Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κοινός κρόσσαρχος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κοινός κρόσσαρχος

Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1) [1]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα
Συνομοταξία: Χορδωτά
Ομοταξία: Θηλαστικά
Τάξη: Σαρκοφάγα
Οικογένεια: Ερπηστίδες
Υποοικογένεια: Μουνγκοτίνες
Γένος: Κρόσσαρχος
Είδος: Κ. ο σκοτεινόχρους
(C. obscurus)

Διώνυμο
Κρόσσαρχος ο σκοτεινόχρους -
Crossarchus obscurus

Ζ. Κυβιέ, 1825

Κατανομή του κοινού κροσσάρχου

Ο κοινός κρόσσαρχος (Κρόσσαρχος ο σκοτεινόχρους-Crossarchus obscurus), επίσης γνωστός ως μακρύρρινος κρόσσαρχος[2][3] είναι ένας μικρός ημερόβιος κρόσσαρχος. Από τις τρεις υποοικογένειες των Ερπηστιδών (Ερπηστίνες, Μουνγκοτίνες και Γαλιδιίνες) ο κρόσσαρχος ανήκει στις Μουνγκοτίνες,[4] οι οποίες είναι μικρές και πολύ κοινωνικές.

Ο κοινός κρόσσαρχος έχει σωματότυπο παρόμοιο με της νυφίτσας με σκούρα ή κοκκινωπή[5] καστανή παχιά γούνα, με συρμάτινη υφή στο κάτω μέρος της πλάτης, και λεπτή και απαλή στην κοιλιά. Έχει μακριά μουσούδα, κοντά πόδια, μικρή, σχετικώς δύσκαμπτη ουρά η οποία λεπταίνει σε ένα σημείο, μακριά νύχια, μικρά αυτιά, μικρά, σκουρόχρωμα μάτια, και επιμήκη μύτη. Τα ενήλικα άτομα έχουν συνήθως περίπου 33 εκατοστόμετρα μήκος και βάρος περίπου 1 χιλιόγραμμο.

Αυτή η μαγκούστα είναι ένα ιδιαίτερα κοινωνικό ζώο που ζει σε μια μικρή οικογενειακή ομάδα 10 έως 20 ή περισσοτέρων ατόμων, με αυστηρή ιεραρχία. Τα μέλη της οικογενειακής ομάδας επικοινωνούν μέσω διαφόρων ήχων συμπεριλαμβανομένων των σφυριγμάτων και των γρυλισμάτων. Τα σφυρίγματα εκπέμπονται για να διατηρείται η επαφή στο πυκνό τροπικό δάσος ενώ ταξιδεύουν.[6]

Μπορεί να σκαρφαλώνει, αλλά τείνει να περιορίζει τις δραστηριότητές του στο έδαφος. Είναι πολύ εδαφικός, οριοθετεί την επικράτεια της ομάδας με οσμές από τους πρωκτικούς του αδένες του και την υπερασπίζεται σθεναρά ενάντια στους εισβολείς, ακόμη και αν είναι μεγαλύτεροι. έχει μεγάλη ποικιλία από απειλητικές επιδείξεις όπως γρυλίσματα και ρουθουνίσματα, τινάγματα κυρτώσεις της πλάτης και σήκωμα των τριχών. Η ομάδα είναι νομαδική, δεν μένει για πολύ χρόνο σε μια συγκεκριμένη περιοχή της επικράτειάς της. Καθώς μετακινούνται από τόπο σε τόπο, βρίσκουν καταφύγιο σε κουφάλες δέντρων, λαγούμια άλλων ζώων, ή αναχώματα τερμιτών.

