγηµα; Τι συµβολίζει το «σχοίνιασµα» της;
7. Πώς συσχετίζεται, κατά τη γνώµη σας, «η ονειρώδης εκείνη ανάµνησις της λουοµένης κόρης» µε την απόφαση του
βοσκού να µη γίνει κληρικός;
8. Ποιο είναι το βαθύτερο νόηµα της τελικής ευχής του συγγραφέα «Ω! ας ήµην ακόµη βοσκός εις τα όρη!...» και πώς
συνδέεται η ευχή αυτή µε τη φράση «∆ιά την σωτηρίαν της ψυχής µου ήρκουν τα ολίγα εκείνα κολυβογράµµατα» 13;
9. Βρίσκετε κάποια νοηµατική σχέση ανάµεσα στην ψυχική διάθεση του ήρωα του διηγήµατος Όνειρο στο κύµα και στη
φράση - κατακλείδα του διηγήµατος Έρως-ήρως: «Κατέστειλε το πάθος, επρα?νθη, κατενύγη, έκλαυσε κι εφάνη ήρως εις
τον έρωτά του - έρωτα χριστιανικόν, αγνόν, ανοχής και φιλανθρωπίας»; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ Α∆Ι∆ΑΚΤΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ


Α. Παπαδιαµάντη: Η νοσταλγός
Η Λιαλιώ έµεινε µε το µεσοφούστανον, κοντόν έως τας κνήµας, λευκόν όσον και το κολόβιον14, και µε τας λευκάς
περικνηµίδας, υφ’ ας εµάντευέ τις τας τορνευτάς και κοµψάς κνήµας, λευκοτέρας ακόµη. Έµεινε µε τα κρίνα του λαιµού
της ατελώς καλυπτόµενα από την πορφυράν µεταξωτήν τραχηλιάν της, κι εκάθησε συνεσταλµένη παρά την πρύµνην,
βραχυσωµοτέρα ή όσον ήτο, µε το µέτριον και χαρίεν ανάστηµα...
... Η χάρις του λιγυρού αναστήµατός της δεν εξηλείφετο από την άνευ µέσης περιβολήν την οποίαν εφόρει. Και τα κατσαρά,
τα οποία εκόσµουν το ηδυπαθές µέτωπόν της, ήσαν φυσικά και όχι επίπλαστα. Η λάµψις των βαθέων και µαύρων
οφθαλµών της έκαιεν αµαυρά, υπό τας καµαρωτάς οφρύς, και τα πορφυρά χείλη της ερρόδιζον επί της ωχράς και διαυγούς
χροιάς των παρειών της, αίτινες εβάπτοντο µ’ ελαφρόν ερύθηµα εις τον παραµικρόν κόπον ή εις την ελαχίστην συγκίνησιν.
Αλλά το λεπτόν και ήρεµον πυρ των οφθαλµών της έκαιε την καρδίαν του νέου.
(απόσπασµα)
Να συγκρίνετε τη Λιαλιώ στο παραπάνω απόσπασµα µε τη Μοσχούλα στο Όνειρο στο κύµα. Ποια στοιχεία της γυναικείας
εµφάνισης φαίνεται να εκτιµά ιδιαίτερα ο συγγραφέας;

Σ. Μυριβήλη: Η δασκάλα µε τα χρυσά µάτια


Κοιµήθηκε άσκηµα. Προς την αυγή είδε ένα όνειρο, ίσως κιόλας νάτανε µια φαντασία του πολύ έντονη, που τούρθε ζωντανή σα
να είδε. Τόνε κράτησε ταραγµένο κάµποσο, ακόµα και σα σηκώθηκε από το κρεβάτι. Είτανε στης Βίγλας τα ράχτα. Η Σαπφώ.
Κολυµπούσε ξένιαστη. ∆ε τόξαιρε πως κάποιος είναι και την παραφυλάει, και σέρνει τη µατιά του πάνω της, κρυµµένος κάπου.
Είταν ολόγυµνη, κι απορούσε ο ∆ρίβας πως έγινε κ’ ήξαιρε καταλεπτώς όλες τις µυστικές λεπτοµέρειες αυτού του κορµιού.
Έπαιζε στην ακρογιαλιά. Έριχνε λιθάρια και σκιρτούσε από πέτρα σε πέτρα. Αυτός, κουλουριασµένος πίσω απ’ ένα βράχο, την