Καθώς δεν καταλαμβάνουν μόνιμες φωλιές, τα μικρά δεν μπορούν να συμβαδίσουν με την ομάδα για αρκετές εβδομάδες και πρέπει να μεταφέρονται σε διαφορετικά σημεία τροφοληψίας. Τα άτομα της ομάδας αναλαμβάνουν εκ περιτροπής να μεταφέρουν τα μικρά από τόπο σε τόπο και επίσης να τα βοηθούν να φάνε.[6]

Κατανομή και βιότοποι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κοινός κρόσσαρχος απαντάται στις χώρες της Δυτικής Αφρικής, Γκάνα, Ακτή Ελεφαντοστού, Μπενίν,[3] Λιβερία και Σιέρα Λεόνε,[7] και έχει εξαχθεί σε διάφορες άλλες χώρες για το εμπόριο κατοικίδιων ζώων.

Διαφέρει από τις άλλες μαγκούστες κυρίως στην επιλογή των βιοτόπων της, οι οποίοι είναι γενικά δασικές εκτάσεις κοντά σε νερό, ενώ τα περισσότερα είδη μαγκουστών τείνουν να προτιμούν ανοικτά λιβάδια, ή ημιάνυδρους θαμνοτόπους. Μπορεί να βρεθεί σε υψόμετρο 1000 μ.

Οι κρόσσαρχοι είναι δραστήριοι θηρευτές, και άριστοι εκσκαφείς, τρεφόμενοι με μια ευρεία ποικιλία πραγμάτων. Είναι κυρίως σαρκοφάγοι, και η διατροφή τους αποτελείται από έντομα, προνύμφες, καβούρια του γλυκού νερού, μικρά ερπετά και μικρά τρωκτικά. Έχουν εξαιρετική όραση και οξεία όσφρηση, που τους καθιστούν μικρούς έμπειρους κυνηγούς θηραμάτων. Προτιμούν να σκοτώνουν το θήραμά τους με μια δαγκωματιά στο πίσω μέρος του λαιμού. Τρέφονται επίσης, σε μικρές ποσότητες, με διάφορα είδη οπωροφόρων δένδρων και θάμνων.[8]

Όταν οι κρόσσαρχοι ζουν κοντά σε ανθρώπινους πληθυσμούς, θεωρούνται ως«φυσικά παρασιτοκτόνα».[3]

Σκίτσο του Crossarchus obscurus.

Λόγω της ιεραρχικής κοινωνικής δομής τους, μόνο τα ανώτερα μέλη της μιας οικογενειακής ομάδας επιτρέπεται να αναπαραχθούν. Οι κατώτεροι απόγονοι συχνά σκοτώνονται και τρώγονται από τα κυρίαρχα μέλη της ομάδας. Ωριμάζουν σεξουαλικά μεταξύ εννέα μηνών και ενός έτους. Τα θηλυκά έρχονται σε οίστρο μέχρι και εννέα φορές ετησίως. Τα αρσενικά αρχίζουν και τερματίζουν το ζευγάρωμα χωρίς πολύ φλερτ. Η κύηση κρατά περίπου οκτώ εβδομάδες και κάθε γέννα έχει κατά μέσο όρο 2-4 μωρά, παρά το γεγονός ότι έχουν έξι θηλές. Τα θηλυκά δύνανται να γεννήσουν τρεις φορές ετησίως. Τα μωρά γεννιούνται περίπου με μήκος 13 χιλιοστόμετρα, με τα μάτια τους κλειστά και ένα παχύ υπόστρωμα γούνας. Μετά από περίπου δώδεκα ημέρες, αρχίζουν να ανοίγουν τα μάτια τους και να εξερευνούν το περιβάλλον τους. Σε περίπου τρεις εβδομάδες η μητέρα τους σταματά να τα θηλάζει, το εξωτερικό τρίχωμα αρχίζει να μεγαλώνει και κυνηγούν μόνα τους. Αποκτούν το μέγεθος ενήλικα περίπου στους 6-9 μήνες ηλικίας. Η διάρκεια ζωής του κοινού κροσσάρχου σε αιχμαλωσία είναι 10 έτη.