13
∆ιακρίνεται η αντινοµία: φύση (απλότητα, αναλφαβητισµός) - ευτυχία και πολιτισµός (γράµµατα, έλλειψη «φυσικής»
ελευθερίας) - δυστυχία.
14
Κολόβιον: είδος πλεχτού γιλέκου.
40
έβλεπε, ήταν γεµάτος απ’ τη θωριά της. Σα νάταν όλο το κορµί του σκεπασµένο µε µάτια, πεινασµένα από ερωτική
περιέργεια. Ένιωθε όλη τη ντροπή για το κάµωµά του, και µαζί την αχορταγιά της όρασής του.
(απόσπασµα)

Έχει επισηµανθεί ότι το απόσπασµα αυτό θυµίζει το Όνειρο στο κύµα. Ποια στοιχεία του περιεχοµένου των δύο κειµένων
επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη;

ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑΤΑ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΣΠΙΤΙ


1. Να περιγράψετε τον ήρωα του διηγήµατος: το χαρακτήρα, τις στάσεις και τις αντιδράσεις του, τις ηθικές και
θρησκευτικές αρχές του.
2. Πώς εµφανίζεται το θέµα του έρωτα στο συγκεκριµένο διήγηµα15;
3. α) Είναι, κατά τη γνώµη σας, πρωτότυπη η ιστορία που διαβάσατε;
β) Ποια στοιχεία του παραµυθιού διακρίνατε στην ιστορία αυτή και ποια της καθηµερινής πραγµατικότητας;
4. Πού έγκειται η ιδιοµορφία της γλώσσας του Παπαδιαµάντη;
5. Στο κείµενο αυτό προβάλλεται το πάθος του συγγραφέα για τη θάλασσα. Τι συµβολίζει, κατά τη γνώµη σας, η θάλασσα
στο διήγηµα αυτό16;
6. Είναι αληθοφανές το διήγηµα αυτό; Θα µπορούσε, κατά την άποψή σας, µια τέτοια εµπειρία να δράσει καθοριστικά στο
µέλλον ενός ανθρώπου;

ΠΑΡΑ∆ΕΙΓΜΑΤΑ ΣΥΝΘΕΤΙΚΩΝ - ∆ΗΜΙΟΥΡΓΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ


1. Είναι γνωστές οι προσωνυµίες του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη ως «κοσµοκαλόγερου», «αγίου των ελληνικών
γραµµάτων» κλπ. Να µελετήσετε τα κείµενα του Παπαδιαµάντη που ανθολογούνται στα σχολικά εγχειρίδια (Γυµνασίου -
Λυκείου) και να γράψετε ένα δοκίµιο περίπου 400 λέξεων µε θέµα:
α) Η θρησκευτικότητα στο έργο του Παπαδιαµάντη
β) Η γυναίκα στο έργο του Παπαδιαµάντη
2. Να µελετήσετε χαρακτηριστικά ερωτικά διηγήµατα του Παπαδιαµάντη και να γράψετε ένα µικρό δοκίµιο µε θέµα το
ερωτικό στοιχείο στο έργο του συγγραφέα.
3. Να µελετήσετε τις διάφορες ερµηνείες που δίνονται για το Όνειρο στο κύµα (ηθικο-θρησκευτική, φυσική, αισθητική,
ψυχαναλυτική κ.ά.) και να τις παρουσιάσετε σύντοµα στους συµµαθητές σας.

15
Έχει τη µορφή απραγµατοποίητου ονείρου στο «κύµα», ενός έρωτα ανολοκλήρωτου και πόθου ανικανοποίητου που επιδρά
καθοριστικά στην ψυχή του ανθρώπου. Αποτελεί µια εξιδανικευµένη νοσταλγική ανάµνηση.
16
Σύµφωνα µε µια ερµηνεία, η θάλασσα συµβολίζει στο διήγηµα αυτό τη µυστική ένωση του ήρωα µε την αγαπηµένη του
και τη φευγαλέα εκπλήρωση της επιθυµίας του. Βλ. σχετικά Τζιόβας ∆., ό.π., σσ. 236-237.