Εξημερωμένος κοινός κρόσσαρχος κάθεται στην αγκαλιά ενός Ανθρώπου

Λόγω της ευκολίας εκπαιδεύσεως και της κοινωνικής φύσεώς του, ο κοινός κρόσσαρχος είναι συνήθως διαθέσιμος στο εμπόριο εξωτικών κατοικιδίων ζώων και απαντάται σε πολλούς ζωολογικούς κήπους σε όλο τον κόσμο. Τείνει να γίνεται αρκετά συνδεδεμένος με τον ιδιοκτήτη του, και δεν αλληλεπιδρά καλά με οποιοδήποτε άλλο είδος κατοικίδιων ζώων. Είναι πολύ ενεργητικός και απαιτεί πολύ χώρο για να κορέσει το φυσικό ένστικτό περιπλάνησης που έχει. Χωρίς αυτό, έχει την τάση να δρα με επιθετικότητα. Οι διατροφικές ανάγκες του μπορούν να καλυφθούν με ένα μείγμα από διάφορα πράγματα, όπως εμπορικά διαθέσιμους γρύλους, αλευροσκούληκα, ή ποντίκια, μαζί με καλής ποιότητας γατοτροφές.

Στην αιχμαλωσία, ο κίνδυνος της παχυσαρκίας είναι υψηλός, και θα πρέπει να δοθεί προσοχή ώστε να διασφαλιστεί ότι η διατροφή του έχει ποικιλία και ότι ασκείται αρκετά. Η αναπαραγωγή σε αιχμαλωσία δεν είναι συνηθισμένη αλλά έχει πραγματοποιηθεί.

Κατάσταση διατηρήσεως

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο κοινός κρόσσαρχος δεν αναφέρεται ως απειλούμενος ή κινδυνεύων, και ενώ δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία του πληθυσμού στην φύση, δεν θεωρείται ότι είναι σε κίνδυνο.

  1. Dunham, A., Goldman, C. & Hoffmann, M. (2008). Crossarchus obscurus. 2008 IUCN Red List of Threatened Species. IUCN 2008. Ανακτήθηκε 22 March 2009. Η καταχώρηση στη βάση δεδομένων περιλαμβάνει μια συνοπτική αιτιολόγηση του γιατί αυτό το είδος είναι ελαχίστης ανησυχίας.
  2. Dunham, Amy E. (2004). «Mongooses and Fossa (Herpestidae)». Στο: Hutchins, Michael, et. al, επιμ. Grzimek's Animal Life Encyclopedia (2nd έκδοση). Detroit: Gale, σελ. 347. ISBN 0787653624. 
  3. 3,0 3,1 3,2 Djagoun, Chabi A. M. S., et al. (2009). «Mongoose Species in Southern Benin: Preliminary Ecological Survey and Local Community Perceptions». Mammalia (Walter de Gruyter) 73 (1): 27–32. http://www.degruyter.com/view/j/mamm.2009.73.issue-1/mamm.2009.009/mamm.2009.009.xml. Ανακτήθηκε στις January 2, 2013. 
  4. Veron, Geraldine (2010). «Phylogeny of the Viverridae and 'Viverrid-like' Feliforms». Στο: Anjali Goswami and Anthony Friscia. Carnivoran Evolution: New Views on Phylogeny, Form, and Function. Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 70. ISBN 9780521515290. 
  5. Dunham, "Mongooses and Fossa," p. 357.
  6. 6,0 6,1 Dunham, Amy E. (2004). «Mongooses and Fossa (Herpestidae)». Στο: Hutchins, Michael, et. al, επιμ. Grzimek's Animal Life Encyclopedia (2nd έκδοση). Detroit: Gale, σελ. 350. ISBN 0787653624. 
  7. Olson, Annette Lynn (2001). The Behavior and Ecology of the Long-Nosed Mongoose, Crossarchus obscurus [Doctoral dissertation]. Coral Gables: University of Miami. 
  8. Holmes, Stacie. «Crossarchus obscurus, long-nosed cusimanse». Animal Diversity Web. Ανακτήθηκε στις 1 Ιανουαρίου 2013. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